Κυριακίδης Μάριος ν. Γεώργιου Αριστείδου (2000) 1 ΑΑΔ 349

(2000) 1 ΑΑΔ 349

[*349]22 Μαρτίου, 2000

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

Μαριοσ Κυριακιδησ,

 

Εφεσείων-Εναγόμενος 3,

 

v.

 

Γεωργiου Αριστεiδου,

 

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9565)

 

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Δημοσίευση στον τύπο επιστολής δυσφημηστικού περιεχομένου αναφορικά με τον ενάγοντα ― Προβολή υπεράσπισης προνομίου υπό επιφύλαξη δυνάμει του Άρθρου 21(1)(δ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Κατά πόσο η αμοιβαιότητα συμφερόντων αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη προνομίου κάτω από το Άρθρο 21(1)(δ) ― Προνόμιο τίθεται υπό την επιφύλαξη ότι η δημοσίευση έγινε καλή τη πίστει ― Η επιφύλαξη του προνομίου περί καλής πίστης δεν ικανοποιήθηκε στην παρούσα υπόθεση με αποτέλεσμα να αποτύχει η προβληθείσα υπεράσπιση.

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Πότε η δημοσίευση δυσφημηστικού δημοσιεύματος είναι προνομιούχος ― Επιφύλαξη ότι το δημοσίευμα έγινε με καλή πίστη ― Πότε η δημοσίευση είναι κακόπιστη ― Βάρος αποδείξεως ― Εφαρμοστέες αρχές.

 

Ο εφεσείων-εναγόμενος 3, διευθυντής της εβδομαδιαίας εφημερίδας "ΚΥΠΡΟΣ" η οποία δεν εκδίδεται πλέον, κρίθηκε υπεύθυνος για δυσφήμηση του εφεσίβλητου-ενάγοντος λόγω δημοσίευσης στην έκδοση της εφημερίδας "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ"  στις 29.4.93 επιστολής ημερομηνίας 28.4.93.  Αφορμή για την επιστολή δόθηκε όταν ο εφεσίβλητος διαφήμισε ότι θα εξέδιδε εφημερίδα με τον τίτλο "ΚΥΠΡΟΣ", γεγονός που κατά την άποψη του εφεσείοντος έπληττε σοβαρά τα συμφέροντά του, αφού μεταξύ άλλων υπήρχε πρόθεση επανέκδοσης της εφημερίδας.  Ο εφεσίβλητος είχε εξασφαλίσει την απατούμενη άδεια για την έκδοση της εφημερίδας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το περιεχόμενο της πιο πάνω [*350]επιστολής ήταν δυσφημηστικό και απέρριψε την υπεράσπιση για προνόμιο υπό επιφύλαξη με βάση το Άρθρο 21(1)(α) και (δ) του Κεφ. 148.

 

Η έφεση αφορά το μέρος της απόφασης που απέρριψε την εισήγηση του εφεσείοντος για ύπαρξη προνομίου κάτω από το Άρθρο 21(1)(δ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι οι πρόνοιες του άρθρου αυτού δεν καθιστούν απαραίτητη προϋπόθεση την ύπαρξη αμοιβαιότητας συμφέροντος μεταξύ του εναγομένου και του κοινού προς το οποίο έγινε η δημοσίευση, όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Υποστήριξε περαιτέρω ότι αφού το σύνολο του κοινού είχε κληθεί με διαφημίσεις από τον ενάγοντα να αγοράζει την εφημερίδα που θα εξέδιδε, συνεπώς το σύνολο του κοινού είχε συμφέρον να γνωρίζει ποίοι ήταν οι εκδότες και ότι δεν ήταν ο εφεσείων, και υπό τις περιστάσεις το μόνο αποτελεσματικό μέτρο που θα μπορούσε ο εφεσείων να πάρει για προστασία των συμφερόντων του ήταν ανάλογη δημοσίευση στον τύπο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το προνόμιο του Άρθρου 21(1)(δ) του Κεφ. 148 τίθεται υπό την επιφύλαξη ότι η δημοσίευση έγινε με καλή πίστη.  Πότε η δημοσίευση είναι κακόπιστη περιγράφεται στο Άρθρο 21(2) του ιδίου άρθρου. Το βάρος απόδειξης ότι η δημοσίευση δεν έγινε με καλή πίστη φέρει ο ενάγων.

 

2.  Το προνόμιο κάτω από την παράγραφο (δ) για να τυγχάνει εφαρμογής, δεν απαιτεί την ύπαρξη αμοιβαιότητας συμφέροντος με την έννοια που αυτό καθορίζεται στην παράγραφο (α) του ίδιου άρθρου και στην Αγγλική νομολογία βάσει του κοινού δικαίου. Όμως είναι αυτονόητο ότι, η δημοσίευση που γίνεται για την προστασία των συμφερόντων και δικαιωμάτων του εναγομένου, πρέπει να γίνεται σ’ εκείνα τα πρόσωπα που σχετίζονται με το ζήτημα, αφού σκοπός είναι η προάσπιση των δικαιωμάτων αυτών. Μπορεί έτσι να λεχθεί ότι, με αυτή την έννοια, αμοιβαιότητα συμφερόντων πρέπει να υπάρχει.

 

     Κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις ύπαρξης του προνομίου κάτω από το Άρθρο 21(1)(δ).

 

3.  Από το περιεχόμενο της επιστολής προκύπτει ότι ο εφεσείων δεν ενήργησε με καλή πίστη, αλλά με σκοπό βλάβης του εφεσίβλητου σε βαθμό σημαντικά μεγαλύτερο και με τρόπο σημαντικά διαφορετικό από το τι ήταν, υπό τις περιστάσεις, εύλογα αναγκαίο για [*351]την προστασία των ιδιωτικών του δικαιωμάτων ή συμφερόντων, σε συνάρτηση με τα οποία αξιώνει το προνόμιο.  Κατά συνέπεια η επιφύλαξη του προνομίου περί καλής πίστης δεν ικανοποιείται.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Toogood v. Spyring [1984] 1 C.M. & R. 193,

 

Hadjitheodosiou v. Koulia a.o. (1970) 1 C.L.R. 310,

 

Synomospondia Ergaton Kyprou a.ο. v. Cyprus Asbestos Mines Ltd a.ο.  (1965) 1 C.L.R. 222.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον εναγόμενο 3 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καλλής, Π.Ε.Δ., Πασχαλίδης, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 28/9/95 (Αρ. Αγωγής 4661/93), με την οποία κρίθηκε υπεύθυνος για δυσφήμηση του ενάγοντα που περιεχόταν σε επιστολή του εφεσείοντα ημερομ. 28/4/93 η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία” στις 29/4/93.

 

O Eφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.

 

Μ. Βορκάς, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων-εναγόμενος 3, που τελικά παρέμεινε ο μόνος εναγόμενος στην αγωγή, αφού αυτή αποσύρθηκε εναντίον των εναγομένων 1 και 2, εφεσίβαλε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε υπεύθυνος για δυσφήμηση του ενάγοντα που περιεχόταν σε επιστολή του εφεσείοντα ημερομηνίας 28.4.93, που απευθυνόταν στον ενάγοντα και η οποία δημοσιεύτηκε στην έκδοση της εφημερίδας "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ" στις 29 Απριλίου, 1993. Η επιστολή αυτή έχει ως ακολούθως:

 

"Κύριον

Γεώργιον Αριστείδου

Έμπορον κατεψυγμένων κρεάτων

Λεωφ. Νίκης αρ. 30, διαμ. 301

Λευκωσία.

[*352]

ΔΙΠΛΟΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΗ

 

Λευκωσία 28.4.1993

 

Κύριε,

 

Θέλω να σε πληροφορήσω, άνκαι πιστεύω το γνωρίζεις πολύ καλά, ότι η εφημερίδα ΚΥΠΡΟΣ ανήκει στην οικογενειακή μας εταιρεία ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΑ ΚΟΣΜΟΣ ΛΤΔ από το 1951.

 

Ο τίτλος αυτός έχει μεγάλο πολιτικό εκτόπισμα, αφού η εφημερίδα μας είχε σημαντική επιρροή στους μηχανισμούς λήψεως πολιτικών αποφάσεων, κατά τη διάρκεια της έκδοσης της, και συνεπώς ανάλογη οικονομική αξία.

 

Μην περιμένεις λοιπόν ότι θα επιτρέψουμε να σφετεριστείς εσύ, ό,τι δημιουργήσαμε εμείς και οι συνεργάτες μας στην εφημερίδα ΚΥΠΡΟΣ για 33 χρόνια.  Εξάλλου, έχουμε πρόθεση να την επανεκδόσουμε.

 

Ήδη καταχωρήθηκε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά να περιμένεις και πολιτική αγωγή για δικαστική αναγνώριση της ιδιοκτησίας μας.  Αν δε αποτολμήσεις να χρησιμοποιήσεις τον τίτλο ΚΥΠΡΟΣ για την εφημερίδα που θα εκδόσεις θα σου κινήσουμε και άλλη αγωγή για   αποζημιώσεις και ταυτοχρόνως θα αντιμετωπίσεις και ποινική υπόθεση.

 

Και κάτι άλλο, αφού θέλεις να ασχοληθείς με τα κοινά. Η πολιτική διάσταση στον άνθρωπο είναι παράμετρος του μυαλού και του ήθους του και αποκτάται με εργώδη και ρωμαλαία μακροχρόνια προσπάθεια.  Ούτε αγοράζεται, ούτε κλέπτεται.

 

Μάριος Κυριακίδης

Διευθυντής"

 

Ο εφεσείων υπήρξε διευθυντής της εβδομαδιαίας εφημερίδας "ΚΥΠΡΟΣ" από το 1971, η οποία σε κάποιο στάδιο έπαυσε να εκδίδεται.  Αφορμή για την επιστολή δόθηκε όταν ο εφεσίβλητος-ενάγων διαφήμισε ότι θα εξέδιδε εφημερίδα με τον τίτλο "ΚΥΠΡΟΣ", γεγονός που κατά την άποψη του εφεσείοντα έπληττε σοβαρά τα συμφέροντα του, αφού μεταξύ άλλων υπήρχε και πρόθεση επανέκδοσης της εφημερίδας. Ας σημειωθεί ότι ο εφεσίβλητος είχε εξασφαλίσει την απαιτούμενη άδεια για την έκδοση της εφημερίδας.

[*353]

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το περιεχόμενο της πιό πάνω επιστολής ήταν δυσφημηστικό και απέρριψε την υπεράσπιση για προνόμιο υπό επιφύλαξη με βάση το άρθρο 21(1)(α) και (δ).

 

Αναφορικά με το προνόμιο για το οποίο υπάρχει πρόνοια στην παράγραφο (α) πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τούτο δεν είχε εφαρμογή, γιατί δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση ύπαρξης  συμφέροντος εκ μέρους τόσο του δημοσιεύοντος όσο και εκείνου προς τον οποίο δημοσιεύεται το επίδικο δημοσίευμα.  Αναφορικά με την παράγραφο (δ), έκρινε επίσης ότι, παρόλον ότι το δημοσίευμα έλαβε χώρα για την προστασία των συμφερόντων του εναγομένου 3, επειδή η δημοσίευση έγινε σε εφημερίδα προς το κοινό εν γένει όπως αναφέρεται στην απόφαση, "δεν προσελκύει προνόμιο για τους λόγους που επεξηγούνται πιό πάνω".  Η τελευταία αυτή πρόταση είναι ασαφής αλλά συμπεραίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εννοούσε, τόσο τη μη ύπαρξη αμοιβαιότητας  όσο και το γεγονός ότι έστω και αν ένα τμήμα του κοινού είχε έννομο συμφέρον στο αντικείμενο του δημοσιεύματος εν όψει της μεγάλης κυκλοφορίας της εφημερίδας, η δημοσίευση έγινε και σε πρόσωπα που δεν είχαν τέτοιο συμφέρον.  Καταλήγοντας, το Δικαστήριο επεδίκασε ποσό αποζημιώσεων £1.000 υπέρ του ενάγοντα.

 

Κατά την έφεση ο εφεσείων απέσυρε τους περισσότερους λόγους έφεσης και παρέμειναν για εκδίκαση μόνο οι λόγοι έφεσης (α) και (δ).

 

Από τους πιο πάνω λόγους έφεσης, όπως προκύπτει τόσο από αυτούς όσο και από το περίγραμμα αγορεύσεως του εφεσείοντα, η έφεση αφορά μόνο το μέρος εκείνο της απόφασης που απέρριψε την εισήγηση του εφεσείοντα για ύπαρξη προνομίου κάτω από το άρθρο 21 (1) (δ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148.  Ο εφεσείων επιχειρηματολόγησε ότι οι πρόνοιες του άρθρου αυτού δεν καθιστούν απαραίτητη προϋπόθεση την ύπαρξη  αμοιβαιότητας συμφέροντος μεταξύ του εναγομένου και του κοινού, προς το οποίο έγινε η δημοσίευση.  Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι αφού το σύνολο του κοινού είχε κληθεί με διαφημίσεις από τον ενάγοντα να αγοράζει την εφημερίδα που θα εξέδιδε, συνεπώς το σύνολο του κοινού είχε συμφέρον να γνωρίζει ποίοι ήταν οι εκδότες και ότι δεν ήταν ο εφεσείων, και υπό τις περιστάσεις το μόνο αποτελεσματικό μέτρο που θα μπορούσε ο εφεσείων να πάρει για προστασία των συμφερόντων του ήταν ανάλογη δημοσίευση στον τύπο.

 

Το άρθρο 21(1)(δ) του Κεφ. 148 περιέχει τις πιο κάτω πρόνοιες:

[*354]

"21(1) Η δημοσίευσις δυσφημηστικού δημοσιεύματος είναι προνομιούχος, υπό την επιφύλαξιν ότι εγένετο καλή τη πίστει, εις τας ακολούθους περιπτώσεις, ήτοι -

 

(α) εάν η σχέσις μεταξύ του προσώπου υφ’ ου και του προσώπου προς ο εγένετο η δημοσίευσις είναι τοιαύτη ώστε ο δημοσιεύσας να τελή υπό νομικόν, ηθικόν ή κοινωνικόν καθήκον να δημοσιεύση τούτο προς τον προς ον η δημοσίευσις ο δε τελευταίος έχει αντίστοιχον συμφέρον εν τη λήψει του δημοσιεύματος ή ο δημοσιεύσας έχη έννομον προσωπικόν συμφέρον χρήζον προστασίας, ο δε προς ον η δημοσίευσις  τελή υπό αντίστοιχον νομικόν, ηθικόν ή κοινωνικόν καθήκον να προστατεύση το εν λόγω συμφέρον· νοουμένου ότι η δημοσίευσις δεν υπερβαίνει είτε κατ΄έκτασιν είτε κατ΄ουσίαν το υπό τας περιστάσεις ευλόγως επαρκές·

 

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 

(δ) εάν το δημοσίευμα δημοσιεύηται προς προστασίαν των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων του δημοσιεύοντος, ή του προς ο εγένετο η δημοσίευσις προσώπου, ή τρίτου τινός για τον οποίον ο προς ον η δημοσίευσις ενδιαφέρεται·"

 

Το πιο πάνω προνόμιο τίθεται, όπως είναι προφανές, υπό την επιφύλαξη ότι η δημοσίευση έγινε με καλή πίστη.  Πότε η δημοσίευση είναι κακόπιστη περιγράφεται στο άρθρο 21(2) του ιδίου άρθρου. Το βάρος απόδειξης ότι δεν έγινε με καλή πίστη φέρει ο ενάγων (α.21(3)). Παραθέτουμε τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 21:

 

"(2) Η δημοσίευση δυσφημηστικού δημοσιεύματος δεν θεωρείται ότι έγινε καλή τη πίστει από πρόσωπο εντός της έννοιας του εδαφίου (1), του άρθρου αυτού, αν καταδειχθεί ότι -

 

(α) το δημοσίευμα ήταν αναληθές, και αυτός δεν πίστευε αυτό ως αληθές· ή

(β) το δημοσίευμα ήταν αναληθές, και αυτός προέβηκε στη δημοσίευση χωρίς να καταβάλει εύλογη φροντίδα για την εξακρίβωση του αληθούς ή του αναληθούς αυτού· ή

 

(γ) προβαίνοντας στη δημοσίευση, ενήργησε με σκοπό βλάβης του προσώπου που δυσφημείται σε βαθμό σημαντικά μεγαλύτερο ή κατά τρόπο σημαντικά διαφορετικό του εύλογα αναγκαίου για το κοινό συμφέρον ή για την προστασία του [*355]ιδιωτικού δικαιώματος ή συμφέροντος σε σχέση με το οποίο αξιώνει προνόμιο.

 

(3) Σε αγωγή που εγείρεται σε σχέση με δημοσίευση δυσφημηστικού δημοσιεύματος, αν η δημοσίευση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί προνομιούχα βάσει των διατάξεων του εδαφίου (1), και εγερθεί η υπεράσπιση του προνομίου, το βάρος της απόδειξης ότι η δημοσίευση αυτή δεν έγινε καλή τη πίστει φέρει ο ενάγοντας."

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι το τι έχουμε να αποφασίσουμε κατ’ έφεση είναι:

 

(α) Κατά πόσο η θέση του εφεσείοντα ότι κάτω από το άρθρο 21(1)(δ) δεν απαιτείται η ύπαρξη αμοιβαιότητας συμφέροντος είναι ορθή.

 

(β) αν η απάντηση στο (α) είναι αρνητική, τότε κατά πόσο υπήρχε αμοιβαιότητα συμφερόντων, και αν ναί, αν η δημοσίευση ήταν καλόπιστη.

 

(γ) Αν η απάντηση στο (α) είναι καταφατική, κατά πόσο ο εφεσίβλητος-ενάγων είχε αποδείξει ή όχι κακή πίστη εκ μέρους του εφεσείοντα-εναγομένου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρόλον ότι δεν αναφέρεται ρητά σε τούτο, φαίνεται ότι είχε δεχθεί την ύπαρξη δικαιώματος ή συμφέροντος εκ μέρους του εφεσείοντα, το οποίο έχρηζε προστασίας. Εν πάση περιπτώσει, κρίνουμε και εμείς πως τέτοιο δικαίωμα υφίστατο.

 

Αναφορικά με το δικαίωμα προστασίας των συμφερόντων του δημοσιεύοντος αναφέρονται τα ακόλουθα στο σύγγραμμα Gatley on Libel & Slander, 6th Ed., στην παράγραφο 555, κάτω από το γενικό τίτλο "STATEMENTS MADE TO PROTECT DEFENDANT'S OWN INTERESTS:

"A defamatory statement published for the fair and reasonable protection or furtherance of the defendant's own interests is privileged, but such privilege will be rebutted if the statement was published maliciously.

 

In Toogood v. Spyring, [1834] 1 C.M. & R. at p.193, Parke B. includes among statements which are prima facie privileged any statement which is "fairly made by a person in the conduct of his [*356]own affairs, in matters where his own interest is  concerned". In Shaw v. Morgan [1888] 15 R. at p. 870 (Ct. of Sess.), Lord Young said that "if the statement is made . . .  in the reasonable attention to a man' s own business and affairs, which gives him legitimate cause to write or speak of his neighbour, the occasion displaces the presumption of malice . . . and he is only answerable if malice be shown to have existed in fact".  "Anyone", said Lord Denman C.J. in Tuson v. Evans [1840] 12 A. & E. at p. 736, "in the transaction of business with another, has a right to use language bona fide which is relevant to that business and which a due regard to his own interest makes necessary, even though it should directly, or by its consequences, be injurious or painful to another, and this is the principle on which privileged communication rests."

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρεται σε αποσπάσματα από τον Gatley (πιό πάνω) καθώς και στη νομολογία και ιδιαίτερα στην υπόθεση Toogood v. Spyring [1984] 1 C.M. & R. 193. Η αναφορά γίνεται κυρίως σε σχέση με το θέμα της αναγκαιότητας ύπαρξης αμοιβαιότητας συμφέροντος για να τυγχάνει εφαρμογής το προνόμιο. Με βάση τις αρχές του κοινού δικαίου που εκφράζονται στο πιό πάνω σύγγραμμα και τις αποφάσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, και στην περίπτωση προστασίας προσωπικού δικαιώματος ή συμφέροντος, κάτι που δεν προκύπτει σαφώς από την αγγλική νομολογία,  πρέπει να υπάρχει η αμοιβαιότητα συμφέροντος. Τη θέση αυτή, όπως ήδη επισημάναμε, αμφισβητεί ο εφεσείοντας με αναφορά στις ρητές πρόνοιες του 21(1)(δ).

 

Είναι γεγονός ότι, ενώ για το προνόμιο κάτω από την παράγραφο (α) προνοείται ρητά από το νομοθέτη η αναγκαιότητα ύπαρξης αυτής της αμοιβαιότητας, στην παράγραφο (δ) καμμία τέτοια πρόνοια δεν περιέχεται. Το Κεφάλαιο 148, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί σε Κυπριακές αποφάσεις, αποτελεί κωδικοποίηση του Αγγλικού κοινού δικαίου. Η επιλογή όμως του νομοθέτη να κωδικοποιήσει το κοινό δίκαιο και να θεσμοθετήσει με νόμο τις προϋποθέσεις αστικής ευθύνης, καθιστά, κατά την  εφαρμογή του Κεφαλαίου 148, πρώτιστο μέλημα των Δικαστηρίων τη διασφάλιση της  αποτελεσματικότητας της πρόθεσης του νομοθέτη.  Επί του προκειμένου λέχθηκαν τα ακόλουθα στην υπόθεση Hadji Theodossiou v. Koulia and Another (1970) 1 C.L.R. 310, στη σελ. 323 (σε σχέση με το αστικό αδίκημα της αμέλειας):

 

"I propose to deal first with the question of negligence. The matter is undoubtedly governed by the statutory provisions [*357]regarding negligence in section 51 of the Civil Wrongs Law, Cap. 148. These provisions originate and purport to codify the English Common Law regarding the tort of negligence. (See The Universal Advertising & Publishing Agency v. Panayiotis Vouros, 19 C.L.R. 87). But here in Cyprus, being statutory provisions, they must be read, interpreted and applied in such a manner as to give effect to the will and intention of the legislator; same as all other statutory provisions are construed and applied by the Courts, in their function of fitting the law of the country to the living conditions therein; and of developing it, under the accepted rules of constuction, so as to keep pace, wherever possible, with the developing conditions in the particular field which the legislator intended to serve by making the statute; until such statutory provisions be amended or replaced by subsequent legislation.  How similar statutory provisions are construed and applied in another jurisdiction, is extremely helpful to the Judge; but he must never lose sight of the fact that the statutory provisions which he is called upon to construe and apply were made by the country' s legislator with the object and intention of serving the people of this country; and they must, therefore, be construed and applied accordingly."

 

Εδώ χρειάζεται όμως να προσθέσουμε πως, αμέσως πιό κάτω στην απόφαση του ο Βασιλειάδης Π., επεσήμανε πως ο νομοθέτης όταν κωδικοποιεί,  στην κωδικοποίηση αυτή συμπεριλαμβάνει και τη μέχρι τότε ισχύουσα νομολογία. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, αφού ο νομοθέτης ενσωματώνει τη νομολογία περί της αναγκαιότητας ύπαρξης αμοιβαιότητας συμφέροντος στην παράγραφο (α), αλλά δεν ενσωματώνει αυτή στην παράγραφο (δ), πρέπει να εκληφθεί ότι πρόθεση του δεν ήταν να καταστήσει ως προϋπόθεση την αρχή αυτή και στις περιπτώσεις που καλύπτονται από την παράγραφο (δ), αν πράγματι μπορεί να θεωρηθεί ότι η αγγλική νομολογία καλύπτει και τις περιπτώσεις αυτές.

 

Eν όψει των όσων λέχθηκαν πιο πάνω, κρίνουμε πως το προνόμιο κάτω από την παράγραφο (δ), για να τυγχάνει εφαρμογής, δεν απαιτεί την ύπαρξη αμοιβαιότητας συμφέροντος, με την έννοια που αυτό καθορίζεται στην παράγραφο (α) του ιδίου άρθρου και στην Αγγλική νομολογία βάσει του κοινού δικαίου. Είναι εντούτοις αυτονόητο ότι, η δημοσίευση που γίνεται για την προστασία των συμφερόντων και δικαιωμάτων του εναγομένου, πρέπει να γίνεται σε εκείνα τα πρόσωπα που σχετίζονται με το ζήτημα, αφού σκοπός είναι η αποτελεσματική προάσπιση των δικαιωμάτων αυτών. Μπορεί έτσι να λεχθεί ότι, με αυτή την έννοια, αμοιβαιότητα συμφερόντων [*358]πρέπει να υπάρχει.

 

Στην προκείμενη περίπτωση και εφόσον προηγήθηκε η διαφήμιση για την έκδοση εφημερίδας από τον εφεσίβλητο προς το αναγνωστικό κοινό, είναι λογικό ότι προς το ίδιο αναγνωστικό κοινό θα έπρεπε να γίνει και η δημοσίευση εκ μέρους του εφεσείοντα για να προασπισθούν αποτελεσματικά τα δικαιώματά του. Ο μόνος δε αποτελεσματικός τρόπος για να γίνει τούτο ήταν η δημοσίευση σε εφημερίδα, ούτως ώστε να έρθει στη γνώση του αναγνωστικού αυτού κοινού το οποίο αφορούσε το θέμα.  Θεωρούμε άρα, κάτω από τις πιο πάνω περιστάσεις, πως έχουν ικανοποιηθεί στην παρούσα περίπτωση οι προϋποθέσεις ύπαρξης του προνομίου κάτω από το άρθρο 21(1)(δ).

 

Το τι παραμένει να εξετασθεί είναι κατά πόσο ο εφεσίβλητος-ενάγων έχει αποδείξει κακή πίστη εκ μέρους του εφεσείοντα-εναγομένου.

 

Στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 28, αναφορικά με την κακή πίστη, malice όπως χαρακτηρίζεται στο Αγγλικό δίκαιο, αναφέρονται τα ακόλουθα στην παράγραφο 149:

 

"What is malice. Express or actual malice is ill will or spite towards the plaintiff or any indirect or improper motive in the defendant's mind which is his sole or dominant motive for publishing the words complained of. This must be distinguished from legal malice or malice in law which means publication without lawful excuse and does not depend upon the defendat's state of mind. The defences of both fair comment and qualified privilege are defeated by proof that the defendant published the words complained of maliciously. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 

What must ultimately be decided is the defendant's honesty in publishing the words complained of. If express or actual malice is not pleaded and proved by the plaintiff, absence of such malice in the defendant is presumed."

 

Kαι στην παράγραφο 151:

 

"Excessive language in relation to a matter within a privileged occasion may be evidence of malice.  To submit the language used on occasions of qualified provilege to a strict scrutiny and to hold any language which goes beyond the actual exigency of the [*359]occasion to be evidence of express malice would greatly limit, if not altogether defeat, the protection afforded by the privilege.  There must be something so extreme in the words used as to afford evidence that publication was actuated by an improper motive. A person may use excessive language and yet not be malicious.

 

The inclusion of defamatory matter unconnected with the duty or interest which gives rise to the privileged occasion may be evidence of malice as to the whole publication."

 

Περαιτέρω, παραπέμπουμε ενδεικτικά στην υπόθεση Synomospondia Ergaton Kyprou and Others v. Cyprus Asbestos Mines Ltd and Another (1965) 1 C.L.R. 222, όπου το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 21(2)(γ) στα γεγονότα της υπόθεσης,  έκρινε ότι είχε αποδειχθεί κακή πίστη.

 

O ενάγων στην παρούσα περίπτωση έχει περιλάβει στην Έκθεση Απαίτησής του και τον ισχυρισμό ότι η δημοσίευση έγινε κακόπιστα.

 

Η ύπαρξη ή όχι καλής πίστης, εν όψει των περιστατικών της υπόθεσης μπορεί να αποφασισθεί και κατ’ έφεση, αφού τούτο θα στηρίζεται πάνω στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία δεν αμφισβητούνται, καθώς και στη φύση και το περιεχόμενο της δημοσίευσης, που είναι ήδη ενώπιον μας, ερμηνευόμενο μέσα στα πλαίσια των περιστάσεων της δημοσίευσης.

 

Αφού εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή το θέμα έχουμε καταλήξει ότι έχει αποδειχθεί  κακή πίστη εκ μέρους του εφεσείοντα-εναγομένου για τους πιό κάτω λόγους.

 

Ο εφεσείων αντί να δημοσιεύσει κείμενο, το οποίο να επεξηγεί την όλη κατάσταση και τα δικαιώματα του, τα οποία απειλούνταν από την πρόθεση έκδοσης και την μετέπειτα έκδοση της εφημερίδας από τον εφεσίβλητο, που το όποιο δυσφημηστικό του περιεχόμενο θα καλυπτόταν από το προνόμιο, επέλεξε να στείλει την επίδικη επιστολή προς τον εφεσίβλητο, την οποία και έδωσε για δημοσίευση στον τύπο, και συγκεκριμένα την εφημερίδα "Ελευθεροτυπία". Κατά την κρίση μας η  επιστολή αυτή περιείχε αχρείαστη ειρωνεία (π.χ. ο χαρακτηρισμός του εφεσίβλητου ως "εμπόρου κατεψυγμένων κρεάτων") και τον αποκαλούσε ουσιαστικά κλέπτη και άφηνε να νοηθεί ότι ο εφεσίβλητος υπολείπεται σε μυαλό και ήθος. Από τα πιό πάνω, προκύπτει κατά τη γνώμη μας ότι ο εφεσείων είχε ενεργήσει [*360]με σκοπό βλάβης του εφεσίβλητου σε βαθμό σημαντικά μεγαλύτερο και με τρόπο σημαντικά  διαφορετικό από το τι ήταν, υπό τις περιστάσεις, εύλογα αναγκαίο για την προστασία των ιδιωτικών του δικαιωμάτων ή συμφερόντων, σε συνάρτηση με τα οποία αξιώνει το προνόμιο. Κατά συνέπεια η επιφύλαξη του προνομίου περί καλής πίστης δεν ικανοποιείται.

 

Με το σκεπτικό που εκθέσαμε πιό πάνω κρίνουμε ότι η έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο