(2001) 1 ΑΑΔ 188
[*188]22 Φεβρουαρίου, 2001
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
1. Π.Λ. ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ & ΣΙΑ,
2. ΤΑΜΕΙΟ ΓΙΑ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10647)
Συμπεράσματα Δικαστηρίου ― Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αυθαίρετα συμπεράσματα τα οποία αντιστρατεύονταν την αποδεχτή μαρτυρία, σε υπόθεση τερματισμού απασχολήσεως εργοδοτουμένου λόγω πλεονασμού ― Ανατράπηκαν από το Εφετείο.
Στην υπόθεση αυτή η μαρτυρία οδηγούσε μόνο στο συμπέρασμα ότι οι υπηρεσίες του αιτητή, ως προσωπικού οδηγού του κ. Γ. Κακογιάννη καθίσταντο πλεονάζουσες. Εν τούτοις το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών θεώρησε ότι δεν απεδείχθη ότι η απόλυση του εφεσείοντος ήταν λόγω πλεονασμού και απέρριψε την αξίωση του για αποζημίωση. Το Δικαστήριο απέρριψε, ως εγκαταληφθείσα και την παράλληλη απαίτηση του εφεσείοντος να αποζημιωθεί από τους εργοδότες του, τον δικηγορικό οίκο Π. Λ. Κακογιάννης & Σια στη Λεμεσό, στον οποίο ο κ. Γ. Κακογιάννης ήταν κύριος συνεταίρος. Η απαίτηση είχε εγερθεί τόσο εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού όσο και εναντίον των εργοδοτών.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι εν πολλοίς αυθαίρετα και αντιστρατεύονται την ενώπιόν του μαρτυρία.
2. Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση ότι η απασχόληση του εφεσείο[*189]ντος ετερματίσθη ως πλεονάζοντος δυνάμει του Άρθρου 18(γ)(iii)(vii) του Νόμου, ώστε να δικαιούται της ανάλογα προβλεπόμενης αποζημίωσης.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον του ταμείου πλεονάζοντος προσωπικού, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 23/9/99 (Αρ. Αίτησης 594/96) με την οποία απέρριψε απαίτηση του εφεσείοντα να αποζημιωθεί δυνάμει του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου ακόλουθα του τερματισμού των υπηρεσιών του από τους εργοδότες του λόγω πλεονασμού.
Χρ. Χριστοφίδης, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Στιβαρού με Α. Κακογιάννη, για τους Εφεσίβλητους 1.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους 2.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση του το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απέρριψε απαίτηση του Εφεσείοντα να αποζημιωθεί δυνάμει του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου ακόλουθα του τερματισμού των υπηρεσιών του από τους εργοδότες του. Αυτοί ήσαν ο δικηγορικός οίκος Π.Λ. Κακογιάννης & Σία στη Λεμεσό, οι οποίοι εργοδοτούσαν τον Εφεσείοντα από το 1962 ως προσωπικό οδηγό αρχικά του Π. Κακογιάννη και από το 1980 του διαδόχου του κυρίου συνεταίρου Γ. Κακογιάννη. Ο τερματισμός των υπηρεσιών του Εφεσείοντα έγινε το 1995 με επιστολή στην οποία αναφέρετο ότι αυτός εγίνετο “λόγω κατάργησης της θέσης και/ή τμήματος λόγω περιορισμού του όγκου της εργασίας και/ή της επιχειρήσεως”. Η απαίτηση ηγέρθη τόσο εναντίον των εργοδοτών όσο και εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού. Ήταν όμως καθαρό ευθύς εξ αρχής ότι αυ[*190]τό που ζητούσε ο Εφεσείων ήταν να αποζημιωθεί από το Ταμείο για απόλυση του ως πλεονάζοντος, σύμφωνα και με τις ως άνω συνθήκες τερματισμού των υπηρεσιών του. Εξ ου και αποτάθηκε αρχικά στο Ταμείο και δήλωσε ότι συμφωνούσε με τους λόγους της απόλυσης του που είχαν δώσει οι εργοδότες του και που ήσαν οι αναφερόμενοι στην πιο πάνω επιστολή τους. Το Ταμείο απέρριψε το αίτημα του, θεωρώντας ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του δεν οφείλετο σε πλεονασμό.
Κατά την ακρόαση η μόνη μαρτυρία προήλθε από τους εργοδότες και ήταν ότι, με τη μείωση των διακινήσεων του κ. Γ. Κακογιάννη σε άλλες πόλεις για εμφανίσεις ενώπιον δικαστηρίων από τα τέλη του 1994, η συνέχιση της απασχόλησης του Εφεσείοντα ως οδηγού δεν ήταν πλέον αναγκαία. Ο Εφεσείων υιοθέτησε αυτή τη μαρτυρία. Εν τούτοις, το δικαστήριο θεώρησε ότι δεν απεδείχθη ότι η απόλυση του Εφεσείοντα ήταν λόγω πλεονασμού (η παράλληλη απαίτηση του Εφεσείοντα εναντίον των εργοδοτών του για παράνομη απόλυση επίσης απερρίφθη θεωρηθείσα ως εγκαταληφθείσα ως εκ της όλης πορείας της ακρόασης η οποία επικεντρώθηκε στο θέμα του πλεονασμού). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στις σελίδες 8-9:
“Ο κ. Κακογιάννης, ένας από τους πιο έγκριτους Δικηγόρους στην Κύπρο, δεν έπαυσε να ασκεί το επάγγελμα του Δικηγόρου, παρά την ηλικία και τα όποια προβλήματα υγείας έχει. Συνεπώς, οι υπηρεσίες του αιτητή δεν είναι εντελώς αχρείαστες, τουλάχιστον εν όσω ο κ. Γ. Κακογιάννης είναι στη μαχόμενη δικηγορία.
Ο Δικηγορικός Οίκος, του οποίου προΐσταται ο κ. Γ. Κακογιάννης, έχει κύκλο εργασιών, ο όγκος του οποίου δεν απεδείχθη ότι μειώθηκε. Αν δε κρίνουμε από την αναφορά στον αριθμό των συνεργαζομένων ή συνεταίρων Δικηγόρων στον Οίκο, μπορούμε να καταλήξουμε πως, μάλλον, έχει αυξηθεί. Μας αναφέρθηκε από τη κ. Χριστοφόρου πως απασχολούνται 7-10 Δικηγόροι. Σε ένα τέτοιο Δικηγορικό Οίκο και με τέτοια παράδοση δεν θεωρούμε ότι ο οδηγός του αρχαιότερου συνεταίρου καθίσταται, σε ηλικία 59 ετών, πλεονάζον προσωπικόν.
Ο αιτητής μπορεί να ήταν ο προσωπικός οδηγός του αρχαιότερου συνεταίρου και συνοδός του στα Δικαστήρια, μπορούσε, όμως, τις μέρες που δεν μετέφερε τον κ. Κακογιάννη εκτός Λεμεσού, να εκτελεί, και εκτελούσε εργασίες εντός του γραφείου ή επιλεκτικά του ανατίθετο η διεκπεραίωση εργασιών εκτός γραφείου.
[*191]
Είναι δύσκολο να δεχθούμε πως τέτοιοι εργοδότες αδυνατούσαν να συνεχίσουν να εργοδοτούν τον άνθρωπο που, από το 1962 μέχρι το 1995 ήταν ο προσωπικός οδηγός του αρχαιότερου συνεταίρου του Οίκου, μέχρις αυτός να συνταξιοδοτηθεί, εκτός, βεβαίως, και αν περιέπιπτε σε παράπτωμα που δικαιολογούσε τον άμεσο τερματισμό της απασχόλησης του.
Ακόμη, ο αιτητής δεν εργαζόταν σε ξεχωριστό τμήμα επιχείρησης, το οποίο και καταργήθηκε, όπως θα συνέβαινε σε κάποια βιοτεχνία ή βιομηχανία ή άλλη εμπορική επιχείρηση. Ήταν οδηγός του αρχαιότερου συνεταίρου, ο οποίος και συνεχίζει τη μαχόμενη δικηγορία.
Η άποψη μας, με βάση τα περιβάλλοντα την απόλυση του αιτητή περιστατικά, είναι: Η επιλογή του να απολυθεί, σε εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, έγινε για να βοηθηθεί να λάβει και ολόκληρο το ποσό που δικαιούταν σε περίπτωση που γινόταν δεκτό από το Ταμείο ότι η απόλυση του οφείλεται σε πλεονασμό. Ο αιτητής είχε, ήδη, συμπληρωμένα όλα τα χρόνια που πιστώνονται, ως το ανώτατο όριο, από το Ταμείο.
Το λέμε αυτό γιατί και η συμπεριφορά του ίδιου του αιτητή, σε όλη τη διάρκεια της παρουσίας του στο Δικαστήριο, ήταν πώς να ενισχύσει τους Εργοδότες στην προσπάθεια τους να μας πείσουν για την αλήθεια των λόγων που επικαλέσθηκαν να τον απολύσουν.”
Και στη σ.10:
“Είναι με βάση το πιο πάνω σκεπτικό που δεν πεισθήκαμε πως ο αιτητής απολύθηκε λόγω πλεονασμού. Όπως φάνηκε καθαρά άλλος ήταν ο λόγος. Και αυτός πρέπει να αναζητηθεί, είτε σε ικανοποίηση αιτήματος του, και ως εκ τούτου η απόλυση του υπέχει θέση συναινετικής διακοπής εργασιακών σχέσεων, που δεν πληροί την έννοια που ο Νόμος αποδίδει στον όρο απόλυση, είτε λόγω του ό,τι ήταν υψηλόμισθος.”
Αδυνατούμε να συμμερισθούμε τη λογική του σκεπτικού αυτού. Τα συμπεράσματα του δικαστηρίου είναι εν πολλοίς αυθαίρετα και αντιστρατεύονται την ενώπιον του μαρτυρία. Έτσι είναι το συμπέρασμα ότι οι υπηρεσίες του Εφεσείοντα δεν είναι αχρείαστες εν όσω ο κ. Κακογιάννης είναι στη μαχόμενη δικηγορία και ότι το ακμάζον του δικηγορικού οίκου του δεν επι[*192]τρέπει να θεωρηθεί ο προσωπικός οδηγός του ως πλεονάζον. Η μαρτυρία όμως ότι ο κ. Κακογιάννης δεν εχρειάζετο πλέον προσωπικό οδηγό ως εκ του περιορισμού της διακίνησης του εκτός Λεμεσού ήταν δεδομένη και δεν απορρίφθηκε από το δικαστήριο. Τούτου δοθέντος, το κρίσιμο ερώτημα δεν ήταν πλέον αν ο κ. Κακογιάννης συνέχιζε να δικηγορεί ή αν ο συνολικός όγκος του Οίκου εμειώθη. Το συμπέρασμα και το μόνο συμπέρασμα ήταν ότι οι υπηρεσίες του Εφεσείοντα, η βασική ασχολία του οποίου ήταν ως προσωπικός οδηγός του κ. Κακογιάννη, καθίσταντο πλεονάζουσες. Το συμπέρασμα του δικαστηρίου αντιστρατεύεται τη λογική των πραγμάτων και ουσιαστικά επιβάλλει τις αχρείαστες πλέον υπηρεσίες του Εφεσείοντα στον εργοδότη, είτε ως οδηγό είτε άλλως πως. Στον τομέα που ήταν σχετικός, των υπηρεσιών οδηγού δηλαδή, ο όγκος της εργασίας είχε περιορισθεί, ούτε ήταν αναγκαίο να καταδειχθεί ότι υπήρχε ούτω καλούμενο τμήμα οδηγών το οποίο καταργήθηκε - ή, εν πάση περιπτώσει, το τμήμα του οποίου ο Εφεσείων ήταν ο μόνος εργοδοτούμενος καταργήθηκε.
Εξ ίσου αυθαίρετο είναι και το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η απόλυση του Εφεσείοντα είτε ήταν δική του επιλογή για να λάβει αποζημιώσεις από το Ταμείο λόγω πλεονασμού, την οποία προφανώς επιδίωξε να προωθήσει σε συνέργεια με τους εργοδότες του, είτε ήταν πρόσχημα των εργοδοτών του διότι ήταν υψηλόμισθος. Το δικαστήριο, εκφράζοντας διαζευκτικά ευρήματα του, δεν προσδιορίζει ποίο από τα δύο ισχύει, ούτε επισημαίνει τη μαρτυρία από την οποία τα εξάγει. Στην πραγματικότητα, καμιά μαρτυρία δεν υπήρχε για οποιοδήποτε τέτοιο εύρημα και ασφαλώς η απλή σύμπτωση των θέσεων των εργοδοτών και του Εφεσείοντα κατά την ακρόαση δεν μπορούσε να στηρίξει τέτοια κατάληξη. Στο τέλος της ημέρας, πρόκειται περί εικασιών και υποθέσεων ανεπίτρεπτων από τα πράγματα.
Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, αντικαθιστάμενη με απόφαση ότι η απασχόληση του Εφεσείοντα ετερματίσθη ως πλεονάζοντος δυνάμει του άρθρου 18(γ)(iii)(vii) του Νόμου, ώστε να δικαιούται της ανάλογα προβλεπόμενης αποζημίωσης. Εφόσον αυτή δεν έχει υπολογισθεί, η υπόθεση παραπέμπεται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών προς το σκοπό υπολογισμού της.
Δεν τίθεται βέβαια θέμα παράνομης απόλυσης, όπως ορθά έκρινε το δικαστήριο, αφού κάτι τέτοιο δεν προωθήθηκε στην ακρόαση και η μόνη μαρτυρία αφορούσε απόλυση λόγω πλεονασμού.
[*193]
Το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού θα καταβάλει τα έξοδα του Εφεσείοντα και του Εφεσίβλητου 1 τόσο στην έφεση όσο και στην πρωτόδικη διαδικασία.
Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον του ταμείου πλεονάζοντος προσωπικού, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο