(2000) 1 ΑΑΔ 482
[*482]29 Μαρτίου, 2000
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑναφορικΑ με τη ΔιαταγΗ 35 ΘεσμΟΣ 20
των ΘεσμΩν ΠολιτικΗΣ ΔικονομΙΑΣ
και το Αρθρο 43 του περΙ ΔικαστηρΙων ΝΟμου
και το Αρθρο 3 του περΙ ΑπονομΗΣ τηΣ ΔικαιοσΥνηΣ (ΠοικΙλαι ΔιατΑξεΙΣ) ΝΟμου του 1964
και τη ΔιαταγΗ 59 ΘεσμΟΣ 2 των
ΘεσμΩν ΠολιτικΗΣ ΔικονομΙΑΣ,
και
ΑναφορικΑ με την αΙτηση χωρΙΣ ειδοποΙηση
του ΓιΩργου ΜεταξΑ, για παραχΩρηση ΑδειαΣ
για καταχωριση ΕφεσηΣ εναντΙον τηΣ
απΟφασηΣ του ΕπαρχιακοΥ ΔικαστηρΙου ΛεμεσοΥ στην αγωγΗ 8830/98 λΟγω λανθασμΕνων οδηγιΩν
ωΣ προΣ τα Εξοδα,
και
ΑναφορικΑ με την απΟφαση του
ΕπαρχιακοΥ ΔικαστηΡΙου ΛεμεσοΥ ημερομηνΙΑΣ 13/5/99 με την οποΙα εξΕδωσε απΟφαση
στην αγωγΗ με αριθμΟ 8830/98 και
επιδικΑστηκαν τα Εξοδα τηΣ συνοπτικΗΣ απΟφασηΣ ενανΤΙον του ΕνΑγοντα - ΑιτητΗ.
(Αίτηση Αρ. 57/99)
Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ανήκει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης εκτός αν υπάρχουν λόγοι περί του αντιθέτου ― Απόρριψη αίτησης για συνοπτική απόφαση με έξοδα ― Δεν υπήρχε τίποτε που να δικαιολογούσε απόκλιση από τον κανόνα στην παρούσα υπόθεση ― Απόρριψη αίτησης για άδεια καταχώρησης έφεσης εναντίον της πρωτόδικης διαταγής για τα έξοδα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση του ενάγοντος για συνοπτική απόφαση με έξοδα. Ο ενάγων επιδιώκει, με την υπό εξέταση αίτηση, την παραχώρηση άδειας ώστε να ασκήσει έφεση ενα[*483]ντίον της πρωτόδικης διαταγής για έξοδα.
Με την αγωγή του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο ενάγων-αιτητής αξίωνε με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα κατά των εναγομένων οφειλόμενο υπόλοιπο βάσει γραπτής σύμβασης για την πώληση επιχείρησης εστιατορίου που ο αιτητής διατηρούσε σε υποστατικό του οποίου ήταν ενοικιαστής.
Στη διαδικασία για συνοπτική απόφαση οι εναγόμενοι υποστήριξαν ότι η σύμβαση ήταν αποτέλεσμα "δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων".
Αποφασίστηκε κατ’ έφεση ότι δεν υπήρχε τίποτε στην προκείμενη περίπτωση που να δικαιολογούσε απόκλιση από τον συνήθη κανόνα για επιδίκαση των εξόδων υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου. Ως εκ τούτου, όχι μόνο δεν συνέτρεχε οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες περιστάσεις για παροχή άδειας αλλά και προέκυπτε πως η εκδοθείσα διαταγή καθίστατο αναπόφευκτη.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389,
Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890,
Ρούσος κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 360,
Ζαβρού ν. Μιχαηλίδου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 477.
Αίτηση.
Αίτηση του ενάγοντα στην αγωγή αρ. 8830/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 13/5/99 για παραχώρηση άδειας από το Εφετείο για άσκηση έφεσης εναντίον της πρωτόδικης διαταγής με την οποία τα έξοδα της συνοπτικής απόφασης επιδικάστηκαν εναντίον του.
Χρ. Νικολάου για Π. Παύλου, για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
[*484]ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η αίτηση του ενάγοντα για συνοπτική απόφαση στην αγωγή αρ. 8830/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού απορρίφθηκε με έξοδα. Σύμφωνα με τη Μιχαήλ Χάσικος κ.ά. ν. Ανδρέα Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389 η απόρριψη τέτοιας αίτησης δεν υπόκειται σε έφεση γιατί δεν συνιστά απόφαση καθοριστική των δικαιωμάτων των διαδίκων. Ωστόσο η συνακόλουθη διαταγή για έξοδα, η οποία οριστικά ρυθμίζει το ζήτημα στο οποίο αφορά, έχει τη δική της αυτοτέλεια. Και, όπως σε κάθε άλλη περίπτωση, παρέχεται η δυνατότητα έφεσης υπό την αίρεση, όπου δεν τίθεται ζήτημα άλλο από εκείνο των εξόδων, του θ. 20 της Δ.35. Οπότε χρειάζεται άδεια από το Εφετείο. Άδεια δεν μπορεί να παρασχεθεί εκτός εάν φανεί ότι με τις οδηγίες ή τη διαταγή του Δικαστηρίου παραβιάστηκε κάποια νομοθετική διάταξη ή κάποιος κανόνας· ή ότι το Δικαστήριο παρανόησε κάποιο γεγονός· ή όπου το Δικαστήριο επέβαλε την πληρωμή εξόδων τα οποία προέκυψαν χωρίς επαρκή αιτία. Προβλέπεται στο θ. 20 της Δ.35 ότι:
“An appeal from a decision solely on the ground of a wrong direction in regard to costs, or from an order made on taxation or review of taxation, shall not be entertained except with the leave of the Court of Appeal or a Judge thereof, which shall not be given unless it is made to appear that the direction or order is contrary to the provisions of any law or rule, or is based on a misconception of fact, or directs any party to pay costs incurred or occasioned, without sufficient reason, by another party.”
Στη Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890 το Εφετείο προέβη σε εκτενή ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας, Αγγλικής και Κυπριακής, για να εξηγήσει το πώς αντικρύζονται οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Η υπόθεση Μάριου Ρούσου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 360 προσφέρει πρόσφατο παράδειγμα σε σχέση με αυτό το ζήτημα.
Ο ενάγων επιδιώκει, με την υπό εξέταση αίτηση, την παραχώρηση άδειας ώστε να ασκήσει έφεση εναντίον της πρωτόδικης διαταγής για έξοδα.
Χρειάζεται κατ’ αρχάς να δούμε τί ήταν στην ουσία που απασχόλησε πρωτόδικα. Με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα ο αιτητής αξίωσε κατά των εναγομένων, του πρώτου ως πρωτοφειλέτη και της δεύτερης ως εγγυήτριας, ποσό £5.000= ως οφειλόμενο υπόλοιπο, πλέον τόκο, βάσει γραπτής σύμβασης ημερ. 11 Ιουνίου 1996 για την πώληση επιχείρησης εστιατορίου που ο [*485]αιτητής διατηρούσε σε υποστατικό του οποίου ήταν ενοικιαστής. Είναι προφανές πως η διευθέτηση είχε ως θεμέλιο τη δυνατότητα να καταστεί ενοικιαστής του υποστατικού ο 1ος εναγόμενος σε αντικατάσταση του ενάγοντος. Και το θέμα του υποστατικού αποτελεί τον κεντρικό άξoνα της υπόθεσης. Επ’ αυτού η θέση του ενάγοντος, όπως αυτή διατυπώθηκε στην αγωγή και βεβαιώθηκε με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση που υπέβαλε για συνοπτική απόφαση, έχει ως εξής:
“Ο ενάγοντας μεταβίβασε και/ή παρέδωσε την επιχείρηση και/ή τα κινητά που βρίσκονταν στο εστιατόριο και/ή τήρησε τους όρους της επίδικης συμφωνίας και ο εναγόμενος 1 που και στην βάση σχετικής συμφωνίας ενοικίασης του υποστατικού με τον ιδιοκτήτη ανέλαβε την κατοχή της επιχείρησης και των κινητών που του παρέδωσε .......”
Στη διαδικασία για συνοπτική απόφαση δεν αμφισβητήθηκε από τους εναγομένους η κατάρτιση της σύμβασης. Αντέτειναν όμως ότι αυτή ήταν το αποτέλεσμα “δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων”. Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση εξειδίκευσαν τις περιστάσεις ως εξής:
“4. Ήταν ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος της εις την παράγραφο 2 συμφωνίας ότι ο Εναγόμενος 1 θα μπορούσε να συνεχίσει την λειτουργία της επιχείρησης του Ενάγοντα στα υποστατικά επί των οποίων ήδη λειτουργούσε. Διά τον λόγο αυτό, ήταν απαραίτητη η συγκατάθεση του ιδιοκτήτη του υποστατικού για την υπογραφή νέας συμφωνίας ενοικιάσεως μεταξύ του ιδίου και του Εναγομένου 1.
5. Η νέα συμφωνία ενοικιάσεως υπεγράφη την 1.6.96 μεταξύ του Εναγομένου 1 και του πατέρα του ιδιοκτήτη του υποστατικού, Μιλτιάδη Παπά, κατόπιν διαβεβαίωσης του Ενάγοντα ότι αυτός αντιπροσώπευε τον ιδιοκτήτη ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του.
6. Κατά ή περί την 2.7.96, ο Εναγόμενος 1 έλαβε επιστολή από τους δικηγόρους του ιδιοκτήτη του υποστατικού διά της οποίας πληροφορήθηκε ότι ο πατέρας του ιδιοκτήτη είχε παύσει προ καιρού να είναι αντιπρόσωπος του και εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να είναι αντιπρόσωπος του εφόσο είχε καταστή διανοητικά ανίκανος να συμβάλλεται λόγω του ότι έπασχε από ασθένεια που είχε επηρεάσει την διανοητική του κατάσταση σε βαθμό που να [*486]μην αντιλαμβάνεται τι πράττει.
7. Για τους λόγους αυτούς, ο ιδιοκτήτης του υποστατικού απαιτεί μέχρι και σήμερα την ακύρωση της συμφωνίας ενοικιάσεως ημερ. 1.6.96 ως επίσης και την εκκένωση και παράδοση του υποστατικού από τον Εναγόμενο 1. Για να επιτύχει το πιο πάνω, ήδη κατεχώρησε αίτηση στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων η οποία απεσύρθη και από πληροφορίες που έχουν λάβει οι δικηγόροι του Εναγομένου 1 από τους δικηγόρους του ιδιοκτήτη, προτίθεται σύντομα να καταχωρήσει νέα αγωγή σε άλλο δικαστήριο.
8. Από πληροφορίες που ο Εναγόμενος 1 έλαβε από τους αντιπροσώπους του ιδιοκτήτη μετά την λήψη της εις την παράγραφο 6 ανωτέρω επιστολής, ο Ενάγων είχε ειδοποιηθεί πριν την 1.6.96 ότι ο πατέρας του ιδιοκτήτη είχε πάψει να τον αντιπροσωπεύει ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του και ότι για οιαδήποτε μελλοντική δικαιοπραξία που σχετιζόταν με το υποστατικό θα έπρεπε να συμβληθεί απ’ ευθείας με τον ιδιοκτήτη και/ή κάποιο Δημήτρη Ζησιμίδη.”
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι:
“..... οι Εναγόμενοι έχουν εύλογους λόγους να θέσουν την υπεράσπιση τους υπάρχουν πραγματικά και νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν αμφιβολία κατά πόσο ο Ενάγων δικαιούται σε απόφαση.
Τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που προκύπτουν από όσα ετέθησαν ενώπιον μου είναι τέτοιας φύσης που καθίσταται αδύνατο για το δικαστήριο να διαμορφώσει άποψη αμέσως χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση σ’ αυτό το στάδιο της δίκης.”
Γι’ αυτό απέρριψε την αίτηση για συνοπτική απόφαση. Η διαταγή για έξοδα εναντίον του αιτητή εμφανίζεται ως απόρροια αυτού του αποτελέσματος αφού τίποτε άλλο δεν προσετέθη σε σχέση με αυτήν.
Ο αιτητής εισηγείται ότι ως ζήτημα ορθής και δίκαιης πρακτικής θα πρέπει, εφόσον η απόρριψη της αίτησης δεν μπορεί να ελεγχθεί με έφεση, τα έξοδα να παραμένουν στην πορεία. Εισηγείται επιπλέον ότι εσφαλμένα ήταν που το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του.
[*487]Η εγκυρότητα της δικαστικής απόφασης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί έξω από το πλαίσιο της κατ’ έφεση δικαιοδοσίας. Αλλά ούτε και μπορεί να υποβιβάζεται όπου δεν προβλέπεται δικαίωμα έφεσης. Συνεπώς ισχύει και σε αυτή την περίπτωση ο συνήθης κανόνας ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν συντρέχει λόγος που να τον εκτοπίζει. Το θέσαμε ως εξής στη Ζαβρού ν. Μιχαηλίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 477:
“Η έκδοση διαταγής για έξοδα εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Στην άσκηση αυτής της εξουσίας προέχει ο κανόνας λογικής σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Τόσο μάλιστα είναι ισχυρός που από μόνος του παρέχει την αιτιολόγηση στην κάθε αντίστοιχη εξέλιξη χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξειδίκευσης. Παρέκκλιση δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχει άλλη επαρκής περίσταση που πρέπει βέβαια να εκτίθεται. Χρήσιμη υπόμνηση περί τούτου γίνεται στην Πέτρος Μιχαήλ Χάσικος ν. Ανδρέα Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ 389.”
Στην προκείμενη περίπτωση τίποτε δεν υπήρξε που να δικαιολογούσε απόκλιση από τον συνήθη κανόνα. Επομένως, όχι μόνο δεν φαίνεται να συντρέχει οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες περιστάσεις για την παροχή άδειας, αλλά και προκύπτει πως η εκδοθείσα διαταγή καθίστατο αναπόφευκτη.
Η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Και απορρίπτεται.
H αίτηση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο