TBF (Cyprus) Ltd. και Άλλοι ν. Eμπορικής Mελετών Σχεδιασμού και Eπιχειρηματικού Kεφαλαίου Aνώνυμης Eταιρείας και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 153

(2001) 1 ΑΑΔ 153

[*153]13 Φεβρουαρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

1. TBF (CYPRUS) LTD,

2. REGENT PACIFIC GROUP LTD,

3. JAMIE GIBSON,

Eφεσείοντες-Εναγόμενοι,

ν.

1.  ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ

     ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗΣ

     ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ,

2.  STAMBOULI (BULGARIA) LTD,

3.  CAMI DEVELOPMENTS LTD,

Εφεσιβλήτων-Εναγουσών.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10694)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αποκάλυψη εγγράφων ― Κατά πόσο σε αιτήσεις για παραμερισμό του κλητηρίου, το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης και επιθεώρησης εγγράφων ― Ποία η ενδεδειγμένη διαδικασία για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης εγγράφων.

Η αξίωση των εναγουσών-εφεσιβλήτων εναντίον των εναγομένων-εφεσειόντων είναι για αποζημιώσεις, δόλο, συνωμοσία, παράβαση συμφωνίας ή παράβαση των όρων εμπιστεύματος.  Πριν γίνει η καταχώριση δικογράφων οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση για παραμερισμό του κλητηρίου και της επίδοσής του ή διάταγμα αναστολής της διαδικασίας, ισχυριζόμενοι ότι το Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα αγωγή και ότι εν πάση περιπτώσει το Κυπριακό Δικαστήριο δεν είναι το forum conveniens για το σκοπό αυτό.

Πριν από την ακρόαση της αίτησης για παραμερισμό οι εφεσίβλητες ζήτησαν με μονομερή αίτηση τους και πέτυχαν την έκδοση διατάγματος ειδικής και γενικής αποκάλυψης εγγράφων για τους σκοπούς εκδίκασης της αίτησης εκείνης. Το διάταγμα αφορούσε όλα τα έγγραφα που είχαν στην κατοχή τους οι εφεσείοντες.  Και, παράλληλα, περιλήφθηκαν ειδικά τα δύο έγγραφα, της προσφοράς και του δικογράφου, [*154]προς ξένες αρχές, εκτός δικαιοδοσίας.

Οι εφεσείοντες κατέθεσαν αίτηση για ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος, το οποίο απορρίφθηκε.  Η απόφαση του Δικαστηρίου αποτελεί το αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης.  Ο δικηγόρος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι δεν χωρεί αποκάλυψη εγγράφων στα πλαίσια της αίτησης η οποία εκκρεμεί για ακρόαση. Υποστήριξε επίσης ότι:

α) το Δικαστήριο κακώς εξέδωσε το διάταγμα ύστερα από μονομερή αίτηση με βάση το θ.1 της Δ.28,

β) η αποκάλυψη στοχεύει στην υποβοήθηση των εφεσιβλήτων να προωθήσουν την υπόθεσή τους,

γ)  σκοπός της αίτησης είναι η άγρα μαρτυρίας υπό συνθήκες καταπίεσης και

δ) η αίτηση ήταν πρόωρη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η κυπριακή νομολογία δεν διαφωτίζει το δικαιοδοτικό ζήτημα που εγείρεται.  Η αγγλική νομολογία παίρνει θετική στάση απέναντι σ’ αυτό.  Ωστόσο αυτό το δικονομικό μέτρο δεν ενασκείται συχνά αλλά μόνο όταν καταδεικνύεται ότι το μέτρο είναι αναγκαίο για τη δίκαιη εκδίκαση της αίτησης.

2.  Σε αιτήσεις για παραμερισμό του κλητηρίου, το δικαστήριο μπορεί να κάμει χρήση της διαδικασίας αποκάλυψης σε κατάλληλη περίπτωση.

3.  Δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί πρόωρο το επίδικο διάβημα λόγω της φύσης της διαδικασίας, η οποία, σε περίπτωση επιτυχίας, θέτει οριστικό τέρμα στην αγωγή ή την απονεκρώνει.

4.  Η εισήγηση των εφεσειόντων ότι το ορθό δικονομικό διάβημα ήταν η Δ.28, θ.11 και όχι η Δ.28, θ.1, δεν ευσταθεί.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Central Co-operative Bank Ltd v. CY.E.M.S. Co. Ltd (1984) 1 C.L.R. 435,

[*155]Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 225,

Bankers Trust Co. v. Shapira [1980] 1 W.L.R. 1274,

Rome v. Punjab National Bank [1989] 2 All E.R. 136,

Mackinnon v. Donaldson Lufkin Corp. [1986] 1 All E.R. 653,

Astra-Nat Production v. Neo-Art Productions [1928] W.N. 218,

The National Bank of Greece SA. v. Mitsides a.ο. (1962) C.L.R. 40.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κληρίδης, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 10/12/99 (Αρ. Αγωγής 3874/98) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους για ακύρωση του διατάγματος ειδικής και γενικής αποκάλυψης εγγράφων το οποίο ζήτησαν και πέτυχαν οι ενάγουσες στις 15/9/98.

Στ. Πολυβίου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Χαβιαράς, για τις Εφεσίβλητες.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Μία πτυχή της υπόθεσης αφορά την εξουσία του δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης και επιθεώρησης εγγράφων στην περίπτωση που αμφισβητείται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου να εκδικάσει αγωγή.  Εδώ είχε επιτραπεί στους εφεσείοντες- εναγόμενους να καταχωρίσουν εμφάνιση υπό διαμαρτυρία.  Ακολούθησε αίτηση τους ημερομ. 2/6/98 για παραμερισμό του κλητηρίου και της επίδοσης του ή διάταγμα αναστολής της διαδικασίας. Ισχυρίζονται ότι το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα αγωγή και ότι εν πάση περιπτώσει το κυπριακό δικαστήριο δεν είναι το κατάλληλο βήμα (forum conveniens) για το σκοπό αυτό.

Οι εφεσίβλητες-ενάγουσες εταιρείες αντέδρασαν καταθέτοντας ένσταση. Παρενθετικά, οι εφεσίβλητες 1 και 2 είναι αλλοδαπές εται[*156]ρείες. Εδρεύουν, όπως προκύπτει από το κλητήριο ένταλμα, στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία αντίστοιχα.  Η 3η εφεσίβλητη είναι τοπική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και έχει την έδρα της στη Λευκωσία. Πριν από την ακρόαση της αίτησης για παραμερισμό, ημερ. 2/6/98, οι εφεσίβλητες  ζήτησαν με αίτηση τους, χωρίς ειδοποίηση στην άλλη πλευρά και πέτυχαν την έκδοση διατάγματος ειδικής και γενικής αποκάλυψης εγγράφων για τους σκοπούς εκδίκασης της αίτησης εκείνης.

Στη συνέχεια οι εφεσείοντες κατέθεσαν αίτηση για ακύρωση του παραπάνω διατάγματος, ημερ. 15/9/98, που απέρριψε τελικά ο Κ. Κληρίδης, Π.Ε.Δ., ο οποίος την εξεδίκασε και είχε εξυπαρχής χειρισθεί το θέμα.  Η απόφαση του αποτελεί το αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης.  Θα μπορούσε εδώ να διευκρινισθεί η ταυτότητα των εναγομένων. Η εφεσείουσα 1 είναι κυπριακή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Η εφεσείουσα 2, που φαίνεται να έχει το ίδιο σχήμα, είναι βρετανική εταιρεία.  Ο εφεσείων 3, που είναι φυσικό πρόσωπο, είναι υπάλληλος της.

Πρέπει να λεχθεί ότι δεν έχουν ακόμη καταχωρηθεί δικόγραφα.  Τα στοιχεία που παρέχουν το πλαίσιο εξέτασης της υπόθεσης περιορίζονται στο περιεχόμενο της γενικής οπισθογράφησης και των ενόρκων δηλώσεων που αφορούν την κύρια αίτηση.  Η αξίωση των εναγουσών είναι για αποζημιώσεις, σωρευτικά ή διαζευτικά, για δόλο, συνωμοσία, παράβαση συμφωνίας ή παράβαση των όρων εμπιστεύματος [(παράγρ. (α) της οπισθογράφησης απαιτήσεως)].

Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια τη δεύτερη θεραπεία (β) που είναι για:

“Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι ενάγουσες αρ. 1 και 2 δικαιούνται σε μερίδιο 2/3ων επί του 75% του μετοχικού κεφαλαίου της Βουλγαρικής εταιρείας TZUM PLC για το οποίο το Υπουργείο Εμπορίου και Τουρισμού ή/και το αρμόδιο σώμα της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας κατακύρωσε την προσφορά των εναγομένων και/ή της εναγομένης αρ. 1 η οποία ενήργησε ως εμπιστευματοδόχος - δυνάμει ρητού και/ή εξυπακουομένου και/ή εξ’ αποτελέσματος εμπιστεύματος - των εναγουσών και/ή οποιασδήποτε εξ αυτών.”

Η τρίτη θεραπεία [(στοιχείο (γ)] είναι συνηρτημένη με τη δεύτερη. Υποβάλλεται αξίωση για έκδοση διατάγματος μεταβίβασης των εν λόγω μετοχών από τους εφεσείοντες στις εφεσίβλητες ή τις εφεσίβλητες 1 και 2.

[*157]

Όπως αναφέρει η εκκαλούμενη απόφαση, τα δύο συγκεκριμένα έγγραφα που κρίθηκε ότι σχετίζονται με την υπόθεση και ήταν αναγκαία για την εκδίκαση της αίτησης των εναγομένων, ημερ. 2/6/98 ήταν:

“(α) Η προσφορά που υπέβαλε η τοπική εταιρεία (εναγόμενη 1) προς τις Βουλγαρικές αρχές για την απόκτηση των μετοχών της Βουλγαρικής εταιρείας ZUM p.l.c. και

(β)  Την επιστολή ή δικόγραφο ή προτάσεις των Βούλγαρων δικηγόρων της εναγόμενης 1, που κατονομάζονται στο διάταγμα, ημερ. 4/5/98, προς το Ανώτατο Δικαστήριο της Βουλγαρίας.

Η δικηγόρος των εφεσειουσών υποστήριξε ότι δε χωρεί αποκάλυψη εγγράφων στα πλαίσια της αίτησης η οποία εκκρεμεί για ακρόαση.  Ας σημειωθεί ότι δεν έχουμε σ’ αυτό το θέμα την άποψη του πρωτόδικου δικαστή. Οι εφεσείουσες δεν έθιξαν θέματα δικαιοδοσίας στην πρωτόδικη διαδικασία. Υπέβαλαν, ωστόσο, ότι με βάση τη νομολογία (αναφέρθηκαν στις υποθέσεις Central Co-operative Bank Ltd v. CY.E.M.S. Co. Ltd. (1984) 1 C.L.R. 435 και Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ. κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 225), έστω και αν δεν έχουν εγερθεί, τα ζητήματα αυτά μπορεί να εξεταστούν και στην έφεση.

Η κυπριακή νομολογία δε διαφωτίζει το δικαιοδοτικό αυτό ζήτημα.  Έχουμε όμως εντοπίσει αγγλική νομολογία που έχει ξεκαθαρίσει, μέσα από παρόμοιο δικονομικό πλαίσιο, το νομικό ορίζοντα, παίρνοντας θετική στάση απέναντι στο ζήτημα. Στην υπόθεση Bankers Trust Co. v. Shapira [1980] 1 W.L.R. 1274, συγχρόνως με την κατάθεση της αγωγής, ζητήθηκε και δόθηκε διάταγμα άμεσης αποκάλυψης από την εναγόμενη Τράπεζα, της κατάστασης των λογαριασμών πελατών της, καθώς και της αλληλογραφίας μαζί τους, που σχετιζόταν με τους λογαριασμούς.  Η υπόθεση των εναγόντων ήταν ότι οι πελάτες της Τράπεζας τους απέσπασαν δόλια μεγάλα χρηματικά ποσά.

Η απόφαση στη Rome v. Punjab National Bank [1989] 2 All E.R. 136, έχει περισσότερη αμεσότητα με το θέμα μας. Ακριβώς σε περίπτωση, όπως περίπου η κρινόμενη, που ζητήθηκε ακύρωση του κλητηρίου για παράτυπη επίδοση, κρίθηκε ότι το δικαστήριο διατηρούσε την εξουσία του να διατάξει την αποκάλυψη εγγράφων για τους σκοπούς ακρόασης της σχετικής αίτησης των εναγομένων.  Τονίστηκε ωστόσο ότι δεν ενασκείται συχνά αλλά μόνο όταν κα[*158]ταδεικνύεται ότι το μέτρο είναι αναγκαίο για τη δίκαιη εκδίκαση της αίτησης. Σημειώνουμε το εξής σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στη σελ. 141:

“It follows that I hold as a matter of principle that the court has jurisdiction to make the order sought here. That being said, however, I wish to stress that, as counsel for the plaintiffs himself accepts, the court will only exercise its powers under this heading very rarely, and will require the clearest possible demonstration from the party seeking discovery that it is necessary for the fair disposal of the application.”

Περαιτέρω, έχει λεχθεί ότι το διάταγμα αφορούσε τα δύο έγγραφα, της προσφοράς και του δικογράφου, προς ξένες αρχές, εκτός δικαιοδοσίας.  Όπως το καταλαβαίνουμε, όμως, το διάταγμα δεν απευθύνεται στις ξένες αρχές, οπόταν μπορούσε να δημιουργηθεί θέμα δικαιοδοσίας (βλ. Mackinnon ν. Donaldson Lufkin Corp. [1986] 1 All E.R. 653). Αφορά συνηθισμένους διαδίκους, από τους οποίους η εφεσείουσα 1 είναι εταιρεία κυπριακής εθνικότητας. Το δικαστήριο, καταλήγουμε, είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης.

Οι εφεσείουσες ισχυρίστηκαν στην πρωτόδικη δίκη - και επιμένουν στην έφεση τους - ότι το δικαστήριο κακώς εξέδωσε το διάταγμα ύστερα από μονομερή αίτηση με βάση το θ. 1 του Δ.28, που επιτρέπει αποκάλυψη εγγράφων χωρίς η αίτηση να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση. Δικονομική βάση για το αίτημα μπορούσε να ήταν μόνο η Δ.28, θ. 11. Απαιτείται όμως σε τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με τη Δ.48, αίτηση με κλήση, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση.  Εδώ οι εφεσίβλητες στηρίχθηκαν στα γεγονότα που προκύπτουν από το φάκελο της διαδικασίας, που περιλαμβάνουν ασφαλώς και τις ένορκες δηλώσεις με τις οποίες στηρίζουν τα αιτήματα τους.

Ο δικαστής είπε στο προκείμενο ότι είναι άλλοι οι στόχοι της Δ.28, θ. 11. Η άποψη του, με λίγα λόγια, είναι ότι ο θ. 11 χρησιμοποιείται εφόσο η προηγηθείσα διαταγή για γενική αποκάλυψη δεν απέληξε στην αποκάλυψη και συγκεκριμένων εγγράφων που, με έρεισμα πλέον το θ. 11, μπορεί ο διάδικος να ζητήσει για να ολοκληρωθεί η διαδικασία.

Επικροτούμε αυτή την προσέγγιση.  Η Δ.28, θ.11 ταυτίζεται με την αγγλική Δ.19 Α (3).  Από τα παρακάτω αποσπάσματα της απόφασης του Tomlin Δ., στην Astra-Nat Production v. Neo-Αrt [*159]Productions [1928] W.N. 218, διαφαίνεται ο σκοπός της διάταξης και παράλληλα η κοινή αντιμετώπιση:

“Τhe present application was one under Order XXXI, rule 19 A (3), which gave power to the Court to order discovery of a particular document or class of documents where a prima facie  case was made out that the original affidavit of documents of the party against whom the application was made was insufficient.”

..............................................................................................................

....In his Lordship’s opinion, upon an application under the Order and rule, it was necessary for the applicant to displace the oath of the party on the other side, at any rate to this extent, by making a prima facie case that there were in existence some documents which were relevant to the matters in issue in the action which had not been included in the other party’s affidavit of documents.”

Από την ίδια απόφαση προέρχεται ο κλασσικός ορισμός της σχετικότητας των εγγράφων προς τα επίδικα θέματα (βλ. Δ.28, θ.1), που υιοθετείται στην υπόθεση The National Bank of Greece SA. v. Mitsides & Anor (1962) C.L.R. 40, 42 και σε μεταγενέστερες αποφάσεις:

“‘Relevant’ meant something which contained information either directly or indirectly enabling the party seeking discovery either to advance his own case or to damage that of his adversary, or which might fairly lead to a train of inquiry which might have either of those consequences.”

Εδώ ζητήθηκε γενικό διάταγμα για όλα τα έγγραφα που έχουν υπό την κατοχή τους οι εφεσείοντες. Και, παράλληλα, περιλήφθηκαν ειδικά τα δύο έγγραφα που, όπως λέγει ο δικαστής, ανήκουν στις εφεσείουσες και οι ίδιες “έφεραν στο προσκήνιο”.  Εννοώντας με αυτό ότι στην ένορκη δήλωση ημερ. 2/6/98, που έγινε για τους σκοπούς της κύριας αίτησης από τον τρίτο εναγόμενο, γίνεται αναφορά και στα δύο αυτά έγγραφα (βλέπε τις σχετικές παραδοχές στην παράγρ. 5 (v) και (vii)).

Συμπλέκονται ως ένα βαθμό ή επικαλύπτουν αλλήλους οι λοιποί λόγοι έφεσης.  Θα τους αναφέρουμε μαζί για να τους συνεξετάσουμε στη συνέχεια.  Η αίτηση ήταν πρόωρη, αφού κατατέθηκε πριν από την υποβολή δικογράφων και την αποκρυστάλλωση των επίδικων θεμάτων.  Η αποκάλυψη δεν είναι αναγκαία, στο αρχικό αυτό [*160]στάδιο, αλλά αποσκοπεί στο να υποβοηθήσει τις εφεσίβλητες να προωθήσουν την υπόθεση τους.  Δε συντρέχουν τέτοιοι λόγοι ή περιστάσεις που να δικαιολογούν εφαρμογή της διάταξης πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανταλλαγής των δικογράφων.  Τελικά, σκοπός της αίτησης είναι η άγρα μαρτυρίας υπό συνθήκες καταπίεσης.

Δεν ευσταθεί καμιά από τις αιτιάσες αυτές, τις οποίες είχε απορρίψει η πρωτόδικη απόφαση. Έχουμε ήδη εξηγήσει πως σε αιτήσεις για παραμερισμό του κλητηρίου, το δικαστήριο μπορεί να κάμει χρήση της διαδικασίας αποκάλυψης σε κατάλληλη περίπωση. Δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί πρόωρο το διάβημα λόγω της φύσης της διαδικασίας, η οποία, σε περίπτωση επιτυχίας, θέτει οριστικό τέρμα στην αγωγή ή την απονεκρώνει.  Αυτό απαντά και τη μομφή για την απουσία ιδιαίτερων περιστάσεων. Δε θα είχε εδώ νόημα η ολοκλήρωση της δικογραφίας για να εξεταστεί το ενδεχόμενο παροχής θεραπείας. Το παράπονο ότι με την αποκάλυψη υποβοηθούνται οι εφεσίβλητοι είναι αβάσιμο γιατί, όπως προκύπτει από την απόφαση του Τomlin Δ., αυτή είναι μια από τις σκοπιμότητες που εξυπηρετεί το μέτρο.  Ως προς τη χρήση της διαδικασίας προς άγρα μαρτυρίας έχουμε την ίδια απορία με τον πρωτόδικο δικαστή πως η αποκάλυψη κατονομασθέντων εγγράφων, στα οποία οι εφεσείοντες αναφέρονται ρητά για τους σκοπούς της κύριας αίτησης τους, μπορούν να τεκμηριώσουν τέτοια κατηγορία.

Ο πρωτόδικος δικαστής αναλύει και τα θέματα σχετικότητας των εγγράφων αυτών για να καταλήξει ότι:

“Στην παρούσα περίπτωση, η σχετικότητα και αναγκαιότητα γι’ αποκάλυψη των ζητουμένων εγγράφων προέκυψε από αναφορές στην ένορκη δήλωση των εναγομένων για υποστήριξη της αίτησης τους για παραμερισμό του Κλητηρίου και το Δικαστήριο μπορούσε να είχε παραπεμφθεί και εξετάσει αυτή την πηγή.”

Δεν μας έχει λεχθεί οτιδήποτε πειστικό για να αποκλίνουμε από τη γνώμη αυτή.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους απορρίπτουμε την έφεση με έξοδα κατά των εφεσειόντων.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο