Κραμβιάς Ανδρέας Φίλιππου και Άλλη ν. Μαργαρίτας Χαραλάμπους Θεοδοσίου (2000) 1 ΑΑΔ 267

(2000) 1 ΑΑΔ 267

[*267]28 Φεβρουαρίου, 2000

 

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

 

1. Ανδρeασ Φιλιππου ΚραμβιαΣ,

2. Χριστινα Μελη Καλλη,

 

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

 

v.

 

ΜαργαριταΣ Χαραλαμπουσ Θεοδοσιου,

 

Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10356)

 

――――――――――――

 

Ακίνητη ιδιοκτησία ― Αγωγή για απόκτηση κτήματος λόγω κληρονομικού δικαιώματος, αφενός, και χρησικτησίας, αφετέρου ― Βάθρο αγωγής ήταν και παρέμεινε αδιευκρίνιστο σε όλα τα στάδια της διαδικασίας ― Απόρριψη αγωγής, επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

 

Ακίνητη ιδιοκτησία ― Έφεση κατ’ αποφάσεως του Διευθυντή Κτηματολογίου δυνάμει του Άρθρου 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ― Αποτελεί τη μόνη οδό για την αναθεώρηση της απόφασης του Διευθυντή.

 

Ακίνητη ιδιοκτησία ― Περιουσιακά δικαιώματα σε ακίνητη ιδιοκτησία ― Η διάγνωσή τους επαφίεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου και όχι στις κτηματολογικές αρχές.

 

Οι εφεσείοντες-ενάγοντες ήγειραν αγωγή ως εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι των κληρονόμων του αποβιώσαντος Γεωργίου Μιχαήλ από το Δάλι, πλην της εφεσίβλητης-εναγόμενης. Η αγωγή κινήθηκε εναντίον της εφεσίβλητης και του Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος προς διασφάλιση των δικαιωμάτων των εφεσειόντων στο επίδικο κτήμα.  Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας η αγωγή εναντίον του διευθυντή εγκαταλείφθηκε και παρέμεινε ως μόνη εναγόμενη η εφεσίβλητη. Ο διευθυντής περιεπλάκη στην υπόθεση λόγω της απόφασης του να προβεί στην εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματι της εφεσίβλητης λόγω χρησικτησίας.

[*268]Με την αγωγή εζητούντο οι ακόλουθες θεραπείες:

 

α)  Εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματι των κληρονόμων του αποβιώσαντος, περιλαμβανομένης και της εναγομένης.

 

β)  Εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματι των εφεσειόντων, λόγω χρησικτησίας, και

 

γ)  Αποζημιώσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν γενική και αόριστη και έκαμε εύρημα ότι δεν υπήρχε χρησικτησία από τους εφεσείοντες-ενάγοντες του επίδικου κτήματος για οποιαδήποτε χρονική περίοδο.

 

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η αγωγή χαρακτηρίζεται από ασάφεια σε όλες γενικά τις πτυχές της.

 

2.  Η απαίτηση των εφεσειόντων ότι κατέστησαν αυτοδύναμα ιδιοκτήτες του κτήματος λόγω εχθρικής κατοχής, θα μπορούσε να προβληθεί μόνο εναντίον των ιδιοκτητών του κτήματος.  Η εφεσίβλητη δεν κατέστη ο ιδιοκτήτης του κτήματος, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το κτήμα περιήλθε στην ιδιοκτησία των κληρονόμων του αποβιώσαντος. Ενυπάρχει στοιχείο αντινομίας στη διεκδίκηση του κτήματος από τους ίδιους ενάγοντες, ως περιουσία τους κληρονομικώ δικαιώματι και ταυτόχρονα, λόγω εχθρικής κατοχής του, γεγονός που αντιστρατεύεται τα συμφέροντα τους ως κληρονόμων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε την εν λόγω αντινομία όμως δεν έθεσε τα πράγματα εξ αρχής στη σωστή τους τάξη.

 

3.  Παρόλον ότι οι κτηματολογικές αρχές είναι αναρμόδιες να επιλύουν περιουσιακές διαφορές, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις που έγιναν στην Hassidoff v. Santi & Others, συνεχίζουν να το πράττουν.  Σύμφωνα με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος η διάγνωση των περιουσιακών δικαιωμάτων του πολίτη ανάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου.

 

     Ενόψει των ανωτέρω, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

[*269]Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 749,

 

Hassidoff v. Santi and Others (1970) 1 C.L.R. 220,

 

Φανή v. Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1760,

 

Λιασίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 185,

 

Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448,

 

Χριστοδούλου ν. Χ"Λοϊζή και άλλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 658,

 

Σολομώντος ν. Παπανεοκλή (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 906,

 

Χ"Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844,

 

Νεοφύτου ν. Δ/ντή Κτηματολογίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 842.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρασκευαΐδου-Καρακάννα, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 28/9/98 (Αρ. Αγωγής 3460/92) με την οποία απορρίφθηκε η αξίωσή τους για εγγραφή τους ως συνιδιοκτητών του τεμαχίου 520 στο Δάλι δυνάμει κληρονομιάς, άνευ διαθήκης και λόγω χρησικτησίας.

 

Γ. Γιάλλουρος, για τους Εφεσείοντες.

 

Ε. Φλουρέντζος, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

 

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ασάφεια χαρακτηρίζει την αγωγή, στην οποία εκδόθηκε η απόφαση που εφεσιβάλλεται. Η ασάφεια εκτείνεται σε κάθε πτυχή της αγωγής - στην ιδιότητα των εναγόντων, στο δικαίωμα, το οποίο επικαλούνται προς θεμελίωση της αγωγής τους, και το συσχετισμό του προς τις θεραπείες οι οποίες επιδιώκονται, ακόμα και [*270]στις επιδιώξεις τους εναντίον εκατέρου των εναγομένων. Η ασάφεια επισημαίνεται στην υπεράσπιση, όπου, επίσης, αμφισβητείται η θεμελίωση της απαίτησης. Πρόδηλο είναι ότι το βάθρο της αγωγής δε διευκρινίστηκε σε οποιοδήποτε προδικαστικό στάδιο, ως θα μπορούσε, και η πελαγοδρόμηση συνεχίστηκε μέχρι τέλους.

 

Έκθεση των κοινά παραδεκτών γεγονότων θα αποκαλύψει το ακροσφαλές της βάσης της αγωγής και την εξέλιξη της δίκης σε ατέρμονη διαδικασία.

 

Το κτήμα, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο αντιδικίας, είναι εγγεγραμμένο επ’ ονόματι του Γεωργίου Μιχαήλ από το Δάλι.  Ενεγράφη το 1955 και, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ήταν καταχωρημένο στα κτηματολογικά βιβλία ως περιουσία του από το 1893.

 

Η τύχη του Γεωργίου Μιχαήλ αγνοείτο επί μακρόν. Με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου του 1978, ο Γεώργιος Μιχαήλ κηρύχθηκε νεκρός από το 1922. 

 

Οι εφεσείοντες - ενάγοντες στην πρωτόδικη διαδικασία - συγκαταλέγονται μεταξύ των κληρονόμων του αποβιώσαντος Γεωργίου Μιχαήλ. Με διαταγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, οι εφεσείοντες εξουσιοδοτήθηκαν να αντιπροσωπεύσουν τους κληρονόμους του Γεωργίου Μιχαήλ στην έγερση της αγωγής εναντίον:-

 

(α)  της Μαργαρίτας Χαραλάμπους Θεοδοσίου· και

 

(β)  του Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος,

 

προς διασφάλιση των δικαιωμάτων τους στο επίδικο κτήμα, (Δάλι, τοποθεσία «Βασιλικά», τεμάχιο 520, έκτασης μιας σκάλας και 1300 τ.π.).

 

Η Μαργαρίτα Χαραλάμπους Θεοδοσίου, η εφεσίβλητη,  είναι και η ίδια ένας από τους κληρονόμους του αποβιώσαντος Γεωργίου Μιχαήλ. Γενεσιουργό αιτία της διαφοράς αποτέλεσε αίτηση της τελευταίας στις κτηματολογικές αρχές, κάτω από το Άρθρο 49 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, ΚΕΦ. 224, (ο «νόμος») για την εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματί της, λόγω χρησικτησίας, δηλαδή εχθρικής κατοχής του κτήματος, για την προβλεπόμενη από το νόμο περίοδο. Το αίτημά της στις κτηματολογικές αρχές υποστήριξε με πιστοποιητικό της [*271]χωριτικής αρχής και βεβαιώσεις κατοίκων της κοινότητας Δαλίου.

 

Οι κτηματολογικές αρχές γνωστοποίησαν, με δημοσίευση στον ημερήσιο τύπο, το αίτημα της Μαργαρίτας Χαραλάμπους Θεοδοσίου, καλώντας παν ενδιαφερόμενο και ενιστάμενο εις το αίτημα πρόσωπο να υποβάλει την ένστασή του μέσα σε 60 ημέρες, πράγμα το οποίο οι εφεσείοντες έπραξαν, μέσω του δικηγόρου τους.

 

Μετά τη διενέργεια επιτόπιας εξέτασης και συνεκτίμηση, ως φαίνεται, των τεθέντων ενώπιόν του στοιχείων και μαρτυρίας, ο Διευθυντής αποφάσισε να προβεί στην εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματι της εφεσίβλητης, γνωστοποιώντας την πρόθεσή του στους εφεσείοντες και καθιστώντας τους ενήμερους του δικαιώματός τους να προσβάλουν την απόφασή του ενώπιον του επαρχιακού δικαστηρίου μέσα σε 30 ημέρες.

 

Μέσα στην προκαθορισθείσα περίοδο, ο εφεσείων, μαζί με 19 άλλα άτομα - επίσης κληρονόμους, ως φαίνεται, του Γεωργίου Μιχαήλ - καταχώρισαν, στις 30 Νοεμβρίου, 1990, την αγωγή 10594/90, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εναντίον της εφεσίβλητης.  Σε μεταγενέστερο στάδιο, η αγωγή εγκαταλείφθηκε με επιφύλαξη δικαιωμάτων.  Την διαδέχθηκε η αγωγή, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της δίκης στην πρωτόδικη διαδικασία, την οποία ήγειραν οι δύο εφεσείοντες, ως εξουσιοδοτημένοι, όπως έχουμε αναφέρει, αντιπρόσωποι των κληρονόμων του αποβιώσαντος, πλην της εφεσίβλητης.  Η αγωγή κινήθηκε εναντίον της εφεσίβλητης και του Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος.  Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, η αγωγή εναντίον του Διευθυντή εγκαταλείφθηκε και παρέμεινε ως μόνη εναγόμενη η εφεσίβλητη. 

 

Με την αγωγή επεζητούντο, κατ’ ουσίαν, διαζευκτικά, οι ακόλουθες θεραπείες:-

 

(α)  Εγγραφή του  κτήματος επ’ ονόματι των κληρονόμων του αποβιώσαντος, περιλαμβανομένης και της εναγομένης. 

 

(β)  Εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματι των εφεσειόντων, λόγω χρησικτησίας· και

 

(γ)  Αποζημιώσεις.

 

Η διαφορά μεταξύ εφεσειόντων και εφεσίβλητης, αναγόμενη στην αμφισβήτηση της ορθότητας ή του παραδεκτού της απόφασης [*272]του Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος να προβεί στην εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματι της εφεσίβλητης, δε συνιστούσε επίδικο θέμα της αγωγής. Ούτε θα μπορούσε να εγερθεί τέτοια αμφισβήτηση μέσω αγωγής.

 

Απόφαση του Διευθυντή, που λαμβάνεται βάσει των προνοιών του ΚΕΦ. 224, υπόκειται σε έφεση ενώπιον του επαρχιακού δικαστηρίου, όπως ορίζεται στο Άρθρο 80 του ιδίου νόμου. Έφεση ενώπιον του επαρχιακού δικαστηρίου, βάσει των προνοιών του Άρθρου 80, διέπεται από τις δικονομικές διατάξεις των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Κανονισμών - (Immovable Property (Tenure, Registration and Valuation) Rules, 1956).

 

Στην Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1999) 1 A.A.Δ. 749, διαπιστώσαμε:-

 

«Καθίσταται πρόδηλο από τις διατάξεις του άρθρου 80 ότι η έφεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αποτελεί τη μόνη οδό για την αναθεώρηση της απόφασης του Διευθυντή, όπως άλλωστε αναγνωρίζει η νομολογία - Lambris Haralambous Papa Loizou v. Kornelia Themistokleous 22 C.L.R. 177.  Αντικείμενο της έφεσης βάσει του άρθρου 80, είναι ο έλεγχος όχι μόνο της νομιμότητας αλλά και της ορθότητας της απόφασης του Διευθυντή.  Η εξουσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου εκτείνεται όχι μόνο στην ακύρωση αλλά και στην τροποποίηση όσο και αντικατάσταση του σχεδίου κατά το δίκαιο του πράγματος.  (Βλ. μεταξύ άλλων Αθανάση κ.ά. ν. Χ”Μάμα κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 208. Σολομώντος ν. Παπανεοκλή (1992) 1 Α.Α.Δ. 906.)»

 

Η έμμεση προσβολή της απόφασης του Διευθυντή, που γίνεται με αναφορές σ’ αυτή στην έκθεση απαιτήσεως, χωρίς να επιδιώκεται η ακύρωσή της, αμφισβητήθηκε από την εφεσίβλητη στην υπεράσπισή της, ως απαράδεκτη στο πλαίσιο της αγωγής.

 

Τίθεται το ερώτημα: Εφόσον δεν επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή, ποιο είναι το αντικείμενο της αγωγής;  Η ιδιότητα των εφεσειόντων, ως κληρονόμων του Γεωργίου Μιχαήλ, δεν αμφισβητείται ούτε τα κληρονομικά τους μερίδια. Η αγωγή, άλλωστε, δεν αποτελεί μέσο για την εγγραφή περιουσίας επ’ ονόματι των κληρονόμων αποβιώσαντος.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατατέθηκε πιστοποιητικό θανάτου και κληρονόμων του Γεωργίου Μιχαήλ, εκδοθέν από [*273]τις κοινοτικές αρχές, το περιεχόμενο του οποίου δεν αμφισβητείται.

 

Προσήχθη εκατέρωθεν μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με την απαίτηση των εφεσειόντων ότι κατέστησαν αυτοδύναμα ιδιοκτήτες του κτήματος, λόγω εχθρικής κατοχής. Η βάση της απαίτησης είναι, αφ’ εαυτής, ακροσφαλής.  Τέτοια απαίτηση θα μπορούσε να προβληθεί εναντίον των ιδιοκτητών του κτήματος. Η εφεσίβλητη δεν κατέστη ο ιδιοκτήτης του κτήματος, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Εκδηλώθηκε πρόθεση εκ μέρους του Διευθυντή να προβεί σε διάβημα που θα την καθιστούσε ιδιοκτήτρια, η οποία, ως φαίνεται, περέμεινε αιωρούμενη. Το κτήμα περιήλθε στην ιδιοκτησία των κληρονόμων του αποβιώσαντος. Ενυπάρχει στοιχείο αντινομίας στη διεκδίκηση του κτήματος από τους ίδιους ενάγοντες, ως περιουσία τους κληρονομικώ δικαιώματι, και, ταυτόχρονα, έστω διαζευκτικά, λόγω εχθρικής κατοχής του κτήματος, γεγονός που αντιστρατεύεται τα συμφέροντα τους ως κληρονόμων. Η αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης για χρησικτησία θα είχε νόημα, μόνο εάν είχε η ίδια εγγραφεί ως ιδιοκτήτρια του κτήματος, πράγμα που δε συνετελέσθη.  Ούτε η ίδια ήγειρε ανταπαίτηση για την εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματι της, λόγω χρησικτησίας.  Έγινε, όμως, δεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας και εκ μέρους της για την απόκτηση του κτήματος μέσω εχθρικής κατοχής.  Μαρτυρία προσάχθηκε και από τους εφεσείοντες προς τεκμηρίωση της δικής τους απαίτησης για τη χρησικτησία του κτήματος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η προσαχθείσα εκ μέρους των εφεσειόντων μαρτυρία ήταν «γενική και αόριστη».  «..., δεν έχω ικανοποιηθεί ...», διαπιστώνει το Δικαστήριο, «... ότι υπήρχε κατοχή και ουσιαστική χρήση από τους ενάγοντες του επιδίκου κτήματος για οποιανδήποτε χρονική περίοδο.», εύρημα στο οποίο εύλογα θα μπορούσε να προέλθει, υπό το φως της μαρτυρίας.

 

Στην κατάληξή του, το Δικαστήριο επισημαίνει την ύπαρξη αντινομίας μεταξύ των απαιτήσεων των εφεσειόντων για απόκτηση του κτήματος λόγω κληρονομικού δικαιώματος, αφενός, και χρησικτησίας, αφετέρου.  Δεν επέδρασε, όμως, αυτή η διαπίστωση, ώστε να θέσει τα πράγματα εξαρχής στη σωστή τους τάξη.

 

Η τύχη της έφεσης δεν μπορεί να είναι άλλη από την απόρριψή της, για τους λόγους που έχουμε νωρίτερα εκθέσει. Κρίνουμε, όμως, ορθό, πριν περατώσουμε την απόφαση αυτή, να σχολιάσουμε το γεγονός ότι οι κτηματολογικές αρχές, παρά τις διαπιστώσεις που έγιναν από το 1970 στην Abraham Hassidoff v. Paul Antoine-Aristide Santi and Otherς (1970) 1 C.L.R. 220* - ότι οι κτηματολογικές αρχές είναι αναρμόδιες να επιλύουν περιουσιακές διαφορές, κάτω από οποιαδήποτε διάταξη του νόμου - συνεχίζουν να το πράττουν. Σε πρόσφατη απόφασή μας στη Φανή ν. Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος κ.ά., (1999) 1 Α.Α.Δ. 1760, υποδείξαμε ότι:-

 

«Τα περιουσιακά δικαιώματα αποτελούν μέρος των αστικών δικαιωμάτων του ατόμου, η διάγνωση των οποίων ανάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου - (βλ. Άρθρο 30.2 του Συντάγματος).»

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο