Λουκαΐδου Έλσα ν. Ανδρέα Γερολέμου (2000) 1 ΑΑΔ 333

(2000) 1 ΑΑΔ 333

[*333]15 Μαρτίου, 2000

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

 

eλσα ΛουκαΪδου,

 

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

 

v.

 

Ανδρεα Γερολεμου,

 

Εφεσίβλητου-Ενάγοντα.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10334)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην ― Διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.17, θ.10 ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου ― Επιδίωξη του Δικαστηρίου πρέπει να είναι η εξισορρόπηση αφενός, του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και αφετέρου η ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτημα της εφεσείουσας-εναγομένης για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία της λόγω παραλείψεως της να καταχωρήσει σημείωμα εμφανίσεως εντός του προκαθορισμένου χρόνου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και βρήκε ότι οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας αποκάλυπταν καλή υπεράσπιση στην αξίωση του εφεσίβλητου-ενάγοντος, απέρριψε το αίτημα γιατί δεν ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που να δικαιολογεί την παράλειψη της εφεσείουσας να εμφανιστεί στη διαδικασία και επίσης ότι η εφεσείουσα δεν ενήργησε άμεσα για τον παραμερισμό της απόφασης.  Η εφεσείουσα είχε καταθέσει ολόκληρο το ποσό της απαίτησης του εφεσίβλητου στην αγωγή και επίσης τα έξοδα της απόφασης.

 

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.

 

Το ερώτημα που τίθεται και χρήζει απαντήσεως είναι αν ορθά αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης για επαναφορά της υπόθεσης, παρά το εύρημα ότι η εφεσείουσα είχε αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

[*334]1.      Το θέμα παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία εναγομένου εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.  Τα στοιχεία που πρέπει να συντρέχουν για να ασκηθεί υπέρ του αιτούντος τον παραμερισμό της απόφασης η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι 1) ότι ο εναγόμενος έχει δείξει καλή υπεράσπιση και 2) ότι υπάρχει σοβαρός λόγος για την μη εμφάνιση του στη διαδικασία ή την καθυστέρηση του να αποταθεί στο Δικαστήριο για τον παραμερισμό της απόφασης.

 

2.  Η νομολογία υποστηρίζει ότι μπορεί να απορριφθεί η αίτηση, παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή η οποία προσλαμβάνει μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και  των δικαιωμάτων του αντιδίκου.

 

3.  Γνώμονας για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι η ανάγκη εξισορρόπησης αφενός της ανάγκης διασφάλισης του δικαιώματος του κάθε διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και αφετέρου της ανάγκης για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και για τελεσιδικία.

 

4.  Το Δικαστήριο - στην παρούσα υπόθεση - άσκησε κατά τρόπο λανθασμένο τη διακρτική του ευχέρεια και εναντίον των νομικών αρχών που καθιέρωσε η νομολογία. Η εφεσείουσα έδωσε εξηγήσεις για την παράλειψη της να εμφανισθεί στη διαδικασία και για τη μικρή καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησής της. Δεν διαπιστώνεται ότι η εφεσείουσα επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή η οποία προσλαμβάνει μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941,

 

Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954,

 

Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,

 

Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 529.

 

Έφεση.

 

[*335]Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ζωμενής, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 18/9/98 (Αρ. Αγωγής 579/98) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της ημερομηνίας 28/5/98 για τον παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία της επειδή παρέλειψε να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης εντός του προκαθορισμένου χρόνου.

 

Μ. Πελίδης, για την Εφεσείουσα.

 

Χ. Τσίγκης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

 

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απερρίφθη η αίτηση της εφεσείουσας για τον παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία της, την 4.3.98.

 

Η αγωγή, η οποία καταχωρήθηκε την 20.1.98 εναντίον της εφεσείουσας αφορούσε ποσό £3.000,= οφειλόμενο προς τον εφεσίβλητο ως υπόλοιπο συμφωνηθείσης και/ή ευλόγου αμοιβής για εκτελεσθείσαν εργασία.

 

Το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο της αγωγής επιδόθηκε στην εφεσείουσα την 29.1.98. Επειδή η τελευταία δεν καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης εντός του προκαθορισμένου χρόνου ο εφεσίβλητος καταχώρησε μονομερή αίτηση για απόφαση. Στην απουσία της εφεσείουσας ο εφεσίβλητος πέτυχε απόφαση εναντίον της ως η απαίτησή του, την 4.3.98 όπως προαναφέραμε.

 

Στις 28.5.98 η εφεσείουσα αποτάθηκε με αίτηση στο Δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση της δίδει τις εξηγήσεις εκείνες, που κατά την άποψή της, δικαιολογούν την παράλειψη της να εμφανισθεί νομότυπα στη διαδικασία. Προβάλλει την αιτιολογία, ότι κατά τον επίδικο χρόνο μετά την επίδοση σ’ αυτήν της αγωγής, ο γυιός της αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, τα οποία συνέτειναν να διαφύγει της προσοχής της η αγωγή και να λησμονήσει να επικοινωνήσει έγκαιρα με το δικηγόρο της. Το έπραξε όμως περί το τέλος του ίδιου μήνα που εκδόθηκε η απόφαση και μόλις περιήλθε στη γνώση της.  Ακολούθησε προσπάθεια εξώδικης διευθέτησης της διαφοράς η οποία όμως τελι[*336]κά απέτυχε με την απόρριψη από τον εφεσίβλητο στις 11.5.98 πρότασης που υποβλήθηκε από την εφεσείουσα.

 

Η εφεσείουσα στην ένορκη δήλωση προβάλλει επίσης τη θέση ότι έχει καλή υπεράσπιση στην ουσία της αγωγής.  Είναι η θέση της ότι η εκτέλεση της συμφωνηθείσας εργασίας έγινε τόσο κακότεχνα και η ποιότητα της ήταν τόσο απαράδεκτη που προκύπτει πλήρης αποτυχία της αντιπαροχής ή τουλάχιστον παράβαση των όρων της συμφωνίας από τον εφεσίβλητο. Κατά συνέπεια, καταλήγει, όχι μόνο δεν όφειλε να καταβάλει το ποσό της αξίωσης αλλά νομιμοποιείται ακόμα και στην έγερση ανταπαίτησης.

 

Στην ένσταση του και ιδιαίτερα στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει ο εφεσίβλητος αρνείται τις θέσεις της εφεσείουσας ότι υπήρξε στην εκτέλεση της εργασίας οποιαδήποτε κακοτεχνία ή ότι η εκτελεσθείσα εργασία ήταν κακής ποιότητας. Κατά συνέπεια, κατά τον εφεσίβλητο, η μή ύπαρξη υπεράσπισης επί της ουσίας και η αδιαφορία που επέδειξε η εφεσείουσα προβάλλονται σαν λόγοι που πρέπει να οδηγούν στην απόρριψη της αίτησης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του βρήκε ότι οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας, όπως έχουν τεθεί ενώπιόν του, αποκάλυπταν καλή υπεράσπιση στην αξίωση του εφεσίβλητου.  Αναφέρεται, συγκεκριμένα:-

 

“Οι ισχυρισμοί της Εναγομένης ως προς την κακή ποιότητα των εργασιών αν αυτοί ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα (κάτι που δεν μπορεί να εξετασθεί στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας) θα αποτελούσαν υπεράσπιση στην αξίωση του Ενάγοντα. Ικανοποιείται συνεπώς αυτό το κριτήριο για τον παραμερισμό της απόφασης.”.

 

Παρά το πιο πάνω εύρημα του το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση γιατί δεν ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που να δικαιολογεί την παράλειψη της εφεσείουσας να εμφανιστεί στη διαδικασία. Αναφέρονται τα εξής στην απόφασή του:-

 

“Υπό το φως των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον μου δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρός και εύλογος λόγος για τον οποίο η Εναγομένη παρέλειψε να εμφανιστεί στη διαδικασία.  Η δικαιολογία που προβάλλει ότι δηλαδή “ξεχάστηκε” ανεξάρτητα από τον λόγο που την ώθησε σε αυτό, δείχνει ότι δεν αντιμετώπισε την εναντίον της διαδικασία με την αρμόζουσα σοβαρότητα.

[*337]

Επιπρόσθετα θα πρέπει να επισημάνω ότι η στάση της από την στιγμή που έμαθε για την έκδοση απόφασης δεν βοηθά την αποδοχή του αιτήματός της. Αντί, όπως θα έπρεπε να κινηθεί άμεσα για τον παραμερισμό της απόφασης, άφησε να διαρρεύσει αξιόλογο χρονικό διάστημα.  Ότι μέρος του χρόνου αυτού αναλώθηκε σε διαπραγματεύσεις δεν αλλοιώνει το γεγονός αυτό.  Η ταχύτητα με την οποία ο Εναγόμενος αποτείνεται στο Δικαστήριο για τον παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην είναι ένας από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπ’ όψιν στην άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.”.

 

Η Δ.17 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αναφέρει τα εξής:-

 

“Where judgment is entered pursuant to any of the preceding rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary such judgment upon such terms as may be just.”.

 

Το θέμα του παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του εναγομένου εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.  Δύο είναι τα στοιχεία τα οποία πρέπει να συντρέχουν για να ασκηθεί υπέρ του αιτούντος τον παραμερισμό απόφασης η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Πρώτο ότι ο εναγόμενος έχει δείξει καλήν υπεράσπιση στην ουσία της υπόθεσης και δεύτερο να δείξει ότι υπάρχει σοβαρός λόγος για την μη εμφάνιση του στη διαδικασία ή την καθυστέρηση του να αποταθεί στο Δικαστήριο για τον παραμερισμό της απόφασης.

 

Όπως αναφέρει (και συμφωνούμε) ο Πικής, Π. στην υπόθεση Milouca Motor Trading Ltd. v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1(B) A.A.Δ. 941 “εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το εφετείο δεν επεμβαίνει. δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος. Αυτή παραμένει στο Δικαστήριο (το πρωτόδικο) στο οποίο εναποτίθεται. Είναι υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το Εφετείο. (Βλ. Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, 962).”.

 

Το ερώτημα που τίθεται και έχουμε κληθεί να απαντήσουμε είναι αν ορθά αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης για επαναφορά [*338]της υπόθεσης, παρά το εύρημα ότι η εφεσείουσα είχε αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση.

 

Η νομολογία υποστηρίζει ότι μπορεί να απορριφθεί η αίτηση, παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή, η οποία προσλαμβάνει μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου. (Βλ. Milouca, ανωτέρω). Στο καταληκτικό μέρος της η απόφαση αυτή αναφέρει και τα εξής:-

 

“Η άνευ αποχρώντος λόγου παράλειψη του Εναγομένου να εμφανιστεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να αποταθεί για τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, μπορεί βάσιμα να αποτελέσουν λόγο για την απόρριψη του αιτήματος του. Διαφορετικά η πορεία της δικαστικής διαδικασίας και το αποτέλεσμα της θα αφήνονταν αιωρούμενα μέχρι την εκδήλωση της θέσης του Εναγομένου σε σχέση με την εναντίον του αγωγή.”.

 

Η υπόθεση Milouca έχει ουσιώδεις διαφορές ως προς τα περιστατικά της με την παρούσα έφεση. Στην πρώτη έγινε στον εναγόμενο επίδοση της αγωγής αλλά και επίδοση της αίτησης, μαζί με την Έκθεση Υπεράσπισης για έκδοση της απόφασης.  Και στις δύο περιπτώσεις ο εναγόμενος απαξίωσε να εμφανισθεί. Προσέτι ο εναγόμενος κατεχώρησε εμφάνιση στην αγωγή, ενώ είχε εκδοθεί ήδη απόφαση εναντίον του, τέσσερις ακριβώς μήνες μετά την πρώτη επίδοση. Η αίτηση του για παραμερισμό καταχωρήθηκε μετά από εννιά μήνες. Αντίθετα στην παρούσα υπόθεση η αίτηση για απόφαση ήταν μονομερής και ουδέποτε έλαβε γνώση η εφεσείουσα, η οποία και αμέσως, μόλις περιήλθε σε γνώση της το γεγονός, ανέθεσε στο δικηγόρο της να καταχωρήσει αίτηση για παραμερισμό.  Ο δικηγόρος της ενεπλάκη σε διαπραγματεύσεις με το δικηγόρο του εφεσίβλητου για εξώδικο συμβιβασμό ο οποίος όμως δεν στέφθηκε από επιτυχία.  Μετά το ναυάγιο των προσπαθειών η εφεσείουσα προχώρησε στην καταχώρηση της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης. Η αίτηση καταχωρήθηκε δύο μήνες μετά την έκδοση της απόφασης.

 

Γνώμονας για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι η ανάγκη εξισορρόπησης αφενός της ανάγκης διασφάλισης του δικαιώματος του κάθε διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και αφετέρου της ανάγκης για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και για τελεσιδικία. (Βλ. Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204 και Milouca (πιο πάνω)).

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο είναι πολύ προσεκτικό στο να επεμβαί[*339]νει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας κατώτερου Δικαστηρίου. Επεμβαίνει μόνο στην απόφαση του εάν υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή αρχής δικαίου ή εάν η άσκηση της διακριτικής εξουσίας είναι καθαρά εσφαλμένη. (Βλέπε: Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, 962 και Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 529).

 

Με τα γεγονότα όπως τα έχουμε εκθέσει πιο πάνω, ενόψει του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα είχε αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση, έχουμε καταλήξει ότι το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία κατά λανθασμένο τρόπο και εναντίον των νομικών αρχών που καθιέρωσε η νομολογία.  Η εφεσείουσα έδωσε εξηγήσεις για την παράλειψη της να εμφανισθεί στη διαδικασία και για τη μικρή καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησής της. Δεν διαπιστώνεται ότι η εφεσείουσα επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή, η οποία να προσλαμβάνει μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου.

 

Σημειώνεται ότι η εφεσείουσα κατέθεσε στο Δικαστήριο ολόκληρο το ποσό της απαίτησης του εφεσίβλητου στην αγωγή και επίσης ότι κατέβαλε σ’ αυτόν τα έξοδα της απόφασης της οποίας ζητείται ο παραμερισμός.

 

Για τους λόγους αυτούς η έφεση γίνεται δεκτή με έξοδα.  Δεν εκδίδεται καμιά διαταγή για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας της αίτησης.

 

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η εφεσείουσα θα έχει το δικαίωμα να καταχωρήσει την Έκθεση Υπεράσπισης της εντός 10 ημερών.

 

Το ποσό των £3.000,= που κατατέθηκε στο Δικαστήριο από την εφεσείουσα να παραμείνει κατετεθειμένο μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής.

 

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο