Παναγίδου Aντιγόνη και Άλλος ν. Δημήτρη Kόκκινου (2001) 1 ΑΑΔ 122

(2001) 1 ΑΑΔ 122

[*122]1 Φεβρουαρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΔΟΥ,

2. ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΙΑΚΩΒΟΥ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΚΚΙΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10579)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Σύγκρουση αυτοκινήτων σε διασταύρωση ελεγχόμενη με φώτα τροχαίας όταν το αυτοκίνητο στον κύριο δρόμο επεχείρησε στροφή δεξιά με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία αυτοκινήτου το οποίο ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση ― Η οδηγός του αυτοκινήτου που επιχείρησε τη στροφή κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνη.

Αμέλεια ― Υπερβολική ταχύτητα ― Δεν είναι αρκετή από μόνη της να οδηγήσει σε συμπέρασμα για αμέλεια ή συντρέχουσα αμέλεια.

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της οδικής συμπεριφοράς του εναγομένου και της πρόκλησης του ατυχήματος, για να καταλογισθεί σ’ αυτόν αμέλεια.

Η εφεσείουσα η οποία οδηγούσε το αυτοκίνητό της επί της λεωφόρου Ακαδημίας στο Στρόβολο επιχείρησε να στρίψει δεξιά στην οδό Καλαμών όταν άναψε πράσινο φως στην πορεία της.  Ενώ βρισκόταν ακόμη στη διασταύρωση κτυπήθηκε βίαια από το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου το οποίο οδηγείτο από την αντίθετη κατεύθυνση.  Στην πορεία του εφεσίβλητου το φως ήταν επίσης πράσινο.  Η ορατότης ήταν απεριόριστη μέχρι και 100 μέτρα στη σκηνή του ατυχήματος.  Η εφεσείουσα δέχθηκε ότι δεν είδε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου προτού επιχειρήσει στροφή δεξιά.

Η εφεσείουσα με τους λόγους έφεσης προσβάλλει τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι:

[*123]α)      δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα· και

β) ο εφεσίβλητος αντελήφθη την ενέργειά της να στρίψει δεξιά ανακόπτοντας την πορεία του αυτοκινήτου του όταν ήταν σε απόσταση μόνο 10 μέτρων.  Προσβλήθηκαν επίσης και οι αποζημιώσεις.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στην παρούσα υπόθεση όχι μόνο δεν αποδείχθηκε με ικανοποιητική μαρτυρία η υπερβολική ταχύτητα, αλλά ούτε και αποδείχθηκε αιτιώδης συνάφεια με το ατύχημα.

2.  Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνάδουν τόσο με την προφορική όσο και την πραγματική μαρτυρία και οδήγησαν το Δικαστήριο στην κατάληξη ορθών συμπερασμάτων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1 Α.Α.Δ. 713,

Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333,

Σπύρου ν. Χριστοδούλου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1193,

Demou v. Constantinou a.o. (1979) 1 C.L.R. 21,

Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175,

Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5,

Βρυωνίδη ν. Σωφρονίου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1181,

Χήρα ν. Παπαϊωάννου (1995) 1 Α.Α.Δ. 465,

Κρόκου ν. Συμεού (1995) 1 Α.Α.Δ. 637,

Κυριάκου ν. Λοϊζίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 414,

Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 2.

Έφεση.

[*124]

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 21/6/99 (Αρ. Αγωγής 5355/95) με την οποία κρίθηκε ότι γενεσιουργός αιτία του τροχαίου ατυχήματος ήταν η αμελής πράξη της ενάγουσας αρ. 1 να επιχειρήσει να διασταυρώσει με το όχημα του ενάγοντος αρ. 2 το δρόμο, ενώ την ίδια στιγμή εξ αντιθέτου ήλαυνε το αυτοκίνητο του εναγόμενου με συνέπεια να ανακόψει την πορεία του με αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη σύγκρουση των δύο οχημάτων και επιδικάστηκαν αποζημιώσεις προς όφελος του εναγόμενου.

Μ. Κυπριανού, για τους Εφεσείοντες.

Θ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η επίδικη διαφορά στην παρούσα έφεση προέκυψε από τροχαίο ατύχημα που συνέβηκε στις 7.10.93 στη διασταύρωση της λεωφόρου Ακαδημίας και της οδού Καλαμών στο Στρόβολο, μεταξύ των αυτοκινήτων υπ’ αριθμό εγγραφής ΑΑΕ286 με οδηγό την εφεσείουσα αρ. 1 και ΧΚ328 με οδηγό τον εφεσίβλητο.  Ο εφεσείων αρ. 2 ήταν ο ιδιοκτήτης κατά τον επίδικο χρόνο του αυτοκινήτου ΑΑΕ286 που οδηγούσε η θυγατέρα του, εφεσείουσα αρ. 1.

Τα γεγονότα όπως τα βρήκε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε συντομία τα ακόλουθα:-

Περί ώρα 6.20 μ.μ. της 7.10.93 η εφεσείουσα αρ. 1 οδηγούσε το αυτοκίνητο της στη λεωφόρο Ακαδημίας στο Στρόβολο.  Επειδή είχε σκοπό να στρίψει δεξιά στην οδό Καλαμών, όταν θα έφτανε στη διασταύρωση, πήρε τη δεξιά πλευρά του δρόμου. Όταν τελικά έφτασε στη διασταύρωση που ελέγχεται με φώτα τροχαίας, σταμάτησε γιατί στην πορεία της το φως ήταν κόκκινο.  Μπροστά της υπήρχαν 2-3 άλλα οχήματα.  Όταν άναψε το πράσινο φως στην πορεία της, τα προπορευόμενα αυτής αυτοκίνητα προχώρησαν και έστριψαν δεξιά.  Το ίδιο έπραξε και η εφεσείουσα αρ. 1 με σκοπό να διασταυρώσει τη λεωφόρο και να εισέλθει στην οδό Καλαμών στα δεξιά της.  Δεν πρόλαβε όμως.  Ενώ βρισκόταν ακόμα μέσα στη διασταύρωση κτυπήθηκε βίαια από το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου [*125]το οποίο οδηγείτο στη λεωφόρο Ακαδημίας από την αντίθετη κατεύθυνση. Στην πορεία δε του εφεσίβλητου το φως ήταν επίσης πράσινο. Το σημείο συγκρούσεως βρέθηκε στην πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, ο οποίος πριν τη σύγκρουση χρησιμοποίησε τα φρένα του αυτοκινήτου του και άφησε ίχνη τροχοπέδησης μήκους 8.9 μ. μέχρι το σημείο της σύγκρουσης και μετέπειτα δύο μέτρα ίχνη μαυρίσματος των ελαστικών επί της ασφάλτου.

Η ίδια η εφεσείουσα παραδέχθηκε ότι μόλις τα φώτα τροχαίας της επέτρεψαν να προχωρήσει, προχώρησε να διασταυρώσει το δρόμο με σκοπό να στρίψει δεξιά στην οδό Καλαμών, χωρίς να ελέγξει την κίνηση από την αντίθετη πλευρά.  Δέχθηκε ότι δεν είδε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου προτού επιχειρήσει τη στροφή δεξιά.  Όταν το είδε την υστάτη στιγμή ήταν πλέον αργά γιατί του είχε ήδη ανακόψει την πορεία του με επακόλουθο τη σύγκρουση των δύο οχημάτων, παρά την προσπάθεια του εφεσίβλητου να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητο του με τη χρήση των φρένων. Σημειώνουμε ότι η ορατότητα στη σκηνή του δυστυχήματος είναι απεριόριστος μέχρι και 100 μέτρα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος ήταν η αμελής πράξη της εφεσείουσας να επιχειρήσει να διασταυρώσει το δρόμο ενώ την ίδια στιγμή εξ αντιθέτου ήλαυνε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου με συνέπεια να ανακόψει την πορεία του με αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη σύγκρουση των δύο οχημάτων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επίσης τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας και των μαρτύρων της ότι το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου εκινείτο με υπερβολική ταχύτητα. Το όριο ταχύτητας στην περιοχή είναι 50 χ.α.ω..

Είναι γεγονός ότι η εφεσείουσα καθώς και οι μάρτυρές της, ισχυρίζονται ότι το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου εκινείτο με “ιλιγγιώδη ταχύτητα”. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δε δέχθηκε τη μαρτυρία αυτή για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφασή του.  Κατέληξε δε ότι την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα τη φέρει η εφεσείουσα.

Η εφεσείουσα με δεκατέσσερις λόγους έφεσης επιχειρεί την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Οι πρώτοι δώδεκα αναφέρονται στο θέμα της ευθύνης και οι τελευταίοι δύο στις αποζημιώσεις.

Με εννιά λόγους έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει το εύρημα [*126]του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητο με υπερβολική ταχύτητα.  Είναι η θέση της ότι υπήρχε άμεση μαρτυρία εκ μέρους της και εκ μέρους των μαρτύρων της την οποία όμως παραγνώρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτεταμένα με τον ισχυρισμό περί υπερβολικής ταχύτητας του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου. Σχολίασε τη μαρτυρία της εφεσείουσας καθώς και των μαρτύρων της επί του θέματος της ταχύτητας του εφεσίβλητου. Το Δικαστήριο έκρινε ως ανασφαλές να στηριχθεί σ’ αυτή τη μαρτυρία για να εξάξει συμπέρασμα για υπερβολική ταχύτητα. Απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας και του μάρτυρα αρ. 4 γιατί η μεν εφεσείουσα είδε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου την υστάτη στιγμή πριν τη σύγκρουση, ο δε μάρτυς 4 δεν είδε προηγουμένως το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου παρά μόνο μετά τη σύγκρουση. Απέρριψε επίσης τη μαρτυρία του μάρτυρα της εφεσείουσας αρ. 3 ο οποίος επέμενε ότι τα αυτοκίνητα πριν τη σύγκρουση εκινούντο από άλλες διευθύνσεις και όχι απ’ αυτές που η πραγματική και άλλη μαρτυρία στοιχειοθετούσαν. Απέρριψε ακόμα και τη μαρτυρία του μάρτυρα αρ. 7 λόγω αντιφάσεων της προς τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων και της πραγματικής μαρτυρίας.

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία αυτή και βάσιμη είναι η αιτιολογία προς τούτο που αναπτύσσεται στην απόφαση του. Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να στηριχθεί σε τέτοια μαρτυρία για να εξάξει ασφαλές συμπέρασμα για την ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου πριν από τη σύγκρουση. Η εισήγηση επίσης του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να αντλήσει συμπέρασμα περί υπερβολικής ταχύτητας από τις ζημιές στα δύο οχήματα κρίνεται ως ανεδαφικό.  Χωρίς τη μαρτυρία ειδικού εμπειρογνώμονα το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εξάξει τέτοιο συμπέρασμα γιατί θα μετατρέπετο σε εμπειρογνώμονα (Βλέπε: Ηλία Κώστα Αγησιλάου ν. Ανδρέα Χρίστου (1989) 1 Α.Α.Δ. 713, Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333, Σπύρου ν. Χριστοδούλου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1193.

Είναι καλά εμπεδωμένη η νομολογιακή αρχή ότι η υπερβολική ταχύτητα από μόνη της δεν είναι αρκετή για να εξαχθεί συμπέρασμα για αμέλεια ή συντρέχουσα αμέλεια (Βλέπε: Demou v. Constantinou and Another (1979) 1 C.L.R. 21, Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175). Στην υπόθεση Marios Chr. Alexandrou v. Geoffrey Ch. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5, στη σελίδα 7 αναφέρονται τα εξής:-

[*127]

“Even if we were to proceed on the basis of the assumption that the respondent was, just before the collision, driving a high speed, or exceeding the prescribed speed-limit in a built-up area, we cannot in any case, accept the proposition, put forward by counsel for the appellant, that doing so was, inevitably, sufficient per se, and irrespective of the circumstances of the present case, to establish negligence.  That such a proposition is not correct is to be derived from, inter alia, Quinn v. Scott [1965] 1 W.L.R. 1004, and Barna v. Hudes Merchandising Corporation (the full report of which is not available, but which is sufficiently reported in Bingham’s Motor Claims Cases,  7th ed., p. 104).

Στην υπόθεση Χριστάκη Βρυωνίδη ν. Γεώργιου Σωφρονίου (1997) 1(B) A.A.Δ. 1181, έχει επιβεβαιωθεί η πιο πάνω αρχή. Στην υπόθεση αυτή όμως ήταν δεδομένη και αποδεκτή η υπερβολική ταχύτητα (90 χ.α.ω. αντί 50 χ.α.ω.) σε κατοικημένη περιοχή υπό περιστάσεις τέτοιες που ανεδείκνυαν αιτιώδη συνάφεια πρόκλησης του ατυχήματος.

Στην παρούσα υπόθεση όχι μόνο δεν αποδείχθηκε με ικανοποιητική μαρτυρία η υπερβολική ταχύτητα, αλλά ούτε και αποδείχθηκε αιτιώδης συνάφεια με το ατύχημα.

Όλοι οι λόγοι που αναφέρονται στην υπερβολική ταχύτητα του εφεσίβλητου είναι ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

Με άλλο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσίβλητος αντελήφθη την ενέργεια της να στρίψει δεξιά, ανακόπτοντας την πορεία του αυτοκινήτου του όταν ήταν σε απόσταση μόνο 10 μέτρων.  Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, που αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και την αποδέχθηκε, ο τελευταίος είδε για πρώτη φορά το αυτοκίνητο της εφεσείουσας πριν αυτή εισέλθει στη διασταύρωση.  Όταν αυτή προχώρησε να διασταυρώσει και να εισέλθει στην πάροδο, το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου ήταν πολύ πλησίον της.  Προ του κινδύνου της σύγκρουσης ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε τα φρένα του αυτοκινήτου. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι αντελήφθηκε την προσπάθεια της εφσείουσας όταν αυτός ήταν πολύ κοντά, ήταν εύλογο και υποστηρίζεται τόσο από την προφορική μαρτυρία που αποδέχθηκε όσο και από την πραγματική μαρτυρία. Περαιτέρω, παραπονείται η εφεσείουσα ότι το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της χωρίς να δώσει την αναγκαία δικαιολογία.  Τούτο δεν είναι ορθό. Το Δικαστήριο, αντίθετα, σχο[*128]λίασε τη μαρτυρία της ίδιας και με βάση τους ισχυρισμούς της εξήγαγε τα συμπεράσματα του.  Αναφέρει δε τα εξής στην απόφασή του:-

“Στην κρινόμενη περίπτωση, παρά την ύπαρξη της ορατότητας των 100 μ., η ενάγουσα 1 δεν είδε το αυτοκίνητο του ενάγοντα.  Η ίδια δέχθηκε ότι όταν άναψε πράσινο το φανάρι προχώρησε λίγο και έστριψε δεξιά. Δεν έλεγξε τον δρόμο πριν αρχίσει να στρίβει. Δεν προχώρησε να φθάσει στο κέντρο του δρόμου, έναντι της λωρίδας στην οποία θα εισερχόταν, να σταματήσει, να ελέγξει το δρόμο και μετά να στρίψει δεξιά.  Όλα δείχνουν ότι χωρίς δεύτερο και ικανοποιητικό έλεγχο επιχείρησε τη στροφή δεξιά.”.

Με βάση τα ευρήματα αυτά τα οποία συνάδουν τόσο με την προφορική όσο και την πραγματική μαρτυρία και έχοντας υπόψη τη σχετική νομολογία κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα (Βλέπε: Ελένη Χήρα ν. Γερ. Παπαϊωάννου (1995) 1 Α.Α.Δ. 465, Κρόκου ν. Ν. Συμεού (1995) 1 Α.Α.Δ. 637, Κυριάκου ν. Λοϊζίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 414, Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 2).

Οι υπόλοιποι δύο λόγοι έφεσης αφορούν το θέμα των αποζημιώσεων, θέμα που εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο διαζευκτικά στην περίπτωση που ανατρέπετο από το Εφετείο η κατάληξη του περί της αποκλειστικής ευθύνης της εφεσείουσας.  Ένεκα της κατάληξης μας να επιβεβαιώσουμε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα της ευθύνης θεωρούμε ότι δεν είναι αναγκαίο να εξετάσουμε το θέμα των αποζημιώσεων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο