Vassos Ayiomamitis Developments Ltd ν. Αρτέμη Θωμαΐδη (2000) 1 ΑΑΔ 238

(2000) 1 ΑΑΔ 238

[*238]24 Φεβρουαρίου, 2000

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

 

VASSOS AYIOMAMITIS DEVELOPMENTS LTD,

 

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

 

v.

 

Αρτεμη ΘωμαΪδη,

 

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10238)

 

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Διαπιστώσεις, συναγωγή συμπερασμάτων και κατάληξη σε ευρήματα, είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ως προς την ιδιότητα του ενάγοντος μετά από αντιφατικές διαπιστώσεις επί του θέματος αυτού.

 

Δίκαιο της Επιείκειας ― Εκχώρηση (assignment) ― Αναγνωρίζεται από το δίκαιο της επιείκειας (equity) ― Η σχέση διέπεται από τις αρχές της επιείκειας που ίσχυαν στην Αγγλία πριν τη θέσπιση του Real Property Act 1925 και εφαρμόζονται στην Κύπρο δυνάμει του Άρθρου 29(1) (γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60 ― Διάκριση από αντιπροσωπεία.

 

Με γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 23.1.84 (τεκμ. 1), οι εφεσείοντες πώλησαν κτήμα στη Γερμασόγεια εκτάσεως 7 σκαλών στον αλλοδαπό M. Arbash.  Το εν λόγω κτήμα είχε αγορασθεί από τους εφεσείοντες και διατηρούσαν δικαίωμα να εγγραφούν ως ιδιοκτήτες.  Η τιμή πώλησης συμφωνήθηκε στις ΛΚ72.000.

 

Ο όρος 8 της συμφωνίας διελάμβανε ότι ο αγοραστής είχε δικαίωμα εκχώρησης των απορρεόντων εκ της συμφωνίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του σε τρίτο πρόσωπο και ότι οι εφεσείοντες θα δέχονταν την εκχώρηση και θα μεταβίβαζαν το πωληθέν κτήμα στο όνομα του εκδοχέα εφόσον θα υπήρχε συμμόρφωση προς όλους τους όρους της συμφωνίας.

 

Ο κ. Arbash, όταν αντιμετώπισε δυσκολίες για την μεταβίβαση και [*239]εγγραφή του κτήματος, επικαλέσθηκε τον όρο 8 της συμφωνίας και κάλεσε τους εφεσείοντες να εγγράψουν το κτήμα στον δικηγόρο του, εφεσίβλητο, ο οποίος απολάμβανε της πλήρους εμπιστοσύνης του. Οι εφεσείοντες μεταβίβασαν και ενέγραψαν επ’ ονόματι του εφεσίβλητου εξ αδιαιρέτου τα 7/13 μερίδια του όλου κτήματος που περιγράφεται στη συμφωνία της 23.1.84 και συνήψαν με τον εφεσίβλητο γραπτή συμφωνία (τεκμ. 3) ρυθμιστική της μεταξύ τους σχέσης συνιδιοκτησίας που προέκυψε ύστερα από τη μεταβίβαση των 7/13 μεριδίων στο όνομα του εφεσίβλητου.  Οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν να συνεργασθούν για ανάπτυξη των δύο τεμαχίων ως ενιαίο σύνολο προς αμοιβαίο όφελος. Οι εφεσείοντες δεν εκπλήρωσαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και ο εφεσίβλητος με αγωγή του κατά του διευθυντή τους απαίτησε ΛΚ20.000 ως έξοδα που κατέβαλε από μόνος του για το διαχωρισμό και τη μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος και νερού.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για το πιο πάνω ποσό υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων.

 

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν κατ’ έφεση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διαπίστωσε ότι υπήρξε νόμιμη εκχώρηση στον εφεσίβλητο, των δικαιωμάτων του κ. Arbash, και όχι πρόταση προς διαφοροποίηση της αρχικής σύμβασης ή πρόταση για σύναψη νέας σύμβασης. Η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι ο κ. Arbash υπέδειξε τον εφεσίβλητο ως αντιπρόσωπό του και ο τελευταίος, υπό αυτή την ιδιότητα, δέχθηκε την επ’ ονόματι του μεταβίβαση των 7/13 μεριδίων και υπέγραψε τη συμφωνία τεκμ. 3.

 

Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο υπήρξε νόμιμη εκχώρηση δικαιωμάτων στον εφεσίβλητο, ούτως ώστε αυτός να νομιμοποιείται να κινήσει την αγωγή εναντίον των εφεσειόντων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τόσο κατά την εγγραφή των μεριδίων στο όνομα του εφεσίβλητου όσο και κατά τη συνομολόγηση της συμφωνίας τεκμ. 3, ο εφεσίβλητος ενεργούσε ταυτόχρονα ως αντιπρόσωπος του κ. Arbash και ως εκδοχέας των δικαιωμάτων του. Αυτό συνιστά αντινομία προς το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστή ότι οι εφεσείοντες εκχώρησαν στον εφεσίβλητο τα δικαιώματα του κ. Arbash, στο οποίο εστηρίζετο η διαπίστωση ότι ο εφεσίβλητος ενομιμοποιείτο στην απαίτηση του εναντίον των εφεσειόντων ως νόμιμος εκδοχέας των δικαιωμάτων του κ. Arbash.

 

2.  Το αντικείμενο του δικαιώματος της ισχυριζόμενης εκχώρησης [*240]δεν είναι ταυτόσημο με το δικαίωμα που καθορίζεται στη σύμβαση (τεκμ. 1).  Και εφόσον δεν νοείται εκχώρηση άλλη παρά μόνο του αυτούσιου δικαιώματος που απορρέει από τη σύμβαση το συμπέρασμα είναι ότι η εγγραφή των 7/13 μεριδίων στο όνομα του εφεσίβλητου, εκφεύγει των ορίων της εκχώρησης.

 

3.  Η έκφραση εμπιστοσύνης για το πρόσωπο του φερόμενου ως εκδοχέα συνάδει με σχέση αντιπροσωπείας παρά με εκχώρηση, και αυτό επιβεβαιώνεται εν προκειμένω από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ο οποίος κατέθεσε ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του κ. Arbash.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτόδικα και κατ’ έφεση.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους εναγομένους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ερωτοκρίτου, Π.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 22/4/98 (Αρ. Αγωγής 6062/90) με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ του ενάγοντα για το ποσό των £20.000 το οποίο αντιπροσώπευε τα έξοδα διαχωρισμού του πωληθέντος μεριδίου του κτήματος των εναγομένων προς αλλοδαπό ο οποίος εκχώρησε στον ενάγοντα τα απορρέοντα από τη συμφωνία πώλησης δικαιώματα και υποχρεώσεις του.

 

Λ. Τσικκίνης, για τους Εφεσείοντες.

 

Ντ. Σαβεριάδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ: Με γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 23.1.84 (τεκμ. 1) οι εφεσείοντες πώλησαν στον αλλοδαπό κ. Mohammed Arbash κτήμα στη Γερμασόγεια εκτάσεως 7 σκαλών (στο εξής “το πωληθέν κτήμα”). Το πωληθέν κτήμα αποτελούσε τμήμα δύο όμορων τεμαχίων συνολικής έκτασης 13 σκ. 1 πρ. και 800 τπ. τα οποία οι εφεσείοντες είχαν αγορασμένα και διατηρούσαν δικαίωμα να εγγραφούν ως ιδιοκτήτες.

 

Το πωληθέν κτήμα περιγράφεται στη σύμβαση (τεκμ. 1) και προσδιορίζεται στο επισυνημμένο σ’ αυτή τοπογραφικό σχέδιο.  Η τιμή πώλησης του πωληθέντος κτήματος συμφωνήθηκε στις ΛΚ72.000. Ήταν όρος της συμφωνίας ότι  οι εφεσείοντες θα προέβαιναν με δικά τους έξοδα στο διαχωρισμό  των τεμαχίων και την έκδοση χωριστού τίτλου ιδιοκτησίας στο όνομα του αγοραστή για το τεμάχιο που θα έπαιρνε. Ανέλαβαν επίσης όπως σε διάστημα τριών μηνών από της υπογραφής της συμφωνίας να ισοπεδώσουν το πωληθέν κτήμα και να μεταφέρουν ηλεκτρικό ρεύμα και νερό με δικά τους έξοδα.

 

Η εγγραφή του πωληθέντος κτήματος στο όνομα του αγοραστή ή στο όνομα προσώπου της επιλογής του θα γινόταν εφόσον ο αγοραστής θα εξασφάλιζε την απαιτούμενη από το νόμο* άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου και θα εξοφλούσε το συμφωνηθέν τίμημα.

 

Ο όρος 8 της συμφωνίας διελάμβανε ότι ο αγοραστής είχε δικαίωμα εκχώρησης των απορρεόντων εκ της συμφωνίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του σε τρίτο πρόσωπο και ότι οι εφεσείοντες θα δέχονταν την εκχώρηση και θα μεταβίβαζαν το πωληθέν κτήμα στο όνομα του εκδοχέα εφόσον θα υπήρχε συμμόρφωση προς όλους τους όρους της συμφωνίας.

 

Ο κ. Arbash με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 30.8.84  πληροφόρησε τους εφεσείοντες ότι επιθυμούσε το διαχωρισμό του πωληθέντος κτήματος σε επτά μονόσκαλα τεμάχια με προοπτική ανέγερσης ισάριθμων επαύλεων, μιας στο κάθε τεμάχιο, για τις ανάγκες μελών της οικογένειάς του.

 

Οι εφεσείοντες δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωση που ανέλαβαν για μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος και νερού στο πωληθέν κτήμα ούτε εκτέλεσαν έργα ισοπέδωσης ή διαχωρισμού. Ο κ. Arbash από την άλλη, απέτυχε να εξασφαλίσει άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου για εγγραφή του πωληθέντος κτήματος επ’ ονόματί του. Όταν φάνηκε ότι τα πράγματα οδηγούνταν σε αδιέξοδο ο κ. Arbash απέστειλε στους εφεσείοντες επιστολή ημερομηνίας 10.9.84 (τεκμ. 2)  στην οποία γινόταν γενικά λόγος για τις δυσκολίες που σχετίζονταν με την επ’ ονόματι του μεταβίβαση και εγγραφή του κτήματος και ύστερα, κατ’ επίκληση του άρθρου 8 της συμφωνίας, καλούσε τους εφεσείοντες να μεταβιβάσουν και εγγράψουν το κτήμα στο δικηγόρο του, εφεσίβλητο κ. Αρτέμη Θωμαΐδη, ο οποίος απολάμβανε, καθώς έγραφε, της απόλυτης εμπιστοσύνης του.

[*242]

Στις 6.11.84 ο κ. Arbash, μέσω του εφεσίβλητου, εξόφλησε μικρό υπόλοιπο του τιμήματος και οι εφεσείοντες εξέδωσαν απόδειξη (τεκμ. 16).

 

Στις 6.12.1984 οι εφεσείοντες μεταβίβασαν και ενέγραψαν επ’ ονόματι του εφεσίβλητου εξ αδιαιρέτου τα 7/13 μερίδια του όλου κτήματος που περιγράφεται στη γραπτή συμφωνία με τον κ. Arbash ημερομηνίας 23.1.84 και αυθημερόν συνήψαν με τον εφεσίβλητο γραπτή συμφωνία (τεκμ. 3), ρυθμιστική της μεταξύ τους σχέσης συνιδιοκτησίας που προέκυψε ύστερα από τη μεταβίβαση των 7/13 μεριδίων στο όνομα του εφεσίβλητου.

 

Στο προοίμιο της συμφωνίας (τεκμ. 3) οι εφεσείοντες προσδιορίζονται ως “οι πωλητές” (“the vendors”), ο δε εφεσίβλητος ως “ο αγοραστής” (“the purchaser”). Γίνεται επίσης αναφορά στο γεγονός της μεταβίβασης των μεριδίων επ’ ονόματι του εφεσίβλητου και στη συνέχεια, καθορίζονται περιγραφικά αλλά και επί τοπογραφικού σχεδίου, κατάλληλα χρωματισμένου, σημειωμένου και συνημμένου στη συμφωνία, τα τεμάχια που οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν ότι αντιστοίχως θα  ενέγραφαν χωριστά επ’ ονοματί τους. Μέχρι την πραγμάτωση του συγκεκριμένου σκοπού, οι συμβαλλόμενοι ανέλαβαν υποχρέωση έναντι αλλήλων όπως προβούν σε όλα τα αναγκαία διαβήματα προς επίτευξη του διαχωρισμού και την έκδοση των χωριστών τίτλων ιδιοκτησίας. Συμφώνησαν επίσης να διευκολύνουν και κάθε άλλο διάβημα του αντισυμβαλλόμενου που θα στόχευε στην ανάπτυξη και εκμετάλλευση του τεμαχίου που πήρε, περιλαμβανομένης της μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος και νερού, το διαχωρισμό σε οικόπεδα, την κατασκευή δρόμων κλπ. Τέλος, συμφώνησαν  να συνεργαστούν για την ανάπτυξη των δυο τεμαχίων ως ενιαίο σύνολο προς αμοιβαίο όφελος.

 

Ο εφεσίβλητος υποστήριξε πρωτόδικα και κατ’ έφεση ότι η επ’ ονόματι του μεταβίβαση των 7/13 μεριδίων έγινε στη βάση εκχώρησης των εκ της συμβάσεως (τεκμ. 1) απορρεόντων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του κ. Arbash και ότι η συμφωνία (τεκμ. 3) που συνήψε με τους εφεσείοντες ήταν σε συνάρτηση και συμπληρωματική της σύμβασης (τεκμ. 1).

 

Η εκδοχή του εφεσίβλητου  είναι ότι ο ίδιος μολονότι συνέπραξε με τους εφεσείοντες στην υποβολή των αιτήσεων για εξασφάλιση των αδειών διαχωρισμού του κτήματος και εκτέλεσης των συναφών έργων, (κατασκευή δρόμων, κρασπέδων, εγκαταστάσεων παροχής νερού, ηλεκτρικού ρεύματος κλπ), εντούτοις οι εφεσείοντες, [*243]κατά παράβαση των υποχρεώσεων τους οι οποίες απορρέουν από τη συμφωνία (τεκμ. 1) που συνήψαν με τον κ. Arbash, αρνήθηκαν να προχωρήσουν στην πραγμάτωση του διαχωρισμού και την εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων.

 

Ένεκα της παραλείψεως των εφεσειόντων να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις ο εφεσίβλητος αναγκάστηκε να προχωρήσει μόνος του και με δικά του έξοδα στο διαχωρισμό και τη μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος και νερού.

 

Με την αγωγή που  ο εφεσίβλητος κίνησε εναντίον των εφεσειόντων και του διευθυντή τους κ. Βάσου Αγιομαμίτη, απαίτησε τα έξοδα που κατέβαλε τα οποία, από τα αρχικά στάδια της πρωτόδικης διαδικασίας οι διάδικοι συμφώνησαν ότι ανέρχονται στις ΛΚ20000.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την  εκδοχή του εφεσίβλητου και διαπίστωσε ότι ο κ. Arbash με βάση τον όρο 8 της συμφωνίας που συνήψε με τους εφεσείοντες, διατηρούσε δικαίωμα να εκχωρήσει και όντως εκχώρησε τα απορρέοντα από τη συμφωνία δικαιώματα και υποχρεώσεις του στον εφεσίβλητο και ότι οι εφεσείοντες, με βάση την εκχώρηση, μεταβίβασαν στον εφεσίβλητο τα 7/13 μερίδια του κτήματος. Διαπίστωσε επίσης ότι οι εφεσείοντες και ο εφεσίβλητος συνομολόγησαν την μεταξύ τους συμφωνία  (τεκμ. 3) για να ρυθμίσουν τις μεταξύ τους σχέσεις συνιδιοκτησίας και ότι η εν λόγω συμφωνία δεν απάλλασσε τους εφεσείοντες από τις αρχικές τους υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από τη σύμβαση τεκμήριο 1 για έκδοση ξεχωριστού τίτλου ιδιοκτησίας, μεταφορά νερού, ηλεκτρικού ρεύματος κλπ στο κτήμα με δικά τους έξοδα. Στη βάση αυτής της διαπίστωσης και με δεδομένο το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος προέβη στο διαχωρισμό κλπ του κτήματος με δικά του έξοδα, το Δικαστήριο εξέδοσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων  για το ποσό των  ΛΚ20000.  Η αγωγή εναντίον του διευθυντή των εφεσειόντων και η ανταπαίτηση απορρίφθηκαν.

 

Η κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης ερείδεται βασικά στη διαπίστωση ότι ο εφεσίβλητος ως νόμιμος εκδοχέας των εκ της συμβάσεως (τεκμ. 1) απορρεόντων δικαιωμάτων του κ. Arbash  εδικαιούτο στις αποζημιώσεις που επιδίκασε λόγω συγκεκριμένης παράβασης της συμφωνίας που διαπιστώθηκε ότι διέπραξαν οι εφεσείοντες.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και υποστηρίζουν ότι οι περιστάσεις που περιβάλλουν την [*244]υπόθεση δεν δικαιολογούν την κατάληξη.  Υποστηρίζουν ότι ο πρωτόδικος δικαστής εσφαλμένα ερμήνευσε την επιστολή (τεκμ. 2) του κ. Αrbash προς τους εφεσείοντες και εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πρόθεση του αλλοδαπού αγοραστή όπως εκφράζεται στην εν λόγω επιστολή (τεκμ. 2) είναι ξεκάθαρη και ότι επομένως υπήρξε νόμιμη εκχώρηση και όχι πρόταση προς διαφοροποίηση της αρχικής σύμβασης ή πρόταση για σύναψη νέας σύμβασης.

 

Ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι η δήλωση του κ. Arbash που περιέχεται στην επιστολή του (τεκμ. 2) ότι ο εφεσίβλητος απολάμβανε της απόλυτης εμπιστοσύνης του “.... who enjoys my absolute trust” παρέχει ισχυρή ένδειξη πως δεν επρόκειτο για εκχώρηση δικαιωμάτων γιατί αν η πρόθεση του κ. Arbash ήταν να εκχωρήσει τα δικαώματα του στον εφεσίβλητο δυνάμει της σύμβασης τεκμήριο 1 θα ήταν περιττή η όποια δήλωση εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του εκδοχέα.  Η δήλωση θα είχε νόημα και θα αποκτούσε σημασία σε περίπτωση υπόδειξης αντιπροσώπου όπου το στοιχείο της εμπιστοσύνης είναι κυρίαρχο στη σχέση της αντιπροσωπείας.  Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι ο κ. Arbash με την επιστολή του (τεκμ. 2) υπέδειξε τον εφεσίβλητο ως αντιπρόσωπό του και ο τελευταίος, υπό αυτή την ιδιότητα, δέχθηκε την επ’ ονόματί του μεταβίβαση των 7/13 μεριδίων και υπέγραψε τη μεταξύ τους συμφωνία τεκμ. 3.

 

Το ζητούμενο είναι το κατά πόσο ο εφεσίβλητος ενομιμοποιείτο ως διάδικος (ενάγων) στην αγωγή εναντίον των εφεσειόντων κατ’ επίκληση δικαιωμάτων εκ συμβάσεως που τρίτος συνήψε μετά των εφεσειόντων. Αν η διαπίστωση είναι ότι τα συμβατικά δικαιώματα που επικαλείται ο εφεσίβλητος αποκτήθηκαν από τον ίδιο δυνάμει εκχώρησης από τον κ. Arbash η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Αν όμως η διαπίστωση είναι ότι εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος ήταν εκδοχέας των δικαιωμάτων του κ. Arbash, η έφεση θα επιτύχει χωρίς να προκύπτει ανάγκη προσδιορισμού της σχέσης που δημιουργήθηκε είτε σαν αποτέλεσμα της μεταβίβασης των 7/13 μεριδίων του όλου κτήματος στο όνομα του εφεσίβλητου είτε από τη γραπτή συμφωνία ημερ. 6.12.1984 (τεκμ. 3).

 

Η νομοθεσία της Κύπρου δεν περιέχει διατάξεις ρυθμιστικές της εκχώρησης (assignment). Ωστόσο, η εκχώρηση αναγνωρίζεται από το δίκαιο και οι αρχές της επιείκειας (equity) που ίσχυσαν στην Αγγλία επί του θέματος πριν από την θέσπιση του Real Property Act 1925 (που για πρώτη φορά ρύθμισε νομοθετικά την εκχώρηση), διέπουν τη σχέση. Καθόσον αφορά την εξουσία των Δικαστηρίων για εφαρμογή του αγγλικού κοινού δικαίου (common law) και των αρ[*245]χών της επιείκειας (equity) κατά την άσκηση της πολιτικής ή της ποινικής δικαιοδοσίας το άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου - Νόμος 14/60 προβλέπει:

 

“29(1) Εκαστον δικαστήριον εν τη ασκήσει της πολιτικής ή ποινικής αυτού δικαιοδοσίας θα εφαρμόζη

 

(α)  ........................................................................

 

(β)  ........................................................................

 

(γ)  Το κοινό δίκαιο (common law) και τας αρχάς της επιείκειας (equity) εκτός εάν άλλη πρόβλεψις εγένετο ή θα γίνη υπό οιουδήποτε νόμου εφαρμοστέου ή γενόμενου δυνάμει του Συντάγματος ή οιουδήποτε νόμου διατηρηθέντος εν ισχύι δυνάμει της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου εφόσον δεν αντιβαίνουν ή δεν είναι ασυμβίβαστοι προς το Σύνταγμα.”

 

Και επειδή οι αρχές της επιείκειας αποβλέπουν  περισσότερο στη διακρίβωση της πρόθεσης παρά στη συμμόρφωση με τον τύπο, για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει έγκυρη εκχώρηση είναι απαραίτητη η αναζήτηση της πραγματικής πρόθεσης του φερόμενου ως  εκχωρητή.  Η δήλωση της πρόθεσης πρέπει να είναι σαφής.  Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση της πρόθεσης δεν έχει σημασία.  Είναι αρκετό να αναδύεται με σαφήνεια από το νόημα ξεκάθαρη πρόθεση για εκχώρηση.  Βλ. Snell’s Equity, 29η έκδοση, σελ. 76-81.

 

Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο κ. Arbash εκχώρησε στον εφεσίβλητο τα απορρέοντα από τη συμφωνία (τεκμ. 1) δικαιώματά του και στη βάση της διαπίστωσης έκρινε ότι ο εφεσίβλητος ενομιμοποιείτο στην αξίωσή του εναντίον των εφεσειόντων. Η ορθότητα της διαπίστωσης αμφισβητείται από τους εφεσείοντες και συνεπώς προέχει η εξέταση κατά πόσο υπήρξε νόμιμη εκχώρηση δικαιωμάτων.

 

Ο εφεσίβλητος κατέθεσε ότι δέχθηκε την εγγραφή των 7/13 μεριδίων στο όνομά του ως αντιπρόσωπος του κ. Arbash. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος της μαρτυρίας από τις σελίδες 16 και 17 των πρακτικών.

“Ε. Κατέθεσες το τεκμ. 2 το οποίο είναι μια επιστολή του Arbash προς την εναγόμενη εταιρεία και στην οποία λέγει ότι “I have decided ... etc”. Αυτή η μεταβίβαση έλαβε χώρα στο όνομά σας κατόπιν εντολής του Arbash και κατόπιν δικής σας συγκατάθεσης;

[*246]

Α.  Ασφαλώς.

 

Ε.   Και αυτή η επιστολή γράφτηκε από το γραφείο σας;

 

Α.  Βάσει εντολής του Arbash.

 

E.   Αλλά την στείλετε αυτή την επιστολή κτυπηθεί στο γραφείο σας;

 

Α.  Δεν αρνούμαι.

 

Ε.   Και ο σκοπός για τον οποίο γράφτη στο όνομά σας ήταν για να χρησιμοποιήσετε εσείς εκ μέρους του Arbash στο διαχωρισμό σε οικόπεδα, όπως εισηγηθήκατε στην επιστολή σας 10 ημέρες προηγουμένως;

 

Α.  Ο λόγος που μεταβιβάσθη πάνω μου ο Arbash μου είχε αναφέρει ότι δεν εμπιστεύετο την εταιρεία Β. Αγιομαμίτης και ήθελε το κτήμα που αγόρασε να μεταβιβαστεί σε κάποιο που εμπιστεύετο και αυτό έγινε.

 

Ε.   Κατέστης ιδιοκτήτης του 7/13 μεριδίου εξ αδιαιρέτου σαν αντιπρόσωπος του Arbash;

 

A.  Μάλιστα.”

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής διαπιστώνει (σελ. 19-20 της απόφασης) ότι:

 

“Από τη μαρτυρία του Ενάγοντα παρέμεινε αναντίλεκτο ότι μέχρι την εγγραφή του κτήματος στο όνομα του αυτός ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του αλλοδαπού αγοραστή και ότι μέχρι τότε δεν είχε ακόμη αγοράσει το κτήμα.  Κεντρικός άξονας της μαρτυρίας του Ενάγοντα ήταν ότι το Τεκμήριο 3 υπογράφηκε για να ρυθμίσει τις σχέσεις των διαδίκων ως συνιδιοκτητών του κτήματος και όχι για να απαλλάξει τους Εναγόμενους από τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του Τεκμηρίου 1.”

 

Στη σελίδα 22 της απόφασης συνοψίζονται τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως εξής:

 

“Με βάση όλα τα πιο πάνω συνοψίζω τα ευρήματα μου ως εξής:

[*247]

Η Εναγόμενη 1 Εταιρεία με βάση το Τεκμήριο 1, το οποίο κρίνεται καθ’ όλα νόμιμο, πώλησε στον αλλοδαπό Arbash μερίδιο έκτασης 7 σκαλών στην περιοχή Γερμασόγειας.  Με βάση τον όρο 3, 5 και 8 η Εναγόμενη 1 Εταιρεία αναλάμβανε με δικά της έξοδα να διαχωρίσει το κτήμα και να εξασφαλίσει ξεχωριστό τίτλο στο όνομα του αλλοδαπού αγοραστή ή στο όνομα τρίτου προσώπου της αρεσκείας του. Επιπρόσθετα με βάση τον όρο 7 η Εταιρεία αναλάμβανε να μεταφέρει στο κτήμα νερό και ηλεκτρικό ρεύμα. Με βάση τον όρο 8 ο αγοραστής είχε το δικαίωμα να εκχωρίσει τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του σε τρίτο πρόσωπο. Βρίσκω ότι πράγματι ο αλλοδαπός εκχώρισε τα δικαιώματα του στον Ενάγοντα και η Εναγόμενη 1 Εταιρεία μεταβίβασε το κτήμα σε αυτόν.  Με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία βρίσκω ότι το Τεκμήριο 3 υπογράφηκε για να ρυθμίσει τις σχέσεις των δύο συνιδιοκτητών και δεν αποτελούσε νέα συμφωνία που απάλλασσε την Εναγόμενη 1 Εταιρεία από τις αρχικές της υποχρεώσεις να εκδώσει ξεχωριστό τίτλο και να μεταφέρει νερό και ηλεκτρικό ρεύμα στο κτήμα με δικά της έξοδα.  Αυτές τις υποχρεώσεις της η Εναγόμενη 1 δεν εκπλήρωσε με αποτέλεσμα ο Ενάγοντας να αναγκαστεί να προβεί ο ίδιος στο διαχωρισμό του κτήματος με δικά του έξοδα.  Τα συνολικά έξοδα έχουν συμφωνηθεί στο ποσό των £20.000.”

 

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το Δικαστήριο προέβη σε δύο κρίσιμες διαπιστώσεις.

 

(α)      Ότι ο εφεσίβλητος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του k. Arbash μέχρι τις 6.12.94 που έγινε η εγγραφή των 7/13 μεριδίων του κτήματος στο όνομα του εφεσίβλητου.

 

(β)      Ότι ο κ. Arbash εκχώρησε στον εφεσίβλητο τα απορρέοντα από τη σύμβαση τεκμ. 1 δικαιώματά του. Η δεύτερη διαπίστωση προέκυψε ύστερα από ερμηνεία του περιεχομένου της επιστολής του κ. Arbash προς τους εφεσείοντες ημερομηνίας 10.9.84 (τεκμ. 2) η οποία αποτελούσε και τη μόνη αποδεκτή μαρτυρία προς εξαγωγή του συμπεράσματος εφόσον ο κ. Arbash δεν ήταν μάρτυρας στην υπόθεση.

 

Από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου που μόλις συνοψίσαμε προκύπτει ότι τόσο κατά τη εγγραφή των μεριδίων στο όνομα του εφεσίβλητου όσο και κατά τη συνομολόγηση της συμφωνίας τεκμ. 3 ο εφεσίβλητος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του κ. Arbash. Προκύπτει επίσης ότι κατά τον ίδιο χρόνο (6.12.84) ο εφεσίβλητος ήταν [*248]ταυτόχρονα και ο νόμιμος εκδοχέας των δικαιωμάτων του κ. Arbash που απέρρεαν από τη σύμβαση (τεκμ. 1), εφόσον η πρόθεση για εκχώρηση είχε εκδηλωθεί νωρίτερα με την επιστολή που ο κ. Arbash απέστειλε προς τους εφεσείοντες ημερομηνίας 10.9.84 (τεκμ. 2). Στην απόφαση δεν αναφέρεται ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη νόμιμη συνύπαρξη των δύο ιδιοτήτων στο πρόσωπο του εφεσίβλητου με αναφορά τα δικαιώματα του κ. Arbash από τη σύμβαση (τεκμ. 1).

 

Ο εκχωρητής από τη στιγμή που εκχωρεί τα δικαιώματά του στον εκδοχέα αποξενώνεται από αυτά και τα δικαιώματα περιέρχονται αυτούσια στον εκδοχέα. Στην αντιπροσωπεία ο αντιπροσωπευόμενος διατηρεί τα δικαιώματά του τα οποία ασκεί μέσω του αντιπροσώπου του.

 

Θεωρούμε πως οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου περιέχουν αντινομία καθόσον αφορά τον προσδιορισμό της ιδιότητας του εφεσίβλητου κατά τον κρίσιμο χρόνο. Η αντινομία είναι προφανής και σε βαθμό που κλονίζει το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστή ότι στην επιστολή του κ. Arbash προς τους εφεσείοντες (τεκμ. 2) περιέχεται ξεκάθαρη πρόθεση εκχώρησης δικαιωμάτων στο οποίο ερείδεται η διαπίστωση ότι ο εφεσίβλητος νομιμοποιείται στην απαίτησή του εναντίον των εφεσειόντων ως νόμιμος εκδοχέας των δικαιωμάτων του κ. Arbash.

 

Η εγγραφή των 7/13 μεριδίων του όλου κτήματος των εφεσειόντων στο όνομα του εφεσίβλητου συνιστά απόκλιση των συμφωνηθέντων με βάση την σύμβαση (τεκμ. 1). Η σύμβαση (τεκμ. 1) είχε ως αντικείμενο το πωληθέν κτήμα όπως αυτό περιγράφεται στην σύμβαση για το οποίο ο αγοραστής απέκτησε δικαίωμα μεταβίβασης και εγγραφής. Το αντικείμενο του δικαιώματος της ισχυριζόμενης εκχώρησης δεν είναι ταυτόσημο με το δικαίωμα που καθορίζεται στη σύμβαση. Και εφόσον δεν νοείται εκχώρηση άλλη παρά μόνο του αυτούσιου δικαιώματος που απορρέει από τη σύμβαση  το συμπέρασμα είναι ότι η εγγραφή των 7/13 μεριδίων στο όνομα του εφεσίβλητου εκφεύγει των ορίων της εκχώρησης.

 

Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, κρίνουμε ότι η επιστολή (τεκμ. 2), μόνη της ή και σε συνάρτηση προς τα περιβάλλοντα την υπόθεση γεγονότα, δεν αποκαλύπτει ξεκάθαρη πρόθεση εκχώρησης δικαιωμάτων όπως λανθασμένα διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Η έκφραση εμπιστοσύνης για το πρόσωπο του φερόμενου ως εκδοχέα συνάδει με   σχέση αντιπροσωπείας παρά με  εκχώρηση, και αυτό επιβεβαιώνεται εν προκειμένω από τη μαρτυρία του εφε[*249]σίβλητου ο οποίος κατέθεσε ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του κ. Arbash.

 

Κατόπιν των ανωτέρω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι υπήρξε εκχώρηση δικαιωμάτων και ότι ο εφεσίβλητος ενομιμοποιείτο στην αξίωσή του ως νόμιμος εκδοχέας των δικαιωμάτων του κ. Arbash από τη σύμβαση (τεκμ. 1).

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ των εφεσειόντων. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτόδικα και κατ’ έφεση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο