Xατζηστυλλής Αλέκος ν. Μaude C. Papadema και Άλλου (2000) 1 ΑΑΔ 551

(2000) 1 ΑΑΔ 551

[*551]13 Απριλίου, 2000

 

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

 

ΑλΕκοΣ ΧατζηΣτυλλΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

1. Maude C. Papadema,

2. ΧριστΑκη ΧατζηστυλλΗ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Έφεση Αρ. 101)

 

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Δικαστική αναγνώριση πατρότητας ― Προσβολή πατρότητας ― Παράλειψη Δικαστηρίου να επιληφθεί κατά προτεραιότητα θέματος παραγραφής και να παραπέμψει στο Ανώτατο Δικαστήριο θέμα αντισυνταγματικότητας των άρθρων του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου 187/91, τα οποία καθορίζουν τις σχετικές προθεσμίες.

 

Παραγραφή ― Το θέμα της παραγραφής μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα, άπτεται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί μιας υπόθεσης και πρέπει να εξετάζεται ως πρώτο θέμα ― Θέμα παραγραφής εξετάζεται εφόσον εγερθεί στα δικόγραφα ― Επιτυχία ένστασης στηριζόμενης σε παραγραφή, οδηγεί στην αναστολή της διαδικασίας.

 

Συνταγματικό δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμων ― Διαδικασία παραπομπής θεμάτων αντισυνταγματικότητας δυνάμει του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος ― Εφαρμοστέες αρχές.

 

Ο εφεσείων, ο οποίος είναι φυσικό τέκνο της Σάντρης Χατζηστυλλή, γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του με τον εφεσίβλητο 2.  Καταχώρησε αίτηση επιδιώκοντας την έκδοση:

 

α)  Διατάγματος που να αναγνωρίζει τον αποβιώσαντα Κώστα Παπαδήμα, τέως από τη Λεμεσό, ως φυσικό του πατέρα.

[*552]β)     Διατάγματος ότι ο αιτητής δεν είναι γνήσιο τέκνο του Χρ. Χατζηστυλλή από τη Λεμεσό, εφεσίβλητου 2.

 

Η αίτηση συνοδευόταν από τις ένορκες δηλώσεις της Σάντρης Χατζηστυλλή και του εφεσείοντος στις οποίες αναφέροντο όλα τα γεγονότα προς υποστήριξη της αίτησης και οι λόγοι που καθυστέρησε ο εφεσείων να καταχωρήσει την επίδικη αίτηση.

 

Η εφεσίβλητη 1 και ο εφεσίβλητος 2 στις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις τους, αρνήθηκαν κάθε γεγονός που επικαλέσθηκε ο εφεσείων και που έτεινε να στοιχειοθετήσει το εναντίον τους επιδιωκόμενο διάταγμα. Υποστήριξαν επίσης ότι η επιδίωξη του εφεσείοντος προσκρούει στις διατάξεις των Άρθρων 11(1)(γ) και 22(3) του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991 (Ν. 187/91) (ο Νόμος).

 

Οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν προδικαστικές ενστάσεις υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση είναι εκπρόθεσμη και αντιβαίνει τις διατάξεις του Νόμου.

 

Η εφεσίβλητη 1 ζήτησε την προδικαστική εξέταση των ενστάσεων σύμφωνα με την Δ.27, θ.θ.1, 2 και 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.  Ο εφεσίβλητος 2 και η πλευρά του εφεσείοντος συμφώνησαν.

 

Προβλήθηκε εκ μέρους των εφεσιβλήτων ότι:

 

α)  Το αίτημα του εφεσείοντος για δικαστική αναγνώριση ήταν πρόωρο αφού δεν κατέρριψε το τεκμήριο της πατρότητας.

 

β)  Οι προθεσμίες των Άρθρων 11(γ) και 22(3) δεν αντίκεινται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος, ούτε στο Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

 

γ)  Ο εφεσείων έπρεπε να υποβάλει τα αιτήματά του με ξεχωριστές αιτήσεις.

 

δ)  Η αίτηση δεν στρέφεται εναντίον όλων των κληρονόμων του Κώστα Παπαδήμα.

 

Ο συνήγορος του εφεσείοντος στην απάντησή του πρόβαλε επιχειρήματα που υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη.

 

[*553]Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι προτάσεις του εφεσείοντος είχαν ως άξονα τη θέση ότι οι προθεσμίες των Άρθρων 11(γ) και 22(3) του Νόμου ήταν αντίθετες προς την Σύμβαση επί της Νομικής Καταστάσεως Εξωγάμων Τέκνων, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και τα Άρθρα 15 και 30 του Συντάγματος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα της παραγραφής παρόλο ότι είχε εγερθεί ευθέως από τους εφεσίβλητους στο σχετικό δικόγραφό τους. Το συνδύασε με το θέμα της συνταγματικότητας των Άρθρων 11(1)(γ) και 22(3) του Νόμου που ρυθμίζουν το θέμα της παραγραφής και προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο το θέμα της συνταγματικότητας ήταν ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης. Τελικά αποφάσισε ότι το αίτημα για παραπομπή του ζητήματος των πιο πάνω άρθρων στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 144 του Συντάγματος, δεν ήταν ουσιώδες και απέρριψε το σχετικό αίτημα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τις δύο θεραπείες που ζητούσε ο εφεσείων.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε αυτεπάγγελτα το θέμα της παραγραφής, αφού αυτό δεν είχε προβληθεί ως λόγος έφεσης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Εύλογα το ζήτημα της παραγραφής δεν εγέρθηκε με τους λόγους έφεσης αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε αποφανθεί επ’ αυτού.

 

2.  Το θέμα της παραγραφής άπτεται αυτής τούτης της εξουσίας ή της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί μιας υπόθεσης.

 

3.  Παρόλο που στην πολιτική διαδικασία η πρόνοια για παραγραφή δεν έχει εξ αρχής την ίδια καταλυτική ενέργεια όπως συμβαίνει στο θέμα της προθεσμίας στην Αναθεωρητική δικαιοδοσία, εν τούτοις από τη στιγμή που τίθεται θέμα παραγραφής, δεν πρέπει να προωθείται οτιδήποτε άλλο εκτός αν πρώτα το Δικαστήριο καταλήξει ότι δεν ευσταθεί.

 

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει ως πρώτο θέμα, το θέμα της παραγραφής γιατί απολήγει σε δικαιοδοτικό.

 

5.  Το ίδιο άτοπο θα ήταν να προβεί το Ανώτατο Δικαστήριο στην εξέταση του θέματος της παραγραφής.

[*554]

6.  Τα θέματα που εγέρθηκαν δεν έχουν νόημα χωρίς την κατάληξη στο δικαιοδοτικό θέμα. Εσφαλμένα λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε πρώτα το ζήτημα της παραγραφής και εσφαλμένα έκρινε ότι η επίλυση της συνταγματικότητας των σχετικών άρθρων δεν ήταν αναγκαία για την διάγνωση της εκδικαζόμενης ενώπιον του υπόθεσης. Ως εκ τούτου η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να επιληφθεί πρώτα του ζητήματος της παραγραφής. Αν ο εφεσείων εξακολουθεί να εμμένει επί του θέματος της αντισυνταγματικότητας, το θέμα θα παραπεμφθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 144 του Συντάγματος, αφού διατυπωθεί με τον δέοντα τρόπο.

 

Εκδόθηκε διαταγή ως ανωτέρω.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Malachtou v. Armefti (1987) 1 C.L.R. 207,

 

Charalambous (1987) 1 C.L.R. 427,

 

Νικολάου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 1045,

 

Mικρού, Αίτηση Αρ. 24/98, ημερ. 14/4/98,

 

Moran v. Republic, 1 R.S.C.C. 10,

 

Megalemou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 581,

 

Φεσσά κ.ά. ν. Κασάπη (1994) 1 Α.Α.Δ. 337.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Δικαιοδοσία - Δικαστική Αναγνώριση Πατρότητας (Καρατσής, Δ.) (Αίτηση Αρ. 3/98), με την οποία απέρριψε το αίτημά του για αναγνώριση του Κώστα Παπαδήμα ως φυσικού του πατέρα και έκρινε το αίτημά του για έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου ότι δεν είναι γνήσιο τέκνο του Χριστάκη Χατζηστυλλή, ως μη διαθέσιμο από το Νόμο.

 

Γ. Κακογιάννης με Κ. Κακουλλή και Ζ. Λεμή, για τον εφεσείοντα.

Αιμ. Θεοδούλου με Β. Θεοδούλο και Μ. Παπαδήμα, για την [*555]εφεσίβλητη 1.

 

Αιμ. Θεοδούλου με Β. Θεοδούλου και Μ. Παπαδήμα για Αλ. Κούτσιο, για τον εφεσίβλητο 2.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

 

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι φυσικό τέκνο της Σάντρης Χατζηστυλλή. Γεννήθηκε στις 14.4.62 στη διάρκεια του γάμου της μητέρας του με τον εφεσίβλητο 2. Διατείνεται ότι πατέρας του είναι ο Κώστας Παπαδήμας, που απεβίωσε στις 14.1.97. Η εφεσίβλητη 1 είναι η επιζούσα σύζυγος του Κώστα Παπαδήμα.   Με αίτηση που κατεχώρησε στις 12.3.98 ο εφεσείων επεδίωξε:

 

“α) Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου που να αναγνωρίζει τον Κώστα Παπαδήμα, αποβιώσαντα, τέως από τη Λεμεσό, ως φυσικό πατέρα του Αιτητή.

 

  β) Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής δεν είναι γνήσιο τέκνο του Χριστάκη Χατζηστυλλή από τη Λεμεσό δεδομένου και εφόσο θα έχει αποδειχθεί ότι είναι τέκνο του αποβιώσαντος Κώστα Παπαδήμα όπως πιο πάνω.”

 

Η αίτηση συνοδευόταν και υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση της Σάντρης Χατζηστυλλή και του εφεσείοντα. Η μητέρα ανέφερε πως είχε ως σύζυγό της τον εφεσίβλητο 2 από το 1949 μέχρι το 1996. Το Φεβρουάριο του 1961 γνώρισε τον Κώστα Παπαδήμα και ανέπτυξε μαζί του ερωτικό δεσμό. Ο εφεσείων είναι καρπός αυτής της σχέσης. Στην παραγ. 9 της ένορκης δήλωσης της εξήγησε:

 

“9. Ο λόγος που δεν ξεκίνησα εγώ τη διαδικασία αναγνώρισης της πατρότητας του Αλέκου ενωρίτερα είναι ότι φοβόμουν τη σύγκρουση με τον πρώην σύζυγο μου και τις κόρες μου, κάτι που με το χρόνο έχω πείσει τον εαυτό μου ότι θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσω.”

 

Όπως ισχυρίζεται η μητέρα του ο εφεσείων έμαθε την αλήθεια για την πατρότητα του το 1977 και ότι έκτοτε είχαν μεταξύ τους σχέσεις πατέρα-υιού. Τις σχέσεις αυτές επιβεβαιώνει και ο εφεσείων στη δική του ένορκη δήλωση και στην παραγ. 7 καταλήγει:

“7. Ο λόγος που καθυστέρησα να καταχωρίσω αυτή την αίτηση είναι ότι η μητέρα μου αισθανόταν όπως μου έλεγε ότι δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει το Χριστάκη Χατζηστυλλή και τις αδελφές μου.”

 

Η εφεσίβλητη 1 και ο εφεσίβλητος 2 στις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις τους αρνήθηκαν κάθε γεγονός που ο εφεσείων επικαλέσθηκε και που έτεινε να στοιχειοθετήσει το εναντίον τους επιδιωκόμενο διάταγμα. Σε ό,τι αφορά τη νομική πτυχή παρουσίασαν ταυτότητα θέσεων. Ισχυρίσθηκαν πως η επιδίωξη του εφεσείοντα προσκρούει στις περί προθεσμίας διατάξεις των άρθρων 11(1) (γ) και 22 (3)* του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991 (Ν. 187/91) (ο Νόμος).

 

Πρόβαλαν τις πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις:

 

“(α)  Η αίτηση είναι εκπρόθεσμη και αντιβαίνει στις διατάξεις του Νόμου.

 

(β) Ο αιτητής τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα του τον καθ’ ου η αίτηση αρ. 2. Το αίτημα του εναντίον της καθ’ ης η αίτηση αρ. 1 είναι πρόωρο.

 

(γ) Δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη προώθηση και των δύο θεραπειών. Η προσβολή της πατρότητας δεν μπορεί να τελεί υπό την αίρεση της επιτυχίας του αιτήματος για δικαστική αναγνώριση.

 

(δ) Η αίτηση είναι αντικανονική.

 

(ε) Η αίτηση δε στρέφεται εναντίον όλων των αναγκαίων προσώπων.”

 

Ακολούθησε διάβημα της εφεσίβλητης 1 για εξέταση των ενστάσεων προδικαστικά σύμφωνα με την Δ.27, θ.θ.1, 2 και 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Με το αίτημα αυτό συμφώνησαν και ο εφεσίβλητος αρ. 2 καθώς και η [*557]πλευρά του εφεσείοντα.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων πρόβαλαν τις πιο κάτω θέσεις ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου:

 

(αα)    Το αίτημα του εφεσείοντα για δικαστική αναγνώριση είναι πρόωρο αφού δεν κατέρριψε το τεκμήριο της πατρότητας. Άλλωστε έχουν παραγραφεί τόσο το δικαίωμα του για προσβολή της πατρότητας όσο και για δικαστική αναγνώριση.

 

(ββ)    Οι προθεσμίες των άρθρων 11(γ) και 22(3) δεν αντίκεινται στο άρθρο 30 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

 

(γγ)    Η επιδίωξη του εφεσείοντα να επιτύχει διάταγμα προσβολής της πατρότητας “δεδομένου και εφόσο θα έχει αποδεικτεί ότι είναι τέκνο του αποβιώσαντος Κώστα Παπαδήμα” συγκρούεται τόσο με τη λογική όσο και με το άρθρο 22(2) του Νόμου. Καθένα από τα αιτήματα του εφεσείοντα έπρεπε να υποβληθεί με ξεχωριστή αίτηση στον προβλεπόμενο σε κάθε περίπτωση τύπο.

 

(δδ)    Η αίτηση δε στρέφεται εναντίον όλων των  κληρονόμων του Κώστα Παπαδήμα. Από το υλικό, “που η πλευρά του αιτητή έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου, δε φαίνεται ποια είναι η σχέση της καθ’ ης η αίτηση αρ. 1 με τον αποβιώσαντα. Αντίθετα από την ένορκη δήλωση της Μαρούλας Παπαδήμα που καταχωρήθηκε για λογαριασμό της καθ’  ης η αίτηση αρ. 1 προκύπτει ότι υπάρχουν και άλλοι κληρονόμοι”.

 

Από την άλλη ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα στην απάντηση του πρόβαλε επιχειρήματα που υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη. Τα παραθέτουμε:

 

(αα)    Η πατρική αναγνώριση κάθε εξώγαμου τέκνου επιτυγχάνεται, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης επί της Νομικής Καταστάσεως Εξωγάμων Τέκνων, και με δικαστική απόφαση. Σύμφωνα με το άρθρο 9 της ίδιας Σύμβασης “έχει το αυτό κληρονομικό δικαίωμα επί της περιουσίας του πατρός και της μητρός αυτού ως εάν είχε γεννηθεί εν γάμω”. Η σύμβαση αποτελεί εσωτερικό δίκαιο της Κύπρου αφού έχει κυρωθεί από τον περί της Συμβάσεως επί της Νομικής Καταστάσεως Εξωγάμων Τέκνων (Κυρωτικό) Νόμο του 1979 (Ν. 50/79). [*558]Έχει “ηυξημένην ισχύν έναντι οιουδήποτε ημεδαπού νόμου” (Βλ. άρθρο 169 του Συντάγματος και Malachtou v. Armefti (1987) 1 C.L.R. 207 και In re Charalambous (1987) 1 C.L.R. 427).

 

(ββ)    Το δικαίωμα αναγνώρισης της πατρότητας διασφαλίζεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος καθώς και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, που η χώρα μας κύρωσε με το Ν 39/62. Ο σεβασμός της οικογενειακής ζωής προστατεύεται απόλυτα τόσο από το άρθρο 15 του Συντάγματος όσο και από το άρθρο 8 της Σύμβασης.

 

(γγ)    Η πρόσβαση στο δικαστήριο προστατεύεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Βλ. Rasmussen, Series A, V.87 - 28.11.84).

 

(δδ)    Ο εφεσείων ακολούθησε τον τύπο που προβλέπεται από το άρθρο 24(2) του Νόμου και συγκεκριμένα τον Τύπο 50 στον οποίο παραπέμπει η Δ.55 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Εφόσον ο Νόμος καθορίζει τον τρόπο έναρξης της διαδικασίας είναι δυνατή η συμπερίληψη σ’ αυτή κάθε επιδιωκόμενης θεραπείας. Επαφίεται στο δικαστήριο ποιά από τις δύο θεραπείες θα εκδικάσει πρώτα.

 

(εε)    Ο Κώστας Παπαδήμας με διαθήκη “άφησε όλη του την περιουσία στην καθ’ ης η αίτηση αρ. 1. Ο Νόμος 187/91 έχει διαφοροποιήσει την έννοια του όρου ‘κληρονόμος’ ως αυτός είναι γνωστός απο τον περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμο, Κεφ. 195”.

 

Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο οι προτάσεις (αα), (ββ) και (γγ) είχαν ως άξονα τη θέση του εφεσείοντα ότι οι προθεσμίες των άρθρων 11(γ) και 22(3) του Νόμου αντιβαίνουν στις πρόνοιες της Σύμβασης επί της Νομικής Καταστάσεως Εξωγάμων Τέκνων, στα Άρθρα 6 και 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και στα Άρθρα 15 και 30 του Συντάγματος.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε τους συνήγορους των μερών στις υποθέσεις Νικολάου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 1045 και Μικρού, Αρ. Αιτ. 24/98/14.4.98. Στις υποθέσεις εκείνες κρίθηκε [*559]ότι όπου εγείρονται ζητήματα αντισυνταγματικότητας νόμων ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου το τελευταίο δεν αποφασίζει αυτά αλλά ακολουθεί τις διατάξεις του Άρθρου 144 του Συντάγματος και παραπέμπει το ζήτημα αντισυνταγματικότητας στο Ανώτατο Δικαστήριο. Εκ μέρους του εφεσείοντα υποστηρίχθηκε η αναγκαιότητα της παραπομπής του ζητήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο. Εκ μέρους της εφεσίβλητης 1 υποστηρίχθηκε πως το ζήτημα που εγείρεται δεν είναι ουσιώδες ώστε να παραπεμφθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο. Εκ μέρους του εφεσίβλητου 2 υποστηρίχθηκε πως “δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας των προνοιών που προσβάλλει η άλλη πλευρά”.  Ωστόσο συμφώνησε να ακολουθηθεί η παραπεμπτική διαδικασία.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα της παραγραφής παρόλο ότι είχε εγερθεί ευθέως από τους εφεσίβλητους στο σχετικό δικόγραφο τους. Το συνδύασε με το θέμα της συνταγματικότητας των άρθρων 11(1) (γ) και 22(3) του Νόμου που ρυθμίζουν το θέμα της παραγραφής  και προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο το  θέμα της συνταγματικότητας ήταν ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης. 

 

Η εξέταση αυτή οδήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο στα εξής, ανάμεσα σ’ άλλα, συμπεράσματα:

 

(1) Ότι ο εφεσείων “δεν είναι πρόσωπο που μπορεί να ενάγει για δικαστική αναγνώριση γιατί είναι τέκνο που γεννήθηκε σε γάμο”.

 

(2) Ότι η εφεσίβλητη 1 δεν είναι πρόσωπο που μπορεί να εναχθεί γιατί ο αποβιώσας Κώστας Παπαδήμας δεν είναι γονέας “που δεν προέβηκε στην αναγκαία για την εκούσια αναγνώριση δήλωση”.

 

(3) Ότι υπάρχει αντίφαση στη διατύπωση των αιτούμενων θεραπειών αλλά και στην ίδια τη θεραπεία (β).

 

Εν όψει των πιο πάνω συμπερασμάτων του το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το αίτημα για παραπομπή του ζητήματος της συνταγματικότητας των πιο πάνω άρθρων 11(1) (γ) και 22(3) στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 144 του Συντάγματος, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί γιατί δεν ήταν ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης.

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τις υπόλοιπες [*560]προδικαστικές ενστάσεις. Για τους λόγους που εξήγησε, στους οποίους δεν παρίσταται ανάγκη να αναφερθούμε, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και τις δύο θεραπείες.  Σε ό,τι αφορά τη θεραπεία (α) έκρινε ότι το αίτημα εναντίον της εφεσίβλητης 1 “μπορεί να χαρακτηριστεί επιπόλαιο, ενοχλητικό, αδύνατο και πρόωρο και ότι ο εφεσείων στερείται τέτοιας βάσης αγωγής”. Σε ό,τι αφορά τη θεραπεία (β) έκρινε ότι αυτή “δεν είναι διαθέσιμη στο Νόμο”.

 

Καθώς έχει προαναφερθεί το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί επί του ζητήματος της παραγραφής. Εύλογα λοιπόν το ζητημα αυτό δεν έχει θιγεί με τους λόγους έφεσης.

 

Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε τα εξής:

 

Το ζήτημα της παραγραφής άπτεται αυτής τούτης της εξουσίας ή της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να επιληφθεί μιας υπόθεσης. Για να δανεισθούμε από τις, επί του προκειμένου, αρχές που εφαρμόζονται στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία υπενθυμίζουμε ότι αυτές υπαγορεύουν ότι οι προθεσμίες πρέπει να τηρούνται σε όλες τις περιπτώσεις σαν θέμα δημοσίου συμφέροντος (Moran v. Republic, 1 R.S.C.C. 10, 13). Υπαγορεύουν ακόμη ότι το ζήτημα της προθεσμίας μπορεί να εγερθεί ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (Megalemou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 581, 585). Παρόμοιες πρόνοιες σε σχέση με την προθεσμία συναντούμε και στον Ελληνικό Αστικό Κώδικα (βλ. αρ. 1470). Στο βιβλίο του “Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο” ο Εφέτης Βασίλης Αντ. Βαθρακοκοίλης, σελ. 428, υποδεικνύει ότι το ζήτημα της προθεσμίας “μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως”. Τονίζουμε ότι η αναφορά μας στις νομολογιακές αρχές που έχουν διατυπωθεί στις υποθέσεις Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας δεν πρέπει να εκληφθεί ότι οι αρχές αυτές εφαρμόζονται και στην πολιτική δικαιοδοσία. Η αναφορά έγινε για να καταδειχθεί η σπουδαιότητα του ζητήματος της παραγραφής. Η πολιτική δικαιοδοσία διέπεται από τους δικούς της κανόνες. Σε σχέση δε με το ζήτημα που μας απασχολεί αυτό εξετάζεται εφόσον εγερθεί στα δικόγραφα (Βλ. Φεσσά κ.ά. ν. Κασάπη (1994) 1 Α.Α.Δ. 337, 347, στην οποία υποδεικνύεται πως “αν ο διάδικος υπέρ του οποίου λειτουργεί η παραγραφή, δεν την εγείρει στο δικόγραφο του, τότε η υπόθεση προχωρεί στην εκδίκαση”. Στην ίδια υπόθεση υποδεικνύεται, επίσης, πως επιτυχία της ένστασης οδηγεί στην αναστολή της διαδικασίας.

 

Παρόλο που στην πολιτική διαδικασία η πρόνοια για παρα[*561]γραφή δεν έχει εξ αρχής την ίδια καταλυτική ενέργεια όπως συμβαίνει στο θέμα της προθεσμίας στην Αναθεωρητική δικαιοδοσία, εν τούτοις από τη στιγμή που τίθεται θέμα παραγραφής δεν πρέπει να προωθείται ο,τιδήποτε άλλο εκτός αν πρώτα το Δικαστήριο καταλήξει ότι δεν ευσταθεί. Εφόσον όμως το δικαστήριο διαπιστώσει ότι πράγματι υπάρχει ζήτημα παραγραφής τότε υπάρχει απόλυτη αδυναμία να τεθεί οποιοδήποτε άλλο θέμα για εξέταση ενώπιον του Δικαστηρίου όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας.

 

Επομένως, με την έγερση θέματος παραγραφής προκύπτει κατάσταση όμοια με εκείνη της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας σε ό,τι αφορά την εξέταση άλλων ζητημάτων. Εδώ, αφού  ηγέρθη το θέμα της παραγραφής  ήταν το πρώτο που θα έπρεπε να είχε εξεταστεί γιατί απολήγει σε δικαιοδοτικό. Ήταν επομένως άτοπη η εξέταση άλλου θέμαατος από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Το ίδιο επίσης άτοπο θα ήταν να εξετάζαμε εμείς το ζήτημα της παραγραφής. Και αυτό, όχι μόνο διότι ελλείπει η διατύπωση σχετικού λόγου έφεσης, που εξηγείται από το ότι δεν υπήρξε δικαστική κρίση την οποία ο εφεσείων να μπορεί να προσβάλει, αλλά και διότι στο τεθέν θέμα παραγραφής είχαν αντιταχθεί συνταγματικά ζητήματα που δεν θα μπορούσαμε εμείς να εξετάσουμε όπως δεν θα μπορούσε και το πρωτόδικο δικαστήριο (βλ. Νικολάου, πιο πάνω). Το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε κατά πρώτο λόγο να είχε κατευθύνει την προσοχή του στην παραπομπή των θεμάτων συνταγματικότητας στο Ανώτατο Δικαστήριο ώστε να έχει τις απαντήσεις ως το υπόβαθρο για να εξετάσει το τεθέν θέμα παραγραφής. Χωρίς κατάληξη σε αυτό το θέμα, το δικαιοδοτικό, τα υπόλοιπα δεν έχουν νόημα. Εσφαλμένα λοιπόν το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε πρώτα το ζήτημα της παραγραφής και εσφαλμένα έκρινε ότι η επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας των σχετικών άρθρων δεν ήταν αναγκαία για την διάγνωση της ενώπιον του υπόθεσης.

 

Για τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι έπρεπε να είχε επιλυθεί πρώτα το ζήτημα της παραγραφής. Η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο δικαστήριο για να επιληφθεί πρώτα του ζητήματος της παραγραφής. Σε περίπτωση που ο εφεσείων εξακολουθεί να εμμένει επί του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας το ζήτημα αυτό να παραπεμφθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 144 του Συντάγματος, αφού πρώτα διατυπωθεί με τον δέοντα τρόπο για να δείχνει καθαρά το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας (Βλ. Milioti and 2 others v. Hussein (1963) 2 C.L.R. [*562]287).

 

Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα ακυρώνεται. Τα έξοδα πρωτόδικα και τα έξοδα της έφεσης να παραμείνουν στην πορεία και να αναμένουν την έκβαση της αίτησης.

 

Εκδίδεται διαταγή ως ανωτέρω.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο