Bιολάρης Aνδρέας ν. Xαράλαμπου Hρακλέους και Άλλης (2001) 1 ΑΑΔ 61

(2001) 1 ΑΑΔ 61

[*61]25 Ιανουαρίου, 2001

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΙΟΛΑΡΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,

2. ΕΛΕΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10668)

 

Έφεση ― Δύναται να ασκηθεί μόνο εναντίον ενδιάμεσης ή τελικής απόφασης του Δικαστηρίου, καθοριστικής για τα δικαιώματα των διαδίκων ― Απόφαση με την οποία απερρίφθη αίτηση για συνοπτική απόφαση ― Δεν συνιστούσε απόφαση καθοριστική των δικαιωμάτων των διαδίκων.

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Αίτηση για συνοπτική απόφαση, καταχωρηθείσα μετά πάροδο πέντε και πλέον ετών από την καταχώρηση εμφάνισης στην αγωγή.

Με την αγωγή του ο εφεσείων αξίωσε εναντίον των εφεσιβλήτων ποσό £1.000 πλέον τόκο βάσει γραμματίου ημερ. 9 Ιανουαρίου 1986.  Στις 17 Νοεμβρίου 1993 ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση για συνοπτική απόφαση, η οποία, ύστερα από πολυάριθμες αναβολές, απορρίφθηκε στις 22 Ιουνίου 1995 λόγω μη προώθησής της. Όμως στις 23 Ιανουαρίου 1996 το Δικαστήριο κατόπιν άτυπου αιτήματος διέταξε επαναφορά της αίτησης.  Μετά από μια νέα σειρά αναβολών, στις 11 Απριλίου 1997 το Δικαστήριο θεώρησε την αίτηση ως μη επαναφερθείσα και επιλήφθηκε αίτησης για επαναφορά ημερομηνίας 28 Μαρτίου 1997 και εξέδωσε ξανά διάταγμα επαναφοράς.  Στις 22 Σεπτεμβρίου 1998 η αίτηση για συνοπτική απόφαση αποσύρθηκε κατόπιν δήλωσης του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι «θα εκδικαστεί η ουσία».

Ο εφεσείων καταχώρησε στις 24 Φεβρουαρίου 1999 νέα αίτηση για συνοπτική απόφαση η οποία, μετά από ακρόαση επί της ουσίας απορρίφθηκε.

[*62]Με την έφεση τίθενται προς εξέταση διάφορα ζητήματα αναφορικά με την πρωτόδικη άποψη ότι θα έπρεπε εν προκειμένω να δοθεί στους εφεσίβλητους η ευκαιρία να προβάλουν υπεράσπιση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η απόρριψη αίτησης για συνοπτική απόφαση δεν είναι εφέσιμη αφού «αφήνει τα δικαιώματα των διαδίκων άθικτα και δεν δημιουργεί δεδικασμένο για οποιοδήποτε επίδικο θέμα.

2.  Η δεύτερη αίτηση για συνοπτική απόφαση, τόσα χρόνια μετά την καταχώρηση εμφάνισης στην αγωγή και με την απαράδεκτη πορεία που ακολουθήθηκε θα έπρεπε να απορρίπτετο η ίδια συνοπτικά λόγω κατάχρησης της διαδικασίας του Δικαστηρίου, παρόλον ότι μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης που έφτασαν τα πράγματα ως εκεί την έφερε το ίδιο το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Evand Promotions Ltd v. Rutman (1997) 1 A.A.Δ. 1787,

Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα-αιτητή κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 5/11/99 (Αρ. Αγωγής 10112/93) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του ημερ. 24/2/99 για συνοπτική απόφαση στην αγωγή του εναντίον των εφεσιβλήτων για ποσό £1.000 πλέον τόκους, βάσει γραμματίου το οποίο υπέγραψαν οι εφεσίβλητοι προς όφελος τρίτου.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.

Καμιά εμφάνιση για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με αγωγή που καταχωρήθηκε στις 18 Οκτω[*63]βρίου 1993 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ο εφεσείων αξίωσε εναντίον των εφεσιβλήτων ποσό £1.000 πλέον τόκο προς 9% από 9 Ιανουαρίου 1986 μέχρις εξοφλήσεως, βάσει γραμματίου ημερ. 9 Ιανουαρίου 1986 προς όφελος κάποιου Ανδρέα Λυμπουρή, το οποίο ο 1ος εφεσίβλητος υπέγραψε ως πρωτοφειλέτης και η 2η  ως εγγυήτρια. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, τα δικαιώματα στο γραμμάτιο ο Ανδρέας Λυμπουρής του τα “μεταβίβασε διά οπισθογραφήσεως ημερομηνίας 13.10.93”. Επιπλέον, σύμφωνα με ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν στην έκθεση απαίτησης, το γραμμάτιο προνοούσε εξόφληση μέχρι τις 8 Ιανουαρίου 1987 με μηνιαίες δόσεις όχι μικρότερες των £15.=, αλλά δεν πληρώθηκε οποιοδήποτε ποσό.

Η αγωγή επιδόθηκε κατά τα μέσα Νοεμβρίου 1993. Οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να καταχωρήσουν εμφάνιση έγκαιρα και επομένως, στις 26 Νοεμβρίου 1993, ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση για απόφαση. Την απέσυρε όμως στις 9 Δεκεμβρίου 1993 όταν καταχωρήθηκε εμφάνιση.

Ακολούθησε η αίτηση ημερ. 17 Νοεμβριου 1993 για συνοπτική απόφαση βάσει της Δ.18 η οποία αποβλέπει στη σύντομη διεκπεραίωση αγωγής όπου προκύπτει πως δεν υπάρχει λόγος για τη διεξαγωγή δίκης.  Η εν λόγω αίτηση πήρε μάκρος. Ύστερα από πολυάριθμες αναβολές, απορρίφθηκε στις 22 Ιουνίου 1995 λόγω μη προώθησης. Όμως, στις  23 Ιανουαρίου 1996, κατόπιν άτυπου αιτήματος το Δικαστήριο διέταξε επαναφορά της αίτησης. Άρχισε τότε μια νέα σειρά αναβολών που πήραν την αίτηση μέχρι τις 11 Απριλίου 1997.  Οπότε συνέβηκε το εξής περιέργο: η αίτηση για συνοπτική απόφαση, άγνωστο γιατί, θεωρήθηκε ως μη επαναφερθείσα.  Κατ΄ εκείνη την ημερομηνία, το Δικαστήριο επιλήφθηκε αίτησης ημερ. 28 Μαρτίου 1997 για επαναφορά και, εντελώς ανεξήγητα, εξέδωσε ξανά διάταγμα επαναφοράς. Συνεχίστηκαν οι αναβολές και κράτησαν μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου 1998. Οπότε, κάτι λιγότερο από πέντε χρόνια μετά την καταχώρισή της, η αίτηση για συνοπτική απόφαση απορρίφθηκε κατόπιν απόσυρσης, με δήλωση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντος ότι “θα εκδικαστεί η ουσία”.

Πέντε μήνες αργότερα, ο εφεσείων επανήλθε με νέα αίτηση για συνοπτική απόφαση.  Πρόκειται για την αίτηση ημερ. 24 Φεβρουαρίου 1999 η οποία, ύστερα από ακρόαση επί τους ουσίας, απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ημερ. 5 Νοεμβρίου 1999.

Με την έφεση τίθενται προς εξέταση διάφορα ζητήματα αναφορικά με την πρωτόδικη άποψη ότι θα έπρεπε εν προκειμένω να δοθεί [*64]στους εφεσιβλήτους η ευκαιρία να προβάλουν υπεράσπιση. 

Επισημαίνουμε κατ’ αρχάς ότι, καθώς λέχθηκε στην Evand Promotions Ltd v. Rutman (1997) 1 Α.Α.Δ. 1787 με αναφορά στη Χάσικος κ.α. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389, η απόρριψη αίτησης για συνοπτική απόφαση δεν είναι εφέσιμη αφού “αφήνει τα δικαιώματα των διαδίκων άθικτα και δεν δημιουργεί δεδικασμένο για οποιοδήποτε επίδικο θέμα”. Δεν χρειάζεται όμως να συζητήσουμε αυτό το ζήτημα.  Θεωρούμε πως η απασχόληση με τα τεθέντα ζητήματα θα ήταν χωρίς οποιαδήποτε προοπτική.  Έχουμε με εκτίμηση την άποψη ότι η δεύτερη αίτηση για συνοπτική απόφαση, τόσα χρόνια μετά την καταχώριση εμφάνισης στην αγωγή και με την απαράδεκτη πορεία που σκιαγραφήσαμε, θα έπρεπε να απορρίπτετο η ίδια συνοπτικά λόγω κατάχρησης της διαδικασίας του Δικαστηρίου, παρόλον ότι το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης που έφτασαν τα πράγματα έως εκεί την έφερε το ίδιο το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο