Παυλή Χριστοφής και Άλλοι ν. Ανδρέα Αβραάμ (2000) 1 ΑΑΔ 220

(2000) 1 ΑΑΔ 220

[*220]24 Φεβρουαρίου, 2000

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ./στές]

 

1. Χριστοφησ Παυλη,

2. Ελενη Τζιονη,

3. Θεοδοσια ΧατζηΛαζαρου,

4. Κυριακοσ Κοτροφοσ,

5. Κυριακοσ Κοτροφοσ, ωσ Διαχειριστησ

τησ περιουσιασ τησ αποβιωσασησ

Αρετησ Χρ. Παυλου,

 

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

 

v.

 

Ανδρeα Αβραaμ,

 

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10067)

 

 

Αμέλεια ― Βάρος αποδείξεως ― Res ipsa loquitur ― Μετακίνηση βάρους αποδείξεως (shifting of burden of proof) στον εναγόμενο ― Εναγόμενος οδηγώντας το όχημά του εναντίον μονοδρόμου κατευθύνσεως εισήλθε σε πλατεία για να συνεχίσει την πορεία του στη λεωφόρο Αρχ. Κυπριανού στο Στρόβολο και τραυμάτισε θανάσιμα γυναίκα στο κέντρο της λεωφόρου ― Εύρημα ότι δεν τεκμηριώθηκε παράβαση καθήκοντος από πλευράς εναγομένου, χωρίς να είχε προσαχθεί οποιαδήποτε μαρτυρία από τον ίδιο ― Υπό τις συνθήκες το βάρος αποδείξεως είχε μετακινηθεί στον εναγόμενο, ο οποίος απέτυχε να το αποσείσει.

 

Αμέλεια ― Αρχή Res ipsa loquitur ― Καθιερώθηκε με το Άρθρο 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Ποία η έννοια και το αποτέλεσμα της εν λόγω αρχής.

 

Στην υπόθεση αυτή, που αφορά τροχαίο ατύχημα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείοντες-ενάγοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος αποδείξεως ως όφειλαν, δηλαδή να τεκμηριώσουν παράβαση οποιουδήποτε καθήκοντος που είχε ο εναγόμενος-εφεσίβλητος προς το θύμα του ατυχήματος.

 

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση προβάλλοντας [*221]ως κύριο λόγο την, κατ’ ισχυρισμό, παραδοχή ότι ο εφεσίβλητος είδε το θύμα την τελευταία στιγμή, αλλά και γενικότερα ενόψη του συνόλου των γεγονότων ο εφεσίβλητος ήταν εκ πρώτης όψεως ένοχος αμέλειας και το βάρος αποδείξεως (evidential proof) μεταφέρθηκε αμέσως και αυτόματα κατά την διάρκεια της δίκης (shifted) στους ώμους του εφεσίβλητου ο οποίος όφειλε να το αποσείσει.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 η αρχή της μετακίνησης του βάρους της απόδειξης στους ώμους της άλλης πλευράς τυγχάνει εφαρμογής και στις αγωγές για αμέλεια.

 

2.  Το Άρθρο 55 καθιερώνει την αρχή του res ipsa loquitur του Αγγλικού Δικαίου ως αρχή και του κυπριακού δικαίου.  Η εν λόγω αρχή εφαρμόζεται, στις κατάλληλες περιπτώσεις, και σε υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων.

 

3.  Το Δικαστήριο, ενόψει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, μπορεί στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (balance of probabilities), να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος-εναγόμενος ήταν εκ πρώτης όψεως αμελής και ότι το βάρος αποδείξεως μετακινήθηκε σ’ αυτόν να εξηγήσει ότι ο θάνατος του θύματος δεν ήταν το αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας.  Κάτω από συνθήκες πολύ καλής ορατότητας και κατά τη διάρκεια της ημέρας, που του επέτρεπαν την κάλυψη απόστασης μέχρι το σημείο σύγκρουσης, κτύπησε την αποβιώσασα χωρίς καμιά προσπάθεια αποφυγής της, όπως προκύπτει από τα δεδομένα που υπήρχαν. Και εφόσον ο εφεσίβλητος-εναγόμενος απέτυχε να δώσει εξηγήσεις και να αποσείσει το βάρος το οποίο μετακινήθηκε σ’ αυτόν, οι εφεσείοντες δικαιούνται σε απόφαση εναντίον του.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Χατζηγιάννης ν. Κουμάση (1995) 1 Α.Α.Δ. 150,

 

Theodoulou v. Pelopidha (1981) 1 C.L.R. 230,

 

Kasinos Constructions Limited v. Christodoulides (1987) 1 C.L.R. 6,

Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117,

[*222]

Swan v. Selisbury Construction Co. Ltd [1966] 2 All E.R. 138,

 

Lloyde v. West Midlands Gas Board [1971] 2 All E.R. 1240.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους ενάγοντες υπό την ιδιότητά τους ως σύζυγος, τέκνα και διαχειριστής της περιουσίας της αποβιώσασας Αρετής Παύλου κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χατζηγιάννη-Ιωσήφ, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 26/8/97 (Αρ. Αγωγής 7148/95) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους εναντίον του εναγομένου για ευθύνη πρόκλησης θανατηφόρου τραυματισμού της αποβιώσασας από το όχημα το οποίο οδηγούσε ο εναγόμενος.

 

Χρ. Χρυσάνθου, για τους Εφεσείοντες.

 

Α. Χαβιαράς, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

 

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Τις πρωινές ώρες της 31.8.1993 η αποβιώσασα Αρετή Χρ. Παύλου, κτυπήθηκε στη Λεωφόρο Αρχ. Κυπριανού στο Στρόβολο, από το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής GS340 που οδηγούσε ο εφεσίβλητος. Η αποβιώσασα ηλικίας τότε 63 χρόνων, τραυματίστηκε σοβαρά. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου, παρά την παρασχεθείσα θεραπεία, υπέκυψε τελικά στα τραύματά της την ίδια μέρα.

 

Οι εφεσείοντες, υπό την ιδιότητά τους ως ο σύζυγος, τα τέκνα και ο διαχειριστής της περιουσίας της αποβιώσασας, κατεχώρησαν αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επιρρίπτοντας σ’ αυτό την ευθύνη για το θάνατό της.  Με την αγωγή τους ζητούν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.

 

Η αγωγή οδηγήθηκε σε ακροαματική διαδικασία. Στη δίκη οι εφεσείοντες εκάλεσαν όσον αφορά το θέμα της ευθύνης, που είναι και το μοναδικό θέμα σήμερα ενώπιόν μας, ένα μόνο μάρτυρα, τον αστυνομικό εξεταστή του ατυχήματος, ο οποίος και παρουσίασε το σχέδιο της σκηνής επί κλίμακος.

 

[*223]Το ατύχημα συνέβηκε κοντά στη συμβολή τεσσάρων δρόμων.  Στη συμβολή των δρόμων σχηματίζεται μικρή πλατεία. Ο εφεσίβλητος οδηγώντας το αυτοκίνητό του εναντίον μονοδρόμου κατευθύνσεως, από την οδό Αλεξανδρουπόλεως, εισήλθε στην πλατεία στρίβοντας ελαφρά προς τα αριστερά για να συνεχίσει την πορεία του στη λεωφόρο Αρχ. Κυπριανού. Το αυτοκίνητο παρέμεινε στην τελική θέση του μέχρι την άφιξη του μάρτυρα. Κτύπησε την αποβιώσασα σε σημείο στο κέντρο της λεωφόρου όπως υπέδειξε ο ίδιος ο εφεσίβλητος στο μάρτυρα.  Σημειώνουμε επίσης ότι στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα υπήρχαν ίχνη αυτού του κτυπήματος.

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία στην πορεία που ακολουθούσε ο εφεσίβλητος με το αυτοκίνητό του, υπάρχει ορατότητα τουλάχιστον 36 μέτρων μέχρι το σημείο σύγκρουσης.  Ο μάρτυρας κατέθεσε επίσης ότι το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου δεν άφησε οποιαδήποτε ίχνη τροχοπέδησης.

 

Πρέπει να προστεθεί ότι η γραπτή κατάθεση του εφεσίβλητου προς την αστυνομία κατατέθηκε εκ συμφώνου ως Τεκμήριο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Αυτή ήταν η μαρτυρία που παρουσίασαν οι εφεσείοντες. Αλλά ήταν και η μόνη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφού ο εφεσίβλητος έκλεισε την υπόθεσή του χωρίς να παρουσιάσει ίχνος μαρτυρίας. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε κατατεθεί εκ συμφώνου η γραπτή κατάθεση του εφεσίβλητου προς την αστυνομία, η οποία, όπως έκρινε το Δικαστήριο, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αλήθεια του περιεχομένου της για την εξαγωγή συμπερασμάτων ή ευρημάτων. Αμφισβήτηση αυτής της πτυχής έχουμε μόνο από τους εφεσείοντες που υποστήριξαν ότι η κατάθεση περιείχε επιζήμιες παραδοχές και ότι, επομένως, ως προς αυτές ήταν παραδεκτή μαρτυρία εναντίον του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην υπόθεση Χατζηγιάννης ν. Κουμάση (1995) 1 Α.Α.Δ. 150, κατέληξε σε διαφορετική εκτίμηση. Θα δούμε, στη συνέχεια, ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν δικαιολογούν προσέγγιση του θέματος από αυτή τη στενή άποψη.

 

Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε του κύριου θέματος που συνίστατο στο αν, με την προσαχθείσα μόνη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστού του ατυχήματος, απεδείχθη αμέλεια εκ μέρους του εφεσίβλητου. Αφού παραθέτει τις σχετικές νομολογιακές αρχές και επισημαίνει ότι το βάρος της απόδειξης εναποτίθεται στους ώμους του ενάγοντα, κατέληξε ότι “η πλευρά των εναγόντων έχει αποτύχει να αποσείσει το βάρος αποδείξεως που ήταν επιφορτι[*224]σμένη, δηλαδή να τεκμηριώσει παράβαση οποιουδήποτε καθήκοντος που είχε ο εναγόμενος προς την αποβιώσασα.”

 

Οι εφεσείοντες, που δεν ικανοποιήθηκαν από την επίδικη απόφαση, καταχώρησαν την παρούσα έφεση προβάλλοντας 6 προς τούτο λόγους. Με τον πρώτο λόγο προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στη γραπτή κατάθεση του εφεσίβλητου προς την αστυνομία, Τεκμήριο 3 δεν υπήρχαν επιζήμιες παραδοχές εναντίον του. Οι υπόλοιποι λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους. Σύμφωνα με τον κύριο λόγο έφεσης ενόψει της, κατ’ ισχυρισμό, παραδοχής ότι ο εφεσίβλητος είδε την αποβιώσασα την τελευταία στιγμή αλλά και γενικότερα ενόψει του συνόλου των γεγονότων ο εφεσίβλητος είναι εκ πρώτης όψεως ένοχος αμέλειας και το βάρος απόδειξης (evidential burden of proof) μεταφέρθηκε αμέσως και αυτόματα κατά τη διάρκεια της δίκης (shifted) στους ώμους του εφεσίβλητου ο οποίος ώφειλε να το αποσείσει.  Και βεβαίως ότι δεν το απέσεισε διότι δεν προσήγαγε οποιαδήποτε μαρτυρία.  Είχε εγερθεί και πρωτόδικα το ίδιο θέμα αλλά το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτό.

 

Είναι γνωστή η αρχή ότι ο ενάγων φέρει το βάρος της απόδειξης των ισχυρισμών του και σε υποθέσεις αστικών αδικημάτων.  Δεν χρειάζεται, νομίζουμε, να επεκταθούμε επί του θέματος, παραθέτοντας προς τούτο τη νομολογία.

 

Από την άλλη όμως είναι γνωστή και η αρχή της μετακίνησης του βάρους της απόδειξης (shifting of evidential burden of proof) από το ένα μέρος στο άλλο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και τελικά είναι γνωστές οι αρχές που διέπουν το δόγμα του res ipsa loquitur (τα πράγματα ομιλούν αφ’ εαυτών).

 

Στην υπόθεση Theodoulou v. Pelopidha (1981) 1 C.L.R. 230, έχει αποφασισθεί ότι η αρχή της μετακίνησης του βάρους της απόδειξης στους ώμους της άλλης πλευράς τυγχάνει εφαρμογής και στις αγωγές για αμέλεια.  Στη σελίδα 234 της πιο πάνω απόφασης αναφέρονται τα εξής:-

 

“No doubt in an action based on negligence, if the facts proved by the plaintiff raise a prima facie case of negligence against the defendant the burden of proof is then cast upon him to establish facts negativing his liability, and one way in which he can do this is by proving inevitable accident, which is where a person in doing an act which he lawfully may do, causes damage without either negligence or intention on his part.”.

[*225]

Στην υπόθεση Kasinos Constructions Limited v. Christodoulides (1987) 1 C.L.R. 6 στις σελίδες 9-10 αναφέρονται τα εξής:-

 

“In the circumstances, the trial Judge rightly said that the burden of proof in this case had shifted to the appellants who had to satisfy him that they were not responsible for the accident. The appellants failed to call evidence that they were diligent in servicing the machine and that whatever caused its switching off and the non operation of the brakes and the steering gear could not have been prevented or foreseen and they, therefore, have failed to discharge the burden that had been shifted on them.”.

 

Οι σχετικές πρόνοιες του άρθρου 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 έχουν ως εξής:-

 

“55. Σε αγωγή που εγείρεται σε σχέση με ζημιά, κατά την οποία αποδεικνύεται-

 

(α)  Ότι ο ενάγοντας στερείται γνώσης ή μέσων γνώσης των πραγματικών περιστατικών, τα οποία προκάλεσαν το συμβάν το οποίο οδήγησε στη ζημιά, και

 

(β)  ότι η ζημιά προκλήθηκε από ιδιοκτησία, επί της οποίας ο εναγόμενος είχε πλήρη έλεγχο,

 

και κρίνεται από το Δικαστήριο ότι η επέλευση του συμβάντος που προκάλεσε τη ζημιά συνδέεται περισσότερο με το γεγονός ότι ο εναγόμενος παρέλειψε να καταβάλει εύλογη επιμέλεια παρά προς την καταβολή τέτοιας επιμέλειας, ο εναγόμενος φέρει το βάρος της απόδειξης του ότι δεν υφίστατο αμέλεια για την οποία αυτός ευθύνεται σε σχέση με το συμβάν το οποίο οδήγησε στη ζημιά.”.

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117 το άρθρο 55 καθιερώνει την αρχή του res ipsa loquitur του Αγγλικού Δικαίου ως αρχή και του κυπριακού δικαίου.

 

Στην αγγλική αυθεντία Barkway v. South Transport Co. Ltd. [1950] 1 All E.R. 392 ο Lord Normand αναφέρει τα ακόλουθα στη σελίδα 399:-

“The maxim is no more than a rule of evidence affecting onus.  It is based on commonsense, and its purpose is to enable justice to [*226]be done when the facts bearing on causation and on the care exercised by the defendant are at the outset unknown, to the plaintiff and are or ought to be within the knowledge of the defendant.”.

 

(Βλέπε επίσης: Swan v. Selisbury Construction Co. Ltd. [1966] 2 All E.R. 138).

 

Το θέμα εξετάσθηκε επισταμένα στην αγγλική Lloyde v. West Midlands Gas Board [1971] 2 All E.R. 1240.  Στη σελίδα 1247 αναφέρονται τα εξής:-

 

“But if at the end of the evidence for the plaintiff, taking into account the possibility, whatever it may be, of outside interference, on the evidence and on proper inferences one way or the other from the evidence or absence of evidence with regard thereto, the correct conclusion is that on balance of probability the cause of the accident was some negligent act or omission on the part οf the defendants, then res ipsa loquitur applies, and, subject to the effect of any rebutting evidence on behalf of the defendants thereafter, the plaintiff’s claim succeeds.”.

 

Πρέπει να τονισθεί ότι η αρχή αυτή εφαρμόζεται, στις κατάλληλες περιπτώσεις, και σε υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων. (Βλέπε: Charlesworth on Negligence, 6η έκδ., σελ. 182, παρ. 271 και Halsbury’s Laws of England, 4η έκδ. τόμος 5, σελ. 184-185 και Theodoulou v. Pelopidha (πιο πάνω)).

 

Στην παρούσα υπόθεση ο ίδιος ο εναγόμενος υπέδειξε το σημείο σύγκρουσης του αυτοκινήτου που οδηγούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο με την αποβιώσασα στο κέντρο περίπου της ασφάλτου.  Υπήρχε μαρτυρία ότι στη σκηνή δεν ανευρέθησαν ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του εναγομένου και επίσης ότι ο εναγόμενος είχε ορατότητα από απόσταση 36 τουλάχιστον μέτρων πριν από το σημείο σύγκρουσης.  Ήταν δεδομένη η διεύθυνση που ακολουθούσε το αυτοκίνητο του εναγομένου, το οποίο οδηγείτο εναντίον μονόδρομης κατεύθυνσης και εισήλθε στη διασταύρωση με πορεία προς τη λεωφόρο Αρχ. Κυπριανού.

 

Με τα πιο πάνω γεγονότα κλίνουμε προς την άποψη ότι, με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων (balance of probabilities), μπορεί, καταλλήλως, να εξαχθεί το συμπέρασμα από το Δικαστήριο ότι ο εναγόμενος-εφεσίβλητος ήταν εκ πρώτης όψεως αμελής και ότι το βάρος της απόδειξης μετακινήθηκε σ’ αυτόν για να εξηγήσει ότι ο θάνα[*227]τος της αποβιώσασας δεν ήταν το αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας. Κάτω από συνθήκες πολύ καλής ορατότητας και κατά τη διάρκεια της ημέρας, που του επέτρεπαν την κάλυψη της απόστασης μέχρι το σημείο της σύγκρουσης, κτύπησε την αποβιώσασα χωρίς καμιά προσπάθεια αποφυγής της, όπως προκύπτει από τα δεδομένα που υπήρχαν.  Και εφόσον ο εναγόμενος-εφεσίβλητος απέτυχε να δώσει εξηγήσεις και να αποσείσει το βάρος το οποίο μετακινήθηκε σ’ αυτόν ευρίσκουμε ότι οι εφεσείοντες δικαιούνται σε απόφαση εναντίον του.

 

Η έφεση γίνεται δεκτή με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται.

 

Νοουμένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επελήφθη των αποζημιώσεων τις οποίες και αποφάσισε και δεδομένου ότι το μέρος αυτό δεν αμφισβητήθηκε στην παρούσα έφεση εκδίδουμε απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου ως η ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ποσού των αποζημιώσεων.

 

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο