Δημητρίoυ Παρασκευάς ν. Γαβριήλ Γαβριήλ (2001) 1 ΑΑΔ 16

(2001) 1 ΑΑΔ 16

[*16]19 Ιανουαρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΡΑΣΚΕΥAΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

ν.

ΓΑΒΡΙΗΛ ΓΑΒΡΙΗΛ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10746)

 

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Χρήση διαφορετικών ένδικων μέσων για επιδίωξη του ιδίου σκοπού ― Καταχώρηση έφεσης εναντίον απόφασης σε αγωγή και καταχώρηση νέας αγωγής όμοιων ως προς το αντικείμενό τους ― Απόρριψη της νέας αγωγής προς αποτροπή κατάχρησης της διαδικασίας του Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου αξιώνοντας αποζημιώσεις για τραύματα και ζημιές που κατ’ ισχυρισμόν υπέστη σε τροχαίο ατύχημα.  Η αγωγή απερρίφθη και ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της απόρριψης. Περαιτέρω καταχώρησε και δεύτερη αγωγή με όμοια αξίωση εναντίον δύο εναγομένων, του εφεσίβλητου και τρίτου.

Με αίτηση του ο εφεσίβλητος ζήτησε την απόρριψη της αγωγής για κατάχρηση της διαδικασίας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η προώθηση της αγωγής ήταν καταχρηστική και κατέληξε πως η απόρριψη της αγωγής ήταν το ενδεδειγμένο μέτρο για την καταστολή της κατάχρησης.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την έφεση επιχειρείτο η αναβίωση της πρώτης αγωγής για να τεθεί, διά μέσου της, η αξίωση του εφεσείοντος ενώπιον του Δικαστηρίου, οπότε θα υπήρχαν δύο διαδικασίες, με πανομοιότυπο στόχο, είναι ορθή.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

[*17]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Διευθυντής των Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,

Beogradska DD (1996) 1 Α.Α.Δ. 911,

Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965,

Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453,

P. Georghiou (Catering) Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,

Δημητρίου ν. Γαβριήλ (2000) 1 Α.Α.Δ. 595,

Lawrence v. Norreys [1890] 15 App. Cas. 210,

Slough Estates v. Slough B.C. [1967] 2 All E.R. 271,

Δημοκρατία ν. Υψαρίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 280.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Μάρκου, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 28/2/2000 (Αγωγή Αρ. 4700/99) με την οποία απορρίφθηκε η αξίωσή του για αποζημιώσεις για τραύματα και ζημιές τις οποίες κατ’ ισχυρισμό υπέστη σε τροχαίο ατύχημα, την ευθύνη για το οποίο απέδιδε στον εφεσίβλητο.

Μ. Πιερίδης, για τον Εφεσείοντα.

Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων καταχώρισε την αγωγή αρ. 6401/91 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με αξίωση την επιδίκαση αποζημιώσεων κατά του εφεσίβλητου για τραύματα και ζημιές που κατ’ ισχυρισμόν υπέστη σε τροχαίο ατύχημα, την ευθύνη για το οποίο του απέδιδε. Η αγωγή απερρίφθη, ο εφεσείων άσκησε κατά της απόρριψης την Πολιτική Έφεση 10511, αλλά δεν αρκέ[*18]στηκε σε αυτό. Καταχώρισε και δεύτερη αγωγή την 4700/99, με όμοια αξίωση. Αυτή τη φορά, όμως, εναντίον δυο εναγομένων, του εφεσιβλήτου και τρίτου.

Με αίτησή του ο εφεσίβλητος ζήτησε την απόρριψη της αγωγής για δυο εναλλακτικούς λόγους. Πρώτα, κατ΄επίκληση δεδικασμένου, θέση που δεν ευδοκίμησε. Ήταν πρόδηλη η ταυτότητα προσώπου και επιδίκου θέματος αλλά δεν ήταν γνωστός ο λόγος για τον οποίο είχε απορριφθεί η πρώτη αγωγή. Δεν είχαν προσκομιστεί τα πρακτικά του Δικαστηρίου και, όπως αποφασίστηκε, δεν ήταν δυνατό, ενόψει αυτής της έλλειψης να διαμορφωθεί συγκεκριμένη άποψη. Αυτή η πτυχή της πρωτόδικης απόφασης δεν αποτελεί αντικείμενο της έφεσης και δεν μας απασχόλησε. Μετά, για κατάχρηση της διαδικασίας, αφού για τον ίδιο σκοπό προωθούνταν δυο διαδικασίες. Εκείνη της έφεσης και η δεύτερη αγωγή. Η πρωτόδικος δικαστής, καθοδηγούμενη από τις υποθέσεις Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 και Beogradska DD (1996) 1 A.A.Δ. 911, έκρινε πως η προώθηση της αγωγής ήταν σαφώς καταχρηστική. Αναφέρθηκε στις επιλογές που προσφέρονταν σε τέτοιες περιπτώσεις και κατέληξε πως η απόρριψη της αγωγής ήταν το ενδεδειγμένο μέτρο για την καταστολή της κατάχρησης.

Η έφεση αφορά σ’ αυτή την απόφαση και εγείρει πρώτα ο εφεσείων ορισμένα προκαταρκτικά ζητήματα. Εισηγείται πως:

(α)  Η αίτηση για απόρριψη της αγωγής, ενόψει της Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965 ήταν άκυρη αφού δεν αναφέρονταν σ΄αυτή οι κανονισμοί στους οποίους στηριζόταν.

(β)  Η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση περιλάμβανε εξ ακοής μαρτυρία η πηγή της οποίας δεν εξειδικεύθηκε.

(γ)  Δεν προσκομίστηκε προφορική μαρτυρία προς απόδειξη των “αμφισβητούμενων γεγονότων”, αντίθετα προς την Vuitton v. Δερμοσακ Λτδ και άλλης Λτδ (1992) 1 A.A.Δ. 1453.

(δ)  Δεν υπήρχε το αναγκαίο υπόβαθρο για την εξέταση νομικού θέματος στο πλαίσιο της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ιδίως αφού δεν είχε προσκομιστεί μαρτυρία πως εκκρεμούσε ακόμα η έφεση που είχε ασκηθεί. Όπως εισηγείται, το σκεπτικό του Δικαστηρίου βασίστηκε σε υπόθεση.

[*19]Είναι ορθή η εισήγηση του εφεσίβλητου πως όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί στερούνται ερείσματος. Σημειώνουμε πρώτα πως υποβλήθηκαν κατά παραγνώριση των θεσμικών αλλαγών. Έχουμε υπόψη πρώτα την τροποποίηση της Δ.64 οπότε, όπως εξηγήθηκε στην P. Georghiou (catering) Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, η μη συμμόρφωση προς τους θεσμούς συνιστά θεραπεύσιμη, ανάλογα με την περίσταση, παρατυπία.  Επίσης την τροποποίηση της Δ.48 θ.4 σε σχέση με τη θεμελίωση των γεγονότων για τους σκοπούς της ενδιάμεσης αίτησης (βλ. τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 3) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1999). Ανεξάρτητα, όμως από αυτά, όσα προτάθηκαν στερούνται υπόβαθρου. Στην αίτηση αναφέρονται οι Κανονισμοί 27 και 48 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας και δεν έχουμε καν εισήγηση αναφορικά με το τί, κατά την αντίληψη του εφεσείοντα, έλειπε. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκαν αλλά, όπως δηλώθηκε στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ένσταση, ήταν παραδεκτοί. Ήταν, δηλαδή παραδεκτό ότι η δεύτερη αγωγή είχε “το ίδιο επίδικο θέμα” με την πρώτη, όπως άλλωστε επιμαρτυρούσαν και τα δικόγραφα που είχαν επισυναφθεί. Επίσης, ότι η έφεση που ασκήθηκε, εκκρεμούσε. Δεν ετίθετο, λοιπόν θέμα απόδειξης οποιουδήποτε ισχυρισμού, για να είναι καν νοητή η συζήτηση ως προς τα μέσα απόδειξης. Ό,τι εκδηλώθηκε ως διαφορά, ήταν η αντιγνωμία αναφορικά με τις επιπτώσεις που ο παραδεκτός πυρήνας των γεγονότων επέφερε.

Τίποτε από τα πιο πάνω δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως ούτε και εκδηλώθηκε αμφισβήτηση, όπως σημείωσε η πρωτόδικος δικαστής, αναφορικά με τη δυνατότητα προκαταρκτικής εκδίκασης του θέματος. Ούτως ή άλλως είναι πράγματι χωρίς έρεισμα και η εισήγηση πως έλειπε το αναγκαίο υπόβαθρο. Όσα δεδομένα στήριξαν την πρωτόδικη απόφαση ήταν παραδεκτά και η πρωτόδικος δικαστής, στην προσπάθειά της να καλύψει κάθε πτυχή, αναφέρθηκε και στο νομολογιακά καθιερωμένο πως το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία για παρεμπόδιση της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του.

Είναι, όμως, αβάσιμα και τα άλλα επιχειρήματα του εφεσείοντα.  Επανέφερε κατ’ αρχάς την αστήριχτη εισήγηση πως δεν είχε αποδειχθεί ότι η έφεση εκκρεμούσε ενώ, μάλιστα, στο ίδιο το περίγραμμα της αγόρευσής του, εξηγεί πως η απόφαση του Εφετείου εκδόθηκε μετά την απόρριψη της αγωγής. (Βλ. Παρασκευάς Δημητρίου ν. Γαβριήλ Γαβριήλ (2000) 1 Α.Α.Δ. 595). Στη συνέχεια, αποπειράται διαφοροποίηση των σκοπών και της εμβέλειας της έφεσης και της αγωγής.  Θεωρεί ότι ενείχε σημασία το γεγονός ότι η αγω[*20]γή στρέφεται τώρα και εναντίον δεύτερου εναγόμενου. Επίσης το γεγονός ότι η έφεση στρέφεται και κατά της καταδίκης του σε έξοδα.

Ο εφεσίβλητος χαρακτηρίζει την προσθήκη δεύτερου εναγόμενου ως “έντεχνη αλλαγή” αλλά δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στις σκοπιμότητες. Η διαδικασία δεν αφορούσε στην αγωγή και του δεύτερου εναγόμενου και η προσθήκη του δεν παρενέβαλε εμπόδιο στις διεκδικήσεις του εφεσίβλητου αναφορικά με τη δυνατότητα προώθησης της αγωγής, στην έκταση που τον αφορούσε. Το γεγονός δε ότι η έφεση αφορά και στα έξοδα της αγωγής που απορρίφθηκε, δεν μεταβάλλει την ουσία του πράγματος. Η καταδίκη του εφεσείοντα στα έξοδα ήταν συνακόλουθο της απόρριψης της αγωγής του και το θέμα στην έφεση δεν είχε αυτοτέλεια. Εν πάση περιπτώσει, ό,τι αποτελούσε το αντικείμενο της συζήτησης ήταν η αιτία της αγωγής.

Η πρωτόδικος δικαστής είδε το θέμα ορθά. Εξήγησε ότι με την έφεση επιχειρείτο η αναβίωση της πρώτης αγωγής για να τεθεί, δια μέσου της, η αξίωση του εφεσείοντα ενώπιον του Δικαστηρίου, οπότε θα είχαμε δυο διαδικασίες, με πανομοιότυπο στόχο. Η κρίση της πως, αφού ο εφεσείων απέβλεπε ουσιαστικά στην προώθηση δυο αγωγών, ίδιων μεταξύ τους σε ό,τι αφορούσε στον εφεσίβλητο, έχουμε εξόφθαλμη κατάχρηση, μας βρίσκει σύμφωνους.

Ο εφεσείων ήγειρε ένα τελευταίο θέμα. Εισηγείται πως, εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να προκρίνει ως μέσο καταστολής της κατάχρησης την αναστολή και όχι την απόρριψη της αγωγής. Αναφέρεται στην Lawrence v. Norreys [1890] 15 App. Cas. 210, 219 που υιοθετήθηκε στην Beogradska DD (ανωτέρω) σύμφωνα με την οποία η εξουσία για απόρριψη πρέπει να ασκείται φειδωλά και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Επικαλείται περαιτέρω την Slough Estates v. Slough B.C. [1967] 2 All E.R. 271 που επίσης υιοθετήθηκε στην πιο πάνω υπόθεση σύμφωνα με την οποία είναι επιθυμητό να καλείται ο διάδικος να επιλέξει ποιά από τις δυο διαδικασίες επιθυμεί να προωθήσει, όπως έγινε και στη Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 280. Η πρωτόδικος δικαστής έστρεψε και επ’ αυτού την προσοχή της. Το αντιμετώπισε ως εξής:

“Με δεδομένη πλεον την κατάχρηση, το επόμενο ερώτημα είναι ποιο μέτρο θα πρέπει να επιβάλω στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έχει διαπιστωθεί στην υπόθεση Βeogradska (πιο πάνω) ότι η δική μας νομολογία έχει υιοθετήσει σε θέματα κατάχρησης δικαιοδοσίας Δικαστηρίου τόσο το μέτρο της απόρριψης όσο και το [*21]μέτρο της αναστολής. Στην ίδια υπόθεση αναφέρεται επιπρόσθετα το εξής:

‘Χωρίς να επιχειρούμε την διατύπωση ενός άκαμπτου κανόνα, θεωρούμε ότι εκεί που η μεταγενέστερη διαδικασία καλύπτει ουσιωδώς τα ίδια ζητήματα αυτή πρέπει να απορρίπτεται.  Εκεί που καλύπτει ζητήματα τα οποία δεν εγείρονται καθόλου στην προγενέστερη διαδικασία τότε πρέπει να αναστέλλεται μέχρι την εκδίκαση της προγενέστερης διαδικασίας.΄

Όπως αναφέρεται στην Beogradska (πιο πάνω), άκαμπτος κανόνας στην επιλογή του μέτρου δεν υπάρχει.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν βλέπω τη χρησιμότητα του λιγότερου δραστικού μέτρου, της αναστολής δηλαδή της παρούσας διαδικασίας μέχρι την εκδίκαση της Έφεσης στην Αγωγή 6401/91.  Επιπλέον στη συγκεκριμένη περίπτωση τέτοιο μέτρο δεν συνάδει με τον αυστηρό τρόπο που πιστεύω ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται διάδικοι οι οποίοι χρησιμοποιούν περιττές διαδικασίες στα Δικαστήρια.  Διευκρινίζω βέβαια ότι η αναφορά μου σε αυστηρή αντιμετώπιση, γίνεται όχι με την έννοια της τιμωρίας προς τον Ενάγοντα αλλά υπό το φως της γενικής αντιμετώπισης που πιστεύω ότι θα πρέπει να ακολουθούν τα Δικαστήρια με σκοπό την αποφυγή της πολλαπλότητας διαδικασιών και της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και έχοντας συνάμα κατά νου την ταλαιπωρία που υφίσταται ο διάδικος (στην προκειμένη περίπτωση ο Εναγόμενος 1 - Αιτητής) ο οποίος αναγκάζεται να αντιμετωπίζει την υπόθεσή του σε περισσότερα πεδία από ότι αναμένεται.  Κατά συνέπεια, πιστεύω ότι η Αγωγή εναντίον του Εναγομένου 1 θα πρέπει να απορριφθεί.”

Δεν μπορούμε να διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πιο πάνω προσέγγιση.  Η πρώτη αγωγή κάλυπτε, ως προς τον εφεσίβλητο, όλα τα θέματα της δεύτερης και, στη βάση της αρχής που τέθηκε, η δεύτερη αγωγή ορθά απορρίφθηκε.  Περαιτέρω το θέμα της κατάχρησης είχε εγερθεί με επί τούτου αίτηση και ήταν η σταθερή θέση τού εφεσείοντα, ως το τέλος, πως ήθελε την προώθηση και των δυο διαδικασιών.

Μια τελευταία παρατήρηση.  Ο εφεσείων επικαλείται και “το θεμελιώδες δικαίωμα να εκθέσει τη θέση του και να ακουστεί στην ουσία της υπόθεσης του (Άρθρο 30 του Συντάγματος και Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) σε μια έγκυρη και δίκαιη δίκη”. Ο εφεσείων δεν στερήθηκε κανενός δικαιώματός του. Τα πράγματα είναι εντελώς αντίστροφα.  Είναι η επι[*22]θυμία του να προωθεί το ίδιο θέμα σε δυο διαδικασίες που κρίθηκε ανεπίτρεπτη. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο