Οδυσσέως Σώζος ν. Νιόβης Χατζηλουκά (2000) 1 ΑΑΔ 185

(2000) 1 ΑΑΔ 185

[*185]22 Φεβρουαρίου, 2000

 

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

 

Σωζοσ Οδυσσεωσ,

 

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

 

Νιοβησ ΧατζηΛουκα,

 

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10485)

 

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Επιμερισμός ευθύνης ― Διασταύρωση δρόμου από πεζή ― Επιμερίστηκε ευθύνη 60% σε γυναίκα ηλικίας 70 ετών που κτυπήθηκε από αυτοκίνητο ενώ διασταύρωνε λεωφόρο πλάτους 9 μέτρων που φωτιζόταν ικανοποιητικά και ενώ είχε διανύσει τα δύο τρίτα περίπου της απόστασης ― Η απόδοση ευθύνης σε ποσοστό 40% στον οδηγό του οχήματος, ακυρώθηκε κατά πλειοψηφία, από το Εφετείο.

 

Αμέλεια ― Επιμερισμός ευθύνης ― Παράγοντες επιμερισμού, το μεμπτό της διαγωγής κρινόμενο υπό το πρίσμα του καθήκοντος επιμέλειας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημίας η οποία προκύπτει.

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Τροχαίο ατύχημα ― ΄Ιχνη φρένων ― Εύρημα πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ταχύτητα οχήματος βασιζόμενο σε ίχνη φρένων χωρίς να παρατεθεί προς τούτο μαρτυρία εμπειρογνώμονος ― Είναι αντινομικό.

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Ίχνη φρένων ― Δεν μπορούν από μόνα τους να οδηγήσουν σε ασφαλές συμπέρασμα ως προς την ταχύτητα οχήματος.

 

Στις 7.10 μ.μ. ο εφεσείων κτύπησε με το όχημά του την εφεσίβλητη ενώ αυτή διασταύρωνε τη Λεωφόρο Κυρηνείας από τη δεξιά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του.  Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή αξιώνοντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις που προέκυψαν καθώς ισχυρίζετο, λόγω της αμέλειας του εφεσείοντος.  Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της εφεσίβλητης ο εναγόμενος επέλεξε όπως μη κα[*186]ταθέσει και μη κλητεύσει οποιοδήποτε άλλο μάρτυρα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε εύρημα ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να αντιληφθεί το όχημα του εφεσείοντος που ερχόταν από αριστερά της και προχώρησε να διασταυρώσει.  Κτυπήθηκε με το δεξιό εμπρόσθιο μέρος του οχήματος, αφού κάλυψε απόσταση γύρω στα 5,90 μέτρα της λεωφόρου πλάτους 9 μέτρων.  Το όχημα άφησε ίχνη φρένων 12,30 μέτρα στοιχείο που εξυπακούει ότι την είδε τουλάχιστον από το διπλάσιο των 12,30 μέτρων που είναι τα ίχνη τροχοπέδησης, λαμβάνοντας υπόψη και την απόσταση σκέψης (thinking distance).  Με αυτά τα δεδομένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού καθόρισε τις γενικές αποζημιώσεις κατένειμε την ευθύνη σε ποσοστό 60% σε βάρος της εφεσίβλητης και 40% σε βάρος του εφεσείοντος.

 

Ο εφεσείων πρόσβαλε με την έφεση του τον επιμερισμό ευθύνης υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε "αυθαίρετους υπολογισμούς και υποθέσεις και εικασίες αποφαινόμενο επί του θέματος του μήκους των ιχνών τροχοπέδησης και του χρονικού διαστήματος αντίδρασης (thinking distance).  Υποστήριξε επίσης ότι ο εφεσείων είχε τη δέουσα κατόπτευση του δρόμου και εφάρμοσε τα φρένα του μόλις αντιλήφθηκε την ενάγουσα να διασταυρώνει.

 

Η εφεσίβλητη υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Υπό Ηλιάδη, Δ., συμφωνούντος και του Πική, Π.:

 

1.  Στην παρούσα περίπτωση το μήκος των ιχνών φρένων του οχήματος του εφεσείοντος, στην απουσία οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας, δεν μπορεί από μόνο του να οδηγήσει σε ασφαλές συμπέρασμα ως προς την ταχύτητα του οχήματος του εφεσείοντος.

 

2.  Το κριτήριο αν ένας οδηγός είναι αμελής ή όχι εξαρτάται από τα ιδιάζοντα περιστατικά της κάθε περίπτωσης. Το ερώτημα απαντάται πάντα μέσα στα πλαίσια της συμπεριφοράς και των αντιδράσεων ενός λογικού οδηγού.

 

3.  Από την προσαχθείσα μαρτυρία φαίνεται ότι το ατύχημα ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της παράλειψης της εφεσίβλητης να αντιληφθεί την παρουσία του εφεσείοντος στο δρόμο.

 

Υπό Χατζηχαμπή, Δ.:

 

Η υπόθεση αυτή σαφώς δεν είναι περίπτωση απότομου και απρό[*187]σμενου εγχειρήματος διασταύρωσης. Απεναντίας, το ιδιαίτερο δεδομένο της κάλυψης από την εφεσίβλητη του μεγαλύτερου μέρους του δρόμου, τεκμηριώνει έλλειψη της δέουσας προσοχής και έγκαιρης αντίδρασης του εφεσείοντος σε αναφορά με όλες τις συνθήκες της οδήγησης του, για τις οποίες ο ίδιος δεν έδωσε μαρτυρία που ενδεχόμενα να αναιρούσε την ως άνω εκ πρώτης όψεως προκύπτουσα αμέλεια του. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αποδείχθηκε η αμέλεια του εφεσείοντος καθώς και ο επιμερισμός ευθύνης στον οποίο αυτό προέβη, είναι ορθός.

 

Η έφεση επιτράπηκε κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Hadjigeorghiou v. Police (1972) 2 C.L.R. 86,

 

Constantinou v. Police (1972) 2 C.L.R. 89,

 

Salih v. Sofocleous (1979) 1 C.L.R. 248,

 

Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333,

 

Shakolas v. Agathangelou and Another (1983) 1 C.L.R. 1007,

 

Αλεξάνδρου και Άλλη ν. Λεβέντη και Άλλου (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 420,

 

Demeco Company Ltd v. Beckhoff Gasellchaft Mbh (1988) 1 C.L.R. 82,

 

Nicolaides v. Economides (1963) 2 C.L.R. 78.

 

Omer v. Pavlides (1971) 1 C.L.R. 404,

 

Patsalides v. Milikouri (1981) 1 C.L.R. 158.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Νικολάου, Α.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 2/3/99 (Αρ. Αγωγής 2154/96) με την οποία αυτός κρίθηκε ένοχος συντρέχουσας αμέλειας σε ποσοστό 40% σε ατύχημα κατά το οποίο κτύπησε με το όχημά του την εφεσίβλητη-ενάγουσα όταν αυτή διασταύρωνε το δρόμο περπατώντας στη δεξιά πλευρά σε σχέση με την πορεία του.

[*188]Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.

 

Π. Φρακάλας, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η πρώτη απόφαση θα δοθεί από τον Ηλιάδη, Δ. Με αυτή είμαι και εγώ σύμφωνος.  Ο Χατζηχαμπής, Δ. καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα για τους λόγους που εξηγεί στην ξεχωριστή του απόφαση.

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα διαδικασία έφεσης εξετάζεται κατά πόσο ο εφεσείων, που κτύπησε με το όχημα του την εφεσίβλητη ενώ αυτή διασταύρωνε το δρόμο περπατώντας από τη δεξιά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του, ορθά βρέθηκε ένοχος συντρέχουσας αμέλειας σε ποσοστό 40%.

 

(α) Τα γεγονότα

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου η εφεσίβλητη, που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ηλικίας 70 χρόνων, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας στην Εκκλησία Αποστόλου Αντρέα στο Πλατύ γύρω στις 7.10 μ.μ., περπάτησε προς το πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Κυρηνείας με σκοπό να διασταυρώσει και να μεταβεί απέναντι. Η εφεσίβλητη παρέλειψε να αντιληφθεί το όχημα του εφεσείοντος που ερχόταν από τα αριστερά της και προχώρησε για να διασταυρώσει. Αφού κάλυψε μια απόσταση γύρω στα 5,90 μέτρα κτυπήθηκε με το δεξιό εμπρόσθιο μέρος του οχήματος του εφεσείοντος. Το πλάτος της Λεωφόρου σε εκείνο το σημείο του δρόμου ήταν 9 μέτρα και ο δρόμος φωτιζόταν ικανοποιητικά. Το όχημα του εφεσείοντος άφησε 12,30 μέτρα ίχνη φρένων, στοιχείο που σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο “εξυπακούει ότι την είδε τουλάχιστον από το διπλάσιο των 12,30 μέτρων που είναι τα ίχνη τροχοπέδησης, λαμβάνοντας υπόψη και την απόσταση σκέψης (thinking distance)”. Με αυτά τα δεδομένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού καθόρισε τις γενικές και ειδικές αποζημιώσεις κατένειμε την ευθύνη σε ποσοστό 60% σε βάρος της εφεσίβλητης και 40% σε βάρος του εφεσείοντος.

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί το πιο πάνω εύρημα ισχυριζόμενος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε “αυθαίρετους υπολογισμούς και υποθέσεις και εικασίες αποφαινόμενο επί του θέματος του μήκους των ιχνών τροχοπέδησης και του χρονικού διαστήματος αντίδρασης (thinking distance)”.  Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι ο εφεσείων είχε τη δέουσα κατόπτευση του δρόμου και εφάρμοσε τα φρένα του μόλις [*189]αντιλήφθηκε την ενάγουσα να διασταυρώνει το δρόμο.

 

Αντίθετα η θέση της εφεσίβλητης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τόσο την προφορική όσο και την πραγματική μαρτυρία και η απόφαση του ήταν ορθή.

 

(β) Ίχνη φρένων

 

Το συμπέρασμα της αμέλειας του εφεσείοντος μπορεί να εξαχθεί ως απόρροια της κοινής λογικής που βασίζεται στην απόσταση που είχε καλύψει η εφεσίβλητη που είχε κτυπηθεί, στην ταχύτητα με την οποία ταξίδευε ο εφεσείων έχοντας υπόψη την κίνηση που υπήρχε στο δρόμο και στην ορατότητα που είχε για να αντιληφθεί την παρουσία της εφεσείουσας στο δρόμο.  Είναι ορθό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να αντιληφθεί την παρουσία της εφεσίβλητης στο δρόμο τουλάχιστον από 26,60 μέτρα μακριά, αφού ληφθούν υπόψη τα ίχνη φρένων (12,30 μέτρα) που εξισώνονται με την απόσταση σκέψης (thinking distance) (12,30 μέτρα).

 

Το ερώτημα αν ένα Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε ευρήματα που βασίζονται πάνω σε ίχνη φρένων, χωρίς να παρατεθεί προς τούτο μαρτυρία από εμπειρογνώμονα, έχει εξεταστεί σε αριθμό υποθέσεων όπου τονίστηκε ότι ένα τέτοιο εύρημα χωρίς την ύπαρξη επεξηγηματικής μαρτυρίας από εμπειρογνώμονα είναι αντινομικό. (Ιδε HjiGeorghiou v. Police (1972) 2 C.L.R. 86, Constantinou v. Police (1972) 2 C.L.R. 89, Salih v. Sofocleous (1979) 1 C.L.R. 248, Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333, Shakolas v. Agathangelou and Another (1983) 1 C.L.R. 1007.)

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση HjiGeorghiou v. Police (πιο πάνω),

 

“As no expert evidence has been adduced in order to explain the correct and full significance of the said brake-marks in the light of the particular circumstances of this case, we are of the view that it was not safe for the trial Judge to form any distinct opinion on the basis thereof regarding the speed at which the appellant was driving at the material time; and since the appellant’s conviction was, as stated, based on the finding that he was driving at an excessive speed we have to set aside the conviction and the sentence imposed as a result thereof.”

 

Στην παρούσα περίπτωση εκτός από το μήκος των ιχνών φρένων [*190]του οχήματος του εφεσείοντος δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε άλλη επεξηγηματική ή επιπρόσθετη μαρτυρία που θα μπορούσε να αποτελέσει το βάθρο πάνω στο οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να βασιστεί για να καταλήξει σε ένα ασφαλές συμπέρασμα ως προς την ταχύτητα του οχήματος του εφεσείοντος. Δεν έχει δοθεί μαρτυρία από εμπειρογνώμονα αναφορικά με την κατάσταση των φρένων και των ελαστικών του οχήματος του εφεσείοντος, το βάρος του οχήματος, την κατάσταση της επιφάνειας του δρόμου και την απόσταση σκέψης (thinking distance). Τα πιο πάνω στοιχεία παρέμειναν αδιαφώτιστα σε βαθμό που η σύνδεση των ιχνών φρένων με την απόσταση σκέψης (thinking distance) να μην μπορεί να θεωρείται ως ασφαλής. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια προκύπτει ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την απόσταση σκέψης και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε, δεν μπορούσαν να βασισθούν στη μαρτυρία που είχε παρουσιασθεί σε βαθμό που η πρωτόδικη απόφαση να καθίσταται ακροσφαλής.

 

(γ)      Αλλα στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν αμέλεια εκ μέρους του εφεσείοντος

 

Εφόσον δεν έχει παρουσιασθεί αποδεκτή μαρτυρία που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ασφαλές εύρημα της ορατότητας του εφεσείοντος και της ταχύτητας του οχήματος του, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο υπάρχει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει αμέλεια εκ μέρους του εφεσείοντος.

 

Το κριτήριο αν ένας οδηγός είναι αμελής ή όχι εξαρτάται από τα ιδιάζοντα περιστατικά της κάθε περίπτωσης. Το ερώτημα απαντάται πάντα μέσα στα πλαίσια της συμπεριφοράς και των αντιδράσεων ενός λογικού οδηγού. Οπως έχει λεχθεί από το Δικαστή Πική στην υπόθεση Αλεξάνδρου, ανηλίκου, δια της μητρός του και πλησιεστέρας φίλης Μαρίας Αλεξάνδρου ν. Λεβέντη και Λεβέντη ν. Αλεξάνδρου, ανηλίκου, δια της μητρός του και πλησιεστέρας φίλης Μαρίας Αλεξάνδρου (1996) 1 Α.Α.Δ. 420.

 

“Ο επιμερισμός της ευθύνης συναρτάται με δύο παράγοντες:  Το μεμπτό της διαγωγής (blameworthiness), κρινόμενο υπό το πρίσμα του καθήκοντος επιμέλειας, και την αιτιώδη σχέση μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημίας η οποία προκύπτει (causative potency). Δυνητικά, η αμέλεια του οδηγού αυτοκινήτου έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις από την αμέλεια του πεζού ή του ποδηλατιστή. Ενώ η ευθύνη του οδηγού αυτοκινήτου και του πεζού μπορεί να είναι ίση σε έκταση, η δυνατότητα πρόκλησης ζημιάς είναι πολύ μεγαλύτερη στην περίπτωση [*191]του αυτοκινητιστή.”

 

Η απόδειξη της απαίτησης της εφεσίβλητης βασίστηκε πάνω στη δική της προφορική μαρτυρία και εκείνης του Αστυνομικού που εξέτασε τις λεπτομέρειες του ατυχήματος και ετοίμασε το σχέδιο που κατατέθηκε ως τεκμήριο. Δεν κλήθηκε αυτόπτης μάρτυρας που θα μπορούσε να καταθέσει ως προς τις λεπτομέρειες που οδήγησαν στο ατύχημα. Ζητήθηκε από τον Αστυνομικό που εξέτασε το ατύχημα να καταθέσει τις καταθέσεις του εφεσείοντος, της εφεσίβλητης και δύο άλλων προσώπων ως τεκμήρια για αναγνώριση.  Δεν έγινε προσπάθεια κατάθεσης τους ως τεκμηρίων και συνακόλουθα το περιεχόμενο τους δεν μπορεί παρά να παραγνωριστεί.  (Ιδε Demeco Company Ltd. v. Beckhoff Gasellchaft Mbh (1988) 1 C.L.R. 82).  Δεν δόθηκε μαρτυρία ως προς την απόσταση από την οποία ο εφεσείων θα μπορούσε να αντιληφθεί την εφεσίβλητη, που θα μπορούσε να ενισχύσει τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης για την ύπαρξη αμέλειας εκ μέρους του. Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της εφεσίβλητης ο εναγόμενος επέλεξε όπως μη καταθέσει και να μην κλητεύσει οποιοδήποτε άλλο μάρτυρα. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια η μόνη μαρτυρία πάνω στην οποία θα μπορούσε να βασίσει τα συμπεράσματα του το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς τις λεπτομέρειες του ατυχήματος φαίνεται ότι ήταν εκείνη της εφεσίβλητης, που καταθέτοντας με όρκο ανέφερε ότι προτού διασταυρώσει σταμάτησε για αρκετή ώρα στο πεζοδρόμιο για να περάσουν τα αυτοκίνητα. Όταν η κίνηση των οχημάτων είχε σταματήσει, κοίταξε δύο φορές από τη μια και την άλλη πλευρά και αφού δεν είδε οποιαδήποτε κίνηση στο δρόμο άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο βιαστικά. Η εφεσίβλητη δεν αντιλήφθηκε καθόλου την παρουσία του οχήματος του εφεσείοντος στο δρόμο και διερωτήθηκε από πού “ξεφύτρωσε”. Όπως το έθεσε η ίδια αντεξεταζόμενη αν υπήρχαν αυτοκίνητα στο δρόμο,

 

“Δεν είχε κανένα. Ούτε από μακριά. Πόθεν βγήκε; Βγήκε από το καντούνι και δεν τον είδα από μακριά;  Αφού έβλεπα μακριά και δεν είχε .....”

 

Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί φαίνεται ότι το ατύχημα ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της παράλειψης της εφεσίβλητης να αντιληφθεί την παρουσία του εφεσείοντος στο δρόμο. Όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά στην υπόθεση Nicolaides v. Economides (1963) 2 C.L.R 78, στην οποία εξεταζόταν η αμέλεια οδηγού που παρέσυρε πεζό που διεσταύρωνε το δρόμο,

 

“Assuming he looked back, as he said he did, before he started [*192]to cross the street he failed to observe the car which was plainly approaching. This was the effective cause of the collision.  Failure to see what is plainly visible is negligence.  As a reasonable person he ought not to have advanced in the path of the on-coming car.”

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

Χατζηχαμπησ, Δ.: Η διάφορη άποψη μου εκείνης των αδελφών μου δικαστών βασίζεται στη δική μου εκτίμηση της μαρτυρίας η οποία είναι δεδομένη. Το κρίσιμο ερώτημα, κατά την άποψη μου, είναι κατά πόσο ο Εφεσείων επέδειξε τη δέουσα προσοχή και έλεγχο του δρόμου ώστε να είχε δει την Εφεσίβλητη από τη στιγμή που αυτή εισήλθε στο δρόμο για να διασταυρώσει και να είχε έτσι λάβει άμεσα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για να την αποφύγει. Η ίδια η Εφεσίβλητη, αν και κοίταξε πριν διασταυρώσει, δεν είχε δει το αυτοκίνητο, ο δε Εφεσείων δεν έδωσε μαρτυρία για να δώσει τη δική του αντίληψη ως προς τα πιο πάνω. Το δεδομενο της χρήσης των φρένων του, μήκους πλέον των 12 μέτρων, δεν αναιρεί τη δυνατότητα να όφειλε να είχε δει την Εφεσίβλητη και να είχε λάβει μέτρα πιο έγκαιρα, τοσούτο μάλλον αφού ο ίδιος δεν έδωσε σχετική μαρτυρία. Από την άλλη, λαμβάνω υπ’ όψη μου το ότι η ταχύτητα με την οποία διασταύρωνε η Εφεσίβλητη ασφαλώς ήταν πολύ μικρότερη εκείνης με την οποία εκινείτο το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα και ότι η εφεσίβλητη κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο αφού κάλυψε 6 από τα 9 μέτρα του πλάτους του δρόμου, που δείχνει ότι το αυτοκίνητο ήταν σε ανάλογα μεγαλύτερη απόσταση από τα 6 μέτρα που διάνυσε η Εφεσίβλητη μέχρι το σημείο που κτυπήθηκε. Υπό αυτές τις συνθήκες θεωρώ ότι, αν ο Εφεσείων, οδηγώντας με τη λογική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα, είχε το δέοντα έλεγχο του δρόμου, όφειλε να είχε αντιληφθεί την Εφεσείουσα από τέτοια απόσταση όταν αυτή άρχισε να εισέρχεται στο δρόμο για να διασταυρώσει ώστε να είχε λάβει τα δέοντα μέτρα για να την αποφύγει. Στα πλαίσια αυτά, λαμβάνω υπ’ όψη μου και το ότι υπηρχε κίνηση στο δρόμο και το ότι, όντας βράδυ, ο εφεσείων όφειλε να οδηγεί με από κάθε άποψη τέτοια προσοχή που να του ήταν δυνατό να αντεπεξέλθει στην ιδιαίτερη δυσχέρεια που δημιουργούσε η έλλειψη φωτός της ημέρας. Περαιτέρω, παρατηρώ ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η ορατότητα του Εφεσείοντα και γενικά οι δυνατότητες του για παρατήρηση και αντίδραση επηρεάζοντο. Τα πιο πάνω απολήγουν σε άποψη εκ πρώτης όψεως αμέλειας του Εφεσείοντα που, ελλείψει οποιασδήποτε μαρτυρίας εκ μέρους του, δεν αναιρείται στα πλαίσια του ισοζυγίου των πιθανοτήτων στο τέλος της ημέρας. Η υπόθεση [*193]αυτή σαφώς δεν είναι περίπτωση απότομου και απρόσμενου εγχειρήματος διασταύρωσης. Απεναντίας, όπως και στις Omer v. Pavlides (1971) 1 C.L.R. 404 και Patsalides ν. Milikouri (1981) 1 C.L.R. 158, το ιδιαίτερο δεδομένο της κάλυψης από την Εφεσίβλητη του πλείστου μέρους του δρόμου τεκμηριώνει έλλειψη της δέουσας προσοχής και έγκαιρης αντίδρασης του Εφεσείοντα σε αναφορά με τις όλες συνθήκες της οδήγησης του, για τις οποίες ο ίδιος δεν έδωσε μαρτυρία που ενδεχόμενα να αναιρούσε την ως άνω εκ πρώτης όψεως προκύπτουσα αμέλεια του.

 

Συμφωνώ λοιπόν με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστή ότι αποδεικνύεται η αμέλεια του Εφεσείοντα και συμφωνώ περαιτέρω με την κατανομή της ευθύνης στην οποία προέβη.

 

Η έφεση επιτρέπεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο