Δήμος Aγλαντζιάς και Άλλοι ν. Mαρίας Γεωργίου(συζύγου Nαπολέοντος Aντωνίου) και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 51

(2001) 1 ΑΑΔ 51

[*51]23 Ιανουαρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10535)

ΔΗΜΟΣ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ,

Εφεσείουσα- Αποζημιούσα Αρχή,

ν.

ΜΑΡΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΣΥΖΥΓΟΥ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10540)

ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΣΥΖΥΓΟΣ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

ν.

ΔΗΜΟΥ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Αποζημιούσης Αρχής.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 10535, 10540)

 

Αναγκαστική απαλλοτρίωση ― Αποζημιώσεις ― Καθορισμός των αποζημιώσεων κατά παρέκκλιση από υφιστάμενη συμφωνία των διαδίκων με αποτέλεσμα τη δημιουργία άμεσων επιπτώσεων τόσο στον καθορισμό της αξίας του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου όσο και στην αύξηση της αξίας του υπόλοιπου μέρους της αξίας του κτήματος ― Διατάχθηκε αναδίκαση της Παραπομπής ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με τη φύση της διαδικασίας προς καθορισμό της αποζημίωσης απαλλοτριωθείσας γης.

Με παράλληλες εφέσεις, και τα δύο μέρη, οι ιδιοκτήτες και η Απαλ[*52]λοτριούσα Αρχή, στη διαδικασία καθορισμού της αποζημίωσης απαλλοτριωθέντος κτήματος, εφεσίβαλαν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, βάσει της οποίας καθορίστηκε το καταβλητέο ποσό.  Αντικείμενο της διαδικασίας ήταν ο καθορισμός της αξίας γης, έκτασης 2449 τ.μ. που αποσπάστηκε από μεγαλύτερο τεμάχιο των ιδιοκτητών, και οι συνέπειες της απαλλοτρίωσης στην αξία του υπολοίπου, ειδικά αν είχε ευεργετικές επιπτώσεις.

Στο πρώτο στάδιο της δίκης επήλθε συμφωνία μεταξύ των μερών ότι η αξία του απαλλοτριωθέντος κτήματος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν £33,00 το τετραγωνικό μέτρο, συνολικά £81.047,00.  Παρά την ύπαρξη της συμφωνίας των μερών το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι η κατά τετραγωνικό μέτρο αξία του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου ήταν £40,00 κατέληξε ότι η αξία του ήταν £97.960,00.

Παράλληλα το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απαλλοτρίωση επέφερε την αύξηση της αξίας του υπόλοιπου κτήματος, ύψους £6,00 κατά τετραγωνικό μέτρο – (αύξηση 15%).

Με την πολιτική έφεση 10535 η Απαλλοτριούσα Αρχή εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση για ένα, ουσιαστικά λόγο – ότι η αξία του απαλλοτριωθέντος κτήματος καθορίστηκε σε £40,00 το τετραγωνικό μέτρο, κατ’ αντίθεση προς τα συμφωνηθέντα μεταξύ των διαδίκων κατά την έναρξη της δίκης.  Οι ιδιοκτήτες υποστηρίζουν την πρωτόδικη απόφαση με το επιχείρημα ότι η συμφωνία δεν ήταν, ως θέμα δικαϊκής τάξης δεσμευτική για το Δικαστήριο.  Εισηγήθηκαν ότι το Δικαστήριο διατηρούσε την ευχέρεια να προβεί σε διάφορο καθορισμό της αξίας του κτήματος.

Με την πολιτική έφεση 10540 οι ιδιοκτήτες επιδιώκουν την ανατροπή του ευρήματος του Δικαστηρίου, ότι επήλθε αύξηση της αξίας του υπολοίπου.  Υποστηρίζουν ότι είναι αυθαίρετος ο καθορισμός της αύξησης του υπολοίπου της ιδιοκτησίας σε 15%.  Οι δύο εφέσεις ακούστηκαν από κοινού.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Όντως υπήρχε συμφωνία μεταξύ των μερών στο πρώτο στάδιο της δίκης αναφορικά με την αξία του απαλλοτριωθέντος κτήματος.  Το γεγονός αυτό σημειώνεται στο αρχικό μέρος της απόφασης του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο του προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων.

2.  Η απόφαση του Δικαστηρίου εμπεριέχει το σπέρμα της αντινομίας. Αφενός διακηρύττει ότι η μαρτυρία θα εξεταστεί κάτω [*53]από το πρίσμα της συμφωνίας των μερών, αφετέρου, εξετάζει τη μαρτυρία ωσάν να μην υπήρχε η συμφωνία και ανεξάρτητα από αυτή. Εμπεριέχει, επίσης, το σπέρμα της αδικίας, γιατί ενώ περιόρισε τα επίδικα θέματα σ’ εκείνα που αφορούσαν την αύξηση της αξίας του υπολοίπου, σε γνώση των διαδίκων, εξέτασε και άλλο θέμα το οποίο οι διάδικοι θεωρούσαν λελυμένο, χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να το αντιμετωπίσουν.

3.  Το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει στη δική του απόφαση, υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας των εκτιμητών και άλλης, ενδεχομένως μαρτυρίας, η οποία τείνει να ρίψει φως στην αξία της γης.  Αυτό δε σημαίνει ότι το Δικαστήριο χωρεί στην εκτίμηση της αξίας της γης ανεξάρτητα από τη μαρτυρία.  Η απόφαση του πρέπει να πηγάζει από τη δοθείσα μαρτυρία και να συναρτάται προς αυτή.  Ούτε είναι παραδεκτό για το Δικαστήριο να βασιστεί σε γεγονότα που περιήλθαν σε γνώση του σε προηγούμενες υποθέσεις απαλλοτριώσεων.

4.  Στην προκείμενη περίπτωση, ο καθορισμός της αύξησης της αξίας του υπολοίπου συναρτάται με μια γενική εκτίμηση του Δικαστηρίου για το ύψος της αύξησης και όχι με το απαύγασμα της προσαχθείσας μαρτυρίας. Ανατρέπεται δε εκ βάθρου η βάση αυτού του μέρους της απόφασης του Δικαστηρίου, με την παρεκτροπή του Δικαστηρίου από τα συμφωνηθέντα μεταξύ των μερών, ως προς την αξία του κτήματος κατά τον κρίσιμο χρόνο.

Οι εφέσεις επιτράπηκαν χωρίς έξοδα. Διατάχθηκε η αναδίκαση της παραπομπής, ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Πέτσα (1996) 1 Α.Α.Δ. 1342,

Rashid Ali a.o. v. Vassiliko Cement Works Ltd (1971) 1 C.L.R. 146,

Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119,

Νεοκλέους ν. Γενικού Εισαγγελέα (1993) 1 Α.Α.Δ. 352.

Εφέσεις.

Εφέσεις από την απαλλοτριούσα αρχή και τους ιδιοκτήτες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθη[*54]κε στις 25/3/99 (Αρ. Παραπομπής 11/92) με την οποία καθορίστηκε ως καταβλητέα αποζημίωση για την απαλλοτρίωση μέρους του κτήματος των αιτητών το ποσό των £21.700,-.

Ν. Χρυσομηλά για Α. Σκορδή, για την Εφεσείουσα-Αποζημιούσα Αρχή.

Γ. Κάιζερ, για τους Εφεσίβλητους - Αιτητές.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Με παράλληλες εφέσεις, και τα δύο μέρη, οι ιδιοκτήτες και η Απαλλοτριούσα Αρχή, στη διαδικασία καθορισμού της αποζημίωσης απαλλοτριωθέντος κτήματος, εφεσίβαλαν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, βάσει της οποίας καθορίστηκε το καταβλητέο ποσό.

Αντικείμενο της διαδικασίας (παραπομπή) ήταν ο καθορισμός της αξίας γης, έκτασης 2449 τ.μ., που αποσπάστηκε από μεγαλύτερο τεμάχιο των ιδιοκτητών, και οι συνέπειες της απαλλοτρίωσης στην αξία του υπολοίπου, ειδικά αν είχε ευεργετικές επιπτώσεις.

Η απαλλοτρίωση έγινε το 1990 και σκοπούσε στην επέκταση της Λεωφόρου Κυρηνείας, στην Αγλαντζιά. 

Με τη συναίνεση των διαδίκων, τα επίδικα θέματα καθορίστηκαν στα ακόλουθα δύο:-

(α)   Στον προσδιορισμό της αξίας του απαλλοτριωθέντος τμήματος της ιδιοκτησίας των εφεσειόντων στην Π.Ε. 10540, κατά το χρόνο της Γνωστοποίησης της Απαλλοτρίωσης. και 

(β)   Κατά πόσο επήλθε αύξηση ή όχι της αξίας του υπόλοι-που μέρους της ιδιοκτησίας των απαιτητών και, αν ναι, σε ποιο βαθμό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται, σε έκταση, στην απόφασή του, τις θέσεις των δύο μερών, θεμελιωμένες στη μαρτυρία των δύο εκτιμητών ακινήτων, που κατέθεσαν εκατέρωθεν.  Κατέληξε ότι, κατά το χρόνο της Γνωστοποίησης της Απαλλοτρίωσης, η αξία του απαλλοτριωθέντος τμήματος του ακινήτου ήταν [*55]£97.960,00.  Άχθηκε σ’ αυτό το αποτέλεσμα, αφού διαπίστωσε ότι η κατά τετραγωνικό μέτρο αξία του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου ήταν £40,00 - (2449 τ.μ. Χ £40,00).

Παράλληλα, διαπίστωσε ότι η απαλλοτρίωση επέφερε την αύξηση της αξίας του υπόλοιπου κτήματος, ως αυτή διαφάνηκε κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, ύψους £6,00 κατά τρετραγωνικό μέτρο - (αύξηση 15%).  Για τον προσδιορισμό της αύξησης, υπολογίστηκε μόνο έκταση 12700 τ.μ. Το υπόλοιπο του μη απαλλοτριωθέντος μέρους, έκτασης 1500 τ.μ., οι ιδιοκτήτες συμφώνησαν από το 1978 να το παραχωρήσουν στο δημόσιο, ως όρο για την παροχή άδειας για την οικοδομική ανάπτυξη του κτήματος στην άλλη πλευρά του τεμαχίου.  Κατά συνέπεια, η αύξηση της αξίας του υπόλοιπου μέρους του κτήματος προσδιορίστηκε σε £76.200,00 - (12700 τ.μ. Χ £6,00).  Το ποσό αυτό αφαιρέθηκε από την αξία του απαλλοτριωθέντος μέρους του κτήματος, οπόταν η καταβλητέα αποζημίωση καθορίστηκε στο στρογγυλό ποσό των £21.700,00.

Η Απαλλοτριούσα Αρχή εφεσίβαλε την απόφαση (Π.Ε. 10535), για ένα, ουσιαστικά, λόγο - ότι η αξία του απαλλοτριωθέντος κτήματος καθορίστηκε από το Δικαστήριο σε £40,00 το τετραγωνικό μέτρο, συνολικά £97.960,00, κατ’ αντίθεση προς τα συμφωνηθέντα μεταξύ των διαδίκων κατά την έναρξη της δίκης ότι αυτή ανερχόταν σε £33,00 το τετραγωγικό μέτρο, (περίπου), και συνολικά σε £81.047,00.

Όντως, επήλθε συμφωνία μεταξύ των μερών, στο πρώτο στάδιο της δίκης, ότι η αξία του απαλλοτριωθέντος κτήματος, κατά τον κρίσιμο χρόνο,  ήταν £81.047,00.  Το γεγονός αυτό σημειώνεται στο αρχικό μέρος της απόφασης του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο του προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων.  Το ακόλουθο απόσπασμα είναι δηλωτικό:-

«Κατά την έναρξη της διαδικασίας στις 3.10.1995 και πριν αρχίσει να καταθέτει ο πρώτος μάρτυρας κ. Μουζούρης οι δύο συνήγοροι έκαμαν δήλωση στο Δικαστήριο ότι συμφωνούσαν ότι η αξία του απαλλοτριωθέντος μέρους του κτήματος προ της δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης στις 29.6.1990 ανέρχετο σε £81,047.  Η μαρτυρία που δόθηκε μετά από τη δήλωση αυτή αφορά δύο θέματα μόνο ήτοι το κατά πόσο υπήρξε υπεραξία προς όφελος του κτήματος ή κατά πόσο υπήρξε επιζήμια επίδραση, εις βάρος του εναπομείναντος μέρους της ιδιοκτησίας, θέμα που αργότερα αποσύρθηκε.  Ως εκ τούτου η μαρτυρία θα εξεταστεί κάτω από το πρίσμα της δήλωσης αυτής των [*56]συνηγόρων.»

Πράγματι, το μόνο επίδικο θέμα, που παρέμεινε προς εκδίκαση, ήταν κατά πόσο επήλθε, ως αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης, αύξηση της αξίας του υπολοίπου και, αν ναι, ποία.

Παρά τη συμφωνία και τον επακόλουθο περιορισμό των επιδίκων θεμάτων, οι ιδιοκτήτες υποστηρίζουν την πρωτόδικη απόφαση, με το επιχείρημα ότι η συμφωνία δεν ήταν, ως θέμα δικαιϊκής τάξης, δεσμευτική για το Δικαστήριο· διατηρούσε (το Δικαστήριο), κατά την εισήγησή τους,  την ευχέρεια να προβεί σε διάφορο καθορισμό της αξίας του κτήματος. Προς επίρρωση των θέσεών τους, παρέπεμψαν στη Δημοκρατία ν. Πέτσα (1996) 1 Α.Α.Δ. 1342 και, ειδικά, στο ακόλουθο απόσπασμα:- (σελ. 1346-1347)

«Στη διαδικασία παραπομπής για τον καθορισμό αποζημιώσεων σε απαλλοτριώσεις, ενώ παρέχονται σημαντικά περιθώρια πρωτοβουλίας στα μέρη τόσο για τοποθέτησή τους όσο και για προσκόμιση μαρτυρίας, εντούτοις το δικαστήριο διατηρεί θεσμοθετημένες δυνατότητες διερεύνησης οι οποίες καταδεικνύουν τον τουλάχιστον εν μέρει εξεταστικό χαρακτήρα της διαδικασίας: βλ. τον Καν. 7(1) που προβλέπει ότι το δικαστήριο με ιδίαν πρωτοβουλία μπορεί να απαιτήσει από διάδικο να παράσχει περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες των λόγων της παραπομπής.  Αυτός ο χαρακτήρας συνάδει άλλωστε με τη συνταγματική πρόνοια στο Άρθρο 23.4(γ) του Συντάγματος για τον καθορισμό δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης.  Η εναπόθεση της ευθύνης εξ ολοκλήρου στα μέρη, με διαδικασία αμιγούς αντιπαράθεσης, θα εξαρτούσε την έκβαση υπέρμετρα από τους χειρισμούς στους οποίους εκείνοι θα προέβαιναν.  Και έτσι να μην παρείχετο ενδεχομένως η δυνατότητα για τον καθορισμό αποζημίωσης με τα αναγκαία γνωρίσματα της δίκαιης και εύλογης.  Δεν θα ακολουθήσουμε λοιπόν σε τούτο την Demetriou and Others v. Republic (ανωτέρω).»

Παραγνωρίζουν οι ιδιοκτήτες ότι στην ίδια τη Δημοκρατία ν. Πέτσα, (ανωτέρω), η αξία του ακινήτου συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών και ότι το μόνο θέμα, το οποίο παρέμεινε προς εξέταση, ήταν κατά πόσο, ως αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης, επήλθε δυσμενής επίδραση ή επαύξηση της αξίας του υπόλοιπου ακινήτου.  Η συμφωνία των μερών αποτέλεσε τη βάση για τον καθορισμό της αξίας του απαλλοτριωθέντος μέρους του κτήματος.

Παραγνωρίζουν, επίσης, οι ιδιοκτήτες ότι η παραπομπή του κα[*57]θορισμού της αποζημίωσης στο δικαστήριο έπεται της αποτυχίας των μερών να προέλθουν σε συμφωνία για την καταβλητέα αποζημίωση - (βλ. Άρθρο 8 του Ν. 15/62, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 25/83 - προς συμπλήρωση της εικόνας για τη σημερινή διάρθρωση του ιδίου άρθρου του νόμου, βλέπε, επίσης, Ν. 135(Ι)/99).

Η απόφαση του Δικαστηρίου εμπεριέχει το σπέρμα της αντινομίας. Αφενός, διακηρύττει, για να επαναλάβουμε το καταληκτικό μέρος του αποσπάσματος της απόφασης, που παραθέσαμε νωρίτερα: «Ως εκ τούτου η μαρτυρία θα εξεταστεί κάτω από το πρίσμα της δήλωσης αυτής των συνηγόρων.». Αφετέρου, εξετάζει τη μαρτυρία ωσάν να μην υπήρχε η συμφωνία και ανεξάρτητα από αυτή.  Εμπεριέχει, επίσης, το σπέρμα της αδικίας, γιατί, ενώ περιόρισε τα επίδικα θέματα σ’ εκείνα που αφορούσαν την αύξηση της αξίας του υπολοίπου, σε γνώση των διαδίκων, εξέτασε και άλλο θέμα, το οποίο οι διάδικοι θεωρούσαν λελυμένο, χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να το αντιμετωπίσουν.

Η επελθούσα μεταξύ των μερών συμφωνία είχε ως άξονα την αξία του απαλλοτριωθέντος μέρους του κτήματος, κατά το χρόνο της Γνωστοποίησης της Απαλλοτρίωσης, σε £33,00 κατά τετραγωνικό μέτρο. Η απόκλιση από τη συμφωνία των μερών είχε άμεσες επιπτώσεις τόσο στον καθορισμό της αξίας του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου όσο και στην αύξηση της αξίας του υπόλοιπου μέρους της αξίας του κτήματος, που αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης των ιδιοκτητών - 10540, η οποία ακούστηκε από κοινού με την Έφεση 10535.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε, αντίθετα προς τη συμφωνία των μερών, ότι η αξία του απαλλοτριωθέντος κτήματος ήταν £40,00 το τετραγωνικό μέτρο, κατά το χρόνο της δημοσίευσης της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης, κατέληξε ότι η αξία του υπολοίπου αυξήθηκε, ως αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης, κατά 15%.  Λαμβανομένης δε υπόψη της αξίας του κτήματος κατά το χρόνο της Γνωστοποίησης σε £40,00 το τετραγωνικό μέτρο, κατέληξε ότι προέκυψε αύξηση της αξίας του υπολοίπου κατά £6,00 το τετραγωνικό μέτρο.

Οι ιδιοκτήτες αμφισβητούν το εύρημα του Δικαστηρίου - ότι επήλθε αύξηση της αξίας του υπολοίπου. Παρόλο που αναγνωρίζουν ότι το Δικαστήριο δε δεσμεύεται από τις εκατέρωθεν εκτιμήσεις, με την έφεσή τους, επιδιώκουν την ανατροπή του ευρήματος αυτού. Αμφισβητούν, μεταξύ άλλων, ότι ο πραγματογνώμονας, που κάλεσαν, αναγνώρισε στη μαρτυρία του ότι η απαλλοτρίωση επαύξησε [*58]την αξία του υπολοίπου κατά 5% έως 10%.  Σε απάντηση, η Απαλλοτριούσα Αρχή παρέπεμψε στο ακόλουθο απόσπασμα από τη μαρτυρία του εκτιμητή των ιδιοκτητών:-

«Ε: Σας υποβάλλω ότι σε τέτοια περίπτωση η αύξηση της αξίας του υπολοίπου, του εναπομείναντος κτήματος δεν θα ήταν 10% όπως είπετε αλλά θα ήταν πέραν του 20% αν δεν ήταν περίκλειστο αυτό το κτήμα και δεν είχαμε επιζήμια επίπτωση.

 Α:  Διαφωνώ  με την άποψη αυτή και επαναλαμβάνω ότι η υπεραξία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 10%.»

Συνάγεται, από την απάντηση αυτή, ότι επήλθε αύξηση της αξίας του υπολοίπου, την οποία όμως ο εκτιμητής των ιδιοκτητών δεν προσδιόρισε, με την επιφύλαξη ότι αυτή δεν μπορούσε να υπερβαίνει το 10%. 

Οι ιδιοκτήτες υποστήριξαν ότι είναι αυθαίρετος ο καθορισμός της αύξησης του υπολοίπου της ιδιοκτησίας σε 15%. Αντίθετα, η Απαλλοτριούσα Αρχή υπέβαλε ότι το εύρημα αυτό είναι παραδεκτό, ενόψει του συνόλου της μαρτυρίας και των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις εκατέρωθεν θέσεις των εκτιμητών, αναφορικά με τις επιπτώσεις της απαλλοτρίωσης στην αξία του υπόλοιπου μέρους του τεμαχίου, και αφού προηγουμένως καθόρισε την, κατά τετραγωνικό μέτρο, αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της Γνωστοποίησης σε £40,00, κατέληξε:-

«Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω διαπιστώσεις μου σε σχέση με τις εκτιμήσεις καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο πρέπει για τους λόγους που ανάφερα να ακολουθήσει στην προκείμενη περίπτωση την απόφαση Rashid Ali που αναφέρθηκε πιο πάνω.»

Στη Rashid Ali and Another v. Vassiliko Cement Works Ltd. (1971) 1 C.L.R. 146, το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι, σε υποθέσεις απαλλοτριώσεων, παρέχεται η δυνατότητα στο ίδιο το δικαστήριο να καθορίσει την αμφισβητούμενη αξία ακινήτου, υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας, χωρίς να δεσμεύεται να υιοθετήσει τη θέση της μιας ή της άλλης πλευράς.  Η προσέγγιση του Δικαστηρίου επί του θέματος φαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης στη Rashid Ali:- (σελ. 155-156)

[*59]“On the other hand, as already pointed out earlier, the valuation of both valuers (including that on which the trial Court based their award) was a matter of speculation to a considerable extent, and a matter of opinion based on such speculation.  It seems to us that in such circumstances the trial Court should proceed to make their own assessment of the compensation payable to the owners under the Compulsory Acquisition of Property Law, by taking the evidence before them as a whole ; as they in fact did on the two points already referred to :”

Ό,τι ηθέλησε το Εφετείο να υπογραμμίσει στη Rashid Ali, είναι ότι το δικάζον δικαστήριο δε δεσμεύεται να ακολουθήσει τη θέση του ενός ή του άλλου εκτιμητή.  Αποτελεί δικό του καθήκον ο καθορισμός της καταβλητέας αποζημίωσης, δικαίας και εύλογης, καθώς ορίζει το Σύνταγμα - Άρθρο 23.4(γ) - (Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119).

Μπορεί το δικαστήριο να καταλήξει στη δική του απόφαση, υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας των εκτιμητών και άλλης, ενδεχομένως, μαρτυρίας, η οποία τείνει να ρίψει φως στην αξία της γης. Αυτό δε σημαίνει ότι το δικαστήριο χωρεί στην εκτίμηση της αξίας της γης, ανεξάρτητα από τη μαρτυρία. Η απόφασή του πρέπει να πηγάζει από τη δοθείσα μαρτυρία και να συναρτάται προς αυτή. Ούτε είναι παραδεκτό για το δικαστήριο να βασιστεί σε γεγονότα που περιήλθαν σε γνώση του σε προηγούμενες υποθέσεις απαλλοτριώσεων, όπως υποδείξαμε στη Νεοκλέους ν. Γενικού Εισαγγελέα (1993) 1 Α.Α.Δ. 352. Το απόσπασμα, που ακολουθεί, από την ίδια απόφαση, διαφωτίζει για τη φύση της διαδικασίας, προς καθορισμό της αποζημίωσης απαλλοτριωθείσας γης, και υπογραμμίζει το βαθμό στον οποίο αμβλύνεται το στοιχείο της αντιπαράθεσης, που χαρακτηρίζει τη δίκη πολιτικών υποθέσεων:- (σελ. 355)

«Το αντικείμενο της παραπομπής είναι ένα:  ο καθορισμός της καταβλητέας από την απαλλοτριούσα αρχή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Η διαδικασία η οποία προβλέπεται από τους διαδικαστικούς κανονισμούς του 1956 (οι κανονισμοί) είναι ιδιόμορφη προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες του αντικείμενου της διαδικασίας. Επιβάλλεται όχι μόνο η έκθεση των εκατέρωθεν θέσεων αλλά και η παροχή όλων των λεπτομερειών που τις υποστηρίζουν, που στην πράξη συντίθενται από τα στοιχεία στα οποία εδράζεται η εκτίμηση των ειδικών. Στην περίπτωση της απαλλοτριούσας αρχής επιβάλλεται ρητή υποχρέωση για προσαγωγή της εκτίμησης της αξίας της γης από τις κτηματολογικές αρχές. (Βλ. κ.6(2)). Όχι μόνο απαιτείται η λεπτομερής στοιχειο[*60]θέτηση των εκατέρωθεν θέσεων αλλά παρέχεται εξουσία και στο ίδιο το δικαστήριο (κ.7) να διατάξει την παροχή περαιτέρω λεπτομερειών γεγονός το οποίο αμβλύνει την αντιπαράθεση μεταξύ των μερών αφενός, και σηματοδοτεί την υποχρέωση του δικαστηρίου για την αναζήτηση όλων των στοιχείων που τείνουν να διαφωτίσουν ως προς την αξία της γής αφετέρου.»

Στην προκείμενη περίπτωση, ο καθορισμός της αύξησης της αξίας του υπολοίπου συναρτάται με μια γενική εκτίμηση του Δικαστηρίου για το ύψος της αύξησης και όχι με το απαύγασμα της προσαχθείσας μαρτυρίας. Ανατρέπεται δε εκ βάθρου η βάση αυτού του μέρους της απόφασης του Δικαστηρίου, με την παρεκτροπή του Δικαστηρίου από τα συμφωνηθέντα μεταξύ των μερών, ως προς την αξία του κτήματος κατά τον κρίσιμο χρόνο.

Για τους λόγους, που έχουμε εκθέσει, γίνονται δεκτές και οι δύο εφέσεις. Διατάσσεται η αναδίκαση της Παραπομπής, με δεδομένη την αξία του απαλλοτριωθέντος και του λοιπού μέρους του ακινήτου, ως η συμφωνία των μερών. Επίσης, λελυμένο πρέπει να θεωρείται ότι έκταση 1500 τ.μ., την οποία οι ιδιοκτήτες παραχώρησαν στο δημόσιο για την ανάπτυξη μέρους του κτήματος, θα αφαιρεθεί από το κτήμα, προς καθορισμό της αύξησης ή μη της αξίας του υπολοίπου. Το μόνο επίδικο θέμα, το οποίο παραμένει, είναι κατά πόσο επήλθε αύξηση της αξίας του υπολοίπου του κτήματος, έκτασης 12700 τ.μ., και, αν ναι, ποίο το ύψος της.

Τα έξοδα της πρώτης δίκης αφίενται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, που θα δικάσει εκ νέου την Παραπομπή, ανάλογα με το αποτέλεσμα.

Οι εφέσεις επιτρέπονται χωρίς έξοδα. Εκδίδεται διαταγή για την αναδίκαση της Παραπομπής, ως ανωτέρω.

Οι εφέσεις επιτρέπονται χωρίς έξοδα.  Διατάσσεται η αναδίκαση της παραπομπής, ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο