P. T. Kiani Kertas ν. Interorient Navigation Co. Ltd και Άλλων (Αρ. 1) (2001) 1 ΑΑΔ 300

(2001) 1 ΑΑΔ 300

[*300]19 Μαρτίου, 2001

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

P. T. KIANI KERTAS,

Ενάγοντες,

ν.

INTERORIENT NAVIGATION COMPANY LIMITED ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ (ΑΡ. 1),

Εναγομένων.

(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 201/96)

 

Ναυτοδικείο ― Αίτηση διαγραφής ονόματος εναγομένου για ισχυριζόμενη απουσία λογικής αιτίας αγωγής εναντίον του ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με τη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει τη διαγραφή εναγομένου με αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής εναντίον του ― Θ. 30 των Θεσμών Ναυτοδικείου.

Ναυτοδικείο ― Αίτηση για εκδίκαση νομικών σημείων σαν προκαταρκτικών θεμάτων δυνάμει του Κ. 89 των Θεσμών Ναυτοδικείου ― Ο Κ. 89, αν και διαφορετικά διατυπωμένος από τη Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση θέματος καθαρά νομικού και όχι σε περίπτωση πραγματικών θεμάτων ή ανάμεικτων νομικών και πραγματικών θεμάτων που αμφισβητούνται.

Ναυτοδικείο ― Αίτηση για προσθήκη εναγομένου ως συνεναγομένου – Διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ― Πηγάζει από το θ. 30 των Θεσμών Ναυτοδικείου ― Παράγοντες που διέπουν τη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να ασκείται με φειδώ.

Οι ενάγοντες ενάγουν τους εναγόμενους 1 και 2 ως υπεύθυνους δυνάμει τριών φορτωτικών για ζημιές που προκλήθηκαν στα εμπορεύματα τους κατά τη φόρτωση, εκφόρτωση και μεταφορά τους.  Στην Απάντηση τους οι εναγόμενοι 1 και 2 αρνούνται ότι ήταν ιδιοκτήτες ή ναυλωτές του πλοίου ή οι μεταφορείς και αρνούνται ότι εξέδωσαν οποιαδήποτε φορτωτική ή ότι συμφώνησαν με τους ενάγοντες για τη μεταφορά των εμπορευμάτων ή ότι παρέλαβαν οποιαδήποτε εμπορεύματα για μεταφορά.  Οι εναγόμενοι 1 είναι οι μετα[*301]φορείς και/ή ναυλωτές του εναγόμενου 3 πλοίου και οι εναγόμενοι 2 οι ιδιοκτήτες του.

Με την αίτησή τους οι εναγόμενοι 1 και 2 ζητούν τρεις προοδευτικά διαζευκτικές θεραπείες:

Α) Διαγραφή τους ως εναγομένων. Αν όχι,

Β) Προσθήκη των Hinrichs & Co GmbH ως συνεναγομένων. Αν όχι,

Γ) Προδικαστική εκδίκαση του εγειρόμενου στην Απάντηση τους θέματος ότι οι ίδιοι δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση ή ευθύνη στην υπόθεση.

Ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι 1 ουδέποτε εξέδωσαν οποιαδήποτε φορτωτική ή εξουσιοδότησαν οποιοδήποτε να εκδώσει φορτωτική εκ μέρους τους και ότι η μόνη σχέση των εναγομένων 1 με τους εναγόμενους 2 είναι ότι οι εναγόμενοι 1 διορίσθηκαν από τους εναγόμενους 2 με συμβόλαιο, ως διαχειριστές (managers), χωρίς όμως εξουσιοδότηση διαχείρισης, του πλοίου το οποίο ήταν ναυλωμένο σε άλλη εταιρεία η οποία το είχε υποναυλώσει στην G. Hinrichs & Co GmbH.  Ισχυρίζονται περαιτέρω οι εναγόμενοι ότι οι φορτωτικές υπεγράφησαν από τη Hinrichs η οποία αδικαιολόγητα ονόμασε σε αυτές τους εναγόμενους 1 ως τους μεταφορείς και καταλήγουν ότι, αν οι ενάγοντες αποδείξουν ότι η Hinrichs είχε εξουσιοδότηση από τους ενάγοντες να εκδώσει τις φορτωτικές, οι εναγόμενοι 1 και 2 δεν ήταν οι μεταφορείς, παρά μόνο η Hinrichs, και πρέπει να διαγραφούν ως εναγόμενοι, άλλως η Hinrichs να προστεθεί ως συνεναγόμενη.

Αποφασίστηκε ότι:

(Α)1.           Είναι δεδομένη η δυνατότητα διαγραφής του ονόματος εναγομένου με ακόλουθη απόρριψη της αγωγής εναντίον του, δυνάμει του θ. 30 των Θεσμών Ναυτοδικείου, που αντιστοιχεί προς τη Δ.9, θ. 10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και τη Δ.16, θ. 11 των Παλαιών Αγγλικών Κανόνων (κατόπιν Δ.15, θ. 6).  Όπως όμως δείχνει η νομολογία, η εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει τη διαγραφή εναγομένου, επιφέροντας τη δραστική συνέπεια της απόρριψης της αγωγής εναντίον του, όχι μόνο πρέπει να ασκείται με φειδώ, αλλά και μπορεί να ασκείται μόνο σε καθαρή περίπτωση.

   2. Το γεγονός ότι οι φορτωτικές δεν υπεγράφησαν από τους εναγομένους 1 αλλά από τη Hinrichs εκ μέρους τους δεν αναιρεί την ενδεχόμενη ευθύνη των εναγομένων 1.  Το ερώτημα είναι κατά πόσο η Hinrichs είχε εξουσιοδότηση, οποιασδήποτε μορ[*302]φής, να πράξει τούτο, και επ’ αυτού δεν μπορεί να εκληφθεί ως δεδομένη και αναντίρρητη η εκδοχή των εναγομένων 1 ότι ουδέποτε εξουσιοδότησαν τη Hinrichs να υπογράφει τις φορτωτικές εκ μέρους τους και ουδέποτε απεδέχθησαν τις φορτωτικές.  Οι ενάγοντες, όσο και οι εναγόμενοι 4 και 5, αμφισβητούν τα όσα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι 1 και 2 και δεν μπορούν να αποκλεισθούν να τα αμφισβητήσουν στο στάδιο της ακρόασης, κατά το οποίο, επί των ενώπιον του δικαστηρίου δεδομένων, οι ενάγοντες έχουν δικαίωμα να προχωρήσουν και να αποδείξουν, αν μπορούν, την απαίτηση τους όπως οι ίδιοι επέλεξαν να τη διατυπώσουν.

   3. Η συνολική εικόνα είναι ότι υπάρχουν ευάριθμα και πολύπλοκα πραγματικά και νομικά ζητήματα τα οποία είναι επίδικα μεταξύ των διαδίκων και ότι το θέμα κάθε άλλο παρά ξεκάθαρο είναι, ώστε η παρούσα να μην είναι κατάλληλη περίπτωση διαγραφής των εναγομένων 1 και 2.

(Β)1.           Η εξουσία για προσθήκη της Hinrichs ως συνεναγομένων πηγάζει και πάλι από το θ. 30.  Αν η προσθήκη είναι αναγκαία για να αποφασισθούν αποτελεσματικώς και πλήρως όλα τα εγειρόμενα στην αγωγή θέματα, το δικαστήριο μπορεί να πράξει ανάλογα.  Η διακριτική εξουσία του, όμως, πρέπει να ασκείται με ανάλογη προσοχή.

   2. Οι ενάγοντες επέλεξαν να εγείρουν την αγωγή τους εναντίον των υφιστάμενων εναγομένων ως θέμα ευθύνης επί φορτωτικών και όχι εναντίον της Hinrichs για την ίδια ή άλλη αιτία αγωγής. Αν θεωρούσαν ότι είχαν αιτία αγωγής κατά της Hinrichs είναι εκείνοι, που θα μπορούσαν είτε να ζητήσουν την πρόσθεση της είτε να εγείρουν άλλη αγωγή εναντίον της.

   3. Η προσθήκη της Hinrichs δεν είναι αναγκαία για να αποφασισθούν αποτελεσματικώς και πλήρως όλα τα εγειρόμενα θέματα στην αγωγή όπως αυτή ήδη υφίσταται. Η μαρτυρία της Hinrichs μπορεί να έιναι άκρως σχετική, όχι όμως και η παρουσία της ως διαδίκου, ούτε βέβαια μπορεί να επιτραπεί η προσθήκη της ως διαδίκου για να αναγκασθεί έτσι να δώσει μαρτυρία.

   4. Άλλοι παράγοντες που δεν επιτρέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου προς όφελος της αίτησης είναι η ενδεχόμενη καθυστέρηση στην εκδίκαση της αγωγής, το γεγονός ότι ο προτιθέμενος εναγόμενος είναι αλλοδαπός εκτός της δικαιοδοσίας, η ενδεχόμενη προσθήκη νέας αιτίας αγωγής κα[*303]θώς και το ότι ο προτιθέμενος εναγόμενος θα μπορούσε να εγείρει θέμα παραγραφής της εναντίον του απαίτησης.

       Όλοι οι παράγοντες συνηγορούν εναντίον της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου να επιτρέψει την προσθήκη.

(Γ) Μόνο καθαρά νομικά θέματα, προκύπτοντα από αμφισβητούμενα γεγονότα, που αποφασίζουν και την πορεία της δίκης, μπορούν να δικαστούν προδικαστικά στα πλαίσια του θ. 89.

       Παρά το ότι ο θ. 89, σε αντίθεση με τη Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αναφέρεται σε “question of fact or of law”, έχει εφαρμογή μόνο προκειμένου περί καθαρού νομικού σημείου και δεν έχει εφαρμογή προκειμένου περί πραγματικών θεμάτων ή ανάμεικτων νομικών και πραγματικών θεμάτων που αμφισβητούνται.  Στην προκειμένη περίπτωση τα γεγονότα όχι μόνο αμφισβητούνται και δεν είναι καθαρά, αλλά και από νομικής απόψεως φαίνεται να είναι περίπλοκα τα πράγματα.  Η περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για εφαρμογή του θ. 89.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εναγομένων 1 και 2.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. 1. Four Star Lines S.A., 2. The Ship “Four Star II” (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 623,

Dollfus Mieg et Companie S.A. v. Bank of England [1951] Ch. 33,

Hadjievangelou (Νο. 1) v. Dorami Marine Ltd a.o. (1978) 1 C.L.R. 545,

Artemis Company Limited v. The Ship “Sonja” (1972) 1 C.L.R. 153,

Sonco Canning Ltd v. Adriatica (Societe per Azioni di Navigazione) (1983) 1 C.L.R. 127,

Raleigh v. Goschen [1998] 1 Ch 73,

Manchester Lines Ltd a.o. v. Viamaz Coach Industry Ltd (1983) 1 C.L.R. 178,

Amon v. Raphael Tuck and Sons Ltd [1956] 1 Q.B.,

Covotsos Textiles Ltd v. Ellerman Lines Ltd a.o. (1983) 1 C.L.R. 479,

[*304]Liff v. Peasley [1980] 1 All E.R. 623, C.A.,

Wilson, Sons & Co Ltd v. Balcarres Brook Steamship Co Ltd [1983] 1 Q.B. 422, C.A.,

Overseas Shipping & Forwarding Co v. Kappa Shipping Co Ltd (1977) 1 C.L.R. 248,

Bauer Spezialtienfbau GMBH κ.ά. v. Divnogorsk Shipping Co Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 685.

Αίτηση.

Αίτηση από τους εναγόμενους 1 και 2 για τρεις διαζευκτικές θεραπείες όπως,

1.  Διαγραφή τους ως εναγομένων. Αν όχι,

2.  Προσθήκη των Hinrichs & Co GmbH ως συναγομένων. Αν όχι,

3.  Προδικαστική εκδίκαση του εγειρόμενου στην απάντηση τους θέματος ότι οι ίδιοι δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση ή ευθύνη στην υπόθεση.

Κ. Ερωτοκρίτου, για τους Ενάγοντες.

Ν. Ιωάννου, για τους Εναγόμενους 1 και 2.

Τ. Παπαδόπουλος & Σία, για τους Εναγόμενους 4 και 5.

Cur. adv. vult.

XATZHXAMΠΗΣ. Δ.: Με την αίτηση τους οι Εναγόμενοι 1 και 2 ζητούν τρεις προοδευτικά διαζευκτικές θεραπείες:

1. Διαγραφή τους ως Εναγομένων. Αν όχι,

2. Προσθήκη των Hinrichs & Co GmbH ως συναγομένων.  Αν όχι,

3.  Προδικαστική εκδίκαση του εγειρόμενου στην Απάντηση τους θέματος ότι οι ίδιοι δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση ή ευθύνη στην υπόθεση.

Σύμφωνα με την Αναφορά, οι Ενάγοντες είναι οι δικαιούχοι εμπορευμάτων δυνάμει τριών φορτωτικών (Α) 23.9.1995 της Interorient Navigation Co Ltd, Εναγομένων 1, και τριών φορτωτικών (Β) 23.9.1995 της Windsore Lines, οι Εναγόμενοι 1 οι μεταφο[*305]ρείς και/ή ναυλωτές του πλοίου Aeneas ex Baltiysk, Εναγομένου 3, οι Εναγόμενοι 2 οι ιδιοκτήτες του εν λόγω πλοίου, και οι Εναγόμενοι 4 και 5 εταιρείες διεξάγουσες εργασίες υπό την επωνυμία Windsore Lines. Οι Εναγόμενοι 1 και 2 ενάγονται ως υπεύθυνοι δυνάμει των εν λόγω φορτωτικών (Α) για ζημιές που προκλήθησαν στα εμπορεύματα κατά τη φόρτωση, εκφόρτωση και μεταφορά τους. Στην Απάντηση τους οι Εναγόμενοι 1 και 2 αρνούνται ότι ήσαν οι ιδιοκτήτες ή ναυλωτές του πλοίου ή οι μεταφορείς, και αρνούνται ότι εξέδωσαν οποιαδήποτε φορτωτική ή ότι συμφώνησαν με τους Ενάγοντες για τη μεταφορά των εμπορευμάτων ή ότι παρέλαβαν οποιαδήποτε εμπορεύματα για μεταφορά.

Η θέση που προβάλλεται από τους Εναγόμενους στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι απόρροια της Απάντησης τους και συνίσταται στο ότι οι Εναγόμενοι 1 ουδέποτε εξέδωσαν οποιαδήποτε φορτωτική ή εξουσιοδότησαν οποιοδήποτε να εκδώσει φορτωτική εκ μέρους τους. Ισχυρίζονται δε ότι η μόνη σχέση των Εναγόμενων 1 με τους Εναγόμενους 2 είναι ότι στις 20.5.1993 οι Εναγόμενοι 1 διορίσθησαν από τους Εναγόμενους 2 με συμβόλαιο, το οποίο παρουσιάζουν, ως διαχειριστές (managers), χωρίς όμως εξουσιοδότηση διαχείρισης, του πλοίου το οποίο ήταν ναυλωμένο στην Panoceanic Ship Management (UK) Ltd που το είχε υποναυλώσει στην G. Hinrichs & Co GmbH στις 23.1.1995 με συμφωνία χρονοναύλωσης, την οποία παρουσιάζουν, συναφθείσα μέσω της Rotos Shipping & Transport Agency GmbH ως διαμεσολαβητές. Λέγουν περαιτέρω οι Εναγόμενοι ότι, δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας υποναύλωσης, ο πλοίαρχος ήταν υπό τις οδηγίες της Hinrichs και όχι των Εναγομένων και ότι εν πάση περιπτώσει οι φορτωτικές (Α) δεν υπεγράφησαν από τον πλοίαρχο αλλά από την Hinrichs η οποία αδικαιολόγητα ονόμασε σε αυτές τους Εναγόμενους 1 ως τους μεταφορείς.  Εκτός λοιπόν, καταλήγουν οι Εναγόμενοι, αν οι Ενάγοντες αποδείξουν ότι η Hinrichs είχε εξουσιοδότηση από τους Ενάγοντες να εκδώσει τις φορτωτικές (Α), οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν ήσαν οι μεταφορείς, παρά μόνο η Hinrichs, και πρέπει να διαγραφούν ως Εναγόμενοι, άλλως η Hinrichs να προστεθεί ως συνεναγόμενη.  Διαζευκτικά, ζητείται όπως το θέμα της καθόλου ευθύνης των Εναγομένων, όπως εγείρεται ανωτέρω, αποφασισθεί προδικαστικά.

Η θέση των Εναγόντων στην ένσταση τους είναι ότι η αιτούμενη θεραπεία δεν μπορεί να δοθεί αφού το θέμα δεν είναι καθαρά νομικό αλλά πραγματικό ή εν μέρει νομικό και εν μέρει πραγματικό,  και ότι αυτό δεν είναι το κατάλληλο στάδιο ή διαδικασία για να αποφασισθεί η ευθύνη των Εναγομένων που θα πρέπει να αποφασι[*306]σθεί κατά την ακρόαση της υπόθεσης με βάση όλη τη σχετική μαρτυρία.  Περαιτέρω, βασιζόμενοι στις ίδιες τις εν λόγω φορτωτικές (Α), παρατηρούν ότι από αυτές προκύπτει η ευθύνη των Εναγομένων 1 ως μεταφορέων  και των Εναγομένων 2 ως ιδιοκτητών του πλοίου, και ότι οι Ενάγοντες δεν γνωρίζουν και δεν επηρεάζονται από οποιεσδήποτε συμφωνίες μεταξύ των Εναγομένων και άλλων.  Και ότι οι Εναγόμενοι 1, ως κατ΄ομολογία διαχειριστές του πλοίου, είχαν δικαίωμα ναύλωσης του.  Παραπέμπουν μάλιστα και στην ευθύνη η οποία αποδίδεται στους Εναγόμενους 1 και 2 από τους Εναγόμενους 4 και 5 στην Απάντηση τους.  Ισχυρίζονται επίσης ότι οι φορτωτικές υπεγράφησαν εν πάση περιπτώσει και από τον καπετάνιο, παραπέμποντας σε σχετική αναφορά στις φορτωτικές ότι “the master or agent of the said vessel has signed the number of bills of lading indicated below”, καθιστώντας έτσι υπεύθυνους τους Εναγόμενους 2 ως πλοιοκτήτες.

Οι διάδικοι καταχώρησαν και συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις. Οι Εναγόμενοι 1 και 2 προβαίνουν σε διευκρινίσεις ως προς το αν το ναυλοσύμφωνο είχε συναφθεί από την Panoceanic Ship Management (UK) Ltd ή την Pan Oceanic Shipping (BVI) Ltd, παρατηρώντας όμως ότι εν πάση περιπτώσει ναυλωτής ήταν η Hinrichs.  Κατά τα λοιπά, η συμπληρωματική ένορκη δήλωση τους επαναλαμβάνει τις θέσεις τους τις οποίες και αναπτύσσει περαιτέρω σε συνάρτηση με απαντήσεις προς τα αναφερόμενα στην ένορκη δήλωση των Εναγόντων και συνιστά εν πολλοίς νομική επιχειρηματολογία. Επισημαίνω τη θέση τους ότι η Hinrichs δεν είχε εξουσιοδότηση να υπογράφει τις φορτωτικές εκ μέρους των Εναγομένων 1 και 2 αλλά μόνο για την ίδια, ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 ουδέποτε ενήργησαν ως να εδέχοντο ότι ήσαν μεταφορείς δυνάμει των φορτωτικών, και ότι ο πλοίαρχος δεν υπέγραψε τις φορτωτικές. Παρατηρούν ότι η διαδικασία τριτοδιαδίκου δεν προσφέρεται για εισδοχή της Hinrichs στην υπόθεση, αφού οι ίδιοι δεν έχουν οποιαδήποτε ευθύνη ή σχέση με την υπόθεση.  Λέγουν επίσης ότι μπορεί πρόσφορα να αποφασισθεί πρώτα το θέμα της ευθύνης, και μετά το θέμα της ζημιάς, όχι προδικαστικά επί των ενόρκων δηλώσεων αλλά ως πρώτο στάδιο της ακρόασης της αγωγής.

Στη δική τους συμπληρωματική ένορκη δήλωση οι Ενάγοντες αντικρούουν ουσιαστικά τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση των Εναγομένων 1 και 2.  Επισημαίνω την αντίθεση τους στην εισηγούμενη πορεία διαχωρισμού της δίκης σε δύο στάδια.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι καταχώρισαν γραπτές αγορεύσεις.  Η κα Ιωάννου εισηγείται ότι η καταχώριση της αγωγής και εναντίον [*307]των Εναγομένων 1 και 2 και εναντίον των Εναγομένων 4 και 5 δείχνει αβεβαιότητα εκ μέρους των Εναγόντων ως προς το ποίος ήταν υπεύθυνος για τη μεταφορά.  Εισηγείται ότι εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από τις ένορκες δηλώσεις των Εναγομένων 1 και 2, οι ίδιοι δεν ευθύνονται παρά μόνο η Hinrichs που πρέπει να προστεθεί αν το πρωταρχικό αίτημα των Εναγομένων 1 και 2 για διαγραφή των ιδίων δεν εγκριθεί.  Καλεί δε το δικαστήριο να εγκρίνει το αίτημα για διαγραφή των Εναγομένων 1 και 2 ως ξεκάθαρου ζητήματος επί της αίτησης. Διαζευκτικά, εισηγείται τη σταδιακή διεξαγωγή της ακρόασης με πρώτο το θέμα της ευθύνης ως προς το ποίος ήταν ο μεταφορέας.

Ο κ. Ερωτοκρίτου ανασκοπεί σε λεπτομέρεια τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία και παραπέμπει στη νομολογία που διέπει τα αιτήματα των Εναγομένων 1 και 2.

Όσον αφορά το πρώτο αίτημα των Εναγομένων 1 και 2, στο οποίο αποδίδουν και προτεραιότητα εφόσον τα άλλα δύο προωθούνται μόνο αν αυτό ήθελε απορριφθεί, είναι βέβαια δεδομένη η δυνατότητα διαγραφής του ονόματος εναγομένου, με ακόλουθη απόρριψη της αγωγής εναντίον του, δυνάμει του Θ.30 των Θεσμών Ναυτοδικείου, που αντιστοιχεί προς τη Δ.9 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και τη Δ.16 θ.11 των παλαιών Αγγλικών Κανόνων (κατόπιν Δ.15 θ.6). Όπως όμως δείχνει η νομολογία, η εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει τη διαγραφή εναγομένου, επιφέροντας τη δραστική συνέπεια της απόρριψης της αγωγής εναντίον του, όχι μόνο πρέπει να ασκείται και ως εκ τούτου με φειδώ αλλά και μπορεί να ασκείται μόνο προκειμένου περί καθαρής περίπτωσης.  Όπως παρατήρησε ο Λοΐζου, Π., στην υπόθεση Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. 1. Compania Espanola de Laminaction, S.A. 2. The Ship “Four Star II” (όπως τροποποιήθηκε Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. 1. Four Star Lines S.A., 2. The Ship “Four Star II”) (1989) 1 C.L.R. 623, στις σελίδες 627-628:

“Έχει καθιερωθεί από τη νομολογία μας ότι εφόσον υπάρχουν διαφορές ως προς τα νομικά και πραγματικά θέματα - και στην υπόθεση εκείνη υπήρχαν τέτοιες διαφορές σχετικά με τη φορτωτική και τη συμφωνία μεταφοράς του φορτίου, όπως εδώ - οι διαφορές πρέπει να εκδικάζονται και αποφασίζονται από το Δικαστήριο κατά την ακρόαση της αγωγής και όχι σε ενδιάμεσο στάδιο όπου η μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου είναι οι ένορκοι δηλώσεις.”

Οι Εναγόμενοι 1 λέγουν ότι το θέμα εδώ είναι ξεκάθαρο και μπο[*308]ρεί να αποφασισθεί επί της αίτησης.  Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση αυτή. Το γεγονός ότι οι φορτωτικές υπεγράφησαν όχι από τους Εναγόμενους 1 αλλά από τη Hinrichs εκ μέρους τους δεν αναιρεί την ενδεχόμενη ευθύνη των Εναγόμενων 1. Το ερώτημα είναι κατά πόσο η Hinrichs είχε εξουσιοδότηση, οποιασδήποτε μορφής, να πράξει τούτο, και επ΄αυτού δεν μπορεί να εκληφθεί ως δεδομένη και αναντίρρητη η εκδοχή των Εναγομένων 1 ότι ουδέποτε εξουσιοδότησαν τη Hinrichs να υπογράψει τις φορτωτικές εκ μέρους τους και ουδέποτε απεδέχθησαν τις φορτωτικές. Οι Ενάγοντες, όσο και οι Εναγόμενοι 4 και 5, αμφισβητούν τα όσα ισχυρίζονται οι Εναγόμενοι 1 και 2 και δεν μπορούν να αποκλεισθούν να τα αμφισβητήσουν στο στάδιο που θα κριθούν τα γεγονότα - το στάδιο της ακρόασης. Οι Ενάγοντες θα έχουν βέβαια το βάρος να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους ότι η Hinrichs υπέγραψε τις φορτωτικές με εξουσιοδότηση των Εναγομένων 1, αυτό όμως είναι δική τους υπόθεση. Στο στάδιο αυτό, επί των ενώπιον του δικαστηρίου δεδομένων, έχουν δικαίωμα να προχωρήσουν και να αποδείξουν, αν μπορούν, την απαίτηση τους όπως οι ίδιοι επέλεξαν να την διατυπώσουν. Η ίδια η Hinrichs δεν έχει καν δώσει τη δική της άποψη των γεγονότων. Εξ άλλου, οι ίδιοι οι Εναγόμενοι 1 και 2 λέγουν ότι οι Εναγόμενοι 1 ήσαν διαχειριστές του πλοίου δυνάμει συμφωνίας με τους Εναγόμενους 2, και, αν και υποστηρίζουν ότι η συμφωνία διαχείρισης στην οποία αναφέρονται δεν παρείχε δικαίωμα στους Εναγόμενους 1 να διαχειρίζονται το πλοίο, θέση που οι Ενάγοντες αμφισβητούν επίσης, η ίδια η ομολογούμενη ιδιότητα τους ως διαχειριστές ενώ το πλοίο, κατά την εκδοχή τους, ήταν ναυλωμένο στη Hinrichs, περιπλέκει έτσι έτι περαιτέρω την εικόνα. Ούτε είναι καθαρό, από την ίδια τη μαρτυρία των Εναγομένων 1 και 2, από ποίους, κατά την εκδοχή τους, υποναυλώθηκε στη Hinrichs. Εν πάση περιπτώσει, όπως παρατηρεί και ο κ. Ερωτοκρίτου, όλα αυτά που ισχυρίζονται οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν είναι σε γνώση τους και δεν τα αποδέχονται. Τα πράγματα είναι εξ ίσου αμφισβητούμενα ως προς την ευθύνη των Εναγομένων 2 ως πλοιοκτητών, και μάλιστα αφού υπάρχει διαφωνία, που εμπεριέχει και πραγματική αλλά και νομική διαφορά, ως προς τη σχέση του πλοιάρχου με τους Εναγόμενους 1 και 2 και τις φορτωτικές και τις νομικές συνέπειες της εμπλοκής του σε συνάρτηση με την ευθύνη των Εναγομένων 1 και 2, καθώς και ως προς την έκταση στην οποία οποιοδήποτε ναυλοσύμφωνο, αν ήταν σε ισχύ, είχε ενσωματωθεί στις φορτωτικές και τις νομικές συνέπειες τούτου. Η συνολική εικόνα είναι ότι υπάρχουν ευάριθμα και πολύπλοκα πραγματικά και νομικά ζητήματα τα οποία είναι επίδικα μεταξύ των διαδίκων, όπως αποκαλύπτονται περαιτέρω και σε λεπτομέρεια στις μακρές ένορκες δηλώσεις και αγορεύσεις, και ότι το θέμα κάθε άλλο παρά ξεκάθαρο είναι, ώστε η παρούσα να μην είναι κατάλληλη περίπτωση διαγραφής των Εναγο[*309]μένων 1 και 2.

Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω το διαζευκτικά ακόλουθο αίτημα των Εναγομένων 1 και 2 για προσθήκη της Hinrichs ως συνεναγομένων.  Η εξουσία για τούτο πηγάζει και πάλι από το Θ.30.  Όπως προκύπτει από τη νομολογία στην οποία με αναφέρει και ο κ. Ερωτοκρίτου, διάφοροι παράγοντες μπορεί να διέπουν τη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου.  Η γενική αρχή βέβαια, όπως παρατήρησε ο Wynn-Ρarry, J., στην υπόθεση Dollfus Mieg et Companie S.A. v. Bank of England [1951] Ch. 33, στη σ. 38, παραπέμποντας στο Annual Practice και παραθέτοντας τη σχετική αναφορά, είναι:

“Generally in Common Law and Chancery matters a plaintiff who conceives that he has a cause of action against the defendant is entitled to pursue his remedy against that defendant alone. He cannot be compelled to proceed against other persons whom he has no desire to sue.”

Γίνεται δε εκτεταμένη αναφορά και συζήτηση στη νομολογία.

Aν όμως η προσθήκη είναι αναγκαία για να αποφασισθούν αποτελεσματικώς και πλήρως όλα τα εγειρόμενα στην αγωγή θέματα, και δεν υπάρχει βαρύνων λόγος γιατί να μην διαταχθεί, το δικαστήριο μπορεί να πράξει ανάλογα (ίδε Hadjievangelou (Νο. 1) v. Dorami Marine Ltd a.o. (1978) 1 C.L.R. 545). Σίγουρα, έχοντας υπ΄όψη τη γενική αρχή, η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με ανάλογη προσοχή.

Η προκειμένη περίπτωση έχει, ως προς τις γενικές παραμέτρους της, τις ίδιες διαστάσεις όπως η υπόθεση Artemis Company Limited v. The Ship “Sonja” (1972) 1 C.L.R. 153, στην οποία ο Εναγόμενος αιτήθηκε την προσθήκη ως συνεναγόμενης της A.L. Mantovani & Sons Ltd ισχυριζόμενος ότι οι Mantovani δεν ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι του στη σύναψη της φορτωτικής, όπως ισχυρίζοντο οι ενάγοντες, αλλά για δικό τους λογαριασμό. Οι ενάγοντες συμφώνησαν και επιχειρηματολόγησαν και οι ίδιοι υπέρ της αίτησης.  Ο Λοΐζου, Δ. (ως ήτο τότε), ανασκόπησε τη νομολογία ως προς τις γενικές αρχές, που δείχνουν ότι η προσθήκη θα επιτραπεί αν ο προτεινόμενος νέος εναγόμενος θα επηρεάζετο ευθέως από το αποτέλεσμα της αγωγής όπως έχει και αν έτσι θα εξοικονομηθούν έξοδα, και εξήγησε γιατί, αν δεν επρόκειτο για το ότι οι ίδιοι οι ενάγοντες υποστήριζαν την αίτηση, δεν θα μπορούσε να επιτραπεί η προσθήκη (σελίδες 161-162):

[*310]“What is claimed by the defendant ship is that she is not liable to the plaintiff company because Messrs. A. L. Mantovani & Sons Ltd were not acting as her agents.  If that is so then the defendant ship cannot have applied for the joinder. If the defendant is successful in proving that, it would be for the plaintiffs to ask for the joinder or bring another action. As stated in the Supreme Court Practice 1970 p. 168 “prima facie the plaintiff is entitled to choose the person against whom to proceed and to leave out any person against whom he does not desire to proceed”. If on the other hand the defendant is unsuccessful in proving that A.L. Mantovani & Sons Ltd were not their agents then the defendant will be adjudged to pay and that will not directly affect A.L. Mantovani & Sons Ltd in their legal rights or in their pocket, in the sense that they will be bound to foot the bill.  There is no claim for contribution or indemnity or damages against A.L. Mantovani & Sons Ltd by the defendant in case the latter is found liable towards plaintiffs.

In these circumstances therefore and on the authorities, had it not been for the joining of the application by the plaintiff with which I shall be shortly dealing more extensively, this application should have been dismissed. However, the joining of the application by the plaintiff in the light of what has already been shown is a significant factor and gives to the present proceedings their special character.  I take it that this is not just a case of the plaintiffs merely consenting but a case of adopting the application and urging that it be granted. If this application were to be dismissed there would be nothing to stop the plaintiffs from applying themselves for this joinder. This would unnecessarily cause multiplicity of proceedings and add up to the costs. Nor the dismissal of this application will prevent the plaintiffs from proceeding by another action against the new defendant sought to be added hereto. Under this rule the Court has power on the application of the plaintiff to add or substitute a defendant.  Therefore since the plaintiffs have elected to take the stand in these proceedings to which I have referred and without purporting to lay down a principle of general application, in the special circumstances of this case I grant this application ..........”

Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες όχι μόνο δεν υποστηρίζουν την αίτηση αλλά ενίστανται σε αυτή, και δεν υπάρχει βάση για έγκριση της αίτησης στα πιο πάνω πλαίσια, αφού κατά τα λοιπά ισχύουν τα όσα ελέχθησαν στη Sonja, ανωτέρω, ως προς το γιατί δεν μπορεί να προστεθεί η Hinrichs.

[*311]Υπάρχουν όμως και άλλοι πρόσθετοι λόγοι που δεν επιτρέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου προς όφελος της αίτησης. Ο παράγων της ενδεχόμενης καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής, όπως και το γεγονός ότι ο προτιθέμενος εναγόμενος είναι αλλοδαπός εκτός της δικαιοδοσίας, λαμβάνονται σοβαρά υπ΄όψη, όπως υπέδειξε ο Λοΐζου, Δ. (ως ήτο τότε) στην υπόθεση Sonco Canning Ltd v. Adriatica (Societe per Azioni di Navigazione) (1983) 1 C.L.R. 127, στις σ. 133-134:

“The owners sought to be joined as co-defendants are foreign nationals and resident out of the jurisdiction. That, on the authorities, is a factor to be taken into account in weighing and deciding how the Court should exercise its discretion. Adding these defendants, it will cause delay and no further delay than is necessary should be caused to the plaintiffs.  It will also cause real hardship and difficulty to them, as they will have to proceed against defendants who are outside the jurisdiction and with whom there was no privity of contract and whilst being unaware of their exact relationship and the terms of their agreement regarding the liabilities of the defendants and the owners vis-a-vis each other. An otherwise simple issue will be further complicated and embarrassment would be caused to the plaintiffs.  All these, are good reasons for not adding the owners as co-defendants.”

Η ενδεχόμενη προσθήκη νέας αιτίας αγωγής επίσης βαρύνει εναντίον της πρόσθεσης νέου εναγόμενου (ίδε Raleigh v. Goschen                    [1998] 1 ch 73). Στην υπόθεση Manchester Lines Ltd a.o. v. Viamaz Coach Industry Ltd (1983) 1 C.L.R. 178, και πάλι ο Λοΐζου, Δ. (ως ήτο τότε) παρατήρησε ότι “action” στα πλαίσια του θ.30 (“... to enable the Court effectually and completely to adjudicate upon and settle all questions involved in the action”) μπορεί να σημαίνει (σ. 184) “...the action as it stands between the existing parties (see Amon v. Raphael Tuck and Sons Ltd [1956] 1 Q.B.; The Result (1958) p. 174 at p. 184), και ότι εν πάση περιπτώσει “leave, however, may be refused where the addition of a defendant will have the effect of adding a new cause of action”.

Σοβαρός παράγων είναι επίσης το κατά πόσο ο προτιθέμενος εναγόμενος θα μπορούσε να εγείρει θέμα παραγραφής της εναντίον του απαίτησης. Στην υπόθεση Covotsos Textiles Ltd v. Ellerman Lines Ltd a.ο. (1983) 1 C.L.R. 479, αίτημα για ανάλογη τροποποίηση της Αναφοράς εγκρίθηκε κατόπιν πρόσθεσης νέου συνεναγομένου, εφόσον η προσθήκη είχε ήδη γίνει. Ο Σαββίδης, Δ., όμως, εξετάζοντας το θέμα της προσθήκης νέου εναγομένου, παρέπεμψε στο [*312]Annual Practice, 1982, σ. 210, όπου αναφέρεται:

“Leave to add a defendant will not be granted after the expiry of any relevant period of limitation affecting the proposed defendant (Lucy v. W.T. Henleys Telegraph Works Co. Ltd [1970] 1 Q.B. 393). Query, however, whether the court has a wide discretion, which will be rarely exercised, to add a defendant after the expiry of the relevant period of limitation (Marubeni Corporation and Another v. Pearlstone Shipping Corporation, The Times, June 30, 1977 C.A.).”

Παρέπεμψε επίσης στην υπόθεση Liff v. Peasley [1980] 1 All E.R. 623, C.A., στην οποία ο Brandon L.J., αφού ανασκόπησε τη νομολογία, είπε στη σ. 639:

“It is an established rule of practice that he court will not allow a person to be added as defendant to an existing action if the claim sough to be made against him is already statute-barred and he desires to rely on that circumstances as a defence to the claim.  Alternatively, if the court allowed such addition to be made ex parte in the first place, it will not, on objection then being taken by the person added, allow the addition to stand, I shall refer to the established rule of practice as “the rule of practice”.  There are two alternative bases on which the rule of practice can be justified.  The first basis is that, if the addition were allowed, it would relate back so that the action would be deemed to have been begun as against the person added, not on the date of amendment, but on the date of the original writ;  that the effect of such relation back would be to deprive the person added of an accrued defence to the claim on the ground that it was statute-barred;  and that this would be unjust to that person.  I shall refer to this first basis of the rule of practice as the ‘relation back’ theory. The second and alternative basis for the rule is that, where a person is added as defendant in an existing action, the action is only deemed to have been begun as against him on the date of amendment of the writ; that the defence that the claim is statute-barred therefore remains available to him; and that, since defence affords a complete answer to the claim, it would serve no useful purpose to allow the addition to be made.  I shall refer to this second and alternative basis of he rule of practice as the ‘no useful purpose’ theory.”

Ο Σαββίδης, Δ., ανασκόπησε σε έκταση και την υπόλοιπη Αγγλική νομολογία, η οποία ουσιαστικά αναγνωρίζει ότι, ως εξαίρεση, η πρόσθεση θα επιτραπεί αν η περίοδος παραγραφής δεν έχει λήξει όταν ακούεται η αίτηση για πρόσθεση.

[*313]

Έχοντας υπ’ όψη μου τις πιο πάνω αρχές, δεν βλέπω πώς το αίτημα για πρόσθεση της Hinrichs ως νέου εναγόμενου θα μπορούσε να εγκριθεί. Οι ενάγοντες επέλεξαν να εγείρουν την αγωγή τους εναντίον των υφισταμένων Εναγομένων ως θέμα ευθύνης επί φορτωτικών και όχι εναντίον της Hinrichs για την ίδια ή άλλη αιτία αγωγής. Αν θεωρούσαν ότι είχαν αιτία αγωγής κατά της Hinrichs επί των φορτωτικών ή άλλως πως είναι εκείνοι, όπως παρατηρήθηκε και στη Sonja, ανωτέρω, που θα μπορούσαν είτε να ζητήσουν την πρόσθεση της είτε να εγείρουν άλλη αγωγή εναντίον της. Ούτε συμφωνούν να προστεθεί η Hinrichs, παρά την αίτηση και παρά τα όσα λέγουν οι Εναγόμενοι 1 και 2 στα δικόγραφα τους. Αυτό είναι δική τους επιλογή όπως και δική τους ευθύνη αν επέλεξαν κακώς. Σίγουρα δε, η προσθήκη της Hinrichs δεν είναι αναγκαία για να αποφασισθούν αποτελεσματικώς και πλήρως όλα τα εγειρόμενα θέματα στην αγωγή όπως αυτή ήδη υφίσταται. Και αν όμως ακόμα ο όρος action αναφέρεται όχι μόνο στην αγωγή όπως αυτή ήδη υφίσταται αλλά ευρύτερα, και πάλι δεν βλέπω πώς η προσθήκη θα ήταν αναγκαία.  Η μαρτυρία της Hinrichs μπορεί να είναι άκρως σχετική, όχι όμως και η παρουσία της ως διαδίκου, ούτε βέβαια μπορεί να επιτραπεί η προσθήκη της ως διαδίκου για να αναγκασθεί έτσι να δώσει μαρτυρία.

Αλλά και κατά τα λοιπά, όλοι οι παράγοντες συνηγορούν εναντίον της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου να επιτρέψει την προσθήκη. Η αγωγή αυτή είναι ήδη ηλικίας πέντε ετών.  Οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση θα επιβαρύνει έτι περαιτέρω τα πράγματα, έχοντας μάλιστα υπ΄όψη τις συνταγματικές διαστάσεις του πράγματος ως προς την ανάγκη έγκαιρης εκδίκασης των υποθέσεων εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.  Σε συνδυασμό και με το ότι οι Hinrichs είναι αλλοδαπή εταιρεία εκτός της δικαιοδοσίας, που και αφ΄εαυτού είναι σημαντικός παράγοντας εναντίον της προσθήκης της, η επέκταση της διαδικασίας όχι μόνο θα επιμηκύνει την καθυστέρηση αλλά και θα οδηγήσει την αγωγή πίσω έχοντας υπ΄όψη ότι τα δικόγραφα έχουν ήδη κλείσει.  Μια ακόμα και φευγαλέα αναδρομή στα όσα υπό κανονικές συνθήκες θα ακολουθήσουν, αν επιτραπεί η προσθήκη, όπως τα περιγράφει στη συνέχεια (σ. 639) ο Brandon, L.J., στη Liff v. Peasley, ανωτέρω, αρκεί για να καταδείξει την επιβάρυνση όσον αφορά καθυστέρηση και πολυπλοκότητα διαδικασιών. Μετά από την τροποποίηση του κλητηρίου, θα χρειασθεί άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, και τούτη, όπως παρατήρησε ο Lord Esher, M.R. στην Wilson, Sons & Co Ltd v. Balcarres Brook Steamship Co Ltd [1983] 1 Q.B. 422, C.A., δεν είναι δεδομένο ότι θα δοθεί.  Αλλά και αν δοθεί, και γίνει επίδοση, η Hinrichs [*314]θα παρουσιασθεί και δυνατό να ζητήσει να παραμερισθεί η επίδοση, τοσούτο μάλλον αφού η απαίτηση εναντίον της θα είναι παραγραμμένη όταν θα έχει εγκριθεί η προσθήκη της.  Τούτο, εξ άλλου, είναι και άλλος λόγος και αφ΄εαυτού που συνηγορεί κατά της απόρριψης του αιτήματος, καθ΄όσον μάλιστα, τελικά, κανένας χρήσιμος σκοπός δεν θα έχει έτσι επιτευχθεί με την προσθήκη παρά μόνο καθυστέρηση.  Περαιτέρω, όπως προκύπτει και από την τοποθέτηση των Εναγόμενων 1 και 2, αιτία αγωγής εναντίον της Hinrichs θα πρέπει να είναι μάλλον για δόλο, άλλη δηλαδή εκείνης που ήδη περιέχεται στην αγωγή.  Τούτο θα δυσχεράνει τη θέση των Εναγόντων, που θα πρέπει να καταρτίσουν αιτία αγωγής με βάση εκείνα που λέγουν όχι οι ίδιοι αλλά οι Εναγόμενοι 1 και 2, πέραν του ότι η αιτία αγωγής δόλου μπορεί συνήθως να παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες.  Η υπόθεση είναι ήδη περίπλοκη επί των υφισταμένων δεδομένων, και η προσθήκη νέας αιτίας αγωγής και μάλιστα για δόλο, θα την περιπλέξει έτι περαιτέρω.

Με βάση όλα τα πιο πάνω, θεωρώ την προκειμένη ως άκρως ακατάλληλη περίπτωση για εφαρμογή του θ.30.

Όσο για το τρίτο αίτημα των Εναγομένων 1 και 2, λίγα χρειάζεται να λεχθούν.  Το αίτημα, όπως διατυπώνεται στην αίτηση, είναι για προδικαστική εκδίκαση του εγειρόμενου στην Απάντηση τους θέματος της ευθύνης τους.  Στη συνέχεια, στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση τους και στην αγόρευση, έχουν διαφοροποιήσει τη θέση τους, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά ότι το θέμα δεν μπορεί να αποφασισθεί προδικαστικά αλλά εισηγούμενοι τμηματική διεξαγωγή της ακρόασης με πρώτο το θέμα αυτό.  Τούτο όμως δεν είναι το αίτημα που έχω ενώπιον μου επί της αίτησης, των ορίων της οποίας δεν θεωρώ επιτρεπτό ή ορθό να εξέλθω.  Και σίγουρα, όσον αφορά το αν το θέμα αυτό μπορεί να αποφασισθεί προδικαστικά, η απάντηση είναι σαφώς όχι.  Μόνο καθαρά νομικά θέματα, προκύπτοντα από αμφισβητούμενα γεγονότα, που αποφασίζουν και την πορεία της δίκης, μπορούν να δικασθούν προδικαστικά στα πλαίσια του θ.89.  Ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας γίνεται από το Λοΐζου, Δ. (ως ήτο τότε) στην υπόθεση Overseas Shipping & Forwarding Co v. Kappa Shipping Co Ltd (1977) 1 C.L.R. 248 στην οποία με παρέπεμψε και ο κ. Ερωτοκρίτου.  Περιορίζομαι δε να αναφέρω ότι, αντίθετα με ότι εισηγήθησαν οι Εναγόμενοι  1 και 2, παρά το ότι ο θ.89, σε αντίθεση με τη Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αναφέρεται σε “question of fact or of law”, έχει εφαρμογή μόνο προκειμένου περί καθαρού νομικού σημείου και δεν έχει εφαρμογή προκειμένου περί πραγματικών θεμάτων ή ανάμεικτων νομικών και πραγματικών θεμάτων που αμφισβητούνται (Bauer [*315]Spezialtienfbau GMBH κ.ά. v. Divnogorsk Shipping Co Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 685).  Στην προκειμένη περίπτωση τα γεγονότα όχι μόνο αμφισβητούνται και δεν είναι καθαρά, αλλά και από νομικής απόψεως φαίνεται να είναι περίπλοκα τα πράγματα.  Σίγουρα η περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για εφαρμογή του θ.89.

Λίγα λόγια για το διαφοροποιημένο αίτημα των Εναγομένων 1 και 2. Και αν ήμουν διατεθειμένος να το εξετάσω, θα με προβλημάτιζε ιδιαίτερα η συνέχεια αν εγκρίνετο και εδικάζετο πρώτα και χωριστά η ευθύνη.  Τούτο σχεδόν βέβαια θα καθυστερούσε περαιτέρω και θα περιέπλεκε την υπόθεση, αφού, όπως και να αποφασίζετο η ευθύνη, ενδεχόμενη έφεση θα καθιστούσε αβέβαια, αναποτελεσματική και καθυστερημένη την περαιτέρω πορεία της, εφόσον αυτή δεν θα μπορούσε να προδιαγραφεί πριν από την έκβαση της έφεσης.

Εν πάση περιπτώσει, η αίτηση αποτυγχάνει στην ολότητα της και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των Εναγομένων 1 και 2.

Η�αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εναγομένων 1 και 2.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο