Αναφορικά με την αίτηση του Σπύρου Γεωργίου, Αίτηση αρ. 3/2001, 14 Φεβρουαρίου, 2001 Αναφορικά με την αίτηση του Σπύρου Γεωργίου, Αίτηση αρ. 3/2001, 14 Φεβρουαρίου, 2001

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αίτηση αρ. 3/2001

 

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με την αίτηση του Σπύρου Γεωργίου

από τη Γεροσκήπου, για έκδοση άδειας υποβολής αίτησης

για την έκδοση διατάγματος της φύσεως certiorari

- και -

Αναφορικά με την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 22/1/01,

με την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απέρριψε

τη μονομερή αίτηση του αιτητή ημερ. 9/1/01, η

οποία καταχωρήθηκε στην αγωγή αρ. 4706/00

-------------------------

Ημερομηνία: 14 Φεβρουαρίου, 2001

Για τον αιτητή: Π. Κλεοβούλου

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής είναι ενάγων στην αγωγή αρ. 4706/2000 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Εναγόμενη είναι η πεθερά του. Η τελευταία είναι ιδιοκτήτρια οικοδομής στην οδό Αγίου Ανδρέου 39 στη Γεροσκήπου. Στο ισόγειο διαμένει η ίδια. Υπάρχουν και δύο ανώγειες κατοικίες, που αποτελούν μέρος της ίδιας οικοδομής. Στη μια (που βρίσκεται στα δυτικά) ζει μία από τις κόρες της εναγόμενης. Η άλλη ανώγειος κατοικία είναι το αντικείμενο της αγωγής. Αποκτήθηκε, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, προ ή κατά τη διάρκεια του γάμου του με άλλη κόρη της εναγόμενης. Ο αιτητής διεκδικεί από την εναγόμενη το 1/2 μερίδιο της περιουσίας αυτής.

Η παραπάνω αγωγή κατατέθηκε στις 11/12/00. Με αίτηση του ημερ. 9/1/01, ο αιτητής ζήτησε προσωρινό διάταγμα που θα απαγόρευε στην εναγόμενη να αποξενώσει με οποιοδήποτε τρόπο το 1/2 μερίδιο της εν λόγω κατοικίας. Κατά την ακρόαση, ο πρωτόδικος δικαστής έθεσε, αυτεπάγγελτα, θέμα δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Αφού άκουσε το δικηγόρο του αιτητή, κατέληξε ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της αίτησης για την έκδοση τέτοιου διατάγματος. Στην απόφαση του, που, με άλλα έγγραφα, είναι συνημμένη στην κρινόμενη αίτηση, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποκλειστική αρμοδιότητα στο ζήτημα έχει το Δικαστήριο Οικογενειακών Διαφορών. Ο αιτητής αισθάνεται ότι η απόφαση στο δικαιοδοτικό ζήτημα είναι λανθασμένη. Γιαυτό και ζητά την άδεια μου να καταθέσει αίτηση για certiorari.

Χρειάζεται συμπλήρωση η εικόνα που έχει σχηματισθεί με το υλικό φυσικά που προσκομίστηκε. Ο αιτητής τέλεσε αρραβώνα με την κόρη της εναγόμενης το Μάρτιο του 1996 και το γάμο του με αυτή τον Ιούνιο του 1998. Άρχισε, στο αναμεταξύ, να κτίζεται, από το 1997, το συζυγικό σπίτι (στην ιδιοκτησία της μητέρας). Τέλειωσε πριν από το γάμο και στέγασε το ζεύγος από τότε μέχρι τη ρήξη της σχέσης τους, τον Ιούλιο του 2000. Το κόστος της οικοδομής ανήλθε, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς του αιτητή, σε £40.000. Ο ίδιος κατέβαλε σε μετρητά, προμήθεια οικοδομικών υλικών και προσφορά προσωπικής εργασίας, τουλάχιστο το ήμισυ της δαπάνης.

Από τη γενική οπισθογράφηση απαιτήσεως προκύπτει ότι ο αιτητής, επικαλούμενος το δίκαιο των καταπιστευμάτων (trusts), αξιώνει από την εναγόμενη: (α) το 1/2 μερίδιο ή άλλο μερίδιο, όπως ορίσει το δικαστήριο, στο συζυγικό σπίτι. (β) διάταγμα εναντίον της εναγόμενης και των αντιπροσώπων της να του παραδώσουν ελεύθερη κατοχή του παραπάνω μεριδίου. και (γ) διάταγμα εγγραφής τέτοιου μεριδίου στο όνομα του.

Ο πρωτόδικος δικαστής στην απορριπτική του απόφαση επισκοπεί τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες, που ενσωματώνουν τη μεταρρύθμιση που συντελέστηκε στον τομέα του οικογενειακού δικαίου. Ειδικό βάρος έθεσε στις εξελίξεις που επέφεραν οι τροποποιήσεις του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91 (τροποποιητικοί νόμου 34(1)/96 και 25(1)/98). Σημασία επίσης απέδωσε στο νέο ορισμό του όρου “περιουσιακές σχέσεις” που έχει εισαχθεί με την τροπολογία του ν. 26(1)/98 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου αρ. 23/90. Το άλλο έρεισμα της απόφασης αποτέλεσαν οι αποφάσεις: αίτηση αρ. 45/99 Μανώλης Γιάγκου ημερ. 14/9/99 και Έφεση αρ. 103 (Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου) Παναγιώτη Λογγίνου ν. Θέκλας Λογγίνου, ημερ. 26/7/2000.

Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ενώπιον μου ότι οι υποθέσεις εκείνες διακρίνονται. Η ειδοποιός διαφορά, κατά την αντίληψη του, έγκειται στο ότι στην προκείμενη περίπτωση η διένεξη δεν είναι μεταξύ συζύγων, όπως στις άλλες, αλλά μεταξύ του αιτητή και τρίτου προσώπου. Ο πρωτόδικος δικαστής αντιμετώπισε με σειρά συλλογισμών του την εισήγηση αυτή για να αποφασίσει τελικά ότι:

“............η έγερση της αγωγής εναντίον διάδικου η οποία δεν τυγχάνει να είναι σύζυγος δεν μεταβάλλει με οποιοδήποτε τρόπο το αντικείμενο αυτής της αγωγής το οποίο δεν παύει παρά ταύτα να είναι περιουσιακή διαφορά μεταξύ των εν διαστάσει συζύγων.”

Υπέδειξα στον κ. Κλεοβούλου ότι υπάρχει πρόσφατη νομολογία, που εμπεδώνει την αρχή της υπόθεσης Aνθίμου (1991) 1 A.A.Δ. 41, ότι μόνο όπου υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατή η έκδοση certiorari. Δεν αρκεί ότι εμπλέκεται σε μια υπόθεση δικαιοδοτικό ζήτημα. Καταβάση ο συνήγορος ανέφερε ότι έχουμε εδώ περίπτωση παροχής προσωρινής προστασίας και ότι το θέμα επείγει.

Παρεμβαίνοντας κατά τη συζήτηση, είχα υπόψη μου την απόφαση της Ολομέλειας στην Π.Ε. 9906 Σταύρος Μεστάνας, ημερ. 22/9/00. Η ουσία είναι ότι:

“Απαιτούνται εξαιρετικές περιστάσεις και κατ’ ανάγκη αυτές διακριβώνονται με τη σύγκριση των δυνατοτήτων που προσφέρει η μια ή η άλλη από τις διαθέσιμες θεραπείες.”

Η απόφαση του Κωνσταντινίδη Δ., στην αίτηση 94/2000 της Hellenger Trading Ltd. ημερ. 30/11/2000 ήταν μια από τις πρόσφατες υποθέσεις εφαρμογής της αρχής. Βλέπε και αίτηση αρ. 95/00 Tavira Shipping & Trading S.A., ημερ. 8/11/00. Στη Hellenger Trading Ltd γεννήθηκε θέμα δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να εγγράψει διάταγμα της Δημοκρατίας της Σλοβενίας για σκοπούς εκτέλεσης του, κατ’ επίκληση του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996, Ν. 61(1)/96.

Παρά τις δικαιοδοτικές πτυχές της υπόθεσης, που ο Κωνσταντινίδης Δ. χαρακτήρισε συζητήσιμες, αρνήθηκε την εξέταση του θέματος για τους παρακάτω λόγους:

“Καταλήγω πως ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι’ αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.”

Ας σημειωθεί ότι στην ίδια υπόθεση έγινε αναφορά σε σχόλιο στους Halsbury’ s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 11, σελ. 140, παράγρ. 265, το οποίο επαναλαμβάνει στην ουσία ο Basu στο “Commentary on the Constitution of India” 6η έκδοση, τόμος Ι, σελ. 375, ότι το certiorari εκδίδεται αυτοδικαίως σε περιπτώσεις που αναφύεται ζήτημα δικαιοδοσίας. Οι υποθέσεις στις οποίες παραπέμπουν τα σχόλια, όπως δείχνει η έρευνα του Κωνσταντινίδη Δ., δεν υποστηρίζουν την απολυτότητα με την οποία διατυπώνεται η παρατήρηση.

Καταλήγω ότι δεν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν την παράκαμψη του ένδικου μέσου της έφεσης, το οποίο θα μπορούσε να παράσχει εξίσου αποτελεσματική θεραπεία.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

Σ. Νικήτας,

Δ.

 

/Κασ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο