Αγγελίδης Άγγελος ν. Κυπρή Χατζημάρκου και Υιού Λτδ και Άλλου (2000) 1 ΑΑΔ 465

(2000) 1 ΑΑΔ 465

[*465]27 Μαρτίου, 2000

 

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

 

ΑγγελοΣ ΑγγελΙδηΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

1. Κυπρη ΧατζηΜΑρκου & ΥιΟυ Λτδ,

2. ΤαμεΙου ΠλεονΑζοντοΣ ΠροσωπικοΥ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Υπόμνημα Αρ. 340)

 

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Απόλυση εργοδοτουμένου ― Κατά πόσο ο απολυθείς ήταν "εργοδοτούμενος" εντός της έννοιας του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου ώστε να δικαιούται πληρωμής λόγω πλεονασμού από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού.

 

Το Υπόμνημα αφορά απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία αποφασίσθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν εργοδοτούμενος της καθ’ ης η αίτηση ώστε να δικαιούτο πληρωμή λόγω πλεονασμού από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού με τον τερματισμό της απασχόλησής του από την εταιρεία.

 

Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο αιτητής δεν ήταν "εργοδοτούμενος" της εταιρείας μέσα στην έννοια του εν λόγω όρου στο Νόμο.

 

1.  Το πρώτο αναφερόμενο στο Υπόμνημα νομικό σημείο αφορά τη θέση ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε τις νομικές αρχές που διέπουν το πότε υπάρχει σύμβαση εργασίας και όχι συμφωνία για παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών.

 

2.  Το δεύτερο αναφερόμενο στο Υπόμνημα νομικό σημείο αφορά στο ότι το Δικαστήριο δεν εδικαιούτο να εξετάσει κατά πόσο ο αιτητής δεν είχε απολυθεί αλλά ουσιαστικά παραιτηθεί των υπηρεσιών του καθ’ όσον το ίδιο το Ταμείο στο δικόγραφό του δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του αιτητή ότι είχε απολυθεί.

 

3.  Τα υπόλοιπα δύο αναφερόμενα στο Υπόμνημα νομικά σημεία [*466]αφορούν την κατανομή και έκταση του βάρους αποδείξεως ότι η απόλυση οφείλετο σε πλεονασμό.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η κατάληξη του ότι ο αιτητής δεν ήταν εργοδοτούμενος της εταιρείας εβασίζετο σε απόλυτα ορθή αντίληψη και εφαρμογή των σχετικών νομικών αρχών.

 

2.  Η παρατήρηση που εγείρεται στο δεύτερο νομικό σημείο στο Υπόμνημα είναι ορθή, όμως, ενόψει της κατάληξης ότι ο αιτητής δεν ήταν εργοδοτούμενος της εταιρείας, δεν υπάρχει πρακτικός λόγος εξέτασης του θέματος.

 

3.  Η διαπίστωση της έλλειψης σχέσεως εργοδότη και εργοδοτούμενου δεν καθιστούσε αναγκαία την εξέταση του αν υπήρχε πλεονασμός, που θα είχε σημασία μόνο αν υπήρχε εκείνη η σχέση που κατ’ ισχυρισμό τερματίστηκε λόγω πλεονασμού.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του Ταμείου.

Υπόμνημα.

 

Υπόμνημα από τον εφεσείοντα το οποίο αφορά απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία αποφασίστηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν εργοδοτούμενος της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας ώστε να δικαιούται πληρωμή λόγω πλεονασμού με τον τερματισμό της απασχόλησής του από την εταιρεία.

 

Γ. Κορφιώτης, για τον Αιτητή.

 

Στ. Χούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η Αίτηση-Ταμείο.

Cur. adv. vult.

 

ΠικΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

 

ΧατζηχαμπΗΣ, Δ.: Το Υπόμνημα αφορά απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία αποφασίσθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν εργοδοτούμενος της Καθ’ ης η Αίτηση Εταιρείας ώστε να δικαιούτο πληρωμή λόγω πλεονασμού από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού με τον τερματισμό της απασχόλησης του στην Εταιρεία (διαζευτική απαίτηση εναντίον της Εται[*467]ρείας, η οποία εν τω μεταξύ διελύθη, για αποζημιώσεις λόγω αδικαιολόγητης απόλυσης απεσύρθη κατά την έναρξη της ακρόασης).

 

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας κατά πόσο ο Αιτητής ενέπιπτε στα πλαίσια του όρου “εργοδοτούμενος” στο Νόμο ώστε να δικαιούτο πληρωμής, αναφέρθηκε στη μαρτυρία που προήρχετο ουσιαστικά από τον ίδιο τον Αιτητή και διαπίστωσε ότι υπήρχε σωρεία δεδομένων, τα οποία και παρέθεσε, που καθοριστικά οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν ήταν “εργοδοτούμενος” της Εταιρείας. Τα δεδομένα αυτά αφορούσαν στο ρόλο του ως ιδρυτή, βασικού μέτοχου, διοικητικού συμβούλου και συνεγγυητή της Εταιρείας, στο ότι η απασχόληση και η εκάστοτε μισθοδότηση του αποφασίζοντο από τον ίδιο και τους άλλους διοικητικούς συμβούλους, όπως αποφασίσθηκε και ο τερματισμός της απασχόλησης του, και ιδιαίτερα στο ότι ήταν ο Γενικός Διευθυντής της Εταιρείας και υπεύθυνος για όλα, δεν ελέγχετο από οποιονδήποτε σε σχέση με το ωράριο και τον τρόπο εργασίας του, και απλώς ενημέρωνε τους άλλους διοικητικούς συμβούλους μια φορά το μήνα για τις ενέργειες του.

 

Το πρώτο αναφερόμενο στο Υπόμνημα νομικό σημείο αφορά τη θέση ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα τις νομικές αρχές που διέπουν το πότε υπάρχει σύμβαση εργασίας και όχι συμφωνία για παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών, και συγκεκριμένα ότι αγνόησε το κυριότερο κριτήριο της δυνατότητας ελέγχου από τον εργοδότη. Αναφορά στην απόφαση όμως δείχνει ότι η εισήγηση αυτή πόρρω απέχει της πραγματικότητας.  Το Δικαστήριο όχι μόνο προσδιόρισε την αρχή ότι το κριτήριο της σχέσης εργοδότησης είναι αυτό του ελέγχου, το οποίο και ανάλυσε ως προς το περιεχόμενο του στα πλαίσια της νομολογίας αλλά και εφάρμοσε στην προκειμένη περίπτωση σε συνάρτηση με τα προαναφερθέντα δεδομένα ως προς τη σχέση του Αιτητή με την Εταιρεία. Αυτό το οδήγησε στη διαπίστωση ότι ήταν ο Αιτητής εκείνος που ήλεγχε την Εταιρεία και όχι η Εταιρεία τον Αιτητή.  Η κατάληξη του ότι ο Αιτητής δεν ήταν εργοδοτούμενος της Εταιρείας εβασίζετο σε απόλυτα ορθή αντίληψη και εφαρμογή των σχετικών νομικών αρχών.

 

Το δεύτερο αναφερόμενο στο Υπόμνημα νομικό σημείο αφορά ένα άλλο μέρος της απόφασης. Το Δικαστήριο, κατόπιν της διαπίστωσης του ότι ο Αιτητής δεν ήταν εργοδοτούμενος της Εταιρείας, προχώρησε να διατυπώσει την άποψη ότι, ανεξάρτητα ή και επιπρόσθετα της κατάληξης εκείνης, ο Αιτητής δεν είχε εν πάση περιπτώσει απολυθεί αλλά ουσιαστικά παραιτηθεί των υπη[*468]ρεσιών του.  Τίθεται ως νομικό σημείο στο Υπόμνημα ότι το Δικαστήριο δεν εδικαιούτο να εξετάσει τέτοιο θέμα καθ’ όσον το ίδιο το Ταμείο στο δικόγραφο του δεν είχε αμφισβητήσει τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι είχε απολυθεί, και μάλιστα κατά την έναρξη της ακρόασης έγινε παραδεκτό γεγονός ότι ο Αιτητής είχε απολυθεί. Η παρατήρηση αυτή είναι ορθή, εν όψει όμως της κατάληξης ότι ο Αιτητής δεν ήταν εργοδοτούμενος της Εταιρείας, η οποία και δεν ανατρέπεται, δεν υπάρχει πρακτικός λόγος να εξετάσουμε το θέμα, όπως δεν υπήρχε τέτοιος λόγος να ασχοληθεί με το θέμα το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Η απόφαση είχε και μια τρίτη διάσταση, αφού το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, και αν ακόμα ο Αιτητής είχε κριθεί ότι ήταν εργοδοτούμενος της Εταιρείας, δεν είχε αποδειχθεί ότι η απόλυση του οφείλετο σε πλεονασμό, το βάρος απόδειξης του οποίου είχε ο ίδιος ως ισχυριζόμενος τούτο. Τα υπόλοιπα δύο αναφερόμενα στο Υπόμνημα νομικά σημεία αφορούν αυτό το θέμα, και συγκεκριμένα την κατανομή και την έκταση του βάρους απόδειξης ότι η απόλυση οφείλετο σε πλεονασμό. Και ως προς τούτα ισχύουν τα όσα είπαμε σε σχέση με το δεύτερο αναφερόμενο νομικό σημείο. Εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση της έλλειψης σχέσεως εργοδότη και εργοδοτούμενου δεν καθιστούσε αναγκαία την εξέταση του αν υπήρχε πλεονασμός, που θα είχε σημασία μόνο αν υπήρχε εκείνη η σχέση που κατ’ ισχυρισμό τερματίσθηκε λόγω πλεονασμού.

 

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Ο Αιτητής θα καταβάλει τα έξοδα του Ταμείου.

 

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Ταμείου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο