Κουταλιανός Ιωάννης ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2000) 1 ΑΑΔ 476

(2000) 1 ΑΑΔ 476

[*476]29 Μαρτίου, 2000

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΙωΑννησ ΚουταλιανΟΣ,

 

Εφεσείων-Εναγόμενος 2,

 

v.

 

ΟργανισμοΥ ΧρηματοδοτΗσεωΣ ΤραπΕζηΣ ΚΥπρου Λτδ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10260)

 

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Εύρημα πρωτόδικου Δικαστηρίου περί συνάψεως έγκυρης σύμβασης ενοικιαγοράς αυτοκινήτου και απόρριψη υπεράσπισης non est factum από τον εγγυητή ― Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε και αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία και κατέληξε σε ορθά ευρήματα ― Επέμβαση Εφετείου δεν κρίθηκε δικαιολογημένη.

 

Ο εφεσείων-εναγόμενος 2, ο οποίος ήταν ένας από τους τρεις εγγυητές του πρωτοφειλέτη, εναγόμενου 1, σε σύμβαση ενοικιαγοράς αυτοκινήτου, αρνήθηκε ότι είχε ευθύνη ως εγγυητής επικαλούμενος την υπεράσπιση non est factum. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η σύμβαση ήταν έγκυρη και τον δέσμευε ως εγγυητή.

 

Με την έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη κατάληξη ότι συνήφθη έγκυρη σύμβαση.  Ο εφεσείων εισηγήθηκε σχετικά με τη σύναψη της σύμβασης, ότι η σύμβαση δεν υπεγράφη από τους εφεσίβλητους και τον πρωτοφειλέτη αφού τις υπογραφές τους τις έθεσαν σε μέρος που επιγράφεται "Δήλωση Ενοικιαστή", η οποία όπως προσδιορίζεται πιο κάτω στο έντυπο, γίνεται πριν από την υπογραφή της σύμβασης.  Εισηγήθηκε επίσης ότι έγινε αλλοίωση του συμβολαίου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Δικαστήριο κατά την εξέταση της υπεράσπισης non est factum, εξέτασε με μεγάλη λεπτομέρεια και το θέμα της κατάρτισης της σύμβασης ως άρρηκτα συνυφασμένης με την εκδοχή του εφεσείοντος και αξιολόγησε με σχολαστικότητα την προσαχθείσα μαρτυρία για να προβεί σε ευρήματα.

[*477]2.      Ο τρόπος διάρθρωσης του εγγράφου δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι οι υπογραφές στα καθορισθέντα σημεία συνιστούσαν αποδοχή της σύμβασης.

 

3.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν επέφεραν οποιαδήποτε αλλαγή στη σύμβαση ενοικιαγοράς, είναι με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία, ορθό.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενη υπόθεση:

 

Saunders v. Anglia Building Society [1970] 3 All E.R. 961.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον εναγόμενο 2 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Ψαρά - Μιλτιάδου, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 30/4/98 (Αγωγή Αρ. 455/95) με την οποία κρίθηκε ότι ακόμη και εάν εγίνετο δεκτή η εκδοχή ότι απρόσεκτα ο εναγόμενος 2 είχε υπογράψει την συμφωνία ενοικιαγοράς ως εγγυητής του εναγόμενου 1, εντούτοις δεν απαλλάσσετο της ευθύνης του ως εγγυητής και ευθύνετο αλληλέγγυα με τους λοιπούς εναγόμενους.

 

Ε. Κορακίδης, για τον εφεσείοντα.

 

Λ. Θεοφάνους, για τους εφεσιβλήτους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

 

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι, που είναι χρηματοδοτικός οργανισμός, κίνησαν αγωγή εναντίον του πρωτοφειλέτη και των εγγυητών σε σύμβαση ενοικιαγοράς αυτοκινήτου την οποία, καθώς ισχυρίστηκαν, νόμιμα είχαν συνάψει με τους εναγομένους στις 7 Μαΐου 1992 ενώ μετά, στις 16 Δεκεμβρίου 1994, την τερμάτισαν ένεκα της μη πληρωμής των προβλεπόμενων δόσεων.  Βάσει της σύμβασης που επικαλούνταν, το αρχικό τίμημα του παραληφθέντος αυτοκινήτου ήταν £2.400 από το οποίο, μετά την πληρωμή προκαταβολής £800, απέμεινε υπόλοιπο £1.600 στο οποίο προστέθηκαν δικαιώματα ενοικιαγοράς £288,08 με αποτέλεσμα το οφειλόμενο τίμημα ενοικιαγοράς να ανερχόταν σε [*478]£1.888,08 διαιρεμένο σε 24 μηνιαίες δόσεις εξ £78.67 η καθεμιά, της πρώτης πληρωτέας την 7 Ιουνίου 1992.  Δεν πληρώθηκε όμως εν συνεχεία οποιοδήποτε ποσό και ούτε επιστράφηκε το αυτοκίνητο στους εφεσιβλήτους.

 

Ο εφεσείων - εναγόμενος 2 - ήταν ένας από τους τρεις εγγυητές του πρωτοφειλέτη, εναγόμενου 1. Οι άλλοι εγγυητές ήταν η εταιρεία που διέθεσε το αυτοκίνητο - εναγόμενη 3 - και ο διευθυντής της, ο εναγόμενος 4. Ο πρωτοφειλέτης και οι άλλοι δύο εγγυητές δεν εμφανίστηκαν για να αμφισβητήσουν την απαίτηση και στις 20 Μαρτίου 1995 εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους. Ο εφεσείων καταχώρισε όμως υπεράσπιση. Αρνήθηκε ότι συνήφθη σύμβαση( και με βάση τη δική του εκτεθείσα εκδοχή αναφορικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες είχε θέσει την υπογραφή του, αρνήθηκε ότι είχε ευθύνη ως εγγυητής. Ό,τι σχετικά ενδιαφέρει εκτίθεται στις πρώτες δύο παραγράφους της έκθεσης υπεράσπισης, η δεύτερη από τις οποίες αριθμείται λανθασμένα ως παράγραφος 3:

 

“1. Ο εναγόμενος 2 αρνείται την παράγραφο 2 της Εκθέσεως Απαιτήσεως γενικώς και εις άπασας αυτής τας λεπτομέρειας και ισχυρίζεται τα εξής:

 

α) Ο εναγόμενος 1 γνωστός και φίλος του εναγομένου 2 κατά την υπό κρίσιν περίοδον παρεκάλεσε τον εναγόμενον 2 όπως τον εγγυηθή διά το ποσόν των £500 που αποτελεί υπόλοιπον της υπ’ αυτού αγοράς αυτοκινήτου από τους 3 ή 4 εναγόμενους οι οποίοι του επώλησαν το σχετικόν αυτοκίνητον.

 

β)  Ο εναγόμενος 2 απεδέχθη και υπέγραψεν έγγραφον εν λευκώ διά του οποίου εγγυήθη τον εναγόμενον 1, διά χρέος εκ £500 που όφειλεν εις εναγομένους 3 ή 4 και η υπογραφή εδίδετο εις το κατάστημα του ιδιοκτήτου του εν λόγω αυτοκινήτου Ανδρέα Γεωργίου από Πάφον, ο οποίος εβεβαίωσεν τον εναγόμενον 2 ότι το αυτοκίνητον που αγοράζει ο πρώτος εναγόμενος συνεφωνήθη το τίμημα διά £1500 έναντι του οποίου ο εναγόμενος 1 επλήρωσεν £1000 και μένει υπόλοιπον £500 το οποίον εγγυήθη ο εναγόμενος 2.

 

3. Ο εναγόμενος 2 δεν είχε καμμιάν επικοινωνία μετά των εναγόντων ούτε και έλαβε γνώσιν της δοσολήψεως ενοικιαγοράς μεταξύ εναγόντων και εναγομένων 1, 3 και 4.”

 

Η απαίτηση σε σχέση με τον εφεσείοντα προχώρησε σε δίκη.  Με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 30 Απριλίου 1998, υπέρ των [*479]εφεσιβλήτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι η σύμβαση ήταν έγκυρη και τον δέσμευε ως συνεγγυητή. 

 

Το Δικαστήριο δέχθηκε ως αληθινή και κατ’ ουσία ορθή τη μαρτυρία που προσήγαγαν οι εφεσίβλητοι αναφορικά με την κατάρτιση της σύμβασης ενώ τη μαρτυρία του εφεσείοντος και του πρωτοφειλέτη, ο οποίος επίσης κατέθεσε προς υποστήριξη, το Δικαστήριο την απέρριψε ως αναξιόπιστη για λόγους που εξήγησε με λεπτομέρεια. Διατύπωσε σχετικά ευρήματα. Τα οποία συνοψίζονται με τα εξής. Ο πρωτοφειλέτης που παρέλαβε το αυτοκίνητο, αντικείμενο της ενοικιαγοράς, υπέγραψε το σχετικό έντυπο συμβόλαιο στις 30 Απριλίου 1992 στα γραφεία της εταιρείας - εναγομένων 3 - που διέθεσε το αυτοκίνητο κατόπιν που το έντυπο το συμπλήρωσε ο διευθυντής της εταιρείας - εναγόμενος 4 - με όλα τα βασικά στοιχεία της προτεινόμενης πράξης πλην του ύψους του ποσού των δικαιωμάτων ενοικιαγοράς και των δόσεων. Στις 7 Μαΐου 1992 ο εφεσείων, συνοδευόμενος από τον πρωτοφειλέτη, επισκέφθηκε τα γραφεία της εν λόγω εταιρείας και προσφέρθηκε, κατά παράκληση του πρωτοφειλέτη, να υπογράψει ως εγγυητής. Ο διευθυντής του εξήγησε περιληπτικά τί ήταν που θα υπέγραφε και τότε αυτός έθεσε την υπογραφή του.  Ακολούθως, την ίδια ημέρα, ο διευθυντής  υπέγραψε κι αυτός το έντυπο ως εγγυητής προσωπικά αλλά και εκ μέρους της εταιρείας και το πήρε στους εφεσίβλητους για τελείωση της πράξης αφού  προηγουμένως είχε δοθεί τηλεφωνικά έγκριση.  Οι εφεσίβλητοι συμπλήρωσαν στο έντυπο τα δικαιώματα ενοικιαγοράς και τις δόσεις και επιπλέον σημείωσαν ορισμένες τυπικές ενδείξεις όπως τον κωδικό και τους αριθμούς του τιμολογίου και της απόδειξης. Τέλος, το έγγραφο υπεγράφη και εκ μέρους των εφεσιβλήτων.  Οπότε συντελέστηκε η γραπτή σύμβαση ενοικιαγοράς.

 

Απασχόλησε και το κατά πόσο, στην πραγματικότητα, δόθηκε η προκαταβολή στην οποία αναφερόταν η σύμβαση.  Γιατί αν δεν εδίδετο η προκαταβολή θα προέκυπτε παρανομία που θα καθιστούσε άκυρη τη σύμβαση. Παρόλο που το Δικαστήριο εξέφρασε την άποψη ότι δεν εγειρόταν με την υπεράσπιση τέτοιο θέμα και ούτε αυτεπάγγελτα εδικαιολογείτο η εξέταση του αφού δεν επρόκειτο για περίπτωση στην οποία αναδυόταν ως αναμφισβήτητη η παρανομία, προχώρησε ωστόσο και το εξέτασε.  Κατέληξε ότι δόθηκε η προκαταβολή.

 

Με βάση αυτά τα ευρήματα το Δικαστήριο κατέληξε ότι συνήφθη έγκυρη σύμβαση ενοικιαγοράς σε ό,τι αφορά όχι μόνο την κύρια πράξη αλλά και τις εγγυήσεις, συμπεριλαμβανομένης εκεί[*480]νης του εφεσείοντος και εξήγησε συναφώς, με αναφορά σε νομολογία - δεσπόζουσα θέση κατέχει η Saunders v. Anglia Building Society [1970] 3 All E.R. 961 (H.L.) - γιατί εν προκειμένω δεν μπορούσε να επιτύχει η υπεράσπιση του non est factum.  Προδήλως ορθά κατά τη γνώμη μας.

 

Με την έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη κατάληξη ότι συνήφθη έγκυρη σύμβαση Οι πρώτοι δύο λόγοι έχουν ως αφετηρία την άποψη ότι το Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε πλήρως την έκταση των επίδικων θεμάτων και επομένως εσφαλμένα εξέλαβε ως μη αμφισβητούμενη τη σύναψη γραπτής σύμβασης όπως και την παράδοση του αυτοκινήτου στον πρωτοφειλέτη, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει ορθά να αξιολογήσει τη μαρτυρία και βάσιμα να καταλήξει σε ευρήματα. Το Δικαστήριο κατ’ αρχάς εξέφρασε την άποψη ότι:

 

“..... οι υπογραφές των εναγόντων, των εναγομένων και γενικά η κατάρτιση του εγγράφου είναι δεδομένη. Το ίδιο συμβαίνει και για την ιδιοκτησία ή παράδοση του επίδικου οχήματος. Από την Έκθεση Υπεράσπισης που ούτε γενική άρνηση αλλά ούτε και ειδική άρνηση περιέχει, συνάγεται μόνο η υπεράσπιση του non est factum.”

 

Εξετάζοντας όμως εν συνεχεία την υπεράσπιση non est factum, το Δικαστήριο κάλυψε, με μεγάλη μάλιστα λεπτομέρεια, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των όσων συνέθεταν την περίπτωση, και το θέμα κατάρτισης της σύμβασης ως άρρηκτα συνυφασμένης με την εκδοχή που προέβαλε ο εφεσείων. Το Δικαστήριο εν τέλει προσέγγισε το θέμα της καθόλου εγκυρότητας εξ υπαρχής με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία.  Την οποία εξονύχισε και με σχολαστικότητα αξιολόγησε για να προβεί σε ευρήματα. 

 

Σχετικά με την ιδιοκτησία του αυτοκινήτου και την παράδοση του στον πρωτοφειλέτη, δεν διατυπώθηκε εύρημα. Αυτά όμως δεν αμφισβητήθηκαν με την υπεράσπιση( εξ άλλου η σύμβαση περιέχει δήλωση του ενοικιαγοραστή που τα βεβαιώνει· και το ίδιο τα επιβεβαιώνει η μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο πίστωσε.

 

Τέλος, ως προς τη σύναψη της σύμβασης ο εφεσείων έθιξε και μια άλλη πτυχή.  Εισηγήθηκε ότι το συμβόλαιο δεν υπογράφηκε από τους εφεσίβλητους και τον πρωτοφειλέτη αφού τις υπογραφές τους τις έθεσαν σε μέρος που επιγράφεται “Δήλωση Ενοικιαστή” η οποία, όπως προσδιορίζεται πιο κάτω στο έντυπο, γίνεται πριν από την υπογραφή της σύμβασης. Παρατηρούμε όμως ότι η δήλωση συ[*481]μπληρώνεται με ρητή αναφορά στους όρους που αναγράφονται στο πίσω μέρος και που συνιστούν “την παρούσα συμφωνία” σε σχέση με την οποία τίθεται ακολούθως η υπογραφή του ενοικιαγοραστή.  Απέναντι, στην άλλη πλευρά, είναι ο χώρος για την υπογραφή του χρηματοδοτικού οργανισμού. Ο τρόπος με τον οποίο είναι διαρθρωμένο το έγγραφο δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι οι υπογραφές στα καθορισθέντα σημεία συνιστούσαν αποδοχή της σύμβασης.  Την περί του αντιθέτου εισήγηση του εφεσείοντα τη θεωρούμε εντελώς ανεδαφική.

 

Με τον ένατο λόγο έφεσης - οι λόγοι τρία μέχρι οκτώ εγκαταλήφθηκαν - επικρίνεται η πρωτόδικη άποψη ότι δεν υπήρξε αλλοίωση του συμβολαίου. Η υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι ακόμα και με την εκδοχή των εφεσιβλήτων η σύμβαση ήταν άκυρη επειδή η συμπλήρωση, με τα δικαιώματα ενοικιαγοράς ύψους £288,08, αποτελούσε άνευ εξουσιοδοτήσεως ουσιώδη μετατροπή συμβολαίου την οποία χαρακτήρισε ως πλαστογραφία ενόψει της οποίας το Δικαστήριο θα έπρεπε αυτεπάγγελτα να είχε ενεργήσει για να απορρίψει την απαίτηση.  Αυτή η θεώρηση της περίπτωσης είναι, κατά τη γνώμη μας, αδικαιολόγητη.  Όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εφεσίβλητοι δεν επέφεραν οποιαδήποτε αλλαγή.  Απλώς συμπλήρωσαν ό,τι αναμενόταν από όλους πως θα συμπληρωνόταν αφού επρόκειτο για σύμβαση ενοικιαγοράς η οποία εξ ορισμού θα περιείχε τα σχετικά δικαιώματα και τον καθορισμό δόσεων. Τίποτε το μεμπτό δεν υπήρχε στη συμπλήρωση των όποιων κενών με τα όσα κάλυπτε, σε σχέση με αυτά, η συναντίληψη των συμβαλλομένων. Εισήγηση ότι οι εφεσίβλητοι τα υπερέβησαν ποτέ δεν έγινε από κανένα.

 

Η έφεση αποτυγχάνει.  Και απορρίπτεται με έξοδα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο