Κουμής Λευτέρης ν. Γεώργιου Χίνη (2000) 1 ΑΑΔ 383

(2000) 1 ΑΑΔ 383

[*383]22 Μαρτίου, 2000

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

Λευτερησ Κουμησ,

 

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

 

Γεωργιου Χινη,

 

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10237)

 

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Σύγκρουση σαλούν με μοτοποδήλατο όταν το σαλούν εισήλθε στην πλευρά κατεύθυνσης του μοτοποδηλάτου ― Οδηγός μοτοποδηλάτου δεν μπορούσε να προβλέψει ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου θα εκινείτο προς την αντίθετη κατεύθυνση κυκλοφορίας ούτε και είχε τη δυνατότητα να αποφύγει τη σύγκρουση ― Οδηγός αυτοκινήτου είχε αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος.

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων είχε αποκλειστική ευθύνη για πρόκληση τροχαίου ατυχήματος ― Κρίθηκε ότι εδικαιολογούντο από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία.

 

Περί τις 10.00 της 14.1.96 το όχημα του εφεσείοντος-εναγομένου συγκρούστηκε με το μοτοποδήλατο του εφεσίβλητου-ενάγοντος στη Λεωφόρο Φανερωμένης στη Λάρνακα.  Η εν λόγω λεωφόρος είναι διπλής κατευθύνσεως, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας σε κάθε κατεύθυνση.  Διαχωρίζεται με ζωγραφιστές, μη συνεχόμενες νησίδες πλάτους 2,5 μέτρων. Το ατύχημα προκλήθηκε όταν ο εφεσείων, που οδηγούσε το αυτοκίνητο του προς την εκκλησία Φανερωμένης κρατώντας τη δεξιά λωρίδα της πορείας του, επέπεσε στο μοτοποδήλατο του εφεσίβλητου ενώ τούτο βρισκόταν στο μέσο περίπου της νοητής προέκτασης ζωγραφιστής νησίδας, αφού διέσχισε προηγουμένως διαγώνια το δεξιό τμήμα της λεωφόρου σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντος, με προορισμό να κατευθυνθεί και αυτός προς την εκκλησία, δηλαδή να εισέλθει στην πορεία του εφεσείοντος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία κατέληξε ότι ο εναγόμενος ευθύνετο εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για τη σύγκρουση και τη ζημιά που προκάλεσε στον ενάγοντα και ότι ο εναγόμενος δεν απέδειξε οποιαδήποτε συντρέχουσα [*384]αμέλεια του ενάγοντος.

 

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση, προσβάλλοντας με τους λόγους έφεσης, τα ακόλουθα ευρήματα του Δικαστηρίου:

 

1.  Το εύρημα ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν αμελής. Υποστηρίχθηκε σχετικά ότι η προσπάθεια του εφεσίβλητου να διασταυρώσει διαγώνια το δρόμο, ενώ ο εφεσείων ήταν σε απόσταση 35-45 μέτρων, αντί να τον αναμένει και ή του δώσει προτεραιότητα, ήταν έκδηλα αμελής και έθεσε τον εφεσείοντα σε αγωνία συγκρούσεως με άμεσο το καθήκον λήψεως αποτρεπτικών μέτρων.  Ο εφεσείων παρόλον ότι έλαβε τα αναγκαία μέτρα δεν κατάφερε να αποτρέψει τη σύγκρουση.

 

2.  Το εύρημα ότι την εξ αμελείας ευθύνη για το ατύχημα φέρει αποκλειστικά ο εφεσείων.  Υποστηρίχθηκε σχετικά ότι ο εφεσίβλητος ήταν υπαίτιος για συντρέχουσα αμέλεια στην πρόκληση του ατυχήματος. Η συντρέχουσα αμέλεια συνίστατο στο ότι ο εφεσίβλητος δεν έλεγξε το δρόμο ορθά και αποτελεσματικά, ενώ, όπως παραδέχθηκε, είδε για πρώτη φορά τον εφεσείοντα στα 100 τουλάχιστον μέτρα, προχώρησε χωρίς να ξαναελέγξει το δρόμο στα αριστερά του, παρά δε το γεγονός ότι είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να έρχεται με ταχύτητα, συνέχισε την πορεία του φθάνοντας μέχρι το μέσο του δρόμου.

 

3.  Το εύρημα ότι το μοτοποδήλατο του εφεσίβλητου δεν ήταν εν κινήσει και ή ήταν σταματημένο, είναι αντίθετο με την έκθεση απαιτήσεως. Επίσης το εύρημα ότι ο εφεσείων κατευθυνόταν δεξιά, προς την αντίθετη κατεύθυνση κυκλοφορίας δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία και ή βασίζεται σε ανεπίτρεπτη μαρτυρία, ήτοι εικασία του εφεσίβλητου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο εφεσίβλητος δεν είχε καθήκον έναντι του εφεσείοντος να τον αναμένει ή να του δώσει προτεραιότητα και να μην διασταυρώσει, έστω και διαγώνια, τις δύο λωρίδες της λεωφόρου, που δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με την πορεία του εφεσείοντος.

 

2.  Ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να προβλέψει ότι ο εφεσείων θα εκινείτο προς την αντίθετη κατεύθυνση κυκλοφορίας ούτε και είχε τη δυνατότητα, χρόνο ή ευκαιρία να λάβει οποιαδήποτε μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση.

 

3.  Δεν διαπιστώνεται αντίθεση μεταξύ της έκθεσης απαιτήσεως και [*385]του ευρήματος ότι το μοτοποδήλατο του εφεσίβλητου ήταν σταματημένο.  Το δε εύρημα αναφορικά με την κατεύθυνση του αυτοκινήτου υποστηρίζεται από την πραγματική μαρτυρία και συγκεκριμένα από τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του εφεσείοντος, που επί 24,60 μέτρα πριν από το σημείο σύγκρουσης δείχνουν λοξή πορεία από αριστερά προς δεξιά και, περαιτέρω, μετά τη σύγκρουση, από την πλάγια ολίσθησή του προς τα δεξιά, για άλλα 7,90 μέτρα, με κατάληξη την αντίθετη κατεύθυνση κυκλοφορίας.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 642,

 

Κασιέρη ν. Κυριάκου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1246,

 

Χριστοδούλου ν. Μπίλλη (1998) 1 (Α) Α.Α.Δ. 164.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Καουτζάνη, Προσ. Ε.Δ.) που δόθηκε στις 14 Απριλίου 1998 (Αρ. Αγωγής 2525/96) με την οποία κρίθηκε ότι την εξ αμελείας ευθύνη για το τροχαίο ατύχημα το οποίο επεσυνέβη στην Λεωφόρο Φανερωμένης στη Λάρνακα μεταξύ ενάγοντα και εναγομένου έφερε αποκλειστικά ο εναγόμενος.

 

Γ. Λουκαΐδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Χ. Ιωάννου, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης.

 

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Περί τις 10.00π.μ. της 14.1.1996, στη λεωφόρο Φανερωμένης, στη Λάρνακα, προκλήθηκε τροχαίο ατύχημα με εμπλεκόμενα οχήματα το αυτοκίνητο ΕΑΚ829, που οδηγούσε ο εφεσείων (εναγόμενος), και το μοτοποδήλατο PU585, που οδηγούσε ο εφεσίβλητος (ενάγων). Η λεωφόρος Φανερωμένης είναι διπλής κατευθύνσεως, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας σε κάθε κατεύθυνση. Διαχωρίζεται με ζωγραφιστές, μη συνεχόμενες, νησίδες πλάτους [*386]2,5 μέτρων. Το ατύχημα προκλήθηκε όταν ο εφεσείων, που οδηγούσε το αυτοκίνητό του προς την εκκλησία Φανερωμένης κρατώντας τη δεξιά λωρίδα της πορείας του, επέπεσε στο μοτοποδήλατο του εφεσίβλητου ενώ τούτο βρισκόταν στο μέσο περίπου της νοητής προέκτασης ζωγραφιστής νησίδας, αφού είχε προηγουμένως διασχίσει διαγώνια το δεξιό τμήμα της λεωφόρου, σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντα, με προορισμό να κατευθυνθεί και αυτός προς την εκκλησία, δηλαδή να εισέλθει στην πορεία του εφεσείοντα.  Η σύγκρουση έγινε περίπου 1,80 μέτρα δεξιότερα της λωρίδας που τηρούσε ο εφεσείων και 0,55 εκατοστά δεξιότερα από το νοητό κέντρο της λεωφόρου.

 

Εξετάζοντας το ζήτημα της ευθύνης για το ατύχημα, και αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του αστυνομικού εξεταστή, αφενός, και του εφεσείοντα, αφετέρου, το πρωτόδικο Δικαστήριο συνόψισε τα ευρήματά του ως εξής:

 

«Ο ενάγων ξεκίνησε από τη δεξιά πλευρά της Λεωφόρου Φανερωμένης με προορισμό τις λωρίδες της Λεωφόρου, την πορεία της δεξιάς των οποίων τηρούσε ο εναγόμενος. Βλέποντας το όχημα του εναγομένου να έρχεται με ταχύτητα ο ενάγων έφθασε στο μέσο του δρόμου, μεταξύ των ζωγραφιστών νησίδων, όπου ήταν επιτρεπτό να σταματήσει για να ελέγξει την κυκλοφορία του δρόμου ώστε να μπορέσει να εισέλθει στην κατεύθυνση εκείνη, όπου και σταμάτησε αναμένοντας να περάσει το όχημα του εναγόμενου. Ο εναγόμενος που προορίζετο να εισέλθει διαμέσου των ζωγραφιστών νησίδων στο δεξιό μέρος του δρόμου εφάρμοσε τα φρένα του στα 24,60 μ. μόλις είδε το μοτοποδήλατο του ενάγοντα αλλά λόγω της μεγάλης ταχύτητας που είχε (γύρω στα 80 χ.α.ω.) επέπεσε στο μοτοποδήλατο του ενάγοντα, το οποίο παρέσυρε με ολίσθηση και τελικά σταμάτησε στα 7,90 μ. από το σημείο σύγκρουσης, στην αντίθετη με αυτή που τηρούσε κατεύθυνση κυκλοφορίας.

 

Είναι η κατάληξη μου ότι ο εναγόμενος, οδηγώντας πέραν του επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας στην περιοχή, επέδειξε αμέλεια και ενήργησε με πλήρη έλλειψη προσήκουσας προσοχής, παρατηρητικότητας και πρόβλεψης με αποτέλεσμα να υπέχει αποκλειστική ευθύνη για την επίδικη σύγκρουση και να προκαλέσει ζημιά στον ενάγοντα. Είχε εντοπίσει το μοτοποδήλατο του ενάγοντα από αρκετή απόσταση περί τα 35 – 40 μ. μακριά και όντας ο ίδιος σε κύριο δρόμο έπρεπε να ακολουθήσει την πορεία του όπου ο δρόμος είχε πλάτος 7,50 μ. Εφόσον το μοτοποδήλατο δεν του απέκοψε το δρόμο, δεν είχε δηλαδή εισέλθει καθόλου στην [*387]πορεία του, ο ελιγμός του εναγόμενου προς τα δεξιά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί αποτρεπτικό της σύγκρουσης προληπτικό μέτρο που θα ανεμένετο από ένα συνετό μέσο οδηγό να πράξει στα πλαίσια της λογικής αντίδρασης υπό τα συγκεκριμένα δεδομένα. Ούτε ο ελιγμός του μπορεί να θεωρηθεί ως ενέργεια κατόπιν αγωνιώδους διλήμματος συνεπεία επικείμενης σύγκρουσης καθότι δεν υπήρχε στην πορεία του οτιδήποτε που εύλογα μπορούσε να θεωρηθεί ως εμπόδιο στο δρόμο του. (βλ. μεταξύ άλλων Ξυπτερά ν. Κυπριανού (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1696). Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Stavrou v. Papadopoulos, (1969) 1 Α.Α.Δ. 172, το δίλημμα και η αμηχανία προκλήθηκε κατά κύριο λόγο από υπαιτιότητα του ιδίου του οδηγού ο οποίος έθεσε τον εαυτό του ο ίδιος στην θέση εκείνη.

 

Αναφορικά με την ταχύτητα του εναγόμενου, δεν θα ήταν ορθό χωρίς μαρτυρία εμπειρογνώμονα το δικαστήριο να μεταβληθεί σε εμπειρογνώμονα καθορίζοντας την ταχύτητα αυτοκινήτου μόνο από τα ίχνη τροχοπέδησης (μεταξύ άλλων Siakos v. Nicolaou, (1980) 1 Α.Α.Δ. 333, Philippou v. Odysseos, (1989) 1 Α.Α.Δ. 1). Στην προκειμένη όμως περίπτωση, η μαρτυρία που προέρχεται από τον ίδιο τον εναγόμενο τοποθετεί την ταχύτητα του στα επίπεδα των 80 χ.α.ω. καταρχήν από μόνη της δεν είναι αρκετή για να τεκμηριώσει αμέλεια (βλ. π.χ. Alexandrou v. Gamble, (1974) 1 Α.Α.Δ. 5, Demou v. Constantinou and another, (1979) 1 Α.Α.Δ. 21).  Ούτε ακόμα η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας από μόνη της συνιστά αμέλεια (βλ. Panayiotou v. Christofi & another, (1983) 1 Α.Α.Δ. 143).  Το κατά πόσο η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ένας οδηγός μπορεί να θεωρηθεί ή όχι σαν «υπερβολική», αυτό το θέμα συναρτάται με τις συνθήκες που επικρατούσαν, την κατάσταση του δρόμου, την περιοχή κ.λ.π. (βλ. Shakolas v. Agathangelou and another, (1983) 1 Α.Α.Δ. 1007). Έχω την εντύπωση ότι η ταχύτητα με την οποία έτρεχε ο εναγόμενος, δηλαδή γύρω στα 80 χ.α.ω. – ακόμη και αν μειώθηκε στα 60 – 70 χ.α.ω. στη συνέχεια – όντας πέραν του επιτρεπομένου ορίου στην περιοχή, συνέτεινε στην αντίδραση του στην προκειμένη περίπτωση η οποία οδήγησε στη σύγκρουση. Ο εναγόμενος έπρεπε να ελαττώσει σημαντικά την ταχύτητα του εφόσον προορίζετο να εισέλθει στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Η μεγάλη του ταχύτητα υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης του στέρησε την ικανότητα για αποφυγή της σύγκρουσης και για μείωση των επιπτώσεων του δυστυχήματος.

 

Όσον αφορά τη συμπεριφορά του ενάγοντα δεν βρίσκω ότι έχει επιδείξει οποιαδήποτε αμέλεια ώστε είτε να έχει προκαλέσει [*388]τον κίνδυνο ατυχήματος είτε να μπορεί να του αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα. Ενήργησε επιμελώς, παίρνοντας λογικές προφυλάξεις περιμένοντας δηλαδή να περάσει το όχημα του εναγομένου χωρίς να εισέλθει στην πορεία του ή να του αποκόψει το δρόμο. Δεν θα μπορούσε εξάλλου να προβλέψει ότι ο εναγόμενος θα παρεξέκλινε της ευθείας πορείας του, επιδεικνύοντας αμέλεια. Ένας ενάγων δεν είναι συνήθως υπόχρεος να προβλέψει ότι ένα άλλο πρόσωπο μπορεί να είναι αμελές, εκτός εάν η πείρα δείχνει ότι η συγκεκριμένη αμέλεια είναι συνηθισμένη, υπό τις περιστάσεις (μεταξύ άλλων: Βλάσιου ν. Αντωνίου, (1990) 1 Α.Α.Δ. 815).  Όπως λέχθηκε δε στην υπόθεση Αναστάση ν. Γεωργίου (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 96: «Προϋπόθεση για την απόδοση αμέλειας αποτελεί η επενέργεια αμελούς πράξης στην πρόκληση του δυστυχήματος ως θέμα άμεσης αιτιώδους σχέσης μεταξύ της πράξης και του δυστυχήματος».

 

………………………………………………………………….

………………………………………………………………….

 

Καταλήγοντας, βρίσκω ότι ο εναγόμενος ευθύνεται εξ’ ολοκλήρου και αποκλειστικά για την σύγκρουση και τη ζημιά που προκάλεσε ως αποτέλεσμα στον ενάγοντα. Περαιτέρω ο εναγόμενος δεν απέδειξε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια του ενάγοντα.»

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν αμελής. Αιτιολογείται με τη θέση ότι το Δικαστήριο δεν έπρεπε να επικεντρώσει την προσοχή του στο ερώτημα κατά πόσο ο εφεσίβλητος απέκοψε την πορεία του εφεσείοντα, αλλά στο ερώτημα κατά πόσο η ενέργεια του εφεσίβλητου να διασταυρώσει διαγώνια το δρόμο, ενώ αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα να έρχεται με μεγάλη ταχύτητα, ήταν ασφαλής και συνετή ενέργεια. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα, η προσπάθεια του εφεσίβλητου να διασταυρώσει διαγώνια το δρόμο, ενώ ο εφεσείοντας ήταν σε απόσταση 35 έως 40 μέτρων, αντί να τον αναμένει και ή του δώσει προτεραιότητα, ήταν έκδηλα αμελής και έθεσε τον εφεσείοντα σε αγωνία συγκρούσεως με άμεσο το καθήκον λήψεως αποτρεπτικών μέτρων. Ο εφεσείων έλαβε όλα τα αναγκαία, υπό τις περιστάσεις, αποτρεπτικά μέτρα, αφού, αφ’ η στιγμής επεσήμανε τον εφεσίβλητο να κινείται με κατεύθυνση το σημείο σύγκρουσης, και ενώ απείχε περί τα 30 έως 40 μέτρα, φρέναρε αμέσως, αν και, δυστυχώς, χωρίς αποτέλεσμα.  Επομένως, την εξ αμελείας ευθύνη για το ατύχημα έφερε αποκλειστικά ο εφεσίβλητος που, με τη διαγώνια κίνησή του, έστω και αν, κατά τη στιγ[*389]μή της σύγκρουσης, ήταν σταματημένος, δημιούργησε τον κίνδυνο, και όχι ο εφεσείων. Η θέση αυτή του δικηγόρου του εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επικέντρωσε την προσοχή του στο κατά πόσο ο εφεσίβλητος απέκοψε την πορεία του εφεσείοντα.  Ο εφεσίβλητος δεν είχε καθήκον έναντι του εφεσείοντα να τον αναμένει ή να του δώσει προτεραιότητα και να μην διασταυρώσει, έστω και διαγώνια, τις δύο λωρίδες της λεωφόρου, που δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με την πορεία του εφεσείοντα. Στο μέσο της λεωφόρου υπήρχαν δύο ζωγραφιστές νησίδες πλάτους 2,5 μέτρων μεταξύ των οποίων ο εφεσίβλητος οδήγησε το μοτοποδήλατο και, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο, σταμάτησε. Ενώ ήταν σταματημένος, ο εφεσείοντας τον κτύπησε στο σημείο συγκρούσεως, που είναι 1,80 μέτρα πέραν της δεξιάς λωρίδας που τηρούσε ο εφεσίβλητος, και 0,55 εκατοστά δεξιότερα από το νοητό μέσο της λεωφόρου, πολύ κοντά στην αντίθετη κατεύθυνση κυκλοφορίας. Με αυτά τα δεδομένα είναι πρόδηλο ότι δεν ήταν η ενέργεια του εφεσίβλητου που δημιούργησε τον κίνδυνο και έθεσε τον εφεσείοντα σε αγωνία συγκρούσεως. Το δίλημμα και η αμηχανία προκλήθηκαν από την αμέλεια του ίδιου του εφεσείοντα, ήτοι την αυξημένη ταχύτητά του σε συνάρτηση με την πρόθεσή του να προσεγγίσει τη δεξιά πλευρά της αντίθετης κατεύθυνσης κυκλοφορίας.

 

Όσον αφορά την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τελούσε υπό νομική πλάνη όταν ανέφερε στην απόφασή του ότι «ο ενάγων έφθασε στο κέντρο του δρόμου μεταξύ των ζωγραφιστών νησίδων, όπου ήταν επιτρεπτό να σταματήσει για να ελέγξει την κυκλοφορία του δρόμου» και τούτο διότι, σύμφωνα με την ΚΔΠ 66/84 (Καν.58), δεν επιτρέπεται για κανένα όχημα να υπερβαίνει τις ζωγραφιστές νησίδες, παρατηρούμε ότι αυτή δεν είναι ορθή για το λόγο ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία, που μάλιστα δεν αμφισβητήθηκε, ο εφεσίβλητος δεν οδήγησε το μοτοποδήλατό του πάνω στη ζωγραφιστή νησίδα, αλλά στο ενδιάμεσο, μεταξύ δύο ζωγραφιστών νησίδων, πράγμα που επιτρέπεται.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι την εξ αμελείας ευθύνη για το ατύχημα φέρει αποκλειστικά ο εφεσείων. Ως αιτιολογία του λόγου αυτού προβάλλεται η θέση ότι, στην πρόκληση του ατυχήματος, συνέβαλε και η συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου. Η αμέλεια του εφεσίβλητου συνίστατο, κατά το δικηγόρο του εφεσείοντα, στο ότι δεν έλεγξε ορθά και αποτελεσματικά το δρόμο αφού, ενώ, όπως παραδέχθηκε, είδε για πρώτη φορά τον εφεσείοντα στα 100 τουλάχιστον μέτρα, προχώρησε χωρίς να ξαναγυρίσει για να ελέγξει το δρόμο στα αριστερά του, παρά δε το γεγονός ότι είδε το αυτοκίνητο του [*390]εφεσείοντα να έρχεται με ταχύτητα, συνέχισε την πορεία του φθάνοντας μέχρι το μέσο του δρόμου.  Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να προβλέψει ότι ο εφεσείων θα εκινείτο προς την αντίθετη κατεύθυνση κυκλοφορίας ούτε και είχε τη δυνατότητα, χρόνο ή ευκαιρία να λάβει οποιαδήποτε μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση. (Βλ., μεταξύ άλλων, Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 642, Κασιέρη ν. Κυριάκου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1246 και Χριστοδούλου ν. Μπίλλη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 164).

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης έχει δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το μοτοποδήλατο του εφεσίβλητου δεν ήταν εν κινήσει και ή ήταν σταματημένο είναι αντίθετο με την έκθεση απαιτήσεως. Το δεύτερο είναι ότι το εύρημα του ίδιου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων κατευθυνόταν δεξιά, προς την αντίθετη κατεύθυνση κυκλοφορίας, δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία και ή βασίζεται σε ανεπίτρεπτη μαρτυρία, ήτοι εικασία του εφεσίβλητου. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, δεν διαπιστώνουμε αντίθεση μεταξύ της έκθεσης απαιτήσεως και του ευρήματος ότι το μοτοποδήλατο του εφεσίβλητου ήταν σταματημένο.  Στις «λεπτομέρειες αμέλειας και ή παραβάσεως καθηκόντων», που περιέχονται στην έκθεση απαιτήσεως, προβάλλεται η θέση ότι το μοτοποδήλατο «ήταν και ή οδηγείτο μεταξύ των δύο ζωγραφιστών νησίδων που χωρίζουν τη Λεωφόρο Φανερωμένης». Η λέξη «ήταν» περιλαμβάνει και τη θέση, που ο εφεσίβλητος υποστήριξε με τη μαρτυρία του, ότι το μοτοποδήλατό του ήταν σταματημένο κατά τη στιγμή της σύγκρουσης.  Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, παρατηρούμε ότι το εύρημα του Δικαστηρίου αναφορικά με την κατεύθυνση του αυτοκινήτου του εφεσείοντα δεν βασίζεται καθόλου σε εικασία του εφεσίβλητου. Το εύρημα υποστηρίζεται από την πραγματική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου και, συγκεκριμένα, από τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, που επί 24,60 μέτρα πριν το σημείο σύγκρουσης δείχνουν λοξή πορεία από αριστερά προς τα δεξιά και, περαιτέρω, μετά τη σύγκρουση, από την πλάγια ολίσθησή του προς τα δεξιά, για άλλα 7,90 μέτρα, με κατάληξη την αντίθετη κατεύθυνση κυκλοφορίας.  Το ίδιο εύρημα υποστηρίζεται και από την απάντηση που έδωσε ο εφεσείων κατά την αντεξέτασή του, ότι είχε πρόθεση να κατευθυνθεί δεξιά προς την αντίθετη κατεύθυνση κυκλοφορίας και να παρκάρει, αν και όχι 50 μέτρα πιο κάτω, όπως του υποβλήθηκε, αλλά 200.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο