Eπιφανείου Hλιάδα ν. Oδυσσέα Oδυσσέως (2001) 1 ΑΑΔ 161

(2001) 1 ΑΑΔ 161

[*161]19 Φεβρουαρίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

HΛΙΑΔΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΥ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

ΟΔΥΣΣΕΑ ΟΔΥΣΣΕΩΣ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10615)

 

Συμβάσεις ― Εγγύηση ― Κατά πόσο η ενάγουσα, η οποία υποθήκευσε ακίνητό της για εξασφάλιση δανείου προς τον εναγόμενο απο χρηματοδοτικό οργανισμό, ήταν εγγυήτρια για την εξόφληση του δανείου από τον εναγόμενο ή πρωτοφειλέτιδα συνυπεύθυνη με αυτόν ― Ποία τα δικαιώματα της ενάγουσας δυνάμει των Άρθρων 98 και 69 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Η εφεσείουσα-ενάγουσα αξιούσε εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου ποσό £2.700 που πλήρωσε στη ΣΠΕ Στροβόλου, όπου είχε υποθηκεύσει κτήμα της για εξασφάλιση δανείου £10.500 που συνήψε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος.  Η εφεσείουσα πλήρωσε το ποσό αυτό λόγω μη καταβολής των δόσεων από τον εφεσίβλητο γεγονός που κατέστησε το δάνειο πληρωτέο και απαιτητό.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα ήταν πρωτοφειλέτιδα επειδή στη σύμβαση και δήλωση υποθήκευσης ακινήτου, τεκμήριο 4, η εφεσείουσα ως ενυπόθηκος οφειλέτης αναλάμβανε την πληρωμή των £10.500 και στα επισυνημμένα γραμμάτια που υπέγραψε ο εφεσίβλητος, τεκμήριο 3, εδηλώνετο πως η υποθήκη «διέπεται υπό των όρων των επισυνημμένων συμπληρωματικών γραμματίων ημερομηνίας 14.11.91».

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.  Υποστήριξε ότι το Δικαστήριο όφειλε να εκδώσει απόφαση υπέρ της, τόσο με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 98 του Κεφ. 149 για εγγυητές, όσο και με βάση την πρόνοια του Άρθρου 69 του Κεφ. 149, σύμφωνα με την οποία πρόσωπο που έχει συμφέρον και εξοφλεί υποχρέωση που έχει άλλος διά νό[*162]μου, δικαιούται να αποζημιωθεί από αυτόν.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η επισύναψη του τεκμηρίου 3 του μεσοπρόθεσμου γραμματίου ορθά έγινε και ορθά η υποθήκη παραπέμπει σ’ αυτό αφού μόνο συνολική θεώρηση των δύο εγγράφων θα οδηγήσει στο τελικό συμπέρασμα της φύσης και του περιεχομένου της συμφωνίας.

2.  Από το συνδυασμένο περιεχόμενο των τεκμηρίων 3 και 4 και από την υπόλοιπη μαρτυρία προκύπτει ότι το δάνειο έγινε από τον εφεσίβλητο, ο οποίος, ήταν εκείνος που έλαβε το ποσό του δανείου και όχι η εφεσείουσα.  Το ότι αναλαμβάνει με βάση την υποθήκη να πληρώσει τις £10.500 δεν την καθιστούν πρωτοφειλέτιδα γιατί, όπως φάνηκε, δεν έλαβε αυτό το ποσό.

3.  Η εφεσείουσα είναι πρωτοφειλέτις για τον ενυπόθηκο δανειστή όσον αφορά την υποχρέωση που ανέλαβε και εξασφαλίζεται με την υποθήκη.  Σε σχέση όμως με τον εφεσίβλητο, είναι απλώς εγγυήτριά του και δικαιούται, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 98 του Κεφ. 149 να απαιτήσει από αυτόν ότι πλήρωσε για λογαριασμό του.

4.  ΄Εστω και αν αποτύγχανε η εφεσείουσα αναφορικά με το θέμα της εγγύησης, και πάλι θα έπρεπε να εκδοθεί απόφαση υπέρ της με βάση το Άρθρο 69.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση.

Εφετείο – Παρατηρήσεις Εφετείου – Η παράθεση αρχών και νομολογίας είναι αναγκαία μόνο όπου εξυπηρετεί κάποιο σκοπό και συναρτάται άμεσα με την επίλυση του επίδικου θέματος.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Χ”Οικονόμου ν. Ελληνικής Τραπέζης Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 949.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 2/8/99 (Αρ. Αγωγής 7200/95) με την οποία απέρριψε την αξίωσή της για το ποσό των £2.700,00 το οποίο, κατά τον ισχυρισμό της, πλήρωσε για εξασφάλιση δανείου £10.500,- που συνήψε ο εναγόμενος, πρώην γαμπρός [*163]της.

Ε. Βραχίμη και Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα.

Α. Καλλένου για Παπαχρυσοστόμου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος-εναγόμενος διετέλεσε σύζυγος της κόρης της εφεσείουσας-ενάγουσας. Ο γάμος τους διαλύθηκε και τότε έφθασαν στην επιφάνεια διάφορα οικονομικά και άλλα προβλήματα, ένα από τα οποία υπήρξε και το αντικείμενο της υπόθεσης αυτής.

Η εφεσείουσα-ενάγουσα αξιούσε εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου ποσό £2.700, που κατά τον ισχυρισμό της πλήρωσε στη ΣΠΕ Στροβόλου, όπου είχε υποθηκεύσει κτήμα της για εξασφάλιση δανείου £10.500, που συνήψε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος.  Το ποσό αυτό πληρώθηκε από την εφεσείουσα λόγω μη καταβολής των δόσεων από τον εφεσίβλητο, γεγονός που κατέστησε το δάνειο πληρωτέο και απαιτητό. Ας σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα η εφεσείουσα ξόφλησε το δάνειο αυτό και απαιτεί με άλλη αγωγή της την ανάλογη πληρωμή από τον εφεσίβλητο.

Ήταν και είναι η θέση του εφεσίβλητου ότι το δάνειο έγινε από κοινού με την εφεσείουσα, όπως, κατά τον ισχυρισμό του φαίνεται και από τη δήλωση υποθήκευσης, τεκμήριο 4 και από το τεκμήριο 3, που επισυνάφθηκε στην υποθήκη, με το οποίο ο εφεσίβλητος δεσμεύθηκε, παράλληλα με την εφεσείουσα, να πληρώσει το ίδιο ποσό με μηνιαίες δόσεις.

Σύμφωνα με τους διαδίκους και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το κρίσιμο θέμα που έπρεπε να αποφασισθεί στην υπόθεση ήταν το κατά πόσο η εφεσείουσα ήταν εγγυήτρια για την εξόφληση του δανείου από τον εφεσίβλητο ή αν ήταν πρωτοφειλέτιδα, συνυπεύθυνη με αυτόν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη μαρτυρία παρέπεμψε σε διάφορες αρχές σχετικά με τη φύση υποθήκης και εγγύησης από συγγράμματα και νομολογία. Στο παρόν στάδιο θα θέλαμε να σχολιάσουμε πως η παράθεση αρχών και νομολογίας είναι αναγκαία μόνο όπου εξυπηρετεί κάποιο σκοπό και συναρτάται άμεσα και συνδυάζεται με την επίλυση του επίδικου θέματος.  Πρέπει [*164]στην απόφαση να καθίσταται σαφές πως οι αρχές που παρατίθενται εφαρμόζονται στα γεγονότα, άλλως καμμιά σημασία δεν υπάρχει στην παράθεση των αρχών αυτών.  Στην παρούσα περίπτωση δυσκολευόμαστε να παρακολουθήσουμε τον ειρμό της σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και με ποιό τρόπο εφαρμόζει τις αρχές που παρατίθενται στα γεγονότα.

Για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα ήταν πρωτοφειλέτιδα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κάμνει ειδική μνεία στο γεγονός ότι στη σύμβαση και δήλωση υποθήκευσης ακινήτου, τεκμήριο 4, η εφεσείουσα ως ενυπόθηκος οφειλέτης αναλαμβάνει την πληρωμή των £10.500, παραπέμποντας και σε επισυνημμένα γραμμάτια, που στην περίπτωση είναι το μεσοπρόθεσμο γραμμάτιο που υπέγραψε ο εφεσίβλητος, τεκμήριο 3, που επισυνάπτεται, και δηλώνεται ότι η υποθήκη “διέπεται υπό των όρων των επισυνημμένων συμπληρωματικών γραμματίων ημερομηνίας 14.11.91”.

Έχοντας εξετάσει με προσοχή τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η πρωτόδικος Δικαστής και που τώρα βρίσκονται ενώπιον μας, διαφωνούμε με την κατάληξη της.

Στην υπόθεση Χ” Οικονόμου ν. Ελληνικής Τραπέζης Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 949, στην οποία αναφέρεται και η κα Βραχίμη στο περίγραμμα αγόρευσης της, αποφασίστηκε πως είναι δυνατή η υποθήκευση ακινήτου υπό μορφή εγγύησης τρίτου, έστω και αν φαίνεται ως ενυπόθηκος οφειλέτης ο εγγυητής.  Λέχθηκαν επί του προκειμένου τα πιο κάτω σε σχέση με τις πρόνοιες του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, 1965, στη σελ. 961 της απόφασης:

“Ακόμα, σύμφωνα με το άρθρο 22, η σύσταση υποθήκης μπορεί να γίνει ως ασφάλεια υφιστάμενης, μελλούσης ή υπό αίρεση υποχρέωσης και λαμβάνοντας υπόψη πως ο ενυπόθηκος οφειλέτης καθορίζεται στο άρθρο 2, σαν ο κύριος ακινήτου που συνιστά υποθήκη επί του ακινήτου του, χωρίς να αναφέρεται σε πραγματικούς οφειλέτες, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως είναι δυνατή η υποθήκευση ακινήτου υπό μορφή εγγύησης τρίτου προσώπου και σαν ενυπόθηκος οφειλέτης να εμφανίζεται ο εγγυητής.”

Κρίνουμε πως η επισύναψη του τεκμηρίου 3 του μεσοπρόθεσμου γραμματίου ορθά έγινε και ορθά η υποθήκη παραπέμπει σε αυτό, αφού μόνο συνολική θεώρηση των δύο εγγράφων θα οδηγήσει στο τελικό συμπέρασμα της φύσης και του περιεχομένου της συμφω[*165]νίας.  (Βλ. και πάλιν Χ” Οικονόμου, ανωτέρω).

Το γραμμάτιο, τεκμήριο 3, στον όρο υπ΄αρ. 8, αναφέρει ότι η υποθήκη γίνεται “προς ασφάλεια της πληρωμής του άνω χρέους” και παραπέμπει και πάλιν στη δήλωση υποθήκευσης ημερομηνίας 14.11.91, δηλαδή το τεκμήριο 4.  Το γεγονός ότι στον όρο 8 αναφέρεται ότι “υποθηκεύομεν στην εταιρεία την επ΄ονόματι μας εγεγραμμένη περιουσία” δεν θεωρούμε ότι επηρεάζει τη νομική θέση.  Το γεγονός ότι η περιουσία δεν είναι εγεγραμμένη στο όνομα του υπογράφοντα το γραμμάτιο εφεσίβλητου αλλά και ούτε η εφεσείουσα υπογράφει ως εγγυήτρια στο γραμμάτιο δεν διαφοροποιεί την όλη κατάσταση, αφού σαφώς προκύπτει από το συνδυασμένο περιεχόμενο των τεκμηρίων 3 και 4 ότι το δάνειο έγινε από τον εφεσίβλητο, ο οποίος, όπως προκύπτει και από την υπόλοιπη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο, ήταν εκείνος που έλαβε το ποσό του δανείου και όχι η εφεσείουσα.

Κρίνουμε ότι η εφεσείουσα υπέγραψε τη σύμβαση και δήλωση υποθήκευσης ως ασφάλεια για το δάνειο, το οποίο δόθηκε από τη ΣΠΕ Στροβόλου στον τότε γαμπρό της, εφεσίβλητο.  Τούτο προκύπτει σαφώς, όπως τονίσαμε πιο πάνω, από τις συνδυασμένες πρόνοιες των τεκμηρίων 3 και 4.  Το ότι αναλαμβάνει με βάση την υποθήκη να πληρώσει τις £10.500 δεν την  καθιστούν πρωτοφειλέτιδα γιατί, όπως φαίνεται, δεν έλαβε ποτέ αυτό το ποσό.  Είναι καθαρόν ότι αναλαμβάνει να το πληρώσει ως εγγυήτρια για την υποχρέωση πληρωμής του από τον εφεσίβλητο, και εν περιπτώσει που δεν το πληρώσει η εφεσείουσα, τότε ο ενυπόθηκος δανειστής θα δικαιούται στην εκποίηση της υποθήκης.

Για τον ενυπόθηκο δανειστή είναι βεβαίως πρωτοφειλέτις η εφεσείουσα όσον αφορά την υποχρέωση που ανέλαβε που εξασφαλίζεται με την υποθήκη.  Σε σχέση όμως με τον εφεσίβλητο, είναι απλώς εγγυήτριά του και δικαιούται, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 98 του Κεφ.149 να απαιτήσει απ΄αυτόν ότι πλήρωσε για λογαριασμό του.

Η εφεσείουσα, κατά το στάδιο των αγορεύσεων στην έφεση, απέσυρε τους λόγους 1 και 2 της έφεσης διευκρινίζουσα ότι η θέση της ήταν ότι το Δικαστήριο ώφειλε να εκδώσει απόφαση υπέρ της, τόσο με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 98 για εγγυητές, όσο και με βάση την πρόνοια του άρθρου 69, σύμφωνα με την οποία πρόσωπο που έχει συμφέρον και εξοφλεί υποχρέωση  που έχει άλλος δια νόμου, δικαιούται να αποζημιωθεί από αυτόν. Ήταν η θέση της άλλης πλευράς ότι αυτή η δεύτερη βάση της απαίτησης δεν καλυπτόταν από [*166]τα δικόγραφα πρωτοδίκως.

Έχουμε εξετάσει τα δικόγραφα με μεγάλη προσοχή και διαφωνούμε με τη θέση αυτή.  Τόσο από το αιτητικό της αγωγής όσο και από τις πρόνοιες στο σώμα της Έκθεσης Απαίτησης, προκύπτει σαφώς ότι καλύπτεται και η περίπτωση αυτή και ίσως ακόμη και η βάση απαίτησης δυνάμει του άρθρου 70 του Κεφ.149, που προνοεί ότι, όπου κάποιος κάμει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου χωρίς να το πράξει χαριστικά, αν αυτός ο άλλος προσπορισθεί το όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που αυτός διενήργησε. Έτσι, θα θέλαμε να τονίσουμε πως και ακόμη με βάση το άρθρο 69, έστω και αν αποτύγχανε η εφεσείουσα αναφορικά με το θέμα της εγγύησης και πάλι θα έπρεπε να εκδοθεί απόφαση υπέρ της.

Ενόψει του ότι υπάρχει εύρημα του Δικαστηρίου ότι πράγματι η εφεσείουσα πλήρωσε τις £2.700 προς τη ΣΠΕ Στροβόλου έναντι του δανείου,  καταλήγουμε ως ακολούθως:

Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και παραμερίζεται στο σύνολο της. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας-ενάγουσας και εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου για ποσό £2.700. Επιδικάζονται έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ εφεση, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο