Frischmann Pell Consultants Ltd ν. Δημoκρατίας της Κύπρου, διά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 33

(2001) 1 ΑΑΔ 33

[*33]22 Ιανουαρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

PELL FRISCHMANN CONSULTANTS LTD,

Εφεσείουσα-Εναγομένη,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΔΙΑ ΤΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10349)

 

Διαιτησία ― Ρήτρα διαιτησίας ― Συμφωνία περιέχουσα ρήτρα διαιτησίας για λύση των διαφορών των διαδίκων (της Κυπριακής Δημοκρατίας και αλλοδαπής εταιρείας) ― Κατά πόσο η διαιτητική ρήτρα είχε συναφθεί με βάση τις διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, όπως αναφέρετο σ’ αυτή, ή με βάση τις διατάξεις του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987 (Ν. 101/87), όπως υποστήριξε η εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία.

Διαιτησία ― Διεθνής διαιτησία ― Η διαιτησία έχει διεθνή χαρακτήρα και υπόκειται στις διατάξεις του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987 (Ν. 101/87), όταν τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν την έδρα των σχέσεων τους σε διαφορετικές χώρες κατά τον χρόνο που συμβλήθηκαν.

Πολιτική Δικονομία ― Επανάνοιγμα υπόθεσης μετά το πέρας της ακρόασης και πριν την έκδοση απόφασης ― Αποκλείεται, πλην της περίπτωσης που προέκυψαν νέα γεγονότα μετά την επιφύλαξη της απόφασης.

Πολιτική Δικονομία ― Ένορκες δηλώσεις ― Δεν πρέπει να περιέχουν νομικά ζητήματα ― Δ.39, θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Συμβάσεις ― Έγγραφη σύμβαση ― Ερμηνεία ― Ρήτρα διαιτησίας ― Το νόημά της ήταν σαφές και δεν ήταν αναγκαία η χρησιμοποίηση των ερμηνευτικών κανόνων για προσδιορισμό της.

Συμβάσεις ― Έγγραφη σύμβαση ― Παραδρομή ― Επιδέχεται μαρτυρίας [*34]για να αποκαλυφθούν οι συνθήκες, υπό τις οποίες, από απροσεξία, δηλώθηκε κάτι άλλο από τα συμφωνηθέντα.

Η εφεσείουσα, η οποία είναι αλλοδαπή εταιρεία, υπέγραψε στις 29.4.98 γραπτή συμφωνία με την εφεσίβλητη Κυπριακή Δημοκρατία με την οποία ανέλαβε έναντι αμοιβής να συμβουλεύσει την τελευταία και να της παράσχει υπηρεσίες σχετικά με την προμήθεια, εγκατάσταση και λειτουργία συστήματος ελέγχου κυκλοφορίας οχημάτων.  Η εφεσίβλητη άσκησε αγωγή κατά της εφεσείουσας στο Επαρχιακό Δικαστήριο, αξιώνοντας από αυτή αποζημιώσεις. Η συμφωνία περιείχε ρήτρα διαιτησίας για λύση των διαφορών που θα προέκυπταν μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η εφεσείουσα εμφανίστηκε υπό διαμαρτυρία και κατόπιν οδηγιών του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσε αίτηση, στη βάση των διατάξεων του περί Διεθνούς Διαιτησίας Νόμου, αρ. 101/87, με την οποία ζητούσε (α) Διάταγμα του Δικαστηρίου παραπέμπον σε διαιτησία την αγωγή και (β) Διάταγμα του Δικαστηρίου απορρίπτον ή διαζευκτικά αναστέλλον κάθε περαιτέρω δικαστική διαδικασία στην αγωγή.

Ο άξονας της υπόθεσης είναι η διαμετρικά αντίθετη τοποθέτηση ότι η επίμαχη διαιτητική ρήτρα έχει συναφθεί όχι με βάση τις διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4, όπως αναφέρεται σ’ αυτή, αλλά σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987 (Ν. 101/87), όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα.

Μερικές μέρες μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης και την επιφύλαξη της απόφασης ο δικηγόρος της εφεσείουσας καταχώρησε αίτηση με την οποία ζήτησε να επανανοίξει η υπόθεση για δύο λόγους:  (α) για να προσκομισθεί μαρτυρία ότι σε διεθνή συμβόλαια που υπέγραψε η Δημοκρατία μετά τη θέσπιση του νέου Νόμου η συμφωνία διαιτησίας προέβλεπε ρητά πως η διαιτησία θα διεξαγόταν σύμφωνα με τις πρόνοιες του, και (β) να επιτραπεί στο δικηγόρο της εφεσείουσας να απαντήσει στα νέα επιχειρήματα της Δημοκρατίας ότι δεν ίσχυαν εδώ οι νέες διατάξεις.  Η αίτηση απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο στη συνέχεια προχώρησε στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης.

Η θέση της εφεσείουσας δεν έγινε αποδεκτή, όπως και το παρεμφερές επιχείρημα ότι οφειλόταν σε παραδρομή η μνημόνευση του Κεφ. 4 στη συμφωνία διαιτησίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε το ενδεχόμενο να παραπέμψει τα επίδικα θέματα της αγωγής σε διαιτησία του Κεφ. 4 διότι: (1) ναι μεν σύμφωνα με το άρθρο 31 του Κεφ. 4 ο [*35]νόμος αυτός εφαρμόζεται και σε περίπτωση όπου η Δημοκρατία είναι διάδικος, αλλά ελλείπει η συγκατάθεση του Υπουργικού Συμβουλίου, (2) ελλείπει και άλλη προϋπόθεση του Άρθρου 8 του Κεφ. 4 ότι δεν υποβλήθηκε σχετική αίτηση κάτω από τις διατάξεις του νόμου αυτού, και ότι (3) αντίθετα, η αίτηση βασίζεται στις ρητές πρόνοιες του Ν. 101/87.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ελλείψει ειδικής νομοθετικής πρόνοιας δεν εξυπακούεται, ή έμμεσα συμπεραίνεται, ότι οι διατάξεις του Νόμου 101/87 εφαρμόζονται και σε συμφωνίες διαιτησίας όπου η Κυπριακή Δημοκρατία είναι συμβαλλόμενο μέρος.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι:

1) Λανθασμένα δε διατάχθηκε αναστολή, την οποία επιβάλλουν υποχρεωτικά οι διατάξεις του νέου Νόμου.  Η κρίση ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν εφαρμόζονται σε εμπορικές συμφωνίες που συνάπτει η Δημοκρατία δεν ευσταθεί.

2) Το Δικαστήριο επέτρεψε στην εφεσίβλητη να ισχυρισθεί ότι ο Νόμος 101/87 δεν εφαρμόζεται χωρίς να δοθεί ευκαιρία στην εφεσείουσα να υποστηρίξει το αντίθετο.

3) Αντίθετα προς την άποψη του Δικαστηρίου, δεν ήταν αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας για να αποδειχθεί ο ισχυρισμός περί παραδρομής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ρήτρα διαιτησίας υιοθετεί την τελική επίλυση των διαφορών σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4.  Η πρόταση ότι η παραδρομή δεν επιδέχεται μαρτυρίας για να αποκαλυφθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες δηλώθηκε, από απροσεξία, στη ρήτρα κάτι άλλο από τα συμφωνηθέντα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Πρέπει να παρέχεται εξήγηση για την παραδρομή.  Διαφορετικά, η απλή προβολή της θα επέφερε, αυτόματα και αβασάνιστα, την ανατροπή των συμφωνηθέντων.

2.  Το νόημα της ρήτρας διαιτησίας ήταν τόσο καθαρό που δεν χρειαζόταν βοήθεια για να προσδιοριστεί.  Οι ερμηνευτικοί κανόνες χρησιμοποιούνται μόνο όταν το νόημα ενός όρου είναι ασαφές.  Εδώ υπήρξε καθαρή και ελεύθερη επιλογή, δοθέντος ότι ο Ν. 101/87 είχε ψηφισθεί ένα περίπου χρόνο πριν από την υπογραφή της συμφωνίας.  Από καμιά διάταξη ή κανόνα προκύπτει ότι παροπλίστηκε ο παλιός νόμος από το μεταγενέστερο.  Παραμένει μεταξύ των επι[*36]λογών και στις περιπτώσεις που ένας από τους συμβαλλομένους είναι αλλοδαπός. Διαφορετικά θα κινδύνευε το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως, που κατοχυρώνει το άρθρο 26 του Συντάγματος.  Εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχε περίπτωση υποχρεωτικής εφαρμογής των νέων διατάξεων ενόψει των προνοιών του άρθρου 4 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1.

3.  Η κορυφαία αρχή για επανάνοιγμα υπόθεσης είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης όποτε όμως διαπιστώνεται η ύπαρξη σχετικών γεγονότων που συνέβηκαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης.  Η προϋπόθεση αυτή δεν υφίστατο στην παρούσα υπόθεση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Trendtex Trading Corporation v. Central Bank of Nigeria [1977] 1 All E.R. 881,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας της Κένυας v. Bank Fur Arbeit Und Wirtschaft AG (1999) 1 A.A.Δ. 585,

Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 49,

Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848,

Heyman a.ο. v. Darwins Ltd [1942] Α.C. 356,

Crane v. Hegeman-Harris Co Inc [1939] 1 All E.R. 664,

Attorney General v. Hancock [1940] 1 All E.R. 32.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κληρίδης, Π.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 15/10/98 (Αρ. Αγωγής 1609/97) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παραπομπή των διαφορών οι οποίες προέκυψαν από την έννομη σχέση μεταξύ αυτής και της ενάγουσας σε διαιτησία σύμφωνα με τον περί Διεθνούς Διαιτησίας Νόμο, Ν.101/97.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για την Εφεσείουσα.

[*37]Κ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι αλλοδαπή εταιρεία.  Εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στις 29.4.98 υπέγραψε γραπτή συμφωνία με την εφεσίβλητη Κυπριακή Δημοκρατία με την οποία η εταιρεία ανέλαβε, έναντι αμοιβής, να  συμβουλεύσει την τελευταία και να της παράσχει υπηρεσίες σχετικά με την προμήθεια, εγκατάσταση και λειτουργία συστήματος ελέγχου κυκλοφορίας οχημάτων.  Αναφύησαν ωστόσο διαφορές που οδήγησαν τη Δημοκρατία στην άσκηση αγωγής κατά της εφεσείουσας στο Δικαστήριο Λευκωσίας, με την οποία αξιώνει από αυτή αποζημιώσεις.  Η οπισθογραφημένη απαίτηση περιέχει συρροή αξιώσεων εκ συμβάσεως ή εξ αδικοπραξίας (για αμέλεια ή δόλο).

Η συμφωνία περιέχει ρήτρα διαιτησίας για  λύση των διαφορών που προκύπτουν από την παραπάνω έννομη σχέση των διαδίκων.  Πρόκειται για το άρθρ. 6.01 της συμφωνίας, που ασφαλώς πρέπει να έχουμε υπόψη:

“Section 6.01. Any dispute or difference arising out of this contract or in connection therewith which cannot be amicably settled between the parties, shall be finally settled under the provisions of the Arbitration Law (Cap. 4) of the Republic of Cyprus.”

Παίρνουμε τη μετάφραση στα Ελληνικά από την εκκαλούμενη απόφαση:

“Αρθρο 6.01.  Οποιαδήποτε διένεξη ή διαφορά που αναφύεται από το παρόν συμβόλαιο ή σε σχέση με αυτό η οποία δεν μπορεί να διευθετηθεί φιλικά μεταξύ των μερών, θα διευθετείται τελεσίδικα σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ. 4) της Κυπριακής Δημοκρατίας.”

Η εφεσείουσα εμφανίστηκε υπό διαμαρτυρία. Και κατόπιν οδηγιών του πρωτόδικου δικαστή κατέθεσε στις 21.5.97 την επίδικη αίτηση. Με αυτή ζητούσε (όπως ακριβώς διατυπώνεται):

“(α)  Διάταγμα του Δικαστηρίου παραπέμπον σε διαιτησία την αγωγή.

[*38]

(β)   Διάταγμα του Δικαστηρίου απορρίπτον ή διαζευτικά αναστέλλον κάθε περαιτέρω δικαστική διαδικασία στην αγωγή.”

Έχει σημασία ότι η αίτηση θεμελιώθηκε στις διατάξεις του περί Διεθνούς Διαιτησίας Νόμου αρ. 101/87 [(άρθρα 2(2)(3)(4)(5), (7) και (8)], που αποτελούν και το νομικό της πλαίσιο.

Οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας εκτίθενται στο περίγραμμα της αγόρευσής της, που στην πραγματικότητα αποτελεί πλήρη αγόρευση με ολοκληρωμένη ανάπτυξη των λόγων της έφεσης.  Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και για το περίγραμμα της Δημοκρατίας.  Περαιτέρω, τύχαμε του ευεργετήματος των προφορικών διευκρινίσεων των δικηγόρων των διαδίκων, που περιστράφηκαν γύρω από τα ίδια θέματα. Αυτό που θα μπορούσαμε να τονίσουμε από την αρχή - και είναι ο άξονας της υπόθεσης - είναι η διαμετρικά αντίθετη τοποθέτηση ότι η επίμαχη διαιτητική ρήτρα έχει συναφθεί όχι με βάση τις διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4 (στο εξής Κεφ. 4), όπως αναφέρεται σ’ αυτή και όπως φαίνεται να δέχθηκε ο πρωτόδικος δικαστής, αλλά σύμφωνα με τις διατάξεις του  περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987 (στο εξής ν. 101/87), όπως επιχειρηματολόγησε επίμονα ο δικηγόρος της εφεσείουσας.

Η παραπάνω θέση δεν έγινε αποδεκτή, όπως και το παρεμφερές επιχείρημα ότι οφειλόταν σε παραδρομή η μνημόνευση του Κεφ. 4 στη συμφωνία διαιτησίας. Ο πρωτόδικος δικαστής απέκλεισε το ενδεχόμενο να παραπέμψει τα επίδικα θέματα της αγωγής σε διαιτησία του Κεφ. 4 διότι: (1) ναι μεν σύμφωνα με το άρθρ. 31 του Κεφ. 4 ο νόμος αυτός εφαρμόζεται και σε περίπτωση, όπως είναι η παρούσα, όπου η Δημοκρατία είναι διάδικος, αλλά ελλείπει η συγκατάθεση του Υπουργικού Συμβουλίου, (2) ελλείπει και άλλη προϋπόθεση, την οποία θέτει το άρθρ. 8 του Κεφ. 4 ότι δεν υποβλήθηκε σχετική αίτηση κάτω από τις διατάξεις του νόμου  αυτού, και ότι (3) αντίθετα, η αίτηση βασίζεται στις ρητές πρόνοιες του ν. 101/87.

Αφετηρία της συλλογιστικής της πρωτόδικης απόφασης αποτελεί η διαπίστωση στην οποία προβαίνει, που υποστηρίζει με παραπομπή στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 3η έκδ., Τόμος 36, παράγρ. 652, ότι το κράτος δε δεσμεύεται από τις διατάξεις νόμου, όπου διακυβεύονται τα δικαιώματά του εκτός αν υπάρχει σ’ αυτόν πρόνοια περί του αντιθέτου, όπως είναι λ.χ. το άρθρ. 31 του Κεφ. 4.  Ομοιος κανόνας έχει ενσωματωθεί στο άρθρ. 44 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, που ρητά ορίζει ότι:

“44. Κανένας Νόμος ή δημόσιο έγγραφο θα επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο οπωσδήποτε τα δικαιώματα της Δημοκρατίας εκτός αν ρητά αναφέρεται σε αυτό ή εκτός αν φαίνεται από αναγκαία ανάμειξη ότι η Δημοκρατία ευθύνεται από αυτό.”

Ο πρωτόδικος δικαστής, αφού διαπίστωσε ότι ο ν. 101/87 δεν περιέχει ειδική πρόνοια, όπως είναι το άρθρ. 31 του Κεφ. 4, που  τον καθιστά υποχρεωτικά εφαρμόσιμο και στο κυπριακό κράτος, παρατήρησε ότι ούτε από το λεκτικό του νόμου ούτε από τους όρους που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης μπορεί να συναχθεί, έστω και συμπερασματικά, πρόθεση για συμπερίληψη της Δημοκρατίας στο βεληνεκές του.

Ο πρωτόδικος δικαστής στάθηκε στο σχόλιο του κ. Μιχαηλίδη, που εκπροσωπεί τη Δημοκρατία, ότι ο νόμος αυτός τυγχάνει εφαρμογής μόνο σε “διεθνείς διαιτησίες”.  Και τούτο διότι, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρ. 2(α) του ν. 101/87 “διεθνής” χαρακτηρίζεται η διαιτησία στις περιπτώσεις που τα μέρη της  συμφωνίας διαιτησίας “έχουν την έδρα των εργασιών τους σε διαφορετικά κράτη”, ορισμός που καθαρά αφήνει έξω από τα όριά του την κρατική οντότητα. Περαιτέρω, ο συνήγορος, για να ενισχύσει την άποψή του αυτή, αναφέρθηκε στην έννοια του όρου “εμπορική  διαιτησία” που δίνει το άρθρ. 2(4), για να εισηγηθεί πως δεν αφορά το κράτος.

Ορθά παρατηρεί, στη συνέχεια, ο πρωτόδικος δικαστής, ότι το αληθινό κριτήριο δεν είναι η ιδιότητα των συναλλασσομένων, αλλά η φύση της δοσοληψίας τους και ότι το κράτος μπορεί να καταφεύγει σε εμπορικές δραστηριότητες όπως συνέβη εδώ που συνήψε συμφωνία για την παροχή υπηρεσιών. Πρόσθεσε δε ότι η φράση “έδρα εργασιών” στον ορισμό του 2(α), όπως και η φράση “place of business” στο πρότυπο νομοθεσίας που καταρτίστηκε από ειδική επιτροπή  των Ηνωμένων Εθνών για υιοθέτηση από τα κράτη-μέλη, είναι “αδόκιμη ή ατυχής”. Αναφερόμαστε στη πτυχή αυτή της υπόθεσης γιατί αποτελεί μέρος της αιτιολογίας του πρώτου λόγου έφεσης στην οποία προβάλλεται η θέση ότι το κράτος, όταν εμπορεύεται, έχει όπως κάθε ιδιώτης “έδρα εργασιών”.

Το δικαστήριο συγκεφαλαιώνει τις σκέψεις του και καταλήγει με τα εξής:

“Έχοντας υπόψη το κείμενο του νόμου, τη φύση του, και το λεκτικό του, τόσο ξεχωριστά, όσο και συγκριτικά με τον προηγουμένως θεσπισθέντα νόμο περί Διαιτησίας και με παρόμοια [*40]Αγγλικά νομοθετήματα, αδυνατώ να καταλήξω σε συμπέρασμα ότι ελλείψει ειδικής νομοθετικής πρόνοιας, εξυπακούεται ή έμμεσα συμπεραίνεται ότι οι διατάξεις του νόμου 101/87 εφαρμόζονται και σε συμφωνίες διαιτησίας όπου η Κυπριακή Δημοκρατία είναι συμβαλλόμενο μέρος.”

Ο πρωτόδικος δικαστής προχώρησε και απάντησε στον ισχυρισμό ότι εκ παραδρομής έγινε μνεία του Κεφ. 4 στη συμφωνία διαιτησίας. Είχε την άποψη ότι για το θέμα αυτό έπρεπε να υπάρχει μαρτυρία και ότι η εφεσείουσα δεν έδωσε μαρτυρία που μπορούσε να φωτίσει τη πτυχή αυτή της υπόθεσης. Ένα άλλο επιχείρημα, που ορθά ο δικαστής θεώρησε ότι αντιφάσκει με το προηγούμενο περί παραδρομής, είναι ότι η συμπερίληψη του Κεφ. 4 αφορούσε μόνο το δικονομικό δίκαιο που διέπει τη διαιτησία (curial law) όχι όμως και το ουσιαστικό δίκαιο (proper law).

Η σχετικά μακρά ενασχόλησή μας με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε απαραίτητη, λόγω της άμεσης σύζευξης με τους λόγους της έφεσης και τα επιχειρήματα που ακούσαμε, όπως και τις εκτενείς αγορεύσεις στα περιγράμματα. Με τον πρώτο λόγο η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα δε διατάχθηκε αναστολή, την οποία  επιβάλλουν υποχρεωτικά οι διατάξεις του νέου νόμου. Η κρίση ότι δεν εφαρμόζονται σε εμπορικές συμφωνίες που συνάπτει η Δημοκρατία δεν ευσταθεί. Δεν απολαύει ασυλίας για την εμπορική δραστηριότητα στην οποία επιδίδεται. Βρίσκεται στην ίδια μοίρα με τον εμπορευόμενο ιδιώτη. Μας παρέπεμψε στην Trendtex Trading Corporation v. Central Bank of Nigeria [1977] 1 All E.R. 881 και στο σύγγραμμα των Dicey & Morris “The Conflict of Law”, 10η έκδ., τόμ. 1, σελ. 156-157. Επίσης στο άρθρ. 7 του περί Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περί Κρατικού Προνομίου Ετεροδικίας του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Κυρωτικού) Νόμου αρ. 6/76, που προβλέπει ότι υφίσταται ευθύνη του κράτους όταν τούτο ασκεί “... βιομηχανικήν, εμπορικήν ή οικονομικήν δραστηριότητα ....”.

Ο όρος “έδρα εργασιών” έτυχε λανθασμένης ερμηνείας. Η απόφαση στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατία της Κένυας v. Bank Fur Arbeit Und Wirtschaft AG (1999) 1 A.A.Δ. 585, αναγνώρισε ότι το εμπορευόμενο κράτος μπορεί να έχει έδρα εργασιών όπως προκύπτει από  το παρακάτω απόσπασμα:

“Η διαιτησία στην προκειμένη περίπτωση έχει διεθνή χαρακτήρα και υπόκειται στις διατάξεις του παραπάνω νόμου (αρ. 101/87) δεδομένου ότι τα μέρη της συμφωνίας όταν συμβλήθηκαν είχαν την έδρα των σχέσεων τους σε διαφορετικές χώρες βλέπε ορισμό [*41]της λέξης “διεθνής” στο άρθρο 2(2)(β) που περιέχει τες ερμηνευτικές διατάξεις.”

Η Δημοκρατία αντέταξε ότι το αντικείμενο των δύο υποθέσεων δεν είναι το ίδιο. Η βασική διαφορά έγκειται στο ότι δεν υπήρξε η παραμικρή αμφισβήτηση ότι η συμφωνία διαιτησίας, που υπέγραψαν τα διάδικα μέρη, είχε διεθνή χαρακτήρα και υπαγόταν στις διατάξεις του ν. 101/87. Η παραπάνω παρατήρηση έγινε obiter.  Όντως τα επίδικα θέματα που διαμόρφωσαν το σκεπτικό της απόφασης ήταν άλλα.

Στα πλαίσια του ίδιου λόγου η επίκληση του άρθρ. 44 του περί Ερμηνείας Νόμου, όπως και του άρθρ. 31 του Κεφ. 4, ήταν, κατά την εισήγηση, άσχετη. Και δε μπορούσε να αποτελέσει έγκυρο έρεισμα για την απόφαση.  Το επίδικο θέμα ήταν αν ο όρος “διεθνής” στο άρθρ. 2(2) του ν. 101/87 και, κατά συνέπεια, ο νέος νόμος εφαρμόζεται και σε κράτη που διενεργούν εμπορικές πράξεις.  Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια επιχειρηματολογία, το δικαστήριο παρέβλεψε την προέλευση και τους σκοπούς του νόμου αυτού, που είναι η επίλυση διαφορών, οι οποίες αναφύονται σε διεθνούς φύσεως συμβόλαια, από ανεξάρτητους διαιτητές και όχι από τα εθνικά δικαστήρια που εφαρμόζουν την εσωτερική νομοθεσία μιας χώρας.  Περαιτέρω, έχει λεχθεί ότι η εφαρμογή του Κεφ. 4 περιορίζεται σε διαιτησίες μεταξύ κυπρίων υπηκόων, ενώ στο νέο νόμο υπάγονται οι διαιτησίες μεταξύ κυπρίων και αλλοδαπών ή μεταξύ αλλοδαπών.

Ας αναφέρουμε και τον υπαινιγμό ότι η Δημοκρατία παρανόμησε αφού, με τη συμφωνία της παρέκαμψε τις πρόνοιες του νόμου 101/87, που ισχύει  στην περίπτωση. Αυτό ηχεί παράξενα όταν υποβάλλεται από διάδικο που εκούσια συνήψε τη συμφωνία.  Και έτσι να ήταν τα πράγματα, ασφαλώς δε δημιουργούνται οποιαδήποτε ερείσματα προς όφελος της εφεσείουσας.

Ο δεύτερος λόγος συνιστά παράπονο ότι επιτράπηκε για πρώτη φορά στην εφεσίβλητη να ισχυρισθεί ότι ο νόμος ν. 101/87 δεν εφαρμόζεται χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στην εφεσείουσα να υποστηρίξει το αντίθετο. Πρέπει να έχουμε υπόψη τις περιστάσεις.  Μερικές ημέρες μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης και την επιφύλαξη της απόφασης, ο δικηγόρος της εφεσείουσας καταχώρισε γραπτή αίτηση, συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση άλλου δικηγόρου του Γραφείου του, με την οποία ζήτησε να επανανοίξει η υπόθεση. Και τούτο: (α) για να προσκομισθεί μαρτυρία ότι σε διεθνή συμβόλαια που υπέγραψε η Δημοκρατία μετά τη θέσπιση του νέου νόμου, η συμφωνία διαιτησίας πρόβλεπε ρητά πως η διαιτησία θα διεξαγόταν [*42]σύμφωνα με τις πρόνοιες του, και (β) να επιτραπεί στο δικηγόρο της εφεσείουσας να απαντήσει στα νέα επιχειρήματα της Δημοκρατίας ότι δεν ίσχυαν εδώ οι νέες διατάξεις. 

Ο κ. Τριανταφυλλίδης είπε ουσιαστικά ότι δεν προέβη σε πλήρη ανάπτυξη του θέματος όταν είχε την ευκαιρία, επειδή οι ισχυρισμοί της ένορκης δήλωσης, που κατατέθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας ότι ισχύει στην προκείμενη περίπτωση ο ν. 101/87, δεν έγιναν αντικείμενο άρνησης στην ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης. Ο πρωτόδικος δικαστής, με ενδιάμεση απόφασή του, βασιζόμενος στις αποφάσεις στην Γεώργιος Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 49 και στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848, απέρριψε την αίτηση και προχώρησε στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης.

Ο τελευταίος λόγος βάλλει κατά της άποψης που εκφράζει η πρωτόδικη απόφαση πως χρειαζόταν μαρτυρία για να αποδειχθεί ο ισχυρισμός περί παραδρομής και τέτοια μαρτυρία δεν υπήρχε.  Η εισήγηση είναι ότι δεν αναμένεται να υπάρχει μαρτυρία μια και επρόκειτο περί παραδρομής. Ήταν φανερό, αφού υπήρχε συνδρομή όλων των προϋποθέσεων για υπαγωγή της υπόθεσης στις νέες διατάξεις, ότι η αναφορά στο Κεφ. 4 έγινε εκ παραδρομής.

Η Δημοκρατία υιοθέτησε και υποστήριξε το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης. Και ότι τίποτε δε δικαιολογεί αναγκαστική εφαρμογή του ν. 101/87, εφόσον δεν συντρέχει ο όρος που θέτει το άρθρ. 44 (Κεφ. 1). Όποτε ο νομοθέτης θέλησε να δεσμεύεται το κράτος, θεσπίζει ρητή πρόνοια. Τέτοια είναι η περίπτωση του άρθρ. 31 του Κεφ. 4, που διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του για να καλύψει τη Δημοκρατία, εφόσο δοθεί η συγκατάθεση του Υπουργικού Συμβουλίου. Από το κείμενο του ν. 101/87 δεν εξυπακούεται υποχρεωτικά ότι το βεληνεκές του περιλαμβάνει και τη Δημοκρατία. Ο δε ν. 6/76 είναι άσχετος με το υπό κρίση θέμα. Εδώ δεν υπήρχε συμφωνία επίλυσης των διαφορών των διαδίκων μερών σύμφωνα με το ν. 101/87. Και δεν μπορεί να επιβληθεί στους διαδίκους. Κανένας ερμηνευτικός κανόνας δεν επιτρέπει τέτοια προσέγγιση. Σύμφωνα με την Heyman and Others v. Darwins Ltd [1942] A.C. 356:

“An arbitration clause is a written submission agreed to by the parties to the contract, and, like other written submissions to arbitration, must be construed according to its language and in the light of the circumstances in which it is made.”

Για ευνόητους λόγους αρχίζουμε την εξέταση της έφεσης από [*43]τον δεύτερο λόγο. Είναι θεμελιακό θέμα που άπτεται των θεσμίων της χρηστής δίκης. Πρέπει όμως πρώτα να διαλυθεί μια παρανόηση που αφορά την ένορκο δήλωση που συνόδευσε την αίτηση παραπομπής. Περιέχει ισχυρισμό ότι την υπόθεση διέπει ο ν. 101/87.  Η πρόταση αυτή είναι καθαρά νομικού περιεχομένου και είναι τόπος κοινότατος ότι δεν είχε θέση σε τέτοια δήλωση. Το ότι δεν έτυχε καμιάς άρνησης στην ένορκο δήλωση που υποστήριζε την ένσταση δεν έχει καμιά σημασία. Η Δ.39 θ.2 δεν επεκτείνει το αντικείμενο των ενόρκων δηλώσεων και στα νομικά ζητήματα.  Κριτής τούτων είναι μόνο το δικαστήριο.

Πέραν αυτού, όπως επισήμανε ο δικαστής στην ενδιάμεσή του απόφαση, η εφεσείουσα είχε γνώση, από τα στοιχεία που υπήρχαν, της τοποθέτησης της Δημοκρατίας, που ήταν αντίθετη με τη δική της. Εν πάση περιπτώσει και από την ένορκο δήλωση της Δημοκρατίας προκύπτει καθαρά η εστία της διαφοράς διότι επικρίνεται η εφεσείουσα για την επιμονή της σε διαιτησία με βάση το ν. 101/87 και όχι σύμφωνα με το Κεφ. 4 για το οποίο έγινε ρητή πρόβλεψη.  Περαιτέρω, προβάλλει (παράγρ. 8) ότι κάθε αναφορά της εφεσείουσας στο ν. 101/87 πρέπει να αγνοηθεί εφόσον δεν προηγήθηκε διόρθωση της συμφωνίας από το Δικαστήριο.

Η κορυφαία αρχή για επανάνοιγμα υπόθεσης είναι το  συμφέρον της δικαιοσύνης όποτε όμως διαπιστώνεται η ύπαρξη σχετικών γεγονότων που συνέβηκαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης.  Η προϋπόθεση αυτή δεν υφίστατο.  Ισχύει εδώ απόλυτα ότι έχει λεχθεί από τον Πική, Π., στην Μαυρογένης, ανωτέρω:

“Η επιθυμία του διαδίκου να προβάλει περαιτέρω επιχειρηματολογία προς στήριξη των θέσεών του, στην ουσία απολήγει στην επανακρόαση της υπόθεσης και την παροχή δεύτερης ευκαιρίας στο διάδικο να αναπτύξει την υπόθεσή του. Η παροχή δεύτερης ευκαιρίας στο διάδικο να ακουστεί πλήττει το θεμέλιο των κανόνων απονομής της δικαιοσύνης, που συναρτά με το κλείσιμο της υπόθεσης των αντιδίκων.”

Οι δύο άλλοι λόγοι έφεσης προσφέρονται για συνεξέταση.  Αφετηρία πρέπει να είναι η ρήτρα διαιτησίας.  Αυτή υιοθετεί την τελεσίδικη επίλυση των διαφορών “σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ. 4) της Κυπριακής Δημοκρατίας”. Ο πρωτόδικος δικαστής επεσήμανε, όπως είδαμε, στην απόφασή του, ότι η θέση της εφεσείουσας ότι η ρήτρα δεν εξέφραζε την κοινή  πρόθεση των μελών έμεινε ατεκμηρίωτη.  Δεν είναι δυνατό να συμφωνήσουμε με την πρόταση ότι η παραδρομή  δεν επιδέχεται μαρτυρίας [*44]για να αποκαλυφθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες δηλώθηκε, από απροσεξία, στη ρήτρα κάτι άλλο από τα συμφωνηθέντα.  Δεν είναι η φράση μαγική φόρμουλα.  Πρέπει να παρέχεται εξήγηση. Διαφορετικά, η απλή προβολή της θα επέφερε, αυτόματα και αβασάνιστα, την ανατροπή των συμφωνηθέντων.

Για να επιτύχει εξουδετέρωση της ρήτρας, όπως είναι διατυπωμένη, η εφεσείουσα ισχυρίζεται (στο περίγραμμα) ότι υπήρξε σχετικά με το ζήτημα αυτό “οφθαλμοφανές αμοιβαίο λάθος”. Αν όντως συνέβαινε κάτι τέτοιο μπορούσε να αποταθεί για διόρθωση, συμμορφούμενη με τις προϋποθέσεις μιας τέτοιας ενέργειας. Ο Anson “Law of Contract”, 27η έκδοση (1998) στη σελ. 384 αναφέρει:

“Where a contract has been reduced to writing, or a deed executed, and the writing or deed, owing to mutual mistake, fails to express the concurrent intentions of the parties at the time of its execution, the Court will rectify the document in accodance with their true intent.”

Βλ. για τα εφαρμοστέα κριτήρια την υπόθεση Crane v. Hegeman-Harris  Co Ιnc [1939] 1 All E.R. 664, 665.

Το νόημα της ρήτρας διαιτησίας ήταν τόσο καθαρό που δεν χρειαζόταν βοήθεια για να προσδιοριστεί. Οι ερμηνευτικοί κανόνες χρησιμοποιούνται από  τον ερμηνευτή του δικαίου μόνο όταν το νόημα ενός όρου είναι ασαφές. Εδώ υπήρξε καθαρή και ελεύθερη επιλογή, δοθέντος ότι ο ν. 101/87 είχε ψηφισθεί ένα περίπου χρόνο πριν από την υπογραφή της συμφωνίας. Από καμιά διάταξη ή κανόνα προκύπτει ότι παροπλίστηκε ο παλιός νόμος από το μεταγενέστερο. Παραμένει μεταξύ των επιλογών και στις περιπτώσεις που ένας από τους συμβαλλόμενους είναι αλλοδαπός.  Διαφορετικά θα κινδύνευε το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως, που κατοχυρώνει το άρθρο 26 του Συντάγματος. Εν πάση περιπτώσει, όπως βρήκε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν υπήρχε περίπτωση υποχρεωτικής εφαρμογής των νέων διατάξεων ενόψει των προνοιών του άρθρ. 4 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1. Βλ. Attorney General v. Hancock [1940] 1 All E.R. 32 που ερμήνευσε ανάλογο με το άρθρ. 44 κανόνα του κοινοδικαίου.

Για τους παραπάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

[*45]

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο