(2000) 1 ΑΑΔ 391
[*391]22 Μαρτίου, 2000
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. Ανδρeασ Σωτηρiου,
2. Interrex Develοpments Ltd,
Εφεσείοντες,
v.
1. Stelios Stylianides (Holdings) Ltd,
2. Στελιοσ Στυλιανιδησ,
Εφεσιβλήτων.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 9820)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία αυτό κατέληξε μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας σε αγωγή για δόλια μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας από εταιρεία σε αξιωματούχο της ― Η μαρτυρία είχε αξιολογηθεί σωστά και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση αυτή ο εφεσείων-εναγόμενος 1, ενώ ήταν διευθυντής της εφεσείουσας-εταιρείας η οποία είχε κύριο σκοπό την απόκτηση και ανάπτυξη γης - αγόρασε από αυτήν δύο οικίσκους στις Πλάτρες προς £20.100 τον καθένα, ποσό πληρωτέο μέσα σε επτά χρόνια και χωρίς τόκο. Ο εφεσίβλητος 2, ο οποίος ήταν ο άλλος διευθυντής της εφεσείουσας και η εφεσίβλητη 1 καταχώρησαν αγωγή ζητώντας α) δήλωση του Δικαστηρίου ότι τα δύο πωλητήρια έγγραφα που καταχωρήθηκαν στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού και σύμφωνα με τα οποία η εφεσείουσα πώλησε στον εφεσείοντα τους πιο πάνω οικίσκους, ήταν άκυρα για το λόγο ότι εξασφαλίσθηκαν με δόλο ή απάτη και β) δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι εν λόγω οικίσκοι παρέμεναν περιουσία της εφεσείουσας, ο δε εφεσείων δεν είχε οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμα με βάση τα εν λόγω έγγραφα.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν στην υπεράσπιση τους ότι τα επίδικα έγγραφα ήταν έγκυρα ως αποτέλεσμα συμφωνίας που επήλθε μεταξύ εφεσείοντος και εφεσίβλητου με σκοπό να καλυφθούν οι μέχρι τότε απαιτήσεις του εφεσείοντος εναντίον της εφεσείουσας. Το μόνο επίδικο θέμα ήταν ουσιαστικά κατά πόσο τα δύο πωλητήρια έγγραφα ήταν [*392]άκυρα, ως εξασφαλισθέντα με δόλο ή όχι.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου τα επίδικα πωλητήρια έγγραφα, όπου ο εφεσείων παρουσιαζόταν ότι αγόρασε από την εφεσείουσα τους πιο πάνω δύο οικίσκους, είχαν, όπως και άλλα, που ο καθένας είχε στην κατοχή του, προϋπογραφεί εν λευκώ από τους δύο, δηλαδή τον εφεσείοντα και τον εφεσίβλητο, ύστερα από σχετική μεταξύ τους συνεννόηση, με σκοπό να καλυφθεί η περίπτωση που ο ένας από τους δύο θα απουσίαζε στο εξωτερικό ενώ θα ήταν αναγκαίο να υπογραφεί κάποια πώληση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων και εξέδωσε τις δηλώσεις που ζητήθηκαν.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση προβάλλοντας λόγους για εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ Μ. Χρυσάνθου και παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προβεί σε σύγκριση της μαρτυρίας του πιο πάνω μάρτυρα με τη μαρτυρία του εφεσείοντος, η οποία καθώς ισχυρίσθηκαν, σε αρκετά σημαντικά σημεία, υποστήριζε τις θέσεις του εφεσείοντος. Επίσης προέβαλαν ότι η μαρτυρία που δόθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ελλείψει θετικής απόδειξης για τις μονογραφές, δεν ήταν αρκετή για να αποδειχθεί λόγος ή απάτη από τον εφεσείοντα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας του Χρυσάνθου και του εφεσίβλητου. Αντίθετα η μαρτυρία του Χρυσάνθου ενίσχυε εκείνη του εφεσίβλητου σε ουσιώδη σημεία.
2. Στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος δεν εκαθορίζετο με την απαραίτητη σαφήνεια ούτε και υποδεικνύετο ποιο είναι το ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας του Χρυσάνθου που υποστήριξε την εκδοχή του εφεσείοντος, σε συνάρτηση με το επίδικο ζήτημα. Ούτε και συγκεκριμενοποιήθηκαν με την αναγκαία επάρκεια τα ισχυριζόμενα σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας είτε στην άντληση των εξ αυτής συμπερασμάτων.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, ορθά κατέληξε ότι, στο επίπεδο απόδειξης που απαιτείται στις αστικές υποθέσεις, οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεσή τους.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
[*393]Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Αναστασίου, Π.Ε.Δ., Μιχαηλίδου, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 30/9/96 (Αρ. Αγωγής 1605/91) με την οποία εκδόθηκε δήλωση ότι τα δύο πωλητήρια έγγραφα, σύμφωνα με τα οποία η εφεσείουσα εταιρεία πώλησε στον εφεσείοντα δύο οικίσκους στις Πλάτρες, ήταν άκυρα για το λόγο ότι είχαν εξασφαλισθεί με δόλο ή απάτη και, επίσης, δήλωση ότι οι εν λόγω οικίσκοι παρέμειναν περιουσία της εφεσείουσας εταιρείας και ο εφεσείων δεν είχε νόμιμο δικαίωμα με βάση τα πιο πάνω έγγραφα.
Α. Ζαχαρίου, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Κιτρομηλίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με κύριο σκοπό την απόκτηση και ανάπτυξη γης, η εφεσίβλητη εταιρεία συνέστησε, μαζί με τον εφεσείοντα, την εφεσείουσα εταιρεία. Διευθυντές της εφεσείουσας ορίστηκαν ο εφεσείων και ο εφεσίβλητος. Κατά την πορεία των εργασιών της εφεσείουσας, που άρχισαν στις Πλάτρες, ανέκυψαν σοβαρές οικονομικές διαφορές μεταξύ των δύο Διευθυντών, με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος, μαζί με την εφεσίβλητη, να καταχωρήσουν, εναντίον του εφεσείοντα και της εφεσείουσας, την αγωγή που οδήγησε στην παρούσα έφεση.
Με την αγωγή οι εφεσίβλητοι ζήτησαν,
(α) δήλωση του Δικαστηρίου ότι δύο πωλητήρια έγγραφα, που καταχωρήθηκαν στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού, και σύμφωνα με τα οποία η εφεσείουσα πώλησε στον εφεσείοντα δύο οικίσκους στις Πλάτρες, ήταν άκυρα για το λόγο ότι εξασφαλίστηκαν με δόλο ή απάτη και, επίσης,
(β) δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι εν λόγω οικίσκοι παρέμεναν περιουσία της εφεσείουσας, ο δε εφεσείων δεν είχε οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμα με βάση τα εν λόγω έγγραφα.
Με την υπεράσπιση οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι τα επίδικα [*394]έγγραφα ήταν έγκυρα ως αποτέλεσμα συμφωνίας που επήλθε μεταξύ εφεσείοντα και εφεσίβλητου με σκοπό να καλυφθούν οι μέχρι τότε απαιτήσεις του εφεσείοντα εναντίον της εφεσείουσας.
Προς υποστήριξη της υπόθεσης των εφεσιβλήτων (εναγόντων) έδωσαν μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, ο εφεσίβλητος, ο Αστυνομικός Γραφολόγος Ανδρέας Παναγιώτου και ο Λογιστής-Ελεγκτής της εφεσείουσας Μιχαήλ Χρυσάνθου.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έδωσε ο εφεσίβλητος, τα επίδικα πωλητήρια έγγραφα, όπου ο εφεσείων παρουσιαζόταν ότι αγόρασε από την εφεσείουσα δύο οικίσκους στις Πλάτρες προς £20.100 τον καθένα, ποσό πληρωτέο μέσα σε επτά χρόνια και χωρίς τόκο, είχαν, όπως και άλλα, που ο καθένας είχε στην κατοχή του, προϋπογραφεί εν λευκώ από τους δύο, δηλαδή τον εφεσείοντα και τον εφεσίβλητο, ύστερα από σχετική μεταξύ τους συνεννόηση, με σκοπό να καλυφθεί η περίπτωση που ο ένας από τους δύο θα απουσίαζε στο εξωτερικό ενώ θα ήταν αναγκαίο να υπογραφεί κάποια πώληση. Προς υποστήριξη της εκδοχής του ο εφεσίβλητος παρουσίασε ως τεκμήριο πωλητήριο έγγραφο υπογραμμένο από τον ίδιο και τον εφεσείοντα χωρίς, όμως, ημερομηνία, όνομα αγοραστή, ποσό τιμήματος και άλλα στοιχεία.
Ο Αστυνομικός Γραφολόγος Ανδρέας Παναγιώτου, που εξέτασε τις αμφισβητούμενες μονογραφές στα επίδικα πωλητήρια έγγραφα, και στα αρχικά σχέδια, κατέθεσε ότι δεν ήταν σε θέση να πει με βεβαιότητα ότι αυτές τέθηκαν από τον εφεσείοντα, ήταν όμως βέβαιος ότι δεν ανήκαν στον εφεσίβλητο.
Ο Λογιστής-Ελεγκτής της εφεσείουσας Μιχαήλ Χρυσάνθου, αφού περιέγραψε την κακή οικονομική της κατάσταση, πρόσθεσε ότι ουδέποτε αυτή όφειλε χρήματα στον εφεσείοντα αφού, τόσο αυτός όσο και ο εφεσίβλητος, πληρώνονταν τους μισθούς τους κάθε μήνα. Όσον αφορά τα επίδικα πωλητήρια έγγραφα κατέθεσε ότι αυτά, αντίθετα με ότι έγινε σε σχέση με όλες τις άλλες πωλήσεις, ουδέποτε του παρουσιάστηκαν.
Προς υποστήριξη της υπόθεσης των εφεσειόντων (εναγομένων) έδωσε μαρτυρία ο εφεσείων και ο Λογιστής-Ελεγκτής Παναγιώτης Κωνσταντίνου.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, τα επίδικα πωλητήρια έγγραφα δεν είχαν εξασφαλιστεί με δόλο, όπως ήταν ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων. Ήταν το αποτέλεσμα διευθέτησης των διαφορών [*395]τους σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων θα αγόραζε τους δύο οικίσκους έναντι του ποσού των £20.100 τον καθένα, τιμή κατά πολύ χαμηλότερη από την αγοραία, και υπό τους όρους που περιγράφονται στα εν λόγω έγγραφα, για να καλυφθούν οι μέχρι τότε απαιτήσεις του εναντίον της εφεσείουσας. Δικαιολόγησε το χαμηλό τίμημα, το μακρό χρόνο αποπληρωμής και το άτοκο με τη θέση ότι και ο εφεσίβλητος αγόρασε προηγουμένως μέρος της περιουσίας της εφεσείουσας σε χαμηλές τιμές.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, αποδέχτηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων, ενώ απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων. Ακολούθως εξέδωσε τις δηλώσεις που ζητήθηκαν.
Η έφεση επικεντρώθηκε σε τρεις λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία του ΜΕ Μιχάηλ Χρυσάνθου εκεί όπου ανέφερε ότι, τόσο ο εφεσείων όσο και ο εφεσίβλητος, του έδιδαν αποδείξεις και πωλητήρια έγγραφα που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα υπό την έννοια ότι σ΄ αυτά αναγράφονταν τιμές πώλησης χαμηλότερες από τις πραγματικές και, επίσης, εκεί όπου ανέφερε ότι, ο εφεσείων και ο εφεσίβλητος, μετά το 1990, είχαν δύο συναντήσεις στο γραφείο του με σκοπό να διευθετήσουν τις διαφορές τους. Περαιτέρω, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να σχολιάσει και αξιολογήσει την αξιοπιστία του ίδιου μάρτυρα εφόσον η μαρτυρία του, σε ουσιώδη σημεία, ήταν αντίθετη με εκείνη του εφεσίβλητου, την οποία και αποδέχθηκε ως αξιόπιστη. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Εν πρώτοις, οι εφεσείοντες δεν έχουν υποδείξει οποιαδήποτε ουσιώδη αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας του Χρυσάνθου και εκείνης του εφεσίβλητου. Έχοντας υπόψη αυτό το δεδομένο, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καμιά απολύτως υποχρέωση να αξιολογήσει κάθε πτυχή της μαρτυρίας του Χρυσάνθου συγκρίνοντάς την, μάλιστα, με εκείνη του εφεσίβλητου, έστω και αν υπήρχαν κάποιες μεταξύ τους αντιφάσεις. Η υποχρέωση του Δικαστηρίου ήταν να αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι, όπως και οι εφεσείοντες, σε συνάρτηση με το επίδικο ζήτημα το οποίο ήταν, ουσιαστικά, ένα και μόνο. Κατά πόσο τα δύο πωλητήρια έγγραφα ήταν άκυρα, ως εξασφαλισθέντα με δόλο, ή όχι. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό δεν υπήρχε οποιαδήποτε αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας του Χρυσάνθου και του εφεσίβλητου. Αντίθετα, η μαρτυρία του Χρυσάνθου ενίσχυε εκείνη του εφεσίβλητου σε ουσιώδη σημεία. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι στα πρώτα στάδια οι Διευθυντές της εφεσείουσας δεν ανέφεραν πάνω στα πωλητήρια έγγραφα τα [*396]πραγματικά ποσά της πώλησης, όμως, σε μεταγενέστερο στάδιο, και μετά από δικές του υποδείξεις, δήλωναν τα πραγματικά ποσά. Ακολούθως τόνισε ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η εφεσείουσα ευρίσκετο σε κακή οικονομική κατάσταση, γεγονός που δεν δικαιολογούσε τη σύναψη των επίδικων πωλήσεων με τους όρους που αναφέρονται στα αντίστοιχα πωλητήρια έγγραφα, ήτοι τη χαμηλότερη τιμή των £20.100 και τον τρόπο αποπληρωμής μέσα σε επτά χρόνια χωρίς τόκο. Τόνισε, επίσης, ότι η εφεσείουσα, όχι μόνο κατά τον ουσιώδη χρόνο αλλά και προηγουμένως, δεν όφειλε οποιοδήποτε ποσό χρημάτων στον εφεσείοντα εφόσον, τόσο αυτός όσο και ο εφεσίβλητος, ως Διευθυντές της, επληρώνοντο τους μισθούς τους κάθε μήνα. Τέλος, επεσήμανε ότι τα επίδικα πωλητήρια έγγραφα ουδέποτε του παρουσιάστηκαν ενώ, για όλες ανεξαίρετα της άλλες πωλήσεις, του δόθηκαν τα αντίστοιχα έγγραφα και έγιναν οι σχετικές καταχωρήσεις στα βιβλία της εφεσείουσας.
Ο δεύτερος λόγος στον οποίο επικεντρώθηκε η έφεση είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε σύγκριση της μαρτυρίας του Χρυσάνθου με τη μαρτυρία του εφεσείοντα και εσφαλμένα δεν έκανε οποιοδήποτε σχόλιο για τις ομοιότητες που προκύπτουν από τις εν λόγω μαρτυρίες, και τούτο παρά το γεγονός ότι η μαρτυρία του Χρυσάνθου, σε αρκετά σημαντικά σημεία, υποστήριζε τις θέσεις του εφεσείοντα δείχνοντας, μεταξύ άλλων, ότι στην εφεσείουσα υπήρχαν ατασθαλίες που αφορούσαν τον εφεσίβλητο και ήταν απόλυτα σχετικές με όσα υποστήριξε ο εφεσείοντας. Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Στο περίγραμμα της αγόρευσής του, στο οποίο μας παρέπεμψε χωρίς οποιαδήποτε προσθήκη ή διευκρίνιση, ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν καθόρισε με την απαραίτητη σαφήνεια ούτε και υπέδειξε ποιο είναι το ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας του Χρυσάνθου που υποστήριζε την εκδοχή του εφεσείοντα, πάντοτε σε συνάρτιση με το επίδικο ζήτημα. Ούτε και συγκεκριμενοποίησε με την αναγκαία επάρκεια πού εντοπίζει τα, κατά τους ισχυρισμούς του, σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε στην αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας είτε στην άντληση των εξ αυτής συμπερασμάτων.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη μαρτυρίας ότι οι αμφισβητούμενες μονογραφές στα επίδικα πωλητήρια έγγραφα τέθηκαν από τον εφεσείοντα, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η έλλειψη αυτή «δεν εμποδίζει ή αδυνατίζει την υπόθεση των εναγόντων που αιτία της αγωγής τους είναι ο δόλος τον οποίο κατά τη γνώμη μας απέδειξαν όπως έχουμε βρει πιο πάνω». Είναι η εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι η μαρτυρία που δόθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, [*397]ελλείψει θετικής απόδειξης για τις μονογραφές, δεν ήταν αρκετή για να αποδειχθεί δόλος ή απάτη από τον εφεσείοντα. Ούτε και αυτός ο λόγος έχει βάση. Ο Αστυνομικός Γραφολόγος Ανδρέας Παναγιώτου κατέθεσε με βεβαιότητα ότι οι αμφισβητούμενες μονογραφές δεν ανήκαν στον εφεσίβλητο. Δεν μπορούσε, όμως, να πει με βεβαιότητα ότι αυτές τέθηκαν από τον εφεσείοντα. Τούτο οδήγησε και στην αθώωση του εφεσείοντα στην εναντίον του ποινική υπόθεση. Όμως το γεγονός ότι ο γραφολόγος δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα ότι οι μονογραφές τέθηκαν από τον εφεσείοντα, όπως, επίσης, και το γεγονός ότι ο εφεσείων αθωώθηκε στην ποινική υπόθεση, δεν εμπόδιζαν το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο, όπως και έπραξε, τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι να καταλήξει, όπως και κατέληξε, ότι, στο επίπεδο απόδειξης που απαιτείται στις αστικές υποθέσεις, οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεσή τους.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο