(2001) 1 ΑΑΔ 71
[*71]25 Ιανουαρίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΡΙΑΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
ν.
ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10699)
Αστικά Αδικήματα ― Απάτη ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ― Άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται απο τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.
Η εφεσείουσα είναι εξώγαμη θυγατέρα της εφεσίβλητης, χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι ο πραγματικός της πατέρας. Στις 9/9/97 ήγειρε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης διότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, στις 24/2/93, η εφεσίβλητη, εσκεμμένα, κακόβουλα και με μοναδικό σκοπό να την ταπεινώσει και να την εξαπατήσει, της δήλωσε ψευδώς ότι ο πατέρας της ήταν κάποιος Π. Φ. ενώ στην πραγματικότητα γνώριζε ότι δεν ήταν. Η εφεσείουσα στηριζόμενη στη δήλωση αυτή, καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Αίτηση για Πατρική Αναγνώριση Εξωγάμου, πλην, όμως, τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων απέδειξαν ότι ο Π. Φ. δεν ήταν ο πατέρας της με αποτέλεσμα η αίτηση να αποσυρθεί και η εφεσείουσα να έχει υποστεί έξοδα και ταλαιπωρία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας ως αναξιόπιστη στο σύνολό της. Το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της γιαγιάς της εφεσείουσας (η οποία έδωσε μαρτυρία για την εφεσείουσα) η οποία είπε ότι η εφεσίβλητη παραδέχθηκε, ότι ενώ ήταν αρραβωνιασμένη με τον Π. Φ. είχε σεξουαλικές σχέσεις και με άλλους άντρες κατά τη διάρκεια του αρραβώνα της [*72]με τον Π.Φ. Δέχθηκε επίσης τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, με την εξαίρεση δύο σημείων. Πρώτο, την άρνησή της ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις και με άλλους άντρες κατά τη διάρκεια του αρραβώνα της με τον Π.Φ. Και δεύτερο, την άρνησή της, ότι μετά την ανακοίνωση των αιματολογικών εξετάσεων, παραδέχθηκε ότι, ενώ ήταν αρραβωνιασμένη με τον Π.Φ., είχε σεξουαλικές σχέσεις και με άλλους άντρες.
Ακολούθως και αφού διέγραψε τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της απάτης όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία του εν λόγω αστικού αδικήματος και απέρριψε την αγωγή.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση. Η έφεση στρέφεται εναντίον των ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Προβλήθηκε επίσης ως λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσήγγισε και/ή εφάρμοσε εσφαλμένα τις νομικές αρχές που εφαρμόζονται αναφορικά με το αστικό αδίκημα της απάτης.
Εφαρμόζοντας τις αρχές, που διέπουν τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου για επέμβαση σε ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου, που στηρίζονται στην αξιοπιστία μαρτύρων, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση.
Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Πογιατζής, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 19/1/99 (Αρ. Αγωγής 11026/97) με την οποία απέρριψε την αγωγή της εναντίον της εναγόμενης μητέρας της ότι αυτή εσκεμμένα και κακόβουλα της δήλωσε ψευδώς ότι πατέρας της ήταν κάποιος Π. Φανάρης ενώ γνώριζε ότι δεν ήταν.
Α. Ευτυχίου, για την Εφεσείουσα.
Μ. Μούρος, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
[*73]
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι εξώγαμη θυγατέρα της εφεσίβλητης. Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζει ποιος είναι ο πραγματικός της πατέρας. Στις 9.9.1997 ήγειρε αγωγή στο Ε.Δ. Λευκωσίας εναντίον της εφεσίβλητης διότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, στις 24.2.1993, η τελευταία, εσκεμμένα, κακόβουλα και με μοναδικό σκοπό να την ταπεινώσει και να την εξαπατήσει, της δήλωσε ψευδώς ότι ο πατέρας της ήταν κάποιος Π. Φανάρης, ενώ στην πραγματικότητα γνώριζε ότι δεν ήταν. Η εφεσείουσα, στηριζόμενη στη δήλωση αυτή, καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας Αίτηση για Πατρική Αναγνώριση Εξωγάμου, πλην, όμως, τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων απέδειξαν ότι ο Π. Φανάρης δεν ήταν ο πατέρας της, με αποτέλεσμα η Αίτηση να αποσυρθεί και η εφεσείουσα να έχει υποστεί £1.708,50 έξοδα, καθώς και ταλαιπωρία.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου έδωσαν μαρτυρία, για μεν την εφεσείουσα, η ίδια, η γιαγιά της Ανδριανή Χ. Αυλωνίτη, ο δικηγόρος κ. Δ. Χριστοδούλου και ο Βοηθός Γραφείου του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Π. Τσεριώτης, για δε την εφεσίβλητη, η ίδια.
Η εφεσείουσα κατέθεσε ότι γεννήθηκε στις 30.7.1973 στο Παλιομέτοχο χωρίς γάμο των γονέων της. Μετά τη γέννησή της η εφεσίβλητη έμεινε μαζί της μέχρι τα έξι της χρόνια. Στη συνέχεια γνώρισε κάποιο στρατιώτη της ΕΛΔΥΚ τον οποίο ακολούθησε στην Ελλάδα, αφήνοντάς την να διαμένει με τη γιαγιά της. Το 1990 η εφεσίβλητη επέστρεψε στην Κύπρο με το νέο της σύζυγο. Η εφεσείουσα ζούσε πάντα με την επιθυμία να μάθει ποιος ήταν ο πατέρας της. Αλλά, παρά τις πιέσεις της ίδιας και της γιαγιάς της, η εφεσίβλητη δεν αποκάλυπτε το όνομά του. Στις 24.2.1993, μετά από συνεχείς πιέσεις από την ίδια και τη γιαγιά της, η εφεσίβλητη τους αποκάλυψε ότι πατέρας της ήταν ο Π. Φανάρης. Μετά την αποκάλυψη αυτή, και ως αποτέλεσμα, αποτάθηκε σε δικηγόρους για τη λήψη δικαστικών μέτρων κατά του Πέτρου Φανάρη για αναγνώριση της πατρότητάς της. Οι δικηγόροι καταχώρησαν στο Οικογενειακό Δικαστήριο την υπ’ αριθμό 1/93 Αίτηση για Πατρική Αναγνώριση Εξωγάμου πλην, όμως, οι αιματολογικές εξετάσεις έδειξαν ότι ο Π. Φανάρης δεν ήταν ο πατέρας της. Έτσι αναγκάστηκε να αποσύρει την Αίτηση, με αποτέλεσμα να υποστεί £1.708,50 έξοδα. Σε κάποιο στάδιο, πριν την απόσυρση της Αίτησης, στο χώρο του Δικαστηρίου, η εφεσίβλητη παραδέχτηκε στην εφεσείουσα, και τη γιαγιά της, ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης της εφεσείουσας, είχε σεξουαλικές σχέσεις με άλλα δύο πρόσωπα, όχι όμως με τον Πέτρο [*74]Φανάρη.
Η Ανδριανή Χ. Αυλωνίτη, γιαγιά της εφεσείουσας, κατέθεσε ότι, όταν γεννήθηκε η εφεσείουσα, η εφεσίβλητη ήταν αρραβωνιασμένη με τον Πέτρο Φανάρη, αλλά ο αρραβώνας διαλύθηκε πριν το γάμο. Όταν η εφεσείουσα ήταν έξι χρόνων, η εφεσίβλητη γνώρισε κάποιον Ελλαδίτη, τον οποίο και ακολούθησε στην Ελλάδα, αφήνοντάς της την εφεσείουσα για να τη μεγαλώσει. Το Φεβρουάριο του 1993 οι τρεις τους συζήτησαν το θέμα της πατρότητας της εφεσείουσας, αφού η ίδια ήθελε να μάθει ποιος ήταν ο πατέρας της. Τότε, και μέχρι την ημέρα που η Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου διάβασε τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων, τα οποία απέρριπταν τον ισχυρισμό της, η εφεσίβλητη επέμενε ότι πατέρας της εφεσείουσας ήταν ο Π. Φανάρης. Την ημέρα εκείνη, και αφού αναγνώστηκαν τα αποτελέσματα, στην αυλή του Δικαστηρίου, η μάρτυρας είπε στην εφεσίβλητη «Τι έκανες;», οπότε αυτή ξέσπασε σε λυγμούς και απάντησε, «Τι θέλετε να πω;». Στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι, ενώ ήταν αρραβωνιασμένη με τον Πέτρο Φανάρη, είχε σεξουαλικές σχέσεις και με δύο άλλους άντρες.
Η μαρτυρία του Δ. Χριστοδούλου αναφορικά με κάποιο ποσό £115 δικηγορικά έξοδα δεν αμφισβητήθηκε. Δεν αμφισβητήθηκε, επίσης, η μαρτυρία του Π. Τσεριώτη αναφορικά με την καταχώρηση της Αίτησης Πατρικής Αναγνώρισης Εξωγάμου αρ. 1/93 στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 3.2.1993 και την απόσυρσή της στις 23.5.1997.
Η εφεσίβλητη κατέθεσε ότι, σε ηλικία 15 ετών, αφού «λογιάστηκε» με τον Πέτρο Φανάρη, έμεινε έγκυος, μετά δε από ενάμιση περίπου χρόνο γέννησε την εφεσείουσα. Ο αρραβώνας με τον Πέτρο Φανάρη διαλύθηκε, και αυτός έφυγε στο εξωτερικό, προτού γεννηθεί η εφεσείουσα. Η εφεσίβλητη αρνήθηκε ότι είχε πει οποιοδήποτε ψέμα, σκόπιμα ή μη, στην εφεσείουσα. Ανέφερε ότι, όχι μόνο η μητέρα της, αλλά και όλο το χωριό, ήταν με την εντύπωση ότι πατέρας της εφεσείουσας ήταν ο Π. Φανάρης. Και τούτο γιατί αυτή δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις με οποιουσδήποτε άλλους άντρες κατά τον κρίσιμο χρόνο. Η εφεσίβλητη παραδέχθηκε ότι, μετά το πέρας της δικαστικής διαδικασίας για αναγνώριση της πατρότητας, απευθυνόμενη στη μητέρα της, είπε τη φράση, «Τι φταίω εγώ εάν έτσι έδειξαν οι αναλύσεις;». Αρνήθηκε, όμως, ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο, και ενώ ήταν αρραβωνιασμένη με τον Πέτρο Φανάρη, είχε σεξουαλικές σχέσεις και με άλλους άντρες και ότι η εφεσείουσα ήταν καρπός των τελευταίων σχέσεων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας ως αναξιόπιστη, στο σύνολό της. Δέχθηκε όμως τη μαρτυρία της γιαγιάς της ως αξιόπιστη, στο σύνολό της. Δέχθηκε, επίσης, τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, με την εξαίρεση δύο σημείων. Πρώτο, την άρνησή της ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις και με άλλους άντρες κατά τη διάρκεια του αρραβώνα της με τον Πέτρο Φανάρη. Και, δεύτερο, την άρνησή της ότι, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των αιματολογικών εξετάσεων, στην αυλή του Δικαστηρίου, παραδέχθηκε ότι, ενώ ήταν αρραβωνιασμένη με τον Πέτρο Φανάρη, είχε σεξουαλικές σχέσεις και με άλλους άντρες. Εδώ, το πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε την εκδοχή της γιαγιάς της εφεσείουσας.
Ακολούθως, και αφού διέγραψε τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της απάτης, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148*, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Είναι φανερό ότι τα πιο πάνω συστατικά στοιχεία δεν έχουν αποδειχθεί στην παρούσα υπόθεση. Αυτό που διαφαίνεται από τα γεγονότα είναι ότι η Εναγομένη μάλλον καλόπιστα πάντοτε θεωρούσε ότι πατέρας της Ενάγουσας ήταν ο Π. Φανάρης και με αυτόν τον τρόπο συμπεριφερόταν. Δεν έχει αποδειχθεί οιαδήποτε κακοπιστία εκ μέρους της ούτε πρόθεσή της να εξαπατήσει την Ενάγουσα.
Ούτε ακόμα η ψευδής δήλωση δεν έχει αποδειχθεί αφού από την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν διαφαίνεται ότι ο Π. Φανάρης δεν είναι ο πατέρας της Ενάγουσας εφόσον τα αποτελέσμα[*76]τα των Αιματολογικών Εξετάσεων παραβλέπονται ως εξ ακοής μαρτυρία. Επιπρόσθετα η πλευρά της Ενάγουσας απέτυχε να αποδείξει ότι η Εναγομένη γνώριζε ότι ο Π. Φανάρης δεν ήταν ο πατέρας της Ενάγουσας ή επέδειξε απερισκεψία ή αδιαφορία όταν της ανέφερε ότι πατέρας της ήταν ο Π. Φανάρης.
Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι στις 24/2/93 η Εναγομένη της έκανε τη δήλωση που διαφαίνεται στην Παράγραφο 3 της Εκθέσεως Απαιτήσεως ότι δηλαδή πατέρας της ήταν ο Π. Φανάρης και αυτή ενήργησε στη βάση της δήλωσης αυτής, καταρρίπτεται από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα αφού η Αίτηση 1/93 ήταν ήδη καταχωρισμένη από τις 3/2/93 δηλαδή πριν την ημερομηνία της ισχυριζόμενης δήλωσης.
Αποδέχομαι τον ισχυρισμό της γιαγιάς της Ενάγουσας ότι διεξήχθη κάποια συζήτηση μεταξύ των τριών και ότι η Εναγομένη είχε πει στην Ενάγουσα ότι πατέρας της ήταν ο Π. Φανάρης αλλά ευρίσκω ότι η δήλωση αυτή της Εναγομένης ήταν μέσα στα πλαίσια της εντύπωσής της ότι πατέρας της Ενάγουσας ήταν πράγματι ο Π. Φανάρης.
Το μόνο συστατικό στοιχείο που έχει αποδειχθεί είναι ότι η Ενάγουσα υπέστη τις ειδικές ζημιές που αναφέρονται πιο πάνω αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει την αγωγή της σε επιτυχία αφού πρέπει να συνυπάρχουν όλα τα πιο πάνω συστατικά στοιχεία.
Επομένως καταλήγω ότι η Αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί.»
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι εύρημα του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της εφεσείουσας ήταν αναξιόπιστη, στο σύνολό της, γιατί έτρεφε «μίσος και εμπάθεια» για την εφεσίβλητη, δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία της εφεσείουσας γιατί, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, αυτή «ήταν έτοιμη να πει οτιδήποτε για να πλήξει και μειώσει τη μητέρα της και η μαρτυρία της καθοδηγείτο περισσότερο από το πάθος της αυτό παρά από την αναζήτηση και διατύπωση της αλήθειας». Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί ότι το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. [*77]Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά της εφεσείουσας από το εδώλιο του μάρτυρα και να κρίνει κατά πόσο ήταν δυνατό να στηριχθεί στη μαρτυρία της. Στη βάση της επιχειρηματολογίας που προβλήθηκε δεν πεισθήκαμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τη μαρτυρία της εφεσείουσας, με το σκεπτικό που παραθέσαμε, έσφαλε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε απάτη είναι εσφαλμένο για το λόγο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ως αναξιόπιστη και (β) δέχθηκε τη μαρτυρία της Αντριανής Χ. Αυλωνίτη σύμφωνα με την οποία η εφεσίβλητη, ενώ το Φεβρουάριο του 1993 επέμενε ότι πατέρας της εφεσείουσας ήταν ο Π. Φανάρης όταν, αργότερα, διαπιστώθηκε από τις αιματολογικές εξετάσεις ότι δεν ήταν πατέρας της εφεσείουσας, στο προαύλιο του Δικαστηρίου, ομολόγησε ότι ο Π. Φανάρης δεν ήταν ή δεν ήταν βέβαιη ότι ήταν ο πατέρας της εφεσείουσας.
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Πρώτο, διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ως αναξιόπιστη αλλά, αντίθετα, τη δέχθηκε με την εξαίρεση δύο μόνο σημείων. Και δεύτερο, διότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία που δέχθηκε το Δικαστήριο, η εφεσίβλητη ουδέποτε παραδέχθηκε ότι γνώριζε ότι ο Π. Φανάρης δεν ήταν ο πατέρας της εφεσείουσας ούτε ότι δεν ήταν βέβαιη ότι ήταν ο πατέρας της. Εκείνο που παραδέχθηκε η εφεσίβλητη στο προαύλιο του Δικαστηρίου ήταν ότι, ενώ ήταν αρραβωνιασμένη με τον Π. Φανάρη, είχε σεξουαλικές σχέσεις και με άλλους άντρες. Ήταν όμως πάντοτε με την εντύπωση ότι η εφεσείουσα ήταν καρπός των σεξουαλικών της σχέσεών της με τον Π. Φανάρη. Στη βάση αυτών των δεδομένων, και για τους λόγους που εξηγεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, το συμπέρασμά του ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι η εφεσίβλητη διέπραξε απάτη εις βάρος της εφεσείουσας είναι απόλυτα ορθό.
Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας, ότι στις 24.2.1993 η εφεσίβλητη της δήλωσε ότι ο πατέρας της ήταν ο Π. Φανάρης και αυτή ενήργησε στη βάση της δήλωσης αυτής, καταρρίπτεται από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Αίτηση 1/93 ήταν καταχωρημένη πριν την ημερομηνία της ισχυριζόμενης δήλωσης, ήτοι από τις 3.2.1993, είναι εσφαλμένο για το λόγο ότι (α) ο ισχυρισμός στην έκθεση απαίτησης ότι «κατά ή περί την 24.2.1993» η εφεσίβλητη πλη[*78]ροφόρησε την εφεσείουσα ενώπιον της γιαγιάς της ότι πατέρας της ήταν ο Π. Φανάρης είναι ισχυρισμός που προσδιορίζει την κρίσιμη ημερομηνία «κατά προσέγγιση» και (β) ο ίδιος ισχυρισμός δεν μπορούσε να απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως αντίθετος με την «προσαχθείσα μαρτυρία», γιατί, παρόλο που η Αίτηση 1/93 καταχωρήθηκε στις 3.2.1993, η μαρτυρία της Αντριανής Χ. Αυλωνίτη, που έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι η δήλωση έγινε από την εφεσείουσα «το Φεβρουάριο του 1993», χωρίς, δηλαδή, να προσδιορίζεται ακριβής ημερομηνία.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Ο ισχυρισμός στην έκθεση απαίτησης ότι η δήλωση της εφεσίβλητης έγινε «κατά ή περί την 24.2.1993» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτει και χρονικό σημείο πριν τις 3.2.1993. Εξάλλου, η εφεσείουσα, κατά την κύριά της εξέταση, τοποθέτησε τη δήλωση στις 24.2.1993. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη μαρτυρία της:
«Ε. Μπορείς να μου πεις τι έγινε στις 24 του Φεβρουαρίου 1993;
Α. 24/2/1993 παρά την επιμονή της μητέρας μου να μην μας λέει ποιος είναι ο πατέρας μου την αναγκάσαμε εγώ και η γιαγιά μου, επειδή εγώ μεγάλωνα και δεν ήθελα να έχω την ταυτότητα μου έτσι, ήθελα να έχω ένα όνομα, για να μπορώ να αντεπεξέλθω στη ζωή μου, την αναγκάσαμε να μας πει ποιος είναι ο πατέρας μου. Στην παρουσία της γιαγιάς μου.»
Ε. Και,
Α. Μας είπε ότι είναι ο Φανάρης, στην παρουσία της γιαγιάς μου.»
Περαιτέρω, επισημαίνουμε ότι ο ισχυρισμός δεν απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αντίθετος με την «προσαχθείσα μαρτυρία», ήτοι τη μαρτυρία της εφεσείουσας και της γιαγιάς της, αλλά αποκλειστικά ως αντίθετος με τη μαρτυρία της εφεσείουσας.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη θεωρούσε καλόπιστα ότι πατέρας της εφεσείουσας ήταν ο Π. Φανάρης, διότι αυτή ήταν η εντύπωσή της, είναι εσφαλμένο για το λόγο ότι βρίσκεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία της Αντριανής Χ. Αυλωνίτη την οποία δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Έχουμε διεξέλθει με προσοχή τη μαρτυρία της Αντριανής Χ. Αυλωνίτη. Δεν εντοπίσαμε οποιοδήποτε σημείο το οποίο να βρίσκεται σε αντίθεση με το εύρημα του πρω[*79]τόδικου Δικαστηρίου.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης καλύπτεται από τον δεύτερο.
Ο έκτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσήγγισε και ή εφήρμοσε εσφαλμένα τις νομικές αρχές που εφαρμόζονται αναφορικά με το αστικό αδίκημα της απάτης γιατί (α) δεν έλαβε επαρκώς υπόψη ότι η ψευδής παράσταση, που συνιστά την απάτη, μπορεί να γίνει όχι μόνο εν γνώσει του ψεύδους αυτής, αλλά και χωρίς πίστη για το αληθές αυτής ή απερίσκεπτα ή αδιάφορα κατά πόσο αυτή είναι αληθής ή ψευδής και (β) θεώρησε ότι είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η ψευδής παράσταση έγινε κακόπιστα.
Και ο τελευταίος αυτός λόγος είναι αβάσιμος. Με το σκεπτικό που παραθέσαμε πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού υπήγαγε τα περιστατικά της υπόθεσης στις νομικές αρχές που διέπουν το αδίκημα της απάτης, κατέληξε στα μόνα ορθά συμπεράσματα. Η δε αναφορά του στη μη απόδειξη «κακοπιστίας» σκοπό είχε απλώς να υπερτονίσει ότι δεν αποδείχθηκε το πνευματικό στοιχείο του αδικήματος.
Η έφεση απορρίπτεται. Λόγω, όμως, της ιδιαιτερότητας της όλης υπόθεσης, θεωρούμε δίκαιο να μην εκδώσουμε διαταγή για τα έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο