Τσιμεντοποιία Βασιλικού Λτδ. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρoυ (2001) 1 ΑΑΔ 23

(2001) 1 ΑΑΔ 23

[*23]22 Ιανουαρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ

ΤΣΙΜΕΝΤΟΠΟΙΙΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΛΤΔ.,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10570)

 

Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Δικαστική παρέμβαση ― Είναι δυνατή δυνάμει των ακολούθων διατάξεων του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4: (α) Άρθρο 20(2), εξουσία ακύρωσης της απόφασης, (β) Άρθρο 19, εξουσία αναπομπής και (γ) Άρθρο 27(1), εξουσία παραπομπής ― Κατά πόσο στην παρούσα υπόθεση υπήρχε εξουσία παραπομπής της διαιτητικής απόφασης είτε κάτω από το Άρθρο 27(1)(α) είτε κάτω από το Άρθρο 27(1)(β) του Κεφ. 4.

Εφετείο ― Εισηγήσεις Εφετείου ― Διαιτησία ― Επιβάλλεται η αναθεώρηση και ο εκσυγχρονισμός του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 ούτως ώστε ο θεσμός να ανταποκριθεί καλύτερα στις προσδοκίες όσων προσφεύγουν σε διαιτησία.

Η εφεσίβλητη εξεμίσθωσε, με γραπτή συμφωνία, το λιμάνι της στο Βασιλικό στην εφεσείουσα για περίοδο 50 χρόνων.  Στη συνέχεια προέκυψαν διαφορές μεταξύ των δύο διαδίκων, αναφορικά με την ερμηνεία της συμφωνίας, σχετιζόμενες με τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών για την εκμίσθωση και παραχώρηση του λιμανιού σε τρίτους. Αυτή η διένεξη παραπέμφθηκε από κοινού σε δύο Διαιτητές.

Κατά τη διαιτητική δίκη, η εφεσίβλητη πρόβαλε προδικαστική ένσταση ότι η αξίωση της εφεσείουσας αφορούσε θέματα που εμπίπτουν αποκλειστικά στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.  Και κατά συνέπεια εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του Διαιτητικού Δικαστηρίου.  Με την απόφαση του το Διαιτητικό Δικαστήριο αποδέχθηκε την ένσταση της [*24]εφεσίβλητης.

Η εφεσείουσα αποτάθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο, με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 27(1)(β) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, (ο Νόμος), ζητώντας να διαταχθούν οι Διαιτητές να παραπέμψουν υπόθεση με υπόμνημα και υπό μορφή ειδικής υπόθεσης τη διαιτητική απόφαση, για απόφαση από το Δικαστήριο.

Το Δικαστήριο επεσήμανε στην απόφαση του ότι οι Διαιτητές δεν παρέπεμψαν ότι ακριβώς τους ζητήθηκε, δηλαδή, τη διαιτητική απόφαση ως ειδική υπόθεση, αλλά δύο ερωτήματα νομικού περιεχομένου χωρίς να προσδιορίσουν το αντικείμενο της παραπομπής.  Απέρριψε την αίτηση χωρίς να απαντήσει στα τεθέντα ερωτήματα.  Τη θεώρησε ως προσπάθεια που απέβλεπε στην αναθεώρηση της ορθότητας της διαιτητικής απόφασης από το Δικαστήριο.  Η απόφαση των Διαιτητών, όπως παρατήρησε, ήταν τελεσίδικη με την έννοια ότι δεν άφησε καμμιά εκκρεμότητα ούτε επιφύλαξε οτιδήποτε για την κρίση του Δικαστηρίου.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.  Ισχυρίστηκαν μεταξύ άλλων ότι το διάβημα μπορούσε να γίνει οποτεδήποτε χωρίς χρονικό περιορισμό, δηλαδή και μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, ότι οι αυθεντίες που χρησιμοποιεί η πρωτόδικη απόφαση δεν αφορούν την ορθή ερμηνεία του Άρθρου 27(1)(β) του Νόμου και ότι τα θέματα αντιμετωπίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως να εμπίπτουν στο Άρθρο 27(1)(α), ενώ το αίτημα έγινε κάτω από το 27(1)(β).

Η εφεσίβλητη ήγειρε θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Υπέβαλε ότι αφού η απόφαση είναι τελική και δεν περιέχει επιφυλάξεις δεν είναι νοητή η δικαστική παρέμβαση κατ’ επίκληση των διατάξεων του Άρθρου 27.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της διαιτησίας είναι ο περιορισμός των ένδικων μέσων κατά της διαιτητικής απόφασης.  Έτσι, ο περί Διαιτησίας Νόμος, Κεφ. 4 επιτρέπει την ακύρωση μιας τέτοιας απόφασης για τους περιορισμένους λόγους που εκθέτει το Άρθρο 20(2).  Ένας  άλλος τρόπος, με τον οποίο εκδηλώνεται ο εποπτικός ρόλος του Δικαστηρίου, είναι η εξουσία αναπομπής που παρέχει σ’ αυτό το Άρθρο 19.

2.  Εξουσία για δικαστική παρέμβαση παρέχεται και από το Άρθρο 27.  Από την επισκόπηση των αυθεντιών προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση των προνοιών του σε περιπτώσεις όπως η παρούσα που το [*25]Διαιτητικό Δικαστήριο έχει εκτελέσει την αποστολή του στην υπόθεση που του ανατέθηκε με την έκδοση της τελικής του ετυμηγορίας και έχει καταστεί, κατά τη λατινική έκφραση, functus officio.  Δεν είναι νοητό μετά την έκδοση τελικής και χωρίς επιφυλάξεις απόφασης από το Διαιτητή να επιδιωχθεί διορθωτική παρέμβαση του Κρατικού Δικαστηρίου με το μηχανισμό του Άρθρου 27.  Διαφορετικά ο Διαιτητής, παραπέμποντας την υπόθεση διαπράττει υπέρβαση εξουσίας.

3.  Η αίτηση παραπομπής υποβλήθηκε μετά την ολοκλήρωση της διαιτητικής διαδικασίας και την έκδοση της απόφασης, η οποία δεν άφηνε οτιδήποτε σε εκκρεμότητα. Η αρμοδιότητα έληξε εκεί.  Δεν υπήρχε πια εξουσία παραπομπής είτε κάτω από την παράγραφο (α) είτε την παράγραφο (β) του εδαφίου 1 του Άρθρου 27.  Ορθά απορρίφθηκε το αίτημα παραπομπής.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

C. T. Cogstad & Co v. H. Newsum, Sons & Co [1921] 2 A.C. 528,

Larrinaga & Co. v. Societe Franco-Americaine Des Phospates DesMedulle [1923] KBD, τόμος 92, σελ. 45.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 11/6/99 (Γενική Αίτηση 230/98) με την οποία απέρριψε την αίτησή της με την οποία ζητούσε να διαταχθούν οι Διαιτητές να παραπέμψουν τη διαιτητική απόφαση, για απόφαση από το Επαρχιακό Δικαστήριο.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για την Εφεσείουσα.

Π. Ιωαννίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η Αρχή Λιμένων Κύπρου (εφεσίβλητη ή Αρχή) [*26]εξεμίσθωσε, με γραπτή συμφωνία ημερ. 14/8/87, το λιμάνι της στο Βασιλικό σε γνωστή εταιρεία κατασκευής τσιμέντων, τη Τσιμεντοποιΐα Βασιλικού Λτδ., για περίοδο 50 χρόνων.  Η τελευταία είχε στο μεταξύ - και κατόπιν συμφωνίας με την Αρχή - δαπανήσει μεγάλο ποσό (αναφέρεται ποσό £6.500.000), για τη βελτίωση και επέκταση των υφιστάμενων λιμενικών εγκαταστάσεων.

Στη συνέχεια είχαν προκύψει διαφορές μεταξύ των διαδίκων, που εντόπισαν στην ερμηνεία της συμφωνίας της 14/8/87 και ειδικότερα σε διαφορές σχετιζόμενες με τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών για την εκμίσθωση και παραχώρηση του λιμένος Βασιλικού ή τμήματος του σε τρίτους.  Είναι αυτή τη διένεξη τους που από κοινού παρέπεμψαν σε δυο Διαιτητές, όπως, προφανώς, προβλέφθηκε από τη συμφωνία διαιτησίας.

Κατά τη διαιτητική δίκη, η εφεσίβλητη πρόβαλε προδικαστική ένσταση ότι η αξίωση της εταιρείας αφορούσε θέματα που εμπίπτουν αποκλειστικά στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.  Κατά συνέπειαν εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του συσταθέντος Διαιτητικού Δικαστηρίου.  Με την απόφαση του, ημερ. 21/5/98, το Δικαστήριο εκείνο αποδέχθηκε την ένσταση της Αρχής.  Έκρινε, για τους λόγους που εξήγησε, ότι τα παραπάνω θέματα δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιτητικής διαφοράς.

Οι Διαιτητές απέρριψαν την προταθείσα από την εφεσείουσα ερμηνεία της παραπάνω συμφωνίας.  Εν πρώτοις επισημάνθηκε, παρόλο που οι διάδικοι την αποκάλεσαν συμφωνία εκμίσθωσης, ότι στην πραγματικότητα ήταν συμφωνία χρήσης του λιμένος.  Στη συνέχεια οι Διαιτητές αποφάνθηκαν ότι: (1) η εξουσία της Αρχής να ρυθμίζει τη χρήση του από τρίτους, όπως προβλέφθηκε από την παραγ. 10.00 της Συμφωνίας, προϋποθέτει δυνατότητα επιλογής των τρίτων καθώς και τη θέση όρων και προϋποθέσεων στις άδειες χρήσης, και (2) τυχόν απόρριψη των αιτημάτων προσώπων για άδεια χρήσης παρέχει προς όσους έχουν έννομο συμφέρον δικαίωμα προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Η απόφαση δεν ικανοποίησε την εφεσείουσα. Αποτάθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 27(1)(β) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, ζητώντας να διαταχθούν οι Διαιτητές να παραπέμψουν υπόθεση με υπόμνημα και υπό μορφή ειδικής υπόθεσης την διαιτητική απόφαση “διά απόφαση υπό του Δικαστηρίου”. Εμπλέκεται όμως και το εδ. 1(α).  Έτσι, θα μπορούσαμε εδώ, να παραθέσουμε ολοκληρωμένο το εδάφιο:

[*27]“27(1)  Ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής δύναται, και υποχρεούται αν διαταχθεί από το Δικαστήριο, να παραπέμψει στο Δικαστήριο με υπόμνημα -

(α) οποιοδήποτε νομικό ζήτημα που ανακύπτει κατά την πορεία της διαιτησίας· ή

(β) τη διαιτητική απόφαση ή οποιοδήποτε μέρος διαιτητικής απόφασης, υπό μορφή ειδικής υπόθεσης για να αποφασίσει το Δικαστήριο.”

Το Δικαστήριο επεσήμανε στην απόφαση του ότι οι Διαιτητές δεν παρέπεμψαν ό,τι ακριβώς τους ζητήθηκε, δηλαδή, τη διαιτητική απόφαση ως ειδική υπόθεση, αλλά δύο ερωτήματα νομικού περιεχομένου χωρίς να προσδιορίσουν το αντικείμενο της παραπομπής, όπως θεσμοθετήθηκε από δικονομική σκοπιά στην υπόθεση C. T. Cogstad & Co v. H. Newsum, Sons & Co [1921] 2 A.C. 528.

Θα ήταν χρήσιμη στο σημείο αυτό η μεταφορά του ίδιου του κειμένου που χρησιμοποίησαν οι Διαιτητές:

“Εκ μέρους των Αιτητών υπεβλήθη Αίτηση διά αναφορά (case stated), επισυνάπτεται VIV και οι Διαιτητές αποδέχθησαν να αποταθούν εις το Δικαστήριο και να υποβάλουν το πιο κάτω ερώτημα.

Α. Κατά πόσο το επίδικο θέμα άπτεται του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.

Β. Κατά πόσο με την ορθή ερμηνεία της Συμφωνίας μισθώσεως 14/8/87 εις ότι αφορά εκμισθώσεις από τους Αιτητές προς τρίτους τούτο σημαίνει “εκμισθώσεις” ή “άδειες για την χρήση του λιμανιού” και κατά πόσο οι Καθ’ ων η Αίτηση διατηρούν δυνάμει της Συμφωνίας οιαδήποτε δικαιώματα πέραν του δικαιώματος ρύθμισης της χρήσης.”

Αν κοιτάξουμε την αίτηση της εταιρείας θα διαπιστώσουμε ότι η παραπομπή, που παραθέσαμε ήδη, δεν συμμορφώνεται με το πρώτο αίτημα, που αφορά τη διαιτητική απόφαση, αλλά ανταποκρίνεται ουσιαστικά στο πρόσθετο αίτημα με το στοιχείο Γ αυτής.  Υιοθετείται η παρακάτω διατύπωση:

“Γ. Το συγκεκριμένο θέμα το οποίο διά της παρούσης Αιτήσεως ζητήται όπως αναφερθεί εις το Δικαστήριο έχει ως ακολούθως:

[*28]

Κατά πόσο η απόφαση σας συνιστά, από νομικής απόψεως, τη σωστή ερμηνεία της Συμφωνίας μεταξύ των Μερών, τόσο εξ απόψεως της νομικής φύσεως και του νομικού χαρακτήρα των συμφωνηθέντων όσο και εξ απόψεως της ερμηνείας των επί μέρους προνοιών της Συμφωνίας.”

Έπονται επεξηγηματικές λεπτομέρειες που αφορούν στο δικαιοδοτικό και το ερμηνευτικό ζήτημα.

Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση χωρίς να απαντήσει στα τεθέντα ερωτήματα. Τη θεώρησε ως προσπάθεια που απέβλεπε στην αναθεώρηση της ορθότητας της διαιτητικής απόφασης από το Δικαστήριο. Η απόφαση των Διαιτητών, όπως παρατήρησε, ήταν τελεσίδικη με την έννοια ότι δεν άφησε καμιά εκκρεμότητα ούτε επιφύλαξε οτιδήποτε για την κρίση του Δικαστηρίου. Αφού ο πρωτόδικος δικαστής υπογράμμισε τη διάσταση μεταξύ παραπομπής και της νομικής βάσης της αίτησης [άρθρ. 27(1)(β)] συνόψισε ως εξής την αιτιολογία της απόφασης του:

“Έχοντας κατά νούν τα εξής:

(α) ......................................................................................................

(β) Ότι η Διαιτητική απόφαση είναι τελική και τελεσίδικη με τις έννοιες που εξηγήθηκαν ανωτέρω, δηλαδή ότι δεν είναι ενδιάμεση και ότι αποφασίζει τελεσίδικα τα πάντα, χωρίς να θέτει οτιδήποτε υπό διαζευκτική μορφή και ανάλογα με την κρίση του Δικαστηρίου,

(γ) Ότι η παρούσα Διαιτητική απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμβουλευτική (consultative) και

(δ) Ότι οι Διαιτητές είναι ουσιαστικά functus officio  στο παρόν στάδιο,

απεφάσισα να απορρίψω την αίτηση....”

Οι θέσεις αυτές της απόφασης προσβάλλονται με τους λόγους της έφεσης.  Υποστηρίχθηκε ότι το διάβημα μπορούσε να γίνει οποτεδήποτε χωρίς χρονικό περιορισμό, όπως αποφασίστηκε, δηλαδή και μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης.  Οι αυθεντίες που χρησιμοποιεί η πρωτόδικη απόφαση δεν αφορούν την ορθή ερμηνεία του άρθρ. 27(1)(β) του νόμου. Υπάρχει σύγχιση στην προσέγγι[*29]ση του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Τα θέματα αντιμετωπίζονται ως να εμπίπτουν στο άρθρ. 27 (1)(α), ενώ το αίτημα έγινε κάτω από το 27(1)(β). Σωστά παραπέμφθηκαν τα ερωτήματα, όπως επιτρέπει η διάταξη αυτή.

Η εφεσίβλητη εγείρει θέμα δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να επιληφθεί. Υπέβαλε ότι αφού η απόφαση εδώ είναι τελική και δεν περιέχει επιφυλάξεις δεν είναι νοητή η δικαστική παρέμβαση κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρ. 27. Το Διαιτητικό Δικαστήριο θεωρείται, μετά την έκδοση της απόφασης του, functus officio.  Mόνο πριν την έκδοση της απόφασης ήταν δυνατή η υποβολή ερωτημάτων. Μετά από αυτό ο ηττηθείς διάδικος μπορεί μόνο να επιδιώξει παραμερισμό της για τους λόγους που αναφέρει το άρθρ. 20(2) του Νόμου.  Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης υποστήριξε τις προτάσεις του με αναφορά στο σύγγραμμα των Mustill and Boyd “Commercial Arbitration in England” (1982) σελ. 526.

Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της διαιτησίας είναι ο αποκλεισμός ή ακριβέστερα ο περιορισμός των ένδικων μέσων κατά της διαιτητικής απόφασης. Έτσι, ο περί Διαιτησίας Νόμος, Κεφ. 4, που έχει ως πρότυπο τον ομώνυμο αγγλικό νόμο του 1934, επιτρέπει την ακύρωση μιας τέτοιας απόφασης για τους περιορισμένους λόγους που εκθέτει το άρθρ. 20(2). Ένας άλλος τρόπος, με τον οποίο εκδηλώνεται ο εποπτικός ρόλος του δικαστηρίου, είναι η εξουσία αναπομπής που παρέχει σ’ αυτό το άρθρ. 19:  βλ.  Russell on the “Law of Arbitration” 19η έκδοση στη σελ. 426, σχόλιο υπό τον τίτλο “Scope of power to remit”.

Άλλη έκφραση δικαστικής παρέμβασης, που υπηρετεί ωστόσο την ανάγκη ορθής απονομής της δικαιοσύνης, είναι η εξουσία του άρθρ. 27. Έχουμε προεκθέσει τις πρόνοιες του. Από την επισκόπηση των αυθεντιών προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση των προνοιών αυτών σε περιπτώσεις όπως η παρούσα που το Διαιτητικό Δικαστήριο έχει εκτελέσει την αποστολή του στην υπόθεση που του ανατέθηκε με την έκδοση της τελικής του ετυμηγορίας και έχει καταστεί, κατά τη λατινική έκφραση, functus officio. Δεν είναι ακόμη νοητό μετά την έκδοση τελικής, και χωρίς επιφυλάξεις απόφασης από το Διαιτητή να επιδιωχθεί διορθωτική παρέμβαση του Κρατικού Δικαστηρίου με το μηχανισμό του άρθρ. 27.  Διαφορετικά ο διαιτητής, παραπέμποντας την υπόθεση, διαπράττει υπέρβαση εξουσίας.

Σχόλιο για το άρθρ. 21, (την αντίστοιχη δηλαδή πρόνοια του άρθρ. 27), του αγγλικού νόμου, που εμφανίζεται στην Annual Practice (1958) Τόμος ΙΙ, σελ. 3382, υποστηρίζει την άποψη αυτή:

“Τhe stage of the proceedings at which this power may be exercised is not indicated in the section; but it is presumed that it could not be exercised after award made.  A party who desires a special case must request the arbitrator to state it, specifying the point of law on which he desires it to be stated.”

Οι Mustill & Boyd “Commercial Arbitration” στη σελ. 356, πραγματευόμενοι το ίδιο θέμα, δέχονται την παραπάνω άποψη:

“When an arbitrator makes a valid award his authority as an arbitrator comes to an end and with it his powers and duties in the reference; he is then said to be functus officio.  This at least is the general rule, although it needs qualification in a number of respects.”

Στη συνέχεια, στη σελ. 357, οι συγγραφείς αναφέρουν τις περιπτώσεις που υπάρχει κατάλοιπο εξουσίας, το οποίο ασκείται από το Διαιτητή.  Αυτό συμβαίνει, πρώτον, αν η απόφαση του δεν είναι τελική, οπόταν διατηρεί ακόμη την εξουσία σε σχέση με τα θέματα που ανέβαλε. Θεωρείται ωστόσο functus officio για όσα από αυτά αποφάσισε. Δεύτερον, αν η απόφαση αναπέφθηκε από το Πολιτειακό Δικαστήριο στο Διαιτητή, ο τελευταίος έχει εξουσία να χειρισθεί τα θέματα της αναπομπής και να εκδώσει νέα απόφαση.  Τρίτον, αν η απόφαση έχει τη μορφή ειδικής υπόθεσης, μετά την επίλυση των θεμάτων από το Δικαστήριο, ο Διαιτητής μπορεί να εξετάσει τα θέματα που παραπέμφθηκαν υπό το πρίσμα της δικαστικής απόφασης. Εκτός από τις περιπτώσεις αυτές, δεν υπάρχει άλλο πεδίο δράσης για το Διαιτητή.  Στην ίδια σελίδα συμπεραίνεται ότι:

“Apart from these three cases, however, nothing which the arbitrator does after he has made his award can have any effect on the rights of the parties to the reference.”

Είναι αξιοσημείωτο και το σχόλιο, σχετικά με την υποβολή υπόθεσης με υπόμνημα, στη σελ. 526:

“........................... A party who wished the arbitrator to state a case was obliged to do so as soon as possible, and in any event before the award was made.  After that it was too late.  He was obliged to formulate with precision what question of law he considered appropriate for decision by the Court. If the arbitrator then decided to state a case, he could not at once proceed to a final [*31]award, but was obliged to give the party time to apply to the High Court for an order requiring the arbitrator to comply with the request.”

Εκτός από την υπόθεση Cogstad v. Newsum, ανωτέρω, ο πρωτόδικος δικαστής αναφέρθηκε παρεμπιπτόντως και στην υπόθεση Larrinaga & Co. v. Societe Franco-Americaine Des Phospates DesMedulle [1923] KBD, τόμος 92, σελ. 45. Στην πρώτη υπογραμμίστηκε ότι στη διαδικασία κάτω από το επίμαχο άρθρο, ο Διαιτητής υποχρεούται να αναφέρει στην απόφαση του τί, πώς (υπό ποία δικονομική μορφή) και για ποιό λόγο προβαίνει σε παραπομπή της απόφασης του. Η σχετική διαιτητική απόφαση δεν θεωρήθηκε από τη Βουλή των Λόρδων τελειωτική, αφού τέθηκε υπό την αίρεση δικαστικής κρίσης και έγκρισης μιας των προταθεισών από την ίδια την απόφαση λύσεων. Ο γνωμοδοτικός της χαρακτήρας (consultative award), την αποστερούσε του απαραίτητου στοιχείου της τελεσιδικίας. Στην Larrinaga v. Societe Franco-Americaine η διαιτητική απόφαση κρίθηκε ως τελικής μορφής, παρόλο που ήταν γνωμοδοτικού τύπου. Το λόγο εξηγεί ο Russell “Law of Arbitration”, 19η έκδοση, σελ. 314-315:

“Α final award in the form of a special case must also comply with the normal requirements for a final award, it must be certain and in particular it must, if it is to be truly final, be such that the court has merely to decide the law and thereupon automatically one or other alternative decision of the arbitrator comes into operation.  If it is bad in law on its face it may be remitted or set aside.”

Δεν μας έχει υποδειχθεί κατά ποίο τρόπο το δικαστήριο παρερμήνευσε τη νομολογία αυτή ούτε έχουμε εντοπίσει λανθασμένη καθοδήγηση του. Οι υποθέσεις σχετίζονται με την ερμηνεία της ανάλογης προς το κυπριακό δίκαιο αγγλικής πρόνοιας και διαφωτίζουν το πλαίσιο άσκησης της διακριτικής εξουσίας που εκπηγάζει από το άρθρ. 27. Η αίτηση παραπομπής υποβλήθηκε μετά την ολοκλήρωση της διαιτητικής διαδικασίας και την έκδοση της απόφασης, η οποία δεν άφηνε οτιδήποτε σε εκκρεμότητα. Η αρμοδιότητα έληξε εκεί. Δεν υπήρχε πια εξουσία παραπομπής είτε κάτω από την παράγρ. (α) είτε την παράγρ. (β) του εδ. 1 του άρθρ. 27.  Ορθά απορρίφθηκε το αίτημα παραπομπής.

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.  Με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Η απονομή της διαιτητικής δικαιοσύνης έχει μια εδραιωμένη [*32]παράδοση. Για να ανταποκριθεί όμως ο θεσμός αυτός καλύτερα στις προσδοκίες εκείνων που προσφεύγουν σε διατησία επιβάλλεται η αναθεώρηση και ο εκσυγχρονισμός του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, που θεσπίστηκε το 1944 και παρέμεινε έκτοτε αναλλοίωτος.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο