Kώστα Αντωνάκης ν. Aνδρέα Kυριάκου (2001) 1 ΑΑΔ 65

(2001) 1 ΑΑΔ 65

[*65]25 Ιανουαρίου, 2001

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10372)

 

Συμβάσεις ― Εταιρείες ― Ανύπαρκτη εταιρεία ― Ο συμβαλλόμενος εκ μέρους εταιρείας πριν από τη σύστασή της, είναι προσωπικά υπεύθυνος για την τήρηση των όρων της σύμβασης.

Ο εφεσείων με την αγωγή του αξίωνε ποσό £639,41 ως υπόλοιπο του τιμήματος εμπορευμάτων που πώλησε και παρέδωσε στον εφεσίβλητο – 2ο εναγόμενο και το συνεναγόμενο οι οποίοι διεξήγαγαν κοινή επιχείρηση.

Ο εφεσίβλητος προέβαλε ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο, οφειλόταν όχι προσωπικά από τον ίδιο και το συνεναγόμενο του, αλλά από την εταιρεία την οποία σε κάποιο στάδιο ίδρυσαν για να διεξάγει την επιχείρηση.

Ο εφεσείων αρχικά εξέδωσε στο όνομα της ανύπαρκτης εταιρείας πέντε τιμολόγια όμως στη συνέχεια εξέδωσε άλλα είκοσι-πέντε τιμολόγια στα οποία ανέγραψε τα ονόματα του εφεσίβλητου και του συνεναγομένου.

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι ο εφεσίβλητος ενεργούσε υπό την ιδιότητα του ως μέτοχος και διευθυντής της υπό σύσταση και ακολούθως εγγραφείσας εταιρείας όταν συμφωνούσε με τον εφεσείοντα να αγοράζει τα εμπορεύματα και απέρριψε την αγωγή.

Με την έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση κυρίως με αναφορά σε δύο ζητήματα:

α) Στην κατάληξη, από νομικής άποψης, ότι ο εφεσείων συνεβλήθη αρ[*66]χικά με ανύπαρκτη εταιρεία, και

β) στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας και της εξαγωγής συμπερασμάτων.

Αποφασίστηκε ότι:

Στην προκειμένη περίπτωση ήταν και στις δύο πλευρές γνωστό πως δεν υπήρχε εταιρεία.  Δεν μπορούσε λοιπόν ο εφεσίβλητος – όπως άλλωστε δεν μπορούσε και ο συνεναγόμενος – να ενεργήσει εκ μέρους της.  Επομένως η κατάληξη ότι κατ’ εκείνο το χρόνο ο εφεσίβλητος «δεν ενεργούσε υπό την προσωπική του ιδιότητα αλλά σαν μέτοχος και διευθυντής» της εταιρείας βρισκόταν σε αντίθεση με τη διαπιστωθείσα πραγματικότητα ότι η εταιρεία δεν είχε ακόμα συσταθεί.  Είναι λοιπόν προφανές, κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα και να ιδωθεί το ζήτημα, ότι ο εφεσίβλητος και ο συνεναγόμενος συνεβλήθησαν υπό προσωπική ιδιότητα με τον εφεσείοντα.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Phonogram Ltd v. Lane [1981] 3 All E.R. 182,

Kelner v. Baxter [1861-73] All E.R. Rep. 2009,

Newborne v. Sensolid (Great Britain) Ltd [1953] 1 All E.R. 708,

Hollman v. Pullin [1884] Cab & El 254, 1(2) Digest (Reissue) 841,

Black v. Smallwood (1965) 117 C.L.R. 51.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 16/10/98 (Αρ. Αγωγής 4961/97) με την οποία απορρίφθηκε η αξίωσή του κατά του εναγομένου και του συνεναγομένου για ποσό £639,41 ως υπόλοιπο του τιμήματος εμπορευμάτων τα οποία τους πώλησε και τους παρέδωσε.

Ε. Πελεκάνος με Μ. Πελεκάνο, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Σέργης, για τον Εφεσίβλητο.

[*67]Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων διατηρούσε επιχείρηση πώλησης ηλεκτρικών εργαλείων και εξαρτημάτων για είδη αλουμινίου. Με την αγωγή που κίνησε εναντίον του εφεσιβλήτου - 2ου εναγομένου - και του συνεναγομένου, αξίωνε ποσό £639.41 ως υπόλοιπο του τιμήματος εμπορευμάτων που τους πώλησε και παρέδωσε από τις 7 Μαρτίου 1996 μέχρι 3 Φεβρουαρίου 1997 για τη διεξαγωγή της δικής τους κοινής επιχείρησης.

Ο συνεναγόμενος του εφεσιβλήτου δεν καταχώρισε εμφάνιση και επακόλουθα εκδόθηκε απόφαση εναντίον του. Ο εφεσίβλητος αμφισβήτησε την αξίωση. Προέβαλε ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο, το ύψος του οποίου εν τέλει περιορίστηκε σε £600, οφειλόταν όχι προσωπικά από τον ίδιο και τον συνεναγόμενό του, αλλά από την εταιρεία ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ & ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΛΤΔ, την οποία σε κάποιο στάδιο ίδρυσαν για να διεξάγει την επιχείρηση.

Ο συνεναγόμενος ήταν, από μερικά χρόνια, πελάτης του εφεσείοντος. Ο εφεσίβλητος ήταν υπάλληλος του συνεναγομένου όταν, κατά τις αρχές Μαρτίου του 1996, αποφάσισαν οι δύο να συμπράξουν επί ίσοις όροις. Η επιχείρηση θα διεξαγόταν από εταιρεία περιορισμένης ευθύνης την οποία θα συνέστηναν. Και πράγματι, λίγο καιρό αργότερα, στις 29 Απριλίου 1996, συστάθηκε η εταιρεία. Στην οποία ήταν εξ ημισείας μέτοχοι και οι μόνοι διευθυντές.

Στο μεταξύ ο εφεσίβλητος και ο συνεναγόμενος  διεξήγαγαν την επιχείρηση προσωπικά. Για τους σκοπούς της επιχείρησης προμηθεύονταν εμπορεύματα από τον εφεσείοντα από τον οποίο είχαν ζητήσει να χρεώνει τον λογαριασμό της εταιρείας που επρόκειτο να ιδρύσουν. Και ο εφεσείων αυτό έπραττε για κάποιο διάστημα.  Ήταν η θέση του πρωτοδίκως πως το έπραττε γιατί εκείνοι του το ζήτησαν, όμως αυτός εκείνους γνώριζε γιατί με εκείνους είχε συμβληθεί. Εξέδωσε στο όνομα της ακόμα ανύπαρκτης εταιρείας πέντε τιμολόγια, το πρώτο στις 7 Μαρτίου 1996 και το τελευταίο στις 17 Απριλίου 1996, όπως και μια απόδειξη πληρωμής, προφανώς εντός εκείνης της περιόδου. Ακολούθησαν, μέχρι 3 Φεβρουαρίου 1997, άλλα εικοσιπέντε τιμολόγια και εννέα αποδείξεις, όχι όμως στο όνομα της εταιρείας.  Για αυτή τη μεταβολή, η εκδοχή του εφεσείοντος, την οποία υποστήριξε με τη δική του μαρτυρία και τα έγ[*68]γραφα που παρουσίασε - τιμολόγια, αποδείξεις, καταστάσεις λογαριασμού - ήταν ότι εκείνοι του ζήτησαν να εκδίδει πια τα τιμολόγια στα δικά τους ονόματα αντί στο όνομα της εταιρείας. Στα υπόλοιπα εικοσιπέντε τιμολόγια που εξέδωσε, ανέγραψε ως εκ τούτου τα δικά τους ονόματα με εξαίρεση ένα από τα τιμολόγια στο οποίο συντομογραφικά ανέγραψε το όνομα μόνο του ενός. Για τον ίδιο λόγο, και οι υπόλοιπες εννέα αποδείξεις εκδόθηκαν όχι στο όνομα της εταιρείας αλλά στα ονόματα των ιδίων.  Ο εφεσίβλητος, από την άλλη μεριά, κατέθεσε για να υποστηρίξει την εκδοχή ότι ο εφεσείων εξ αρχής συναλλασσόταν με την εταιρεία ακόμα και όταν αυτή ήταν ανύπαρκτη και ότι ποτέ δεν επήλθε μεταβολή με ανάληψη προσωπικά της ευθύνης είτε από τον ίδιο είτε από τον συνεναγόμενο.

Το Δικαστήριο σχημάτισε καλύτερη εντύπωση για τον εφεσίβλητο, ως μάρτυρα, παρά για τον εφεσείοντα. Σημείωσε πως ο εφεσίβλητος “απαντούσε με φυσικότητα και ειλικρίνεια για όλα τα θέματα που ρωτήθηκε” ενώ στην περίπτωση του εφεσείοντος διέκρινε “διστακτικότητα εκ μέρους του να πει με ειλικρίνεια πάνω σε ποια βάση συμφώνησε να συνεργαστεί με τον εναγόμενο 2”.  Το Δικαστήριο βρήκε λοιπόν “πιο πειστική” την εκδοχή του εφεσιβλήτου, θεωρώντας πως αυτή υποστηριζόταν και από το ότι τα πρώτα πέντε τιμολόγια είχαν εκδοθεί στο όνομα της εταιρείας αλλά  και από το ότι στο όνομα της εταιρείας είχε ανοιχθεί ο λογαριασμός.  Πρόσθεσε σχετικά με αυτή τη διάσταση τα εξής:

“Είναι βέβαια γεγονός αναντίλεκτο, ότι τα τιμολόγια και οι αποδείξεις, μετά τον Απρίλιο του 1996, εκδίδονταν στα ονόματα των δύο Εναγομένων.  Δεν δέχομαι όμως ότι ήταν μετά από διευθέτηση ή συμφωνία με τους εναγομένους που ενήργησε ο Ενάγων προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν θα εξετάσω το λόγο που ώθησε τον ενάγοντα  να ενεργήσει με αυτό τον τρόπο.  Ίσως να το έκαμνε για σκοπούς συντομογραφίας ή για άλλο λόγο, για τον οποίο όμως δεν ήλθε σε συνεννόηση ή συμφωνία με τον Εναγόμενο 2.”

Παραθέτουμε και την κατάληξη:

“Βρίσκω κατά συνέπεια ότι ο Εναγόμενος 2 δεν ενεργούσε υπό την προσωπική του ιδιότητα αλλά σαν μέτοχος και διευθυντής της υπό σύσταση και ακολούθως εγγραφείσας Εταιρείας ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΛΤΔ, όταν συμφωνούσε με τον Ενάγοντα να αγοράζει τα εμπορεύματα στα οποία έγινε αναφορά.”

[*69]

Γι’ αυτό, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.  Δεν επιδίκασε όμως έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου, δίνοντας ως λόγο “την ολιγωρία που επέδειξε ...... όταν παραλάμβανε τιμολόγια και αποδείξεις που εξέδιδε ο ενάγων επ΄ ονόματι του ιδίου και του Εναγομένου 1.”

Με την έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση κυρίως με αναφορά σε δύο ζητήματα. Πρώτο στην κατάληξη, από νομικής άποψης, ότι ο εφεσείων συνεβλήθη αρχικά με ανύπαρκτη εταιρεία( και δεύτερο στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας και της εξαγωγής συμπερασμάτων.

Ως προς το πρώτο ζήτημα, που αφορά τη γένεση της διευθέτησης, ο συνήγορος του εφεσείοντος παρέπεμψε σε αγγλική νομολογία, με έμφαση στην Phonogram Ltd v. Lane [1981] 3 All E.R. 182 όπου το Αγγλικό Εφετείο είχε βασικά να ασχοληθεί με νομοθετική διάταξη που ρητά πλέον ρύθμιζε εκεί το ζήτημα - το άρθρο 9(2) του European Communities Act 1972 - αλλά επεκτάθηκε για να εκφράσει άποψη ως προς το τι στην πραγματικότητα σήμαιναν τέτοιου είδους διευθετήσεις και για να εξηγήσει συναφώς τις παλαιότερες αποφάσεις, το αποτέλεσμα των οποίων εμφανιζόταν να εξαρτάται από λεπτές διακρίσεις που είχαν σχέση με το πώς περιγραφόταν η ιδιότητα του προσώπου που υπέγραφε. Εκείνες οι αποφάσεις δημιουργούσαν την εντύπωση πως αν κάποιος υπέγραφε “ως αντιπρόσωπος” ή “εκ μέρους και δια λογαριασμόν” ανύπαρκτης εταιρείας, ευθυνόταν ο ίδιος προσωπικά αφού δεν μπορούσε να είχε συμβληθεί ως αντιπρόσωπος ανύπαρκτου κυρίου, ενώ αν υπέγραφε προβάλλοντας τον εαυτό του ως τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο της εταιρείας ώστε η υπογραφή του να προοριζόταν ως  υπογραφή της ίδιας της εταιρείας για την ανυπαρξία της οποίας δεν γνώριζε ο αντισυμβαλλόμενος, δεν προέκυπτε συμβατική σχέση με τον ίδιο, όπως βέβαια δεν προέκυπτε και για την ανύπαρκτη εταιρεία: βλ. Kelner v. Baxter [1861-73] All E.R. Rep. 2009, Newborne v. Sensolid (Great Britain) Ltd [1953] 1 All E.R. 708, Hollman v. Pullin [1884] Cab & El 254, 1(2) Digest (Reissue) 841, 5440 και την Αυστραλιανή Black v. Smallwood [1965] 117 C.L.R. 51.

Στην προκείμενη περίπτωση ήταν και στις δύο πλευρές γνωστό πως δεν υπήρχε εταιρεία. Δεν μπορούσε λοιπόν ο εφεσίβλητος - όπως άλλωστε δεν μπορούσε και ο συνεναγόμενος - να ενεργήσει εκ μέρους της. Επομένως η πρωτόδικη κατάληξη ότι κατ’ εκείνο το χρόνο ο εφεσίβλητος “δεν ενεργούσε υπό την προσωπική του ιδιότητα αλλά σαν μέτοχος και διευθυντής” της εταιρείας βρισκόταν σε αντίθεση με τη διαπιστωθείσα πραγματικότητα ότι η εταιρεία δεν [*70]είχε ακόμα συσταθεί.  Είναι λοιπόν προφανές, κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα και αν ιδωθεί το ζήτημα, ότι ο εφεσίβλητος και ο συνεναγόμενος συνεβλήθησαν υπό προσωπική ιδιότητα με τον εφεσείοντα.

Ως προς το δεύτερο ζήτημα, το γενικότερο που αφορά και τα μετέπειτα, επισημαίνουμε ότι, ενόψει του αποτελέσματος στο πρώτο ζήτημα, αν ορθά κρίθηκε πρωτόδικα βάσει της εκδοχής του εφεσιβλήτου πως μετά την αρχική διευθέτηση δεν υπήρξε οποιαδήποτε μεταβολή, αυτό δεν αποδυναμώνει την υπόθεση του εφεσείοντος αφού τότε η μια και μόνη σύμβαση είχε γίνει με τον εφεσίβλητο και τον συνεναγόμενό του. Γι’ αυτό καθίσταται αχρείαστο να επεκταθούμε.  Ο εφεσείων εδικαιούτο σε υπέρ του απόφαση πλέον τα έξοδα.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του εφεσιβλήτου για ποσό £600 πλέον έξοδα.

Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο