Interamerican Life Insurance Company Ltd ν. Κώστα Σπύρου και Άλλων (2000) 1 ΑΑΔ 500

(2000) 1 ΑΑΔ 500

[*500]31 Μαρτίου, 2000

 

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

 

INTERAMERICAN  LIFE INSURANCE COMPANY LTD.,

 

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

 

v.

 

1. ΚΩστα ΣπΥρου, υπΟ την ιδιΟτητΑ του

   ωΣ διαχειριστΗ τηΣ περιουσΙΑΣ τηΣ

   ΕλΕνηΣ ΚΩστα ΣπΥρου,

2. ΜιντΙκκηΣ Φαρμ Λτδ.,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 10483)

 

 

Έφεση ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αρχές που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου.

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας μαρτύρων ― Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατάληξη σε ακροσφαλή ευρήματα ― Κρίθηκε αναγκαία η επέμβαση του Εφετείου.

 

Ο εφεσίβλητος 1 διαχειριστής της περιουσίας της Ελένης Κ. Σπύρου μαζί με τους εφεσίβλητους 2 εργοδότες της, με αγωγή τους, αξίωσαν από τους εφεσείοντες την καταβολή στον πρώτο της προβλεπόμενης από την ασφαλιστική σύμβαση αποζημίωσης σε εργοδοτούμενο.  Η Ελένη Σπύρου απεβίωσε στις 11.6.91, σε τόπο εκτός της εργασίας της.

 

Σύμφωνα με την εκδοχή των εφεσιβλήτων η Ελένη Κ. Σπύρου έχασε τη ζωή της, ως αποτέλεσμα αυτοκινητικού δυστυχήματος, ενώ οδηγούσε το όχημά της από τον τόπο εργασίας της προς τον τόπο διαμονής της, σε ώρα εργασίας.

 

Ο κ. Μιντίκκης, μέτοχος και διευθυντής των εφεσιβλήτων 2, κατέθεσε, στο πρώτο στάδιο της μαρτυρίας του, ότι έδωσε άδεια στην υπάλληλό τους, να μεταβεί στην κατοικία της, για να μεταφέρει πίσω στην εργασία τα έντυπα των κοινωνικών ασφαλίσεων, αναγκαία για την εργασία των εργοδοτών.

[*501]Ο κ. Μιντίκκης σε κατάθεση του προς την Αστυνομία για τα αίτια της απουσίας της αποβιώσασας από την εργασία της πρόβαλε διαφορετική εκδοχή από εκείνη που είχε εκθέσει στη μαρτυρία του.

 

Ο κ. Μιντίκκης ήταν ο μόνος μάρτυρας που κατέθεσε ως προς τους λόγους απουσίας της Ελένης Σπύρου από την εργασία της.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν τους λόγους της απουσίας της αποβιώσασας από την εργασία της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε το θάνατο της σε ατύχημα κατά τη διάρκεια παροχής υπηρεσιών προς τους εργοδότες της "κατά τις εργάσιμες ώρες" και επιδίκασε αποζημίωση υπέρ των εφεσιβλήτων για ποσό £10.000 όπως προβλέπετο από την ασφαλιστική σύμβαση για την πρόκληση θανάτου από ασφαλιστέο κίνδυνο.

 

Με την έφεση προσβάλλονται και τα δύο κρίσιμα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι:

 

α)  η εφεσείουσα απεβίωσε λόγω κακώσεων, οφειλομένων σε τροχαίο ατύχημα, και

β)  το ατύχημα και, συνακόλουθα, ο θάνατος της επισυνέβησαν κατά τη διάρκεια των εργάσιμων ωρών και της παροχής υπηρεσιών στους εργοδότες της.

 

Επίσης, αμφισβητείται η απόδοση τόκου από την ημέρα του θανάτου της.

 

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το Δικαστήριο έσφαλε, αποδίδοντας πίστη στη μαρτυρία του κ. Μιντίκκη, εν όψει των διϊστάμενων εκδοχών τις οποίες προέβαλε για τους λόγους απουσίας της αποβιώσασας από την εργασία της, των πολλών και αναιτιολόγητων αντιφάσεων στις οποίες περιέπεσε, και, γενικά, της υφής της μαρτυρίας του.

 

Το Εφετείο επικέντρωσε την προσοχή του στους λόγους απουσίας της αποβιώσασας απο την εργασία της για να διαπιστώσει κατά πόσο το δυστύχημα, στο οποίο αποδόθηκε ο θάνατος, επισυνέβηκε ή όχι κατά τη διάρκεια της παροχής υπηρεσιών από την αποβιώσασα στους εφεσίβλητους 2.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το εύρημα ότι ο θάνατος της Ελένης Σπύρου οφείλετο μετά από εμπλοκή της σε αυτοκινητικό δυστύχημα, προκύπτει από την κατά[*502]θεση του κ. Μιντίκκη στην Αστυνομία, η οποία κατατέθηκε κοινή συναινέσει, τη θέση των εφεσειόντων κατά την αντεξέταση του κ. Μιντίκκη, καθώς και τη μαρτυρία του νομικού συμβούλου των εφεσειόντων ότι η εμπλοκή της Ελένης Σπύρου σε αυτοκινητικό δυστύχημα έγινε παραδεκτή από τους εφεσείοντες.

 

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς την αξιοπιστία του κ. Μιντίκκη. Το πλαίσιο στο οποίο εξετάστηκε η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, είναι ελλιπές, ενώ αυτή τούτη η αιτιολόγηση των ευρημάτων αξιοπιστίας καταδεικνύει εσφαλμένη κατανόηση της μαρτυρίας του. Δεν εντοπίσθηκε η αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας που έδωσε στο πρώτο στάδιο ενώπιον του Δικαστηρίου και της κατάθεσής του στην Αστυνομία προηγουμένως. Η εν λόγω μαρτυρία είναι διάτρητη από αντιφάσεις, ανακόλουθη, διαβρωμένη από έκδηλη υπεκφυγή του μάρτυρα να δώσει μια αληθοφανή, έστω, εξήγηση για όσα είπε και ξεείπε.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα κατ’ έφεση και πρωτοδίκως.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,

 

Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους εναγόμενους - ασφαλιστές κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Νικολάου, Α.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 16/2/99 (Αγωγή Αρ. 4584/92) με την οποία ο θάνατος της Ελένης Σπύρου, της οποίας ο Εναγόμενος 1 ήταν διαχειριστής της περιουσίας της, αποδόθηκε σε ατύχημα κατά τη διάρκεια παροχής υπηρεσίων προς τους εργοδότες της και επιδικάστηκαν υπέρ των εναγόντων αποζημιώσεις για ποσό ίσο προς το προβελπόμενο από την ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ εναγομένων και εναγόντων 2 για πρόκληση θανάτου σε εργοδοτούμενο από ασφαλιστέο κίνδυνο.

 

Ντ. Παπαδόπουλος, για τους Εφεσείοντες.

 

Δ. Χριστοδούλου, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

[*503]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

 

ΠΙΚΗΣ, Π.: Οι εφεσείοντες, ασφαλιστές, συμφώνησαν με τους εφεσίβλητους 2, εργοδοτική εταιρεία, να παράσχουν ασφαλιστική κάλυψη στους εργοδοτούμενούς τους, έναντι κινδύνων στην εργασία, περιλαμβανομένων ατυχημάτων. Η συμφωνία περιέχεται σε σύμβαση ασφάλισης, που φέρει τον τίτλο «Ομαδικόν Ασφαλιστήριον Συμβόλαιον».  Η έκταση της κάλυψης των εργοδοτουμένων περιορίστηκε στους καθοριζόμενους στο Συμβόλαιο κινδύνους, κατά τη διάρκεια παροχής υπηρεσιών προς τον εργοδότη, κατά τις εργάσιμες ώρες. 

 

Η Ελένη Κώστα Σπύρου, εργοδοτούμενη των εφεσιβλήτων 2, απεβίωσε στις 11 Ιουνίου, 1991, σε τόπο εκτός της εργασίας της.  Ο διαχειριστής της περιουσίας της (εφεσίβλητος 1), μαζί με τους εφεσίβλητους 2, με αγωγή τους, αξίωσαν από τους εφεσείοντες την καταβολή στον πρώτο της προβλεπόμενης από την ασφαλιστική σύμβαση αποζημίωσης σε εργοδοτούμενο. Ισχυρίστηκαν ότι ο θάνατος της Ελένης Σπύρου προήλθε από την εκδήλωση ασφαλιζόμενου κινδύνου, ατυχήματος, κατά τις εργάσιμες ώρες και ενώ (κατά τη διάρκεια) παρείχε υπηρεσίες στον εργοδότη της. 

 

Σύμφωνα με την εκδοχή των εφεσιβλήτων, η Ελένη Σπύρου έχασε τη ζωή της, ως αποτέλεσμα αυτοκινητικού δυστυχήματος, ενώ οδηγούσε το όχημά της από τον τόπο της εργασίας της (Τσέρι) προς τον τόπο διαμονής της, (Αρεδιού), σε ώρα εργασίας.  Η αποχώρησή της από τον τόπο εργασίας της, κατά τις εργάσιμες ώρες, και η μετάβασή της στην κατοικία της δεν ήταν άσχετες με την εργασία της. Έφυγε από την εργασία της με άδεια του εργοδότη της, για να φέρει από το σπίτι της «τις λίστες των κοινωνικών ασφαλίσεων του προσωπικού», τις οποίες ετοίμασε το προηγούμενο βράδυ, αλλά ξέχασε να τις πάρει στην εργασία της το πρωί της ημέρας του ατυχήματος. Έτσι, συσχετίζεται το αυτοκινητικό δυστύχημα, στο οποίο αποδίδονται τα αίτια του θανάτου της Ελένης Σπύρου, τόσο με την εργασία της όσο και με τις εργάσιμες ώρες. 

 

Ο κ. Μιντίκκης, μέτοχος και διευθυντής των εφεσιβλήτων 2, κατέθεσε, στο πρώτο στάδιο της μαρτυρίας του, ότι έδωσε άδεια στην υπάλληλό τους, να μεταβεί στην κατοικία της, για να μεταφέρει πίσω στην εργασία τα έντυπα των κοινωνικών ασφαλίσεων, αναγκαία για την εργασία των εργοδοτών. 

 

Η συνοχή της εκδοχής του κ. Μιντίκκη, για τα αίτια της απου[*504]σίας της υπαλλήλου τους από την εργασία της, που πρόβαλε στο πρώτο μέρος της μαρτυρίας του, εμφάνισε σοβαρές ρωγμές στο δεύτερο στάδιο της μαρτυρίας του, όταν επανακλήθηκε να καταθέσει.  Στο πρώτο μέρος (της μαρτυρίας του), ερωτηθείς κατά πόσο έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία, σχετικά με το δυστύχημα στο οποίο ενεπλάκη η υπάλληλός τους, απάντησε:-

 

«Α: Δεν θυμούμαι. Αλλά νομίζω ότι δώσαμε.»

 

Ερωτηθείς, στη συνέχεια, αν στην κατάθεσή του στην Αστυνομία είπε ο,τιδήποτε το διαφορετικό από την εκδοχή που πρόβαλε στο Δικαστήριο, αναφορικά με τους λόγους της απουσίας της Ελένης Σπύρου από την εργασία της, απάντησε:-

 

«Α: Όχι, τι διαφορετικά;»

 

Ακολούθως, του υποβλήθηκε η ερώτηση -

 

«Ε: Σου υποβάλλω ότι η κα Ελένη τις περισσότερες φορές έφευγε από την εργασία, τουλάχιστο για μία ώρα και πήγαινε σπίτι της, τακτικά.»

 

στην οποία έδωσε την ακόλουθη απάντηση:-

 

«Α: Ουδέποτε έφυγε. Μπορεί κάποτε που έλειπα εγώ και ήταν μεταξύ τους οι άλλες κοπέλλες, ήταν και οι κόρες μου στο λογιστήριο, εμένα ήταν η μοναδική φορά που μου ζήτησε, δεν αμφιβάλλω αλλά ουδέποτε μου ζήτησε.»

 

Κατά την επόμενη δικάσιμο, η κατάθεση του κ. Μιντίκκη στην Αστυνομία κατατέθηκε, κοινή συναινέσει, ως τεκμήριο. επιμαρτυρούσα τα όσα είπε ο κ. Μιντίκκης στην Αστυνομία για την απουσία της υπαλλήλου τους από την εργασία, την κρίσιμη ημέρα του δυστυχήματος.

 

Η εκδοχή, που πρόβαλε ο κ. Μιντίκκης στην κατάθεσή του στην Αστυνομία, για τα αίτια της απουσίας της αποβιώσασας από την εργασία της, είναι διάφορη από εκείνη που είχε νωρίτερα εκθέσει στη μαρτυρία του.  Αναφέρει, σχετικά,  στην κατάθεσή του:-

 

«Ορισμένες φορές το μεσημέρι επήγαινε σπίτι κατόπι που έπαιρνε άδεια από εμένα. Όταν επήγαινε σπίτι έκαμνε καμμιάν ώρα περίπου και στρεφόταν πίσω. Τη Τρίτη 18/6/91 η ώρα 1+10 μετά το μεσημέρι περίπου η Ελένη μου είπε ότι θα επή[*505]γαινε σπίτι για λίγο και θα στρεφόταν. Εγώ της είπα να πάει και δεν υπήρχε πρόβλημα.  Δεν μου είπε για ποιο λόγο ήθελε να πάει σπίτι.»

 

Επανακληθείς, μετά από απόφαση του Δικαστηρίου, στο εδώλιο του μάρτυρα, τέθηκε αντιμέτωπος με τις αντιφάσεις μεταξύ των όσων κατέθεσε στο Δικαστήριο, χρόνια μετά το συμβάν, και στην Αστυνομία, λίγες μέρες μετά το δυστύχημα, για τους λόγους της απουσίας από τον τόπο εργασίας της εργοδοτούμενής τους την ημέρα εκείνη. Οι απαντήσεις του τον εκθέτουν ως αναξιόπιστο μάρτυρα. Σε ερώτηση των εφεσειόντων, εάν στην κατάθεσή του στην Αστυνομία προέβη στη δήλωση, την οποία καταγράψαμε πιο πάνω, απάντησε:-

 

«Α. Παραδέχομαι ότι είπα αλλά ανάφερα ότι πήγε για να φέρει κάτι αλλά τι σημασία έχει; και αν μου είπε θα πάω σπίτι και αν η κοπέλα προσβάλλετουν να μου πει ξέχασα.. σημασία έχει το ότι εγώ της επέτρεψα να φύγει να πάει να κάνει τη δουλειά της.»

 

Η απάντησή του στην επόμενη ερώτηση είναι ακόμα πιο χαρακτηριστική των υπεκφυγών του να δώσει ευθεία απάντηση στα ερωτήματα που του τέθηκαν:-

 

«Ε. Την ώρα που έδινες την κατάθεση σου αυτή στην αστυνομία ήξερες ή όχι το λόγο για τον οποίο πήγαινε σπίτι της αυτή η γυναίκα;

 

  Α. Δεν θυμούμαι αν το ήξερα.»

 

Στο πρώτο μέρος της μαρτυρίας του, υπενθυμίζουμε, κατέθεσε ότι στην Αστυνομία είπε τα ίδια πράγματα που ανέφερε στο Δικαστήριο.

 

Στη συνέχεια της τελευταίας απάντησής του, ο κ. Μιντίκκης ανέφερε γεγονότα αντιφατικά προς το καταγραφέν μέρος της απάντησής του. Ισχυρίστηκε ότι είπε στην Αστυνομία πως η Ελένη πήγε στο σπίτι της, για να φέρει φάκελο, με την άδειά του, και ότι ο αστυνομικός δεν το κατέγραψε, λέγοντάς του ότι αυτό δεν είχε σημασία.  Οι ισχυρισμοί αυτοί έρχονται σε άμεση αντίθεση προς όσα είπε στην κατάθεσή του στην Αστυνομία, συγκεκριμένα, ότι η υπάλληλος τους δεν του είπε για ποιο λόγο ήθελε να πάει σπίτι. Ερωτηθείς για την αντίφαση μεταξύ των διϊστάμενων εκδοχών του, είπε διάφορα, τα οποία μόνο ως υπεκφυγή να πει στο Δι[*506]καστήριο την αλήθεια μπορεί να χαρακτηριστούν.  Παραθέτουμε την απάντησή του:-

 

«Α.            Πιθανό να είχε και κάτι η κοπελλούα που δεν ήθελε να μου πει. Έπρεπε να την πιάσω ανάκριση γιατί και γιατί; είπα της ’εντάξει πήγαινε κάνε τη δουλειά σου και έλα’.  Μπορεί να ήταν κάτι που αφορούσε την ίδια είτε για την υπόθεση τη δική μου και στενοχωριόταν να μου πει διότι δεν κάνει τη δουλειά της καλά, είτε να είχε κάτι προσωπικό της. Οι γυναίκες έχουν προσωπικά πράγματα.  Έπρεπε να την ρωτήσω πού θα πάεις; δεν το θεώρησα κάτι σοβαρό για να της πω όχι δεν δέχομαι να πάεις.»

 

Εκτός από τις αντιφάσεις, που εμφανίζει η μαρτυρία του κ. Μιντίκκη, σχετικά με τους λόγους της απουσίας, κατά τον κρίσιμο χρόνο, της Ελένης Σπύρου από την εργασία της, ο ισχυρισμός του - ότι ανέφερε ο,τιδήποτε άλλο, στην κατάθεσή του στην Αστυνομία για το επίμαχο θέμα, το οποίο δεν καταγράφηκε - δεν μπορεί ευχερώς να εναρμονισθεί με την προσαγωγή, κοινή συναινέσει, της κατάθεσής του στο Δικαστήριο, ως τεκμηρίου, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη για την καταγραφή των όσων είπε ο μάρτυρας στην Αστυνομία. 

 

Ο κ. Μιντίκκης ήταν ο μόνος μάρτυρας, ο οποίος κατέθεσε ως προς τους λόγους απουσίας της Ελένης Σπύρου από την εργασία της. Ο μόνος άλλος μάρτυρας, ο οποίος κατέθεσε για τους εφεσίβλητους, ήταν ο κ. Κ. Σπύρου, ο πατέρας της αποβιώσασας και διαχειριστής της περιουσίας της. Το έγγραφο διαχείρισης, το οποίο κατατέθηκε, επίσης κοινή συναινέσει, ως τεκμήριο, επιμαρτυρεί ότι η Ελένη Κώστα Σπύρου, από το Αρεδιού, απεβίωσε την 18η Ιουνίου, 1991. Ερωτηθείς για τα αίτια του θανάτου της, ο πατέρας της κατέθεσε:-

 

«Ε:           Η Ελένη τι έπαθε;

 

Α:  Έπαθε ένα δυστύχημα και πέθανε στις 18.6.1991.»

 

Η μαρτυρία του για τα αίτια του θανάτου της κόρης του δεν αμφισβητήθηκε.

 

Διφορούμενη υπήρξε, επίσης, η στάση των εφεσειόντων, ως προς το παραδεκτό ή μη των συνθηκών του θανάτου της Ελένης Σπύρου:-

 

[*507]«Ε:   Εσείς πότε πληροφορηθήκετε για το ατύχημα;

Α: Την ίδια ημέρα.

Ε: Τι ώρα;

Α: Ξέρω;  Μας τηλεφώνησαν από το Αρεδιού ότι κτύπησε και σκοτώθηκε, τροχαίο δυστύχημα.

Ε: Τι ώρα ήταν; Πριν κλείσετε ή μετά;

Α: Πριν.

Ε: Περίπου τι ώρα;

Α: Δεν θυμούμαι, τρεις, τέσσερις;

Ε: Θυμάστε περίπου πόση ώρα μετά που έφυγε;

Α: Δεν θυμούμαι.

Ε: Πριν να σας τηλεφωνήσουν, εσείς διαμαρτυρηθήκετε πού είναι η Ελένη;

Α: Όχι, επειδή είναι πολλούς υπαλλήλους που έχουμε ...»

 

Ο κ. Μηνά, ο διευθυντής του νομικού τμήματος των εφεσειόντων, κατέθεσε ότι υποβλήθηκε απαίτηση για το θάνατο της Ελένης Κώστα Σπύρου, ο οποίος προήλθε από αυτοκινητικό δυστύχημα, και ότι οι έρευνές του για την απαίτηση επικεντρώθηκαν στη διαπίστωση των γεγονότων, που αφορούσαν τα αίτια  απουσίας της από την εργασία.

 

Το Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι η Ελένη Κώστα Σπύρου απεβίωσε στις 11 Ιουνίου, 1991, ως αποτέλεσμα αυτοκινητικού δυστυχήματος, στο οποίο ενεπλάκη.  Επίσης, διαπίστωσε, μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας, ότι την ημέρα του δυστυχήματος η αποβιώσασα απουσίασε από την εργασία της, με την άδεια των εργοδοτών της, για να φέρει πίσω στην εργασία έντυπα κοινωνικών ασφαλίσεων, που συμπλήρωσε το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι της, για λογαριασμό και προς εξυπηρέτηση των εργοδοτών της. Κατά συνέπεια, απέδωσε το θάνατό της σε ατύχημα κατά τη διάρκεια παροχής υπηρεσιών προς τους εργοδότες της «κατά τις εργάσιμες ώρες».  Υπό το φως αυτών των ευρημάτων, το Δικαστήριο επιδίκασε αποζημίωση υπέρ των εφεσιβλήτων για ποσό ίσο προς το προβλεπόμενο από την ασφαλιστική σύμβαση για την πρόκληση θανάτου από ασφαλιστέο κίνδυνο - ποσό £10.000,00.

 

Με την έφεση, προσβάλλονται και τα δύο κρίσιμα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου - ότι:

 

(α)           η εφεσείουσα απεβίωσε λόγω κακώσεων, οφειλομένων σε τροχαίο ατύχημα· και

 

(β)           το ατύχημα και, συνακόλουθα, ο θάνατός της επισυνέβη[*508]σαν κατά τη διάρκεια των εργάσιμων ωρών και της παροχής υπηρεσιών στους εργοδότες της.

 

Επίσης, αμφισβητείται η  απόδοση τόκου από την ημέρα του θανάτου της. 

 

Αναμφισβήτητα γεγονότα είναι ότι: (α) η Ελένη Σπύρου εργοδοτείτο από τους εφεσίβλητους 2 και (β)  καλυπτόταν από την ασφάλιση έναντι των καθοριζομένων κινδύνων και υπό τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης.  Απεβίωσε στις 11 Ιουνίου 1991, κατά τη διάρκεια των εργασίμων ωρών, ενώ ευρισκόταν εκτός του τόπου της εργασίας της.

 

Βέβαιο, επίσης, είναι ότι ο θάνατός της  προέκυψε μετά που ενεπλάκη σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Άμεση μαρτυρία γι’ αυτό τούτο το δυστύχημα δεν προσκομίστηκε.  Προκύπτει, όμως, από την κατάθεση του κ. Μιντίκκη στην Αστυνομία, η οποία κατατέθηκε κοινή συναινέσει, τη θέση των εφεσειόντων κατά την αντεξέταση του κ. Μιντίκκη, καθώς και τη μαρτυρία του κ. Μηνά, ότι η εμπλοκή της Ελένης Σπύρου, στις 11 Ιουνίου, 1991, σε αυτοκινητικό δυστύχημα έγινε παραδεκτή από τους εφεσείοντες. Η μαρτυρία του πατέρα της αποβιώσασας για τα αίτια του θανάτου της ήταν απαράδεκτη. Όμως, και στο σημείο αυτό, η θέση των εφεσειόντων, κατά τη δίκη, ήταν ότι ο άμεσος συσχετισμός του θανάτου με το αυτοκινητικό δυστύχημα δεν ήταν υπό αμφισβήτηση. Υπό αμφισβήτηση ήταν οι λόγοι της απουσίας της αποβιώσασας από την εργασία της. Σ’ αυτό το θέμα θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας και με αυτό θα ασχοληθούμε.

 

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το Δικαστήριο έσφαλε, αποδίδοντας πίστη στη μαρτυρία του κ. Μιντίκκη, ενόψει των διϊστάμενων εκδοχών, τις οποίες πρόβαλε για τους λόγους απουσίας της αποβιώσασας από την εργασία της, των πολλών και αναιτιολόγητων αντιφάσεων, στις οποίες περιέπεσε, και, γενικά, της υφής της μαρτυρίας του.

 

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι προσβλητή. Υπέβαλαν ότι η μαρτυρία του κ. Μιντίκκη παρείχε έρεισμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προέλθει στα ευρήματά του, χωρίς να διαφαίνεται λόγος, που να δικαιολογεί επέμβαση.   

 

Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανάγεται στο πρωτόδικο δικαστήριο, όπως και η διαπίστωση των πρωτογενών γε[*509]γονότων. Το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε εξέχουσα θέση να εκτιμήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων, όπως υποδείξαμε στην Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321. Το εφετείο δικαιολογείται να επέμβει στα ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων, μόνο εφόσον καταφαίνεται, εξ αντικειμένου, ότι αυτά είναι ανυπόστατα - (βλ., μεταξύ άλλων, Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39).

 

Στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, γίνεται συνοπτική αναφορά στη μαρτυρία του κ. Μιντίκκη και επισημαίνεται η αναλληλουχία της μαρτυρίας του, σε σχέση με τους λόγους αποχώρησης της αποβιώσασας από την εργασία της και, γενικά, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αποχώρησε. Αποτιμώντας την αναντίλεκτη διάσταση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μέρους της μαρτυρίας του κ. Μιντίκκη, η εκτίμηση του Δικαστηρίου είναι ότι ο μάρτυρας «τροποποίησε κάπως τη θέση του». Αποδίδει σημασία το πρωτόδικο Δικαστήριο στη δήλωση του κ. Μιντίκκη - ότι ο αστυνομικός παρέλειψε να καταγράψει γεγονότα, τα οποία του ανέφερε.  Η κρίση του Δικαστηρίου για τη μαρτυρία του κ. Μιντίκκη περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα:-

 

«Ενώ διαβλέπω λοιπόν κάποια σκαμπανεβάσματα στη μαρτυρία ως προς το αίτιο μετάβασης στο σπίτι της, από την άλλη διαφαίνεται ότι ο μάρτυρας Μιντίκκης δεν άφησε ευκαιρία που να μην συμπληρώνει την εικόνα σε αντεξέταση, ότι η αιτία που πήγε σπίτι της μπορεί να ήταν διπλή.  Πρώτον, για να φέρει τις λίστες αλλά και δυνατό και για δικούς της σκοπούς, που μάλιστα παραδέχθηκε ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμα και να μην του το ζητούσε θα της έδιδε την άδεια να πάει σπίτι της έστω και για δικούς της σκοπούς και τούτο όμως σε συνδυασμό με την πείσμονα θέση του ότι στην προκειμένη περίπτωση είχε πάρει την άδεια του να φέρει και τις λίστες των κοινωνικών ασφαλίσεων από το σπίτι της.»

 

Κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα και αν ήθελε κριθεί η θεώρηση της αξιοπιστίας του μάρτυρα Μιντίκκη (από το πρωτόδικο Δικαστήριο), αυτή υπήρξε ατελής όσο και εσφαλμένη.  Το Δικαστήριο παραγνωρίζει τις διϊστάμενες εκδοχές, που πρόβαλε για τα κρίσιμα γεγονότα, τη δήλωση στην κατάθεσή του ότι δεν ήταν ενήμερος των λόγων για τους οποίους η Ελένη Σπύρου είχε φύγει από την εργασία της.  Αν δε γνώριζε τους λόγους της απουσίας της, πώς θα μπορούσε να είχε πει ο,τιδήποτε στην Αστυνομία γι’ αυτούς;  Πρόδηλο είναι ότι η καθοδήγηση του Δικαστηρίου, ως προς την αξιοπιστία του κ. Μιντίκκη, υπήρξε εσφαλμένη. Το πλαί[*510]σιο, στο οποίο εξετάστηκε η μαρτυρία του κ. Μιντίκκη, είναι ελλειπές, ενώ αυτή τούτη η αιτιολόγηση των ευρημάτων αξιοπιστίας καταδεικνύει εσφαλμένη κατανόηση της μαρτυρίας του.  Κατ’ αρχήν, δεν εντοπίζεται η αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας που έδωσε στο πρώτο στάδιο ενώπιον του Δικαστηρίου και της κατάθεσής του στην Αστυνομία προηγουμένως.  Πρόκειται για δύο διαφορετικές εκδοχές, η μία από τις οποίες άρχισε να υποχωρεί, μετά που ο μάρτυρας τέθηκε αντιμέτωπος με τα όσα είπε προηγουμένως και, μάλιστα, σε χρόνο, που η μνήμη του για τα γεγονότα ήταν νωπή.  Παραγνωρίζεται στην απόφαση του Δικαστηρίου το γεγονός ότι, στο πρώτο στάδιο της μαρτυρίας του, ο κ. Μιντίκκης ανέφερε ότι όσα είπε στο Δικαστήριο ήταν τα ίδια που είχε νωρίτερα πει στην κατάθεσή του, την παροχή της οποίας στην Αστυνομία πιθανολόγησε. Η δήλωσή του στις Αστυνομικές Αρχές - «Δεν μου είπε για ποιο λόγο ήθελε να πάει σπίτι.» - αποκλείει να είχε πει στην Αστυνομία ο,τιδήποτε άλλο επί του θέματος, το οποίο δεν κατεγράφη. Δεν ήταν ασύνηθες, ως ανέφερε στην κατάθεσή του, για την αποβιώσασα, να απουσιάζει για καμιά ώρα από την εργασία της, για ίδιους σκοπούς, για μετάβαση στο σπίτι της. Στο πρώτο μέρος της μαρτυρίας του, ο κ. Μιντίκκης απέκλεισε τέτοιο ενδεχόμενο.  Η απάντησή του στο ερώτημα του δικηγόρου των εφεσειόντων, μετά την επανάκλησή του, αν γνώριζε, όταν προέβαινε στην κατάθεσή του στην Αστυνομία, τους λόγους για τους οποίους είχε αποχωρήσει η αποβιώσασα - «Δεν θυμούμαι αν το ήξερα» - είναι χαρακτηριστική της απροθυμίας του να πει στο Δικαστήριο την αλήθεια και των υπεκφυγών του να ομολογήσει όσα ήξερε. 

 

Όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, σχετικά με την εκτίμηση της μαρτυρίας, αποκαλύπτονται ως τρωτά, λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης ως προς το περιεχόμενο ή τη σημασία της, αυτά παραμερίζονται και διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης. Το εφετείο δεν προβαίνει το ίδιο σε αξιολόγηση της μαρτυρίας. δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο δικαστήριο. Όταν, όμως, τα ευρήματα του δικαστηρίου βασίζονται στην αποδοχή της μαρτυρίας μάρτυρα, του οποίου η μαρτυρία καταφαίνεται ως αναξιόπιστη, σε βαθμό που κανένα δικαστήριο δε θα μπορούσε να την αποδεχτεί, τότε ο μάρτυρας θεωρείται αναξιόπιστος, με επακόλουθο τη διαπίστωση απουσίας μαρτυρίας, που να θεμελιώνει την αγωγή.  Τέτοια διαπίστωση μόνο σπάνια μπορεί να γίνει, στις περιπτώσεις εκείνες που κανένα δικαστήριο δε θα μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα.  Η παρούσα υπόθεση αποτελεί τέτοια εξαίρεση.  Η μαρτυρία του κ. Μιντίκκη είναι διάτρητη από αντιφάσεις, ανακόλουθη, διαβρωμένη [*511]από έκδηλη υπεκφυγή του μάρτυρα να δώσει μια αληθοφανή, έστω, εξήγηση για όσα είπε και ξεείπε.

 

Η παρούσα είναι κλασσική περίπτωση μάρτυρα, του οποίου η μαρτυρία δικαιολογείται να χαρακτηριστεί ως ανυπόστατη, σε βαθμό και έκταση, που κανένα δικαστήριο δε θα μπορούσε να αποδώσει πίστη σ’ αυτή. 

 

Υπό το φως αυτής της διαπίστωσης, καταρρέει η υπόθεση των εφεσιβλήτων, εφόσον προκύπτει κενό, με την απόρριψη της μαρτυρίας του κ. Μιντίκκη, στη θεμελίωση της απαίτησης ότι το δυστύχημα, στο οποίο αποδόθηκε ο θάνατος, επισυνέβηκε κατά τη διάρκεια παροχής υπηρεσιών από την αποβιώσασα στους εφεσίβλητους 2. 

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, κατ’ έφεση και πρωτοδίκως.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα κατ’ έφεση και πρωτοδίκως.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο