Παπαχριστοφόρου Λουκής (2001) 1 ΑΑΔ 276

(2001) 1 ΑΑΔ 276

[*276]9 Μαρτίου, 2001

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΥΚΗ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

ΓΙΑ ΑΔΕΙΑΝ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΝ (CERTIORARI),

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/ Ή ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 14/12/2000  ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΚΑΙ ΕΞΕΔΩΣΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΛΟΥΚΗ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

(Αίτηση Αρ. 14/2001)

 

Προνομιακά Εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία είχε εκδοθεί διάταγμα παραλαβής εναντίον του αιτητή, παρά την ύπαρξη μονομερούς αίτησης για αναστολή της διαδικασίας, η οποία δεν είχε εντοπισθεί και δεν εξετάστηκε ― Άρνηση άδειας λόγω ύπαρξης εναλλακτικού ένδικου μέσου και δεν στοιχειοθετήθηκαν εξαιρετικές περιστάσεις για παράκαμψη του κανόνα ότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο δεν χωρεί αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari.

Εναντίον του αιτητή στην παρούσα αίτηση υποβλήθηκε η Αίτηση Πτώχευσης Αρ. 217/00 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.  Η αίτηση πτώχευσης είχε ως αντικείμενο πράξη πτώχευσης κατόπιν μη συμμόρφωσης με ειδοποίηση πτώχευσης, η οποία αναφερόταν σε εξ αποφάσεως χρέος στην αγωγή αρ. 10565/93 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.  Διεξήχθη ακρόαση στην κύρια αίτηση και η απόφαση επιφυλάχθηκε.  Εκκρεμούσας της έκδοσης απόφασης, ο χρεώστης καταχώρησε μονομερή αίτηση για αναστολή της διαδικασίας μέχρι το πέρας της εφέσεως αρ. 10543 η οποία είχε καταχωρηθεί εναντίον της απόφασης στην αγωγή 10565/93.  Η μονομερής αί[*277]τηση ορίστηκε για ακρόαση την ημερομηνία που ήταν ορισμένη και η έκδοση απόφασης στην Αίτηση Πτώχευσης.  Το Δικαστήριο δεν εντόπισε στο φάκελλο την αίτηση για αναστολή και προχώρησε στην έκδοση της απόφασης με την οποία εξέδωσε διάταγμα παραλαβής.

Ο χρεώστης άσκησε έφεση με την οποία έθεσε προς εξέταση, μεταξύ άλλων, το ότι το Δικαστήριο απέτυχε να εντοπίσει την αίτηση για αναστολή και να της επιληφθεί προτού εκδώσει τελική απόφαση.  Παράλληλα, ο χρεώστης, με την παρούσα αίτηση ζητεί άδεια να καταχωρήσει αίτηση προς έκδοση εντάλματος Certiorari για έλεγχο του ίδιου ζητήματος, ισχυριζόμενος ότι αυτό υπαγορεύθηκε από την ανάγκη για την όσο το δυνατό πιο σύντομη εξέταση του ζητήματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν συντρέχουν εδώ εξαιρετικές περιστάσεις αφού εκείνο που προβλήθηκε προς υποστήριξη του αιτήματος για τη χορήγηση άδειας αποτελεί μόνο προτίμηση με αναφορά στον υπό του αιτητή υπολογισμό του χρόνου εντός του οποίου οι δύο δικαιοδοσίες θα μπορούσαν αντιστοίχως να προβούν σε επίλυση του ζητήματος.  Ενώ οι εξαιρετικές περιστάσεις συναρτώνται με τις αντίστοιχες δυνατότητες για την παροχή θεραπείας.

2.  Εφόσον προσφερόταν άλλο ικανοποιητικό ένδικο μέσο, το οποίο άλλωστε χρησιμοποίησε ο αιτητής με την άσκηση έφεσης, δεν υπήρχε χώρος για επίκληση της παρούσας δικαιοδοσίας.  Επομένως δε δικαιολογείται το αίτημα για τη χορήγηση άδειας.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

Μαυρογένη ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 1 Α.Α.Δ. 49.

Αίτηση.

Αίτηση από τον αιτητή για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 14/12/2000 με την οποία εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του.

[*278]

Σ. Δράκος, για τον Αιτητή.

Cur. adv. vult.

NIKΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εταιρεία Ρέϊνμποου Πλήτσιγκ και Ντάϊγκ Κο. Λτδ υπέβαλε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Αίτηση Πτωχεύσεως Αρ. 217/00, για έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του παρόντος αιτητή, κ. Λουκή Παπαχριστοφόρου.  Η αίτηση είχε ως αντικείμενο πράξη πτωχεύσεως κατόπιν μη συμμόρφωσης με την ειδοποίηση πτωχεύσεως αρ. 1062/99, η οποία αναφερόταν σε εξ αποφάσεως χρέος στην αγωγή αρ. 10565/93 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Διεξήχθη ακρόαση στην κύρια Αίτηση και, στις 3 Νοεμβρίου 2000, η απόφαση επιφυλάχθηκε.

Εκκρεμούσας της έκδοσης αποφάσεως, ο χρεώστης καταχώρισε μονομερή αίτηση, ημερ. 17 Νοεμβρίου 2000, για αναστολή της “διαδικασίας” μέχρι το πέρας της Έφεσεως αρ. 10543 την οποία, στις 13 Μαΐου 1999, ο ίδιος και η εταιρεία Loukos Trading Co. Ltd, με την οποία συνδεόταν, είχαν καταχωρίσει ως εξ αποφάσεως χρεώστες εναντίον της απόφασης στην εν λόγω αγωγή αρ. 10565/93. Παρόμοια αίτηση για αναστολή είχε γίνει και προηγουμένως, την 1 Σεπτεμβρίου 2000 και, καθώς  αντιλαμβάνομαι,  αποσύρθηκε.  Η μονομερής αίτηση ημερ. 17 Νοεμβρίου 2000 ορίστηκε για τις 14 Δεκεμβρίου 2000 για ακρόαση. Ενδιάμεσα, στις 5 Δεκεμβρίου 2000 καταχωρίστηκε, υπό περιστάσεις που δεν αποσαφηνίστηκαν αλλά και που δεν χρειάζονται διερεύνηση, ένσταση από την άλλη πλευρά.

Ορίστηκε για τις 14 Δεκεμβρίου 2000 και η έκδοση αποφάσεως στην κύρια αίτηση.  Στην αρχή της συνεδρίας του Δικαστηρίου, ο συνήγορος του χρεώστη δήλωσε ότι εκκρεμούσε αίτηση για αναστολή της διαδικασίας.  Παραθέτω το πρακτικό, στο οποίο απεικονίζεται η εξέλιξη:

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:  14/12/00

 ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για τους αιτητές-πιστωτές: κ. Παπαχρυσοστόμου.

Για τον χρεώστη-καθ’ ου η αίτηση:  κ. Δράκος.

κ. Δράκος:  Προτού αναγνωστεί η απόφαση, έχω καταχωρήσει στο μεταξύ αίτηση στις 17/11 για αναστολή της διαδικασίας, [*279]ορίστηκε σήμερα για ακρόαση, 14/12 επιδόθηκε στην άλλη πλευρά και καταχώρησε ένσταση.

Δικαστήριο:  Δεν υπάρχει στο φάκελο τέτοια υπόθεση.  Ό,τι μπορώ να παρατηρήσω είναι ότι σήμερα έχω επιφυλάξει απόφαση πάνω στην αίτηση.  Περαιτέρω θα ήθελα να αναφερθεί ότι η αίτηση για αναστολή της διαδικασίας έχει σε προγενέστερο στάδιο καταχωρηθεί και έχει απ΄ ότι φαίνεται στο φάκελο αποσυρθεί από τον συνήγορο του χρεώστη.  Θα προχωρήσω στην απαγγελία της απόφασης.

                                                                Α.Ε.Δ.”

Με την εν συνεχεία εκδοθείσα απόφαση, το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα παραλαβής.

Ο χρεώστης άσκησε έφεση με την οποία έθεσε προς εξέταση, μεταξύ άλλων,  το ότι το Δικαστήριο απέτυχε να εντοπίσει την αίτηση για αναστολή για να της επιληφθεί προτού εκδόσει τελική απόφαση.  Παρόλον τούτο, με την παρούσα αίτησή του ζητεί άδεια να καταχωρίσει αίτηση προς έκδοση εντάλματος certiorari για έλεγχο του ίδιου ζητήματος.  Αυτό, όπως εξήγησε ο συνήγορος, υπαγορεύθηκε από την ανάγκη για την όσο το δυνατό πιο σύντομη εξέταση του ζητήματος.  Όταν κατηύθυνα την προσοχή του στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Σταύρου Μεστάνα, (2000) 1 A.A.Δ. 1469, ο συνήγορος εισηγήθηκε πως συντρέχουν εδώ εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την άσκηση της δικαιοδοσίας προνομιακών ενταλμάτων.  Αυτές, κατά τον συνήγορο, προέκυπταν εν προκειμένω από τις δραστικές επιπτώσεις που το διάταγμα παραλαβής έχει στην οικονομική κατάσταση, εμπορική δραστηριότητα και ιδιωτική ζωή του αιτητή.  Ιδιαίτερη σημασία έχουν τα ακόλουθα από τη Μεστάνα (ανωτέρω):

“Απαιτούνται εξαιρετικές περιστάσεις και κατ’ ανάγκη αυτές διακριβώνονται με τη σύγκριση των δυνατοτήτων που προσφέρει η μια ή η άλλη από τις διαθέσιμες θεραπείες.  Όπως λέχθηκε στην R. v. Secretary of State (ανωτέρω) στη σελίδα 724, για να παρακαμφθεί η διαδικασία της έφεσης πρέπει ο αιτητής να δείξει ότι η υπόθεσή του διακρίνεται από το είδος των υποθέσεων για τις οποίες προβλέφθηκε έφεση.  Στους δε Halsbury’s Laws of England 4η έκδοση Τόμος 1(ι) σελ. 94 § 61, προσδιορίζεται ως υπερκείμενο κριτήριο το κατά πόσο η εναλλακτική θεραπεία δεν είναι τόσο βολική, επωφελής και αποτελεσματική.

[*280].............................................................................................................

Δεν μας έχει  υποδειχθεί και δεν μπορούμε να δούμε οποιαδήποτε διαφορά, σε σχέση με το θέμα, μεταξύ των δυνατοτήτων, από οποιαδήποτε άποψη, της έφεσης και της παρούσας διαδικασίας.  Ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε στο περίγραμμα της αγόρευσής του πως “η έφεση δεν θα μπορούσε έγκαιρα να διορθώσει το λάθος” και, ενώπιόν μας, αναφέρθηκε στον παράγοντα του χρόνου.  Δεν έχει τεκμηριωθεί με κανένα τρόπο πως η έφεση δεν προσφερόταν ως “έγκαιρη” επιλογή και ο παράγοντας του χρόνου εκδίκασης στο πλαίσιο της μιας ή της άλλης διαδικασίας δεν είναι από μόνος του σχετικός.

Θέλουμε να πούμε πως αν καθ’ υπόθεση η παρούσα διαδικασία ήταν πιο γρήγορη (ο Καλλής Δ. στην Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 925, έδωσε στοιχεία για το αντίθετο), αυτό θα ίσχυε σε κάθε περίπτωση.  Αν πρόκειται ο χρόνος εκδίκασης να έχει σημασία αυτός θα πρέπει να συσχετίζεται προς τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε περίπτωσης, στο πλαίσιο των κριτηρίων που διέπουν το θέμα.  Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα, δεν είναι δυνατός ο προκαθορισμός του τί συνιστά εξαιρετική περίσταση.  Αυτό κρίνεται με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης.”

Κατά την άποψή μου, δεν συντρέχουν εδώ εξαιρετικές περιστάσεις αφού ό,τι προβλήθηκε προς υποστήριξη του αιτήματος για τη χορήγηση άδειας δεν αποτελεί παρά μόνο προτίμηση με αναφορά στον υπό του αιτητή υπολογισμό του χρόνου εντός του οποίου οι δύο δικαιοδοσίες θα μπορούσαν αντιστοίχως να προβούν σε επίλυση του ζητήματος. Ενώ οι εξαιρετικές περιστάσεις συναρτώνται με τις αντίστοιχες δυνατότητες για την παροχή θεραπείας. Στην Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, ο Κωνσταντινίδης Δ., ο οποίος είχε δώσει και την απόφαση της Ολομέλειας στη Σταύρου Μεστάνα (ανωτέρω) εξήγησε ότι:

“.... εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι’ αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.”

Καταλήγω, λοιπόν, πως εφόσον προσφερόταν άλλο ικανοποιητικό ένδικο μέσο - το οποίο άλλωστε ήδη χρησιμοποίησε ο αιτητής με την άσκηση έφεσης - δεν υπήρχε χώρος για επίκληση της παρούσας δι[*281]καιοδοσίας.  Επομένως δεν δικαιολογείται το αίτημα για τη χορήγηση άδειας. 

Ενόψει αυτής της κατάληξης και της εκκρεμότητας της σχετικής εφέσεως, θα αποφύγω να εκφέρω άποψη αναφορικά με το κατά πόσο έχει παρουσιαστεί εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμο θέμα για εξέταση. Προσθέτω, ωστόσο, πως κατά την ακρόαση της αιτήσεως έθεσα ερωτηματικό όταν επεσήμανα, για σχολιασμό από το συνήγορο, την απόφαση της Ολομέλειας στη Μαυρογένη ν. Βουλής κ.α. (Αρ. 1) (1996) 1 Α.Α.Δ. 49, με την οποία κατέστη σαφές ότι δεν αναγνωρίζεται στο διάδικο δικαίωμα για επανάνοιγμα μετά την επιφύλαξη απόφασης και ότι ακόμα, όπως ανέφερε η πλειοψηφία (στη σελ. 60), “η επιφύλαξη δικαστικής απόφασης δεν αποτελεί στάδιο της διαδικασίας”.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Η�αίτηση απορρίπτεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο