(2000) 1 ΑΑΔ 364
[*364]22 Μαρτίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
Ανδρεασ Λυσιωτη,
Εφεσείων,
v.
Κυπριακησ Δημοκρατιασ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10515)
Πολιτική Δικονομία ― Δικονομικές προθεσμίες ― Αίτηση για παράταση προθεσμίας καταχώρησης αίτησης παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε ερήμην ― Το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να χορηγήσει παράταση της προθεσμίας ― Αποκλειστικός οδηγός για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης ― Αίτηση για παράταση υποβλήθηκε με μεγάλη αργοπορία ― Το Εφετείο επικύρωσε κατά πλειοψηφία την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση.
Έφεση ― Άσκηση διακριτικής ευχέρειας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Επέμβαση Εφετείου ― Δικαιολογείται στις περιπτώσεις: όπου η άσκηση έγινε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπου η άσκηση οδηγεί σε πασιφανή αδικία, και όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων και μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων.
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην ― Αργοπορία στην υποβολή της αίτησης ― Ποία η σημασία του παράγοντα της αργοπορίας στη σχετική νομολογία ― Απόφαση στην Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ (για ελαστικότερη αντιμετώπιση του θέματος της αργοπορίας) ― Η εν λόγω υπόθεση κρίθηκε με βάση τα δικά της δεδομένα και χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στην προηγούμενη νομολογία.
Η αίτηση του εφεσείοντος για παράταση του χρόνου για υποβολή αίτησης για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία [*365]του, αφορά απόφαση σε παραπομπή η οποία εκδόθηκε στις 28.2.92 για το ποσό των £3.880 πλέον τόκοι ως αποζημιώσεις για την απαλλοτρίωση μέρους του κτήματός του στη Γερμασόγεια. Η υπόθεση είχε ορισθεί για ακρόαση στις 20.12.91. Για τον εφεσείοντα εμφανίσθηκε ο δικηγόρος κ. Γεωργίου. Στις 20.12.91 ουδείς εμφανίσθηκε για τον εφεσείοντα και το δικαστήριο όρισε την υπόθεση στις 28.2.92. Στις 28.2.92 "κατόπιν αποδείξεως και χωρίς να εμφανισθεί ο εφεσείων ή οποιοσδήποτε γι’ αυτόν, εκδόθηκε απόφαση υπέρ του για το ποσό των £3.880 πλέον τόκοι".
Η επίδικη αίτηση για παράταση της προθεσμίας καταχωρήθηκε μετά την παρέλευση 6 ετών και 7 μηνών - στις 29.9.98. Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτησή του, ο εφεσείων υποστήριξε ότι: (α) η καθυστέρηση στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης δεν οφείλετο σε αδιαφορία αλλά σε παραπλάνηση και στις προσπάθειες που κατέβαλε για να δικαιωθεί, όταν μετά παρέλευση 3 περίπου ετών, διαπίστωσε ότι στις 28.2.92 στην απουσία του εξεδόθη απόφαση για το ποσό των £3.880 πλέον τόκοι ως αποζημιώσεις για την απαλλοτρίωση, (β) θεωρεί το ως άνω ποσό ως υπερβολικά χαμηλό, όπως επιβεβαιώνεται και από την προσφορά του Κτηματολογίου ημερ. 28.9.88 διά £21.240.-, έχει καλή υπόθεση και παραπλανήθηκε από το Κτηματολόγιο και (γ) μόλις πληροφορήθηκε ότι εκδόθηκε απόφαση στην απουσία του, προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το οποίο απέρριψε το διάβημά του εφόσο δεν είχε εξαντλήσει όλες τις διαδικασίες της χώρας του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τις δικαιολογίες που πρόβαλε ο εφεσείων ατεκμηρίωτες και χωρίς αξία και απέρριψε την αίτηση.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση και υποστήριξε ότι ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειάς του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένος και ότι η διακριτική του ευχέρεια δεν ασκήθηκε δικαστικά. Επικαλούμενος την απόφαση στη Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ ν. Χάπυ Στρητ Ντίσκο Λτδ υποστήριξε ότι πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο αντιμετωπίζει με περισσότερη ελαστικότητα το θέμα της αργοπορίας στην υποβολή αίτησης για παραμερισμό.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Καλλή, Δ. συμφωνούντος και του Νικήτα, Δ.:
1. Το θέμα της παράτασης της προθεσμίας στην κρινόμενη περίπτωση διέπεται από την Δ.57, θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Ο θεσμός αυτός παρέχει εξουσία στο δικαστήριο να χορηγήσει παράταση της προθεσμίας που προβλέπεται από [*366]τους θεσμούς.
2. Οι αρχές οι οποίες προκύπτουν από τη νομολογία είναι οι ακόλουθες:
α) Η προεξάρχουσα αρχή είναι ότι η σχετική εξουσία του δικαστηρίου αποτελεί ζήτημα διακριτικής ευχέρειας η οποία ασκείται δικαστικά.
β) Οι τασσόμενες προθεσμίες αποτελούν βασικό υποστήριγμα του νομικού μας συστήματος για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.
γ) Η υπερβολική αργοπορία δυνατόν να πείσουν το δικαστήριο να αρνηθεί την παράταση της προθεσμίας.
δ) Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτελεί αποκλειστικό οδηγό για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την παράταση της προθεσμίας.
Την έγκριση της παρούσας αίτησης θα ακολουθήσει αίτημα για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του εφεσείοντος. Σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, η ανεξήγητη αργοπορία είναι παράγων που ασκεί έντονα αρνητική επίδραση κατά του διαδίκου που παρέλειψε να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία για να διεκδικήσει το δικαίωμα να ξανανοίξει την υπόθεσή του. Το γεγονός πως ένας αιτητής δίνει απλώς κάποια εξήγηση, δεν συνιστά δικαιολογία. Ο αιτητής φέρει το βάρος να αποδείξει ότι δικαιολογημένα καθυστέρησε να αποταθεί.
3. Η υπόθεση στη Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ έχει αποφασιστεί με βάση τα δικά της δεδομένα. Στην υπόθεση εκείνη επρόκειτο για αργοπορία 3 μηνών. Η σημασία της αργοπορίας τονίσθηκε σε μεταγενέστερες αποφάσεις. Στην υπόθεση Milouca Trading Ltd επιβεβαιώνεται η προηγούμενη νομολογία και υποδεικνύεται ότι στην Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στην προηγούμενη νομολογία.
4. Η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε μέσα στα πλαίσια του Νόμου. Η μεγάλη αργοπορία - 6 έτη και 7 μήνες - στην προώθηση οποιουδήποτε μέτρου και η μη ικανοποιητική επεξήγηση της αργοπορίας καθώς και οι άλλοι παράγοντες που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτελούν ασφαλές έρεισμα για την εκκαλούμενη απόφαση. Δεν διαπιστώθηκε οποιοδήποτε [*367]σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα στοιχεία που διέπουν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.
Β. Υπό Αρτεμίδη, Δ.:
1. Η δικαιοσύνη επιβάλλει την αποδοχή της επίδικης αίτησης για τους ακόλουθους λόγους:
α) Τις ουσιαστικές ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η φύση της υπόθεσης ώστε να τη θέτει έξω από τις αρχές της νομολογίας που αφορούν σε διαδικασίες συνήθων αστικών διαφορών.
β) Το γεγονός ότι ο εφεσείων επέδειξε ενδιαφέρον να παρουσιάσει την υπόθεση του, αρχικά με την προσφυγή του στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και αργότερα, όταν τέθηκε στην ορθή πορεία, μετά από υπόδειξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε απάντηση παραπόνου που υπέβαλε σ’ αυτό.
γ) Η καθυστέρηση δεν ζημιώνει ποσώς την απαλλοτριούσα αρχή γιατί το κτήμα περιήλθε στην κατοχή της, η δε αποζημίωση που θα καταβάλει υπολογίζεται με σταθερά κριτήρια, τα οποία δεν επηρεάζει ουσιωδώς ο χρόνος.
2. Ενόψει των ανωτέρω, θα ήταν ορθό, όχι μόνο να παραταθεί ο χρόνος για καταχώρηση της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης στην παραπομπή, αλλά και ο παραμερισμός της ίδιας της απόφασης.
Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Loizou v. Konteatis (1968) 1 C.L.R. 291,
Schafer v. Blyth [1920] 3 K.B. 143,
Λυρατζής ν. Χαραλάμπους κ.ά. (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 193,
Cyprian Seaway Agencies v. Republic (1981) 3 C.L.R. 271,
Μιχαηλίδης ν. Χρίστου (1996) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1190,
Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1348,
Βαρδιάνου ν. Richards (1998) 1 (Β) A.A.Δ. 698,
[*368]Χόππης ν. Παναγή (1993) Α.Α.Δ. 140,
Cyprus Import Corporation Ltd v. Σενέκη (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1108,
Eaton v. Storer 22 Ch. D. 92, C.A.,
Ιωάννου ν. Θεοδούλου κ.ά. (Αρ. 1) (2000) 1 Α.Α.Δ. 7,
Δημοκρατίας ν. Χριστοδούλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 241,
Πισσούριου ν. Golden Hand Co. Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 257,
Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,
Mine & Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26,
Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτης (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 941,
Μουγής ν. Σπανούδη (1996) 1 (Β) Α.Α.Δ. 997,
Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρητ Ντίσκο Λτδ (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 28,
Κουμουλή ν. Yasmingh κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 323,
Χριστοφόρου κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 86,
Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984,
Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710,
Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954,
Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732,
Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473,
Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234,
Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892.
Έφεση.
[*369]Έφεση από τον απαιτητή-εφεσείοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παρπαρίνου, Α.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 5/4/99 (Αρ. Αίτησης Παραπομπής 29/87) με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παράταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης παραμερισμού απόφασης που είχε εκδοθεί στην απουσία του εφεσείοντα.
Αντ. Ανδρέου, τον Εφεσείοντα.
Α. Πογιατζής, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η απόφαση της πλειοψηφίας (Νικήτας, Δ., Καλλής, Δ.) θα δοθεί από το Δικαστή Π. Καλλή.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Έχουμε κληθεί να ανατρέψουμε απόφαση Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του εφεσείοντα για παράταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης παραμερισμού απόφασης που είχε εκδοθεί στην απουσία του εφεσείοντα.
Η πορεία της διαδικασίας, όπως αυτή εκτίθεται στο φάκελο της υπόθεσης, έχει ως εξής:
Ο εφεσείων ήταν ιδιοκτήτης κτήματος στο χωριό Γερμασόγεια. Μέρος του κτήματος, έκτασης 1719 τ.μ., απαλλοτριώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία στις 24.3.77 και άλλο μέρος, έκτασης 79 τ.μ., απαλλοτριώθηκε στις 9.1.1981. Την 4.9.1987 η Δημοκρατία καταχώρισε την Παραπομπή 29/87 για τον καθορισμό της πληρωτέας για την απαλλοτρίωση αποζημίωσης από το αρμόδιο Δικαστήριο. Η ειδοποίηση παραπομπής επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 14.10.1987. Ο τελευταίος καταχώρισε “σημείωμα εμφανίσεως” μέσω του δικηγόρου Γεώργιου Α. Γεωργίου στις 20.11.1987. Η έκθεση εκτίμησης της Δημοκρατίας καταχωρήθηκε στις 26.8.89. Η έκθεση εκτίμησης του εμπειρογνώμονα του εφεσείοντα καταχωρήθηκε στις 26.2.91. Είχε προηγηθεί - στις 13.11.90 - αίτηση της Δημοκρατίας για οδηγίες όπως καταχωριθούν οι απαιτήσεις-εκτιμήσεις.
Στις 27.9.91 η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 20.12.91. Για τον εφεσείοντα εμφανίσθηκε ο δικηγόρος κ. Γεωργίου. Στις 20.12.91 ουδείς εμφανίσθηκε για τον εφεσείοντα και το δικαστήριο όρισε την υπόθεση στις 28.2.1992 για απόδειξη. Στις 28.2.92 “κατόπιν αποδείξεως και χωρίς να εμφανισθεί ο εφεσείων η οποιοσδήπο[*370]τε γι’ αυτόν, εκδόθηκε απόφαση υπέρ του για το ποσό των £3,880 πλέον τόκοι”.
Η επίδικη αίτηση για παράταση της προθεσμίας καταχωρήθηκε μετά την παρέλευση 6 ετών και 7 μηνών - στις 29.9.1998.
Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του εφεσείοντα. Παραθέτουμε το περιεχόμενο της:
Μετά την καταχώριση της παραπομπής το Κτηματολόγιο με επιστολή του ημερ. 28.9.88 πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι το ποσόν της αποζημίωσης που προσέφεραν αυξάνετο από £4.200 σε £21.240, ποσό το οποίο απεδέχθη. Με επιστολή ημερ. 18.11.89 το Κτηματολόγιο τον πληροφόρησε ότι απέσυρε την πιο πάνω προσφορά του δια £21.420. Από τις πιο πάνω επιστολές παραπλανήθηκε. Θεώρησε ότι η παραπομπή “δεν συνέχιζεν να εκδικάζεται και δεν ίσχυεν” και ως εκ τούτου δεν την προώθησε περαιτέρω αναμένοντας τις εξελίξεις. Προς τον σκοπόν ελέγχου των εξελίξεων όρισε πλέον νέον δικηγόρο, τον Βύρωνα Βασιλειάδη, ο οποίος εις την παρουσία του εφεσείοντα προέβη εις έρευνα στο Δικαστήριο Λεμεσού και τους βεβαίωσαν ότι η παραπομπή δεν είχε οριστεί και ανέμενε ως αποτέλεσμα νέα παραπομπή και/ή νέα κλήση. Μετά παρέλευση 3 ετών περίπου διαπίστωσε ότι στις 28.2.92 στην απουσία του εξεδόθη απόφαση για το ποσό των £3.880 πλέον τόκοι ως αποζημιώσεις δια την απαλλοτρίωση. Το ποσό το θεωρεί απαράδεκτο ως υπερβολικά χαμηλόν όπως επιβεβαιώνεται και από την προσφορά του Κτηματολογίου ημερ. 28.9.88 δια £21.240, έχει καλή υπόθεση, αδικήθηκε και παραπλανήθηκε από το Κτηματολόγιο.
Οι βασικοί ισχυρισμοί του εφεσείοντα φαίνονται στην παραγ. 10 της ένορκης δήλωσης του την οποία μεταφέρουμε αυτούσια:
“10. Από έρευναν που έγινεν στο Δικαστήριον διεπίστωσα ότι η μη παρουσία μου την 28.2.1992 οφείλεται στα ακόλουθα γεγονότα:
α. Ο Δικηγόρος που αρχικά διόρισα ονομάζεται Γ. Γεωργίου από την Λάρνακα.
β. Για τους καθ΄ ων η αίτηση 3, 11 γ, δ, ε, στ και/ή άλλους εμφανίζετο ο Δικηγόρος Γ. Γεωργίου από την Λεμεσό.
γ. Την 27.9.1991 φαίνεται ότι λόγω παραδρομής και/ή παραπλάνησις και/ή λόγω της συνωνυμίας των Δικηγόρων ο τότε δικη[*371]γόρος μου Γ. Γεωργίου από την Λάρνακα δεν εμφανίστηκε.
δ. Στο πρακτικό του Δικαστηρίου φαίνεται ότι την 27.9.1991 εμφανίστηκε για τους απαιτητές 3, 11 γ, δ, ε, στ και για εμένα που είμαι ο απαιτητής 6 ο Δικηγόρος Γ. Γεωργίου από την Λεμεσό ο οποίος δεν ήταν δικηγόρος μου και ουδέποτε ενέργησε για λογαριασμό μου.
ε. Φαίνεται ότι λόγω της συνωνυμίας των δικηγόρων και παρά την μη εμφάνιση του Δικηγόρου μου την 27.9.1991 φαίνεται στο πρακτικό ότι εκπροσωπήθηκα από Δικηγόρον.
ζ. Ως εκ των ανωτέρω η ημερομηνία της ακρόασης την 20.12.1991 ουδέποτε περιήλθε στην γνώσιν την δική μου και/ή του τότε δικηγόρου μου με αποτέλεσμα να θεωρηθή από το Δικαστήριον ότι δεν παρουσιάστηκα αδικαιολόγητα και να οριστή η παραπομπή για απόδειξιν στην απουσίαν μου.”
Συνεχίζουμε με την παράθεση του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντα:
Μόλις ο εφεσείων πληροφορήθηκε τα πιο πάνω διόρισε δικηγόρο και καταχώρισε προσφυγή στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η προσφυγή εκείνη απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι ο εφεσείων δεν εξάντλησε όλα τα μέσα που είχε εις την διάθεση του το Δίκαιο της Κύπρου και συγκεκριμένα ότι δεν καταχώρισε αίτηση δια παραμερισμό της απόφασης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν επιστολής του εξέτασε το θέμα και τον πληροφόρησε ότι αυτό είναι Δικαστικό και μπορεί να εγερθεί εις το πλαίσιο της Δικαστικής Διαδικασίας. Ως αποτέλεσμα αμέσως διόρισε δικηγόρο και απεφάσισαν να καταχωρίσουν την παρούσαν αίτηση. Η καθυστέρηση εις την καταχώριση της παρούσας αίτησης δεν οφείλεται σε αδιαφορία αλλά εις την παραπλάνηση και προσπάθειες που κατέβαλε δια να δικαιωθεί.
Η Δημοκρατία καταχώρισε ένσταση. Ωστόσο ο δικηγόρος που την εκπροσωπούσε δεν εμφανίσθηκε κατά την ημέρα της ακρόασης. Για το λόγο αυτό οι θέσεις που πρόβαλε με την ένσταση δεν απασχόλησαν το πρωτόδικο δικαστήριο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε ένα προς ένα τους πιο πάνω ισχυρισμούς του εφεσείοντα.
[*372]Σε σχέση με τον ισχυρισμό του ότι παραπλανήθηκε από τις πιο πάνω επιστολές προσφοράς και ακύρωσης προσφοράς του Κτηματολογίου το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν ευσταθεί. Παρατήρησε ότι μετά τη λήψη της τελευταίας επιστολής - ημερ. 18.11.89 - στις 21.12.90 και 22.2.91 εμφανίσθηκε δικηγόρος εκ μέρους του εφεσείοντα και έλαβε μέρος στη διαδικασία. Περαιτέρω στις 26.2.91 ο εφεσείων καταχώρισε έκθεση απαίτησης μέσω του δικηγόρου του κ. Γεώργιου Α. Γεωργίου.
Όσο αφορά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα για διορισμό του δικηγόρου Βύρωνα Βασιλειάδη το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι αυτός δεν υποστηρίζεται από το φάκελο της διαδικασίας. Πουθενά “δεν φαίνεται εμφάνιση ή γνωστοποίηση ή οτιδήποτε άλλο δια ανάμειξη του πιο πάνω δικηγόρου στη διαδικασία”.
Αυτό που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ότι στις 27.9.91 εμφανίστηκε για τον εφεσείοντα δικηγόρος και έλαβε γνώση της περαιτέρω διαδικασίας “και συγκεκριμένα της νέας ημερομηνίας ορισμού της υπόθεσης για ακρόαση στις 20.12.91”. Αφού παρέθεσε το χειρόγραφο πρακτικό του Δικαστηρίου υπέδειξε ότι οι σημειώσεις του Δικαστή αποτελούν το μόνο κείμενο για την στοιχειοθέτηση των διαδραματισθέντων κατά τη δίκη. Με βάση λοιπόν το πρακτικό του δικαστηρίου το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τις δικαιολογίες που είχαν προβληθεί από τον εφεσείοντα στην παράγραφο 10 της ένορκης του δήλωσης (παρατίθεται στη σελ. 3, πιο πάνω) ατεκμηρίωτες και χωρίς αξία. Όπως το έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο “οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα έμειναν μετέωροι, απλές εικασίες ή υποθέσεις αντίθετες με το πρακτικό του δικαστηρίου, ημερ. 27.9.91”. Πουθενά εις το πρακτικό - κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο - “δεν καθορίζεται ο δικηγόρος Γ. Γεωργίου αν προέρχεται από Λεμεσό ή Λάρνακα”.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση με το εξής σκεπτικό:
“Εις την παράγραφο 7 της ενόρκου δηλώσεως του αιτητή προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι αυτός πληροφορήθηκε το αποτέλεσμα της παραπομπής που ήτο η έκδοση της αποφάσεως ημερ. 28.2.92 μετά από 3 έτη. Ο αιτητής ουδόλως δικαιολογεί την πάροδο τόσο μακράς περιόδου χωρίς καμιά ενέργεια εκ μέρους του. Γνώριζε ότι εκκρεμούσε η παραπομπή και όμως δια 3 έτη δεν έπραξε απολύτως τίποτε απ’ ότι προκύπτει από την ένορκο δήλωση του. Αφού παρήλθαν αυτά τα 3 έτη απραξίας προσέφυγε [*373]ως αναφέρει εις την παράγραφο 11 της ενόρκου δηλώσεως του στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Παρόλο που ασφαλώς γνώριζε πότε προσέφυγε εις το όργανο αυτό και πότε απερρίφθη η αίτηση του δεν αναφέρει οτιδήποτε δια τους χρόνους αυτούς. Το ίδιο πράττει και δια την επιστολήν του (αναφορικά με το χρόνο) που αναφέρει στην παράγραφο 13 της ενόρκου δηλώσεως ότι απέστειλε στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Νέος χρονικός προσδιορισμός γίνεται με αναφορά εις την απάντηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημ. 21.7.98 (Τεκμ. Δ εις την ένορκη δήλωση) και η καταχώρηση της υπό εξέταση αιτήσεως περίπου 2 μήνες αργότερα (στις 29.9.98). Δεν διαφεύγει του Δικαστηρίου ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση φέρει ημερ. 22.9.98.
Έχοντας υπ’ όψιν όλα τα πιο πάνω είμαι της γνώμης ότι ο αιτητής δεν παραπλανήθηκε δια την εκκρεμότητα της διαδικασίας, γνώριζε ότι αυτή εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου, απέτυχε κατά τη γνώμη μου να καταδείξει δικαιολογημένη άγνοια της εξέλιξης της αλλά απεναντίας αδικαιολόγητα άφησε την διαδικασία να προχωρήσει χωρίς ενδιαφέρον μέχρι την έκδοση αποφάσεως στις 29.2.92. Εν συνεχεία δια 3 έτη δεν έπραξε οτιδήποτε αδιαφορώντας πλήρως δια την υπόθεση του και εν συνεχεία άρχισε τα διαβήματα του εις το Συμβούλιο της Ευρώπης χωρίς τον ακριβή καθορισμό των χρονικών πλαισίων δια να δύναται το Δικαστήριο να εκτιμήσει το χρόνο αυτό. Το ίδιο ισχύει και δια την επιστολή του εις το Ανώτατο Δικαστήριο. Ακόμη και μετά την επιστολή - απάντηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου χρειάστηκαν 2 μήνες περίπου εκ μέρους του αιτητή να καταχωρήσει την παρούσα αίτηση. Συνολικά μετά την έκδοση της αποφάσεως στις 28.2.92 πέρασαν μέχρι την καταχώρηση της υπό εξέταση αιτήσεως 6 1/2 έτη.
Είμαι την γνώμης ότι τα γεγονότα της παρούσης υποθέσεως ως τα εξέθεσα, είναι τέτοια που δεν δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ του Αιτητή.
Δια όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου πρέπει ν΄ ασκηθεί εναντίον του αιτήματος του αιτητή και συνεπώς η αίτηση του απορρίπτεται.”
Το θέμα της παράτασης της προθεσμίας στην κρινόμενη περίπτωση διέπεται από την Δ.57 θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Ο θεσμός αυτός παρέχει εξουσία στο δι[*374]καστήριο να χορηγήσει παράταση της προθεσμίας που προβλέπεται από τους θεσμούς. Έχει επανειλημμένα εξεταστεί από τη νομολογία μας.
Από την επισκόπηση της σχετικής νομολογίας προκύπτουν οι πιο κάτω αρχές:
1. Η προεξάρχουσα αρχή είναι ότι η σχετική εξουσία του δικαστηρίου αποτελεί ζήτημα διακριτικής ευχέρειας (Loizou v. Konteatis (1968) 1 C.L.R. 291, 293 και Schafer v. Blyth [1920] 3 K.B. 143). Η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται δικαστικά και να λαμβάνονται υπόψη όλα τα ουσιώδη περιστατικά της υπόθεσης. Ανάμεσα στα περιστατικά πρωτεύουσα θέση κατέχει η ύπαρξη ή όχι ικανοποιητικής δικαιολογίας για την παράλειψη του αιτητή να κάμει μέσα στις καθορισμένες προθεσμίες αυτό που τώρα επιζητεί να κάμει (Λυρατζής ν. Χαραλάμπους κ.α. (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ., 193, Loizou (πιο πάνω), Cyprian Seaway Agencies v. Republic (1981) 3 C.L.R. 271).
2. Οι τασσόμενες προθεσμίες αποτελούν βασικό υποστήριγμα του νομικού μας συστήματος για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης (Μιχαηλίδης v. Χρίστου (1996) 1(B) A.A.Δ. 1190, Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1348 και Βαρδιάνου ν. Richards (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 698). Όπου ο νομοθέτης θέτει προθεσμίες για τη λήψη διαδικαστικών μέτρων οι πρόνοιες αναφορικά με τις προθεσμίες πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρά. Η τήρηση τους εξυπηρετεί άμεσα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Πρόκειται για ζήτημα που συνδέεται με το δημόσιο συμφέρο για την τελεσιδικία και επηρεάζει άμεσα τα συμφέροντα των διαδίκων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα που τάσσονται από τους θεσμούς εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης. Διαφορετική αντιμετώπιση θα δημιουργούσε επικίνδυνα ρήγματα στην απονομή της δικαιοσύνης (Χόππης ν. Παναγή (1993) Α.Α.Δ. 140, Βαρδιάνου (πιο πάνω) και Cyprus Import Corporation Ltd v. Σενέκη (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1108).
3. Ειδικές περιστάσεις όπως υπερβολική αργοπορία δυνατόν να πείσουν το δικαστήριο να αρνηθεί την παράταση της προθεσμίας (Eaton v. Storer 22 Ch. D. 92, C.A. και Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 904).
4. Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτελεί αποκλειστικό οδηγό για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την παράταση της προθεσμίας (Χόππης (πιο πάνω), σελ. 143. Βλ. και [*375]Ιωάννου ν. Θεοδούλου κ.ά., (2000) 1 Α.Α.Δ. 7 στην οποία έχουν επισημανθεί τα εξής: “Ο προσδιορισμός των συμφερόντων της δικαιοσύνης σε κάθε περίπτωση, είναι έργο σύνθετο. Αντισταθμίζονται, αφενός, οι συνέπειες της παρεκτροπής από τα θέσμια, τα επακόλουθα τους στα δικαιώματα του αντιδίκου και, αφετέρου, οι συνέπειες άρνησης του αιτήματος στα συμφέροντα του αιτητή. Όπως εξηγείται στη Χοππής, σελ. 143: “Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με το σύνολό των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης” (Βλ. επίσης Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 241 και Πισσούριου ν. Golden Hand Co. Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 257).
Την έγκριση της παρούσας αίτησης θα ακολουθήσει αίτημα για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του εφεσείοντα. Θεωρούμε, επομένως, πως τυγχάνουν εφαρμογής τα νομολογηθέντα σε παρόμοιες διαδικασίες αναφορικά με την αργοπορία.
Η θεμελιακή απόφαση είναι η Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204. Το θέμα τέθηκε ως εξής στη σελ. 210:
“Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο πρέπει να επιδιώκει την εξισορρόπιση δύο παραγόντων, θεμελιακών για την απονομή της δικαιοσύνης: Την ανάγκη να διασφαλίσει, αφενός, αποτελεσματικά το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του και, αφετέρου, την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων. Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης δεν αποτελει απλώς ζήτημα ευκολίας, αλλά υψίστης σημασίας παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων του πολίτη. Η αρχή αυτή είναι στενά συνυφασμένη και με ένα άλλο λόγο, επίσης σημαντικό για την απονομή της δικαιοσύνης, την ανάγκη διασφάλισης της τελεσιδικίας.
...............................................................................................................
Το απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Όπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, [*376]το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση.”
Παρόμοια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην Mine & Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26. Έχει επισημανθεί ότι η ανεξήγητη αργοπορία είναι παράγων που ασκεί έντονα αρνητική επίδραση κατά του διαδίκου που παρέλειψε να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία για να διεκδικήσει το δικαίωμα να ξανανοίξει την υπόθεση του. Το γεγονός πως ένας αιτητής δίνει απλώς κάποια εξήγηση, δεν συνιστά δικαιολογία. Ο αιτητής έχει το βάρος να αποδείξει ότι δικαιολογημένα καθυστέρησε να αποταθεί (Βλ. και Milouca Motor Trading Ltd ν. Κούρτης (1997) 1(Β) Α.Α.Δ 941).
Στη Μουγής ν. Σπανούδη (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 997 ο εφεσείων είχε αποταθεί για παραμερισμό της απόφασης 38 μήνες μετά την έκδοση της. Το σχετικό αίτημα είχε εξεταστεί και από τη σκοπιά του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Μετά την παράθεση του πιο πάνω αποσπάσματος από τη Phylactou (πιο πάνω) το Δικαστήριο συνέχισε ως εξής:
“Ο παράγοντας της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης που μνημονεύεται στη Phylactou (πιο πάνω) πηγάζει από ρητή συνταγματική επιταγή. Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι ‘έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ... δικαιούται ανεπηρεάστου δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου ...’. Έχει δε νομολογηθεί ότι το καθήκον για την εξασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 βαρύνει τις δικαστικές αρχές (Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, 222, Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1988) 1 Α.Α.Δ. 257, Re Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068, Re Παπανικολάου (1991) 1 Α.Α.Δ. 152).
Το δικαίωμα του εφεσείοντα να ακουσθεί - το οποίο επικαλείται - διασφαλίζεται από το άρθρο 30.3 (β) και (γ) του Συντάγματος. Ωστόσο αυτό το δικαίωμα πρέπει να συμβαδίζει με το δικαίωμα της ακρόασης μέσα σε εύλογο χρόνο. Έχει δε νομολογηθεί ότι η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και συγχρόνως εχέγγυο για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας της δικαστικής εξουσίας (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988).
Στον τομέα αυτό η νομολογία μας είναι ταυτόσιμη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η [*377]οποία έχει διαμορφωθεί κατά την ερμηνεία του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο αντιστοιχεί με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Σύμφωνα λοιπόν με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο σκοπός της σχετικής διασφάλισης είναι να προστατεύσει τους διαδίκους από υπερβολικές διαδικαστικές καθυστερήσεις (Stogmuller v. Austria, Series A, Publications of the European Court of Human Rights, 1969, σελ. 40). Η διασφάλιση υπογραμμίζει την σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστερήσεις οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της (H. v. France, Series A, 162-A, Publications of the European Court of Human Rights, παραγ. 58 (1989)). Παρόλο ότι μπορεί να λεχθεί ότι υπεύθυνοι για την πρόοδο της πολιτικής διαδικασίας είναι οι διάδικοι αυτό δεν απαλλάσσει τα δικαστήρια από την ευθύνη να διασφαλίσουν συμμόρφωση με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Union Alimentaria Sanders SA v. Spain, Series A, 157, Publications of the European Court of Human Rights, παραγ. 35 (1989)).
...............................................................................................................
Περαιτέρω, ο εφεσείων δεν έχει εξηγήσει με οποιοδήποτε τρόπο την καθυστέρηση του και την αδράνεια του, παρά τα διαβήματα που είχε λάβει ο εφεσίβλητος για την είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους. Θεωρούμε ότι η διαγωγή του εφεσείοντα, λεπτομέρειες της οποίας φαίνονται πιο πάνω, αποτελεί κατάφωρη περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου. Επανάνοιγμα της υπόθεσης λαμβανομένης υπόψη της καθυστέρησης στην καταχώρηση της αιτήσεως και της όλης διαγωγής του εφεσείοντα, θα αποτελούσε μέτρο υπονόμευσης της απονομής της δικαιοσύνης και της ανάγκης για ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων. Περαιτέρω, θα παραβίαζε το συνταγματικό δικαίωμα του αντιδίκου για εκδίκαση της υπόθεσης του μέσα σε εύλογο χρόνο, θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία των θεσμών της απονομής της δικαιοσύνης και θα τους εξέθετε σε χλευασμό. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου και η έφεση πρέπει να απορριφθεί.”
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης αμφισβητείται το εύρημα του δικαστηρίου ότι στις 27.9.91 εμφανίσθηκε για τον εφεσείοντα ο δι[*378]κηγόρος Γ.Α. Γεωργίου από τη Λάρνακα. Υποστηρίχθηκε ότι το σχετικό εύρημα του δικαστηρίου στο οποίο στήριξε την απόφαση του είναι λανθασμένο. Είναι φανερό από το πρακτικό - συνεχίζει η εισήγηση - ότι ο Γ. Γεωργίου που εμφανίστηκε είναι ο δικηγόρος των απαιτητών 11 (γ) (δ) (ε) και (στ) και όχι ο Γ.Α. Γεωργίου δικηγόρος του εφεσείοντα από τη Λάρνακα. Το όλο θέμα προέκυψε λόγω συνωνυμίας.
Παρατηρούμε: Ο σχετικός λόγος της έφεσης φέρει το πρωτόδικο δικαστήριο να έχει αποφασίσει ότι στις 27.9.91 εμφανίσθηκε για τον εφεσείοντα ο δικηγόρος Γ. Γεωργίου από τη Λάρνακα. Ωστόσο το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει κάμει τέτοιο εύρημα. Αυτό που απλώς διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση το πρακτικό, είναι ότι στις 27.9.91 εμφανίσθηκε για τον εφεσείοντα δικηγόρος και έλαβε γνώση της περαιτέρω διαδικασίας. Τόνισε μάλιστα ότι “πουθενά στο πρακτικό δεν καθορίζεται ο δικηγόρος Γ. Γεωργίου αν προέρχεται από Λεμεσό ή Λάρνακα”. Έχουμε λοιπόν την άποψη πως το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον του υλικό. Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλυσε με σαφήνεια και πειστικότητα τους λόγους που το οδήγησαν στη σχετική κατάληξη του και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.
Με το δεύτερο λόγο της έφεσης υποστηρίχθηκε ότι ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι λανθασμένος και ότι η διακριτική του ευχέρεια δεν έχει ασκηθεί δικαστικά. Υποστηρίχθηκε, με αναφορά στην Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.α. ν. Χάπυ Στρήτ Ντίσκο Λτδ (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 28, ότι πρόσφατα η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο θέμα της αργοπορίας για υποβολή αίτησης για παραμερισμό έχει διαφοροποιηθεί και έγινε ελαστικότερη με αποτέλεσμα η αργοπορία να μην ασκεί τόση μεγάλη επίδραση στην απόφαση του Δικαστηρίου και μόνο εάν μπορεί να εξομοιωθεί με περιφρόνηση του Δικαστηρίου να στερεί το διάδικο του δικαιώματος να ακουστεί στην ουσία.
Διαφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Η υπόθεση στην Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ έχει αποφασιστεί με βάση τα δικά της δεδομένα. Στην υπόθεση εκείνη επρόκειτο για αργοπορία 3 μηνών. Η σημασία του παράγοντα της αργοπορίας έχει τονιστεί σε μεταγενέστερες αποφάσεις (βλ. Μουγής, πιο πάνω, Κουμουλή ν. Yasmingh κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 323, Χριστοφόρου κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (2000) 1 Α.Α.Δ. 86 και Milouca Trading Ltd, πιο πάνω). Στην τελευταία υπόθεση επιβεβαιώνεται η προηγούμενη νομολογία και υποδεικνύεται ότι στην Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ δεν έγινε οποι[*379]αδήποτε αναφορά στην προηγούμενη κυπριακή νομολογία.
Πρόκειται για απόφαση που απορρέει από την άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται,
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).
(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).
Έχουμε παραθέσει το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης (βλ. σελ. 5, πιο πάνω). Έχουμε την άποψη πως η σχετική διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε μέσα στα πλαίσια που παρέχονται από το Νόμο. Οι παράγοντες που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο δικαστήριο δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας με τον τρόπο που έχει ασκηθεί. Η μεγάλη αργοπορία - 6 έτη και 7 μήνες - στην προώθηση οποιουδήποτε μέτρου και η μη ικανοποιητική επεξήγηση της αργοπορίας καθώς και οι άλλοι παράγοντες που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο δικαστήριο αποτελούν ασφαλές έρεισμα για την εκκαλούμενη απόφαση. Δεν έχουμε διαπιστώσει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τα στοιχεία που διείπαν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Έπεται πως η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στη βάση των γεγονότων όπως τα διαπίστωσε ο πρωτόδικος δικαστής θα συμφωνούσα με την ετυμηγορία του, και βεβαίως με την άποψη των συναδέλφων δικαστών για την απόρριψη της έφεσης, αν η υπόθεση αφορούσε σε μια συνήθη αστική διαδικασία. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η φύση της υπόθεσης [*380]προσδίδει σ’ αυτή ουσιαστικές ιδιαιτερότητες που η δικαιοσύνη, στην κρίση μου βεβαίως, επέβαλλε την αποδοχή της επίδικης αίτησης του εφεσείοντος, για παράταση του χρόνου που προβλέπεται από τους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, έτσι που να μπορεί να προχωρήσει με το ενδεδειγμένο διάβημα, για τον παραμερισμό της απόφασης στην παραπομπή, που εκδόθηκε στην απουσία του, ως αποτέλεσμα, έστω, κακού δικού του χειρισμού της πορείας της υπόθεσης. Το γεγονός όμως παραμένει πως ο εφεσείων επέδειξε ενδιαφέρον να παρουσιάσει την υπόθεση του στο Δικαστήριο. Όταν εκδόθηκε η απόφαση στην απουσία του, αντί να πάρει ορθή συμβουλή και να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για τον παραμερισμό της, προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε το διάβημα του εφόσο δεν είχε εξαντλήσει τις διαδικασίες της χώρας μας. Τέθηκε δε στην ορθή πορεία μετά από υπόδειξη το Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε απάντηση παραπόνου που υπέβαλε σ’ αυτό.
Η ακίνητη ιδιοκτησία του εφεσείοντα υπήρξε το 1977 και 1981 αντικείμενο του επαχθούς μέτρου της απαλλοτρίωσης, που επιτρέπεται από το άρθρο 23.4 του Συντάγματος. Το άρθρο 23 διασφαλίζει το δικαίωμα της απόκτησης κυριότητας, κατοχής και διάθεσης οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας. Η απαλλοτριώνουσα αρχή, με επιστολή της προς τον εφεσείοντα ημερ. 28.9.88, πρόσφερε σ’ αυτόν αποζημίωση £21.240, αυξάνοντας προηγούμενη προσφορά της, ημερ. 13.8.83, για £4.200. Στις 18.11.89 όμως η απαλλοτριώνουσα αρχή ανακάλεσε την πιο πάνω ψηλότερη προσφορά, αναφέροντας στη σχετική επιστολή της προς τον εφεσείοντα πως είχε γίνει λόγω πλάνης περί το νόμο. Και τούτο, καθώς αναφέρεται στην επιστολή, «σύμφωνα με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πολιτική έφεση 7182 που εκδόθηκε στις 28.9.89» (σημ. δική μου: πρόκειται για την υπόθεση Θεοσκέπαστη ν. Δημοκρατίας (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 534).
Ο εφεσείων ισχυρίζεται στην ένορκη δήλωση του, προς υποστήριξη της επίδικης αίτησης, ότι είχε αποδεκτεί την προσφορά των £21.240.
Η απαλλοτριώνουσα αρχή καταχώρισε τη σχετική παραπομπή τον Σεπτέμβριο του 1987, ώστε να αποφασίσει το Δικαστήριο το ποσό της πληρωτέας αποζημίωσης, διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 23.4(γ) του Συντάγματος. Η πορεία της παραπομπής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού περιγράφεται στην απόφαση του αδελφού δικαστή Καλλή, καθώς και η κατάληξη με την υπό έφεση πρωτόδικη απόφαση.
[*381]Ποιές είναι όμως οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η φύση της υπόθεσης ώστε να τη θέτει, στη δική μου αντίληψη, έξω από τις αρχές της νομολογίας που αφορούν σε διαδικασίες συνήθων αστικών διαφορών. Νομίζω οι πιο κάτω: Ο εφεσείων και η απαλλοτριώνουσα αρχή, Κυπριακή Δημοκρατία, δεν είναι διάδικοι σε μια τέτοια συνήθη αστική υπόθεση με εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Αντίθετα, ο εφεσείων έχει μόνο δικαίωμα που απορρέει μάλιστα απ΄ευθείας από το Σύνταγμα, να αποζημιωθεί δηλαδή για την απαλλοτρίωση του κτήματος του. Σε αντίθεση, η Δημοκρατία έχει μόνο υποχρέωση να καταβάλει αυτή την αποζημίωση στον εφεσείοντα. Η διαφορά για το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης είναι παρεπόμενο ζήτημα στην πιο πάνω υποχρέωση της απαλλοτριώνουσας αρχής. Αυτή δε η διαφορά επιλύεται από το Δικαστήριο, και τούτο πάλιν κατά συνταγματική επιταγή, για να διασφαλιστεί το δίκαιο και εύλογο της αποζημίωσης (άρθρο 23.4(γ)).
Η καθυστέρηση στην επίλυση της διαφοράς, που οφείλεται στον εφεσείοντα, δεν ζημιώνει ποσώς την απαλλοτριώνουσα αρχή γιατί το κτήμα περιήλθε στην κατοχή της, η δε αποζημίωση που θα καταβάλει υπολογίζεται με σταθερά κριτήρια, τα οποία δεν επηρεάζει ουσιωδώς ο χρόνος. Κρίνω λοιπόν πως η δικαιοσύνη επιβάλλει να αποφασίσουν τα Δικαστήρια μας για την καταβλητέα αποζημίωση, αφού ακούσει τις απόψεις και των δύο πλευρών. Θα εξεταστούν βεβαίως και οι νομικές επιπτώσεις του ισχυρισμού του εφεσείοντα, που λέει ότι αποδέκτηκε την προσφορά της απαλλοτριώνουσας αρχής για ποσό £21.240, και οι πιθανές επιπτώσεις της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Θεοσκέπαστη, όπως τις ερμήνευσε η απαλλοτριώνουσα αρχή, για να υποβιβάσει το ποσό της προσφοράς σε £4.240. Θα αποδεχόμουν ως εκ τούτου την έφεση. Από το κείμενο της απόφασης μου εκδηλώνεται βεβαίως η άποψη μου πως ορθό θα ήταν όχι μόνο να παραταθεί ο χρόνος για την καταχώριση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης στην παραπομπή, αλλά θα επιθυμούσα τον παραμερισμό της ίδιας της απόφασης.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.
[*382]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο