Eταιρεία Bοθροκαθαριστών Λεμεσού «Bόθροτεξ» Λτδ. ν. Πραξιτέλη Φαντάκη (2001) 1 ΑΑΔ 339

(2001) 1 ΑΑΔ 339

[*339]23 Μαρτίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΒΟΘΡΟΚΑΘΑΡΙΣΤΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ

«ΒΟΘΡΟΤΕΞ» ΛΤΔ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΠΡΑΞΙΤΕΛΗ ΦΑΝΤΑΚΗ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10742)

 

Πολιτική Δικονομία ― Απόφαση που λήφθηκε ερήμην του εναγομένου ― Αίτηση για παραμερισμό της ― Διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει ― Επιδίωξη του Δικαστηρίου πρέπει να είναι η εξισορρόπηση αφενός, του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και, αφετέρου, η ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων ― Ο παραμερισμός απόφασης που λήφθηκε ερήμην του εναγομένου ακυρώθηκε κατ’ έφεση παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης εκ μέρους του, λόγω εσφαλμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε στις 31/10/96 απόφαση υπέρ των εναγόντων-εφεσειόντων ερήμην του εναγομένου-εφεσίβλητου.  Δεκαέξι μήνες μετά την έκδοση της απόφασης οι εφεσείοντες προχώρησαν σε εκτέλεση της απόφασης.  Τότε ο εφεσίβλητος αντέδρασε με την καταχώρηση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης.  Ισχυρίστηκε ότι έλαβε για πρώτη φορά γνώση της αγωγής και της εναντίον του απόφασης όταν πήρε ειδοποίηση για εκτέλεση εντάλματος κατασχέσεως της κινητής του περιουσίας και, παράλληλα εξέθεσε γεγονότα σχετικά με την ουσία της υπεράσπισης του στην αγωγή των εφεσειόντων.  Οι εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση και το Δικαστήριο προχώρησε στην ακρόαση της αίτησης.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η παράλειψη του εφεσίβλητου να κα[*340]ταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης ήταν αδικαιολόγητη.  Ακολούθως, αφού εξέτασε το ζήτημα κατά πόσο ο εφεσίβλητος είχε συζητήσιμη υπεράσπιση, και κατέληξε σε θετικό συμπέρασμα, εξέδωσε την απόφαση του με την οποία αποδέχθηκε την αίτηση και παραμέρισε την απόφαση της 31/10/96.

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο, αφ’ ης στιγμής είχε διαπιστώσει αδικαιολόγητη παράλειψη του εφεσίβλητου να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, εξέδωσε διάταγμα παραμερισμού της απόφασης και, επίσης, εσφαλμένα, αφ’ ης στιγμής είχε διαπιστώσει αδικαιολόγητη παράλειψη του εφεσίβλητου να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο ο εφεσίβλητος είχε ή όχι συζητήσιμη υπεράσπιση.

Αποφασίστηκε ότι:

Στην προκειμένη περίπτωση είναι πρόδηλο ότι η αίτηση του εφεσίβλητου για παραμερισμό της απόφασης, στόχευε αποκλειστικά στην αποφυγή των συνεπειών της εκτέλεσης.  Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο εφεσίβλητος επέδειξε πλήρη αδιαφορία για την αγωγή η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των εφεσειόντων.  Ο πρωτόδικος Δικαστής άσκησε εσφαλμένα τη δικαστική του ευχέρεια σε τέτοια έκταση ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.  Παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης εκ μέρους του εφεσίβλητου, η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,

Milouca Motor Trading Ltd v. Kούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κορφιώτης, Ε.Δ.), που δόθηκε στις 10/2/2000 (Αρ. Αγωγής 4916/96) με την οποία αποδέχθηκε την αίτηση του εναγόμενου ημερομηνίας 27/2/98 και παραμέρισε την απόφαση υπέρ των εναγόντων ημερομηνίας 31/10/96.

[*341]Τ. Πούλλος, για τους Εφεσείοντες.

Τ. Τιμοθέου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε την 31.10.1996 απόφαση υπέρ των εναγόντων/εφεσειόντων ερήμην του εναγομένου/εφεσίβλητου.

Οι εφεσείοντες προχώρησαν σε εκτέλεση της απόφασης εναντίον του εφεσίβλητου στις 9.2.1998, δεκαέξι δηλαδή μήνες μετά την έκδοση της απόφασης. Τότε, ο εφεσίβλητος αντέδρασε με την καταχώρηση, στις 27.2.1998, αίτησης για παραμερισμό της απόφασης. Η αίτηση υποστηριζόταν από ένορκο δήλωση του ίδιου με την οποία (α) επεξηγούσε το λόγο της μη έγκαιρης καταχώρησης σημειώματος εμφανίσεως εκ μέρους του, ότι δηλαδή έλαβε για πρώτη φορά γνώση της αγωγής, και της εναντίον του απόφασης, στις 25.2.1998, όταν πήρε ειδοποίηση για εκτέλεση εντάλματος κατασχέσεως της κινητής του περιουσίας, και, παράλληλα, (β) εξέθετε γεγονότα σχετικά με την ουσία της υπεράσπισής του στην αγωγή των εφεσειόντων.  Και τούτο για να δείξει στο Δικαστήριο, αφενός, ότι δεν επέδειξε τέτοια αμέλεια που να δικαιολογεί την αποστέρηση του δικαιώματός του να υπερασπιστεί και, αφετέρου, ότι είχε συζητήσιμη υπεράσπιση, ώστε να του επιτραπεί να την προβάλει.

Δεδομένου ότι καταχωρίστηκε ένσταση εκ μέρους των εφεσειόντων, το Δικαστήριο προχώρησε στην ακρόαση της αίτησης.

Η εξήγηση που έδωσε ο εφεσίβλητος με την ένορκό του δήλωση, αλλά και με τη μαρτυρία του, αναφορικά με το λόγο για τον οποίο δεν καταχώρησε έγκαιρα σημείωμα εμφανίσεως στην αγωγή, ήταν ότι το κλητήριο ένταλμα δεν επιδόθηκε στον ίδιο αλλά στη σύζυγό του η οποία, αν και διαμένει μαζί του, παρέλειψε να του το δώσει, με αποτέλεσμα αυτός να μην λάβει γνώση. Σε ερώτηση, κατά την αντεξέταση, κατά πόσο η σύζυγός του τον ενημέρωνε για τις προσωπικές του υποθέσεις που έρχονταν σε γνώση της, περιορίστηκε να πει απλώς ότι τις προσωπικές του υποθέσεις τις χειρίζεται προσωπικά ο ίδιος.

Ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι δεν έλαβε γνώση του κλητη[*342]ρίου εντάλματος αντικρούστηκε με την ένορκο δήλωση, και την επακολουθήσασα μαρτυρία, του υπαλλήλου των εφεσειόντων Α. Τσουλόφτα, σύμφωνα με την οποία, τον Οκτώβριο του 1996, λίγες μέρες μετά την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος, ο εφεσίβλητος επικοινώνησε μαζί του και τον ρώτησε γιατί του κίνησαν αγωγή.  

Ο πρωτόδικος Δικαστής, αξιολογώντας τη μαρτυρία, απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι δεν έλαβε έγκαιρα γνώση της αγωγής και, αντίθετα, δέχθηκε τον ισχυρισμό του Α. Τσουλόφτα ότι, μερικές μέρες μετά την επίδοση της αγωγής, στις 2.10.1996, στη σύζυγο του εφεσίβλητου, ο τελευταίος του τηλεφώνησε και τον ρώτησε γιατί του κίνησαν αγωγή.  Ενόψει τούτου, κατέληξε ότι η παράλειψη του εφεσίβλητου να καταχωρήσει σημείωμα εμφανίσεως ήταν αδικαιολόγητη.  Ακολούθως, αφού εξέτασε το ζήτημα κατά πόσο ο εφεσίβλητος είχε συζητήσιμη υπεράσπιση, και κατέληξε σε θετικό συμπέρασμα, στις 10.2.2000, εξέδωσε την απόφασή του με την οποία αποδέχθηκε την αίτηση και παραμέρισε την απόφαση της 31.10.1996, διατάσσοντας, ταυτόχρονα, τον εφεσίβλητο να πληρώσει τα έξοδα του εφεσείοντα και να καταθέσει τραπεζική εγγύηση για το ποσό της απόφασης.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα, εσφαλμένα το Δικαστήριο, αφ’ ης στιγμής είχε διαπιστώσει αδικαιολόγητη παράλειψη του εφεσίβλητου να καταχωρήσει σημείωμα εμφανίσεως, εξέδωσε διάταγμα παραμερισμού της απόφασης και, επίσης, εσφαλμένα, αφ’ ης στιγμής είχε διαπιστώσει αδικαιολόγητη παράλειψη του εφεσίβλητου να καταχωρήσει σημείωμα εμφανίσεως, προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο ο εφεσίβλητος είχε ή όχι συζητήσιμη υπεράσπιση.

Τα κριτήρια τα οποία λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση αιτήσεων παραμερισμού απόφασης λόγω μη καταχωρήσεως σημειώματος εμφανίσεως έχουν εκτεθεί επανειλημμένα σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες και υιοθετούν την ίδια προσέγγιση με τα Αγγλικά Δικαστήρια, όπου ισχύουν παρόμοιοι θεσμοί.  Όπως λέχθηκε στη Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, 210,

«Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο πρέπει να επιδιώκει την εξισορρόπηση δύο παραγόντων, θεμελιακών για την απονομή της δικαιοσύνης: Την ανάγκη να διασφαλίσει, αφενός, αποτελεσματικά το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και, αφετέρου, την ταχεία [*343]διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων.  Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης δεν αποτελεί απλώς ζήτημα ευκολίας, αλλά υψίστης σημασίας παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων του πολίτη. Η αρχή αυτή είναι στενά συνυφασμένη και με ένα άλλο λόγο, επίσης σημαντικό για την απονομή της δικαιοσύνης, την ανάγκη διασφάλισης της τελεσιδικίας.  Εάν διάδικος μπορεί απρόσκοπτα να επιδιώκει το επανάνοιγμα της υπόθεσης, η σφραγίδα της οριστικότητας, την οποία φέρει η απόφαση, και όλα όσα εξυπακούει, καθώς και η βεβαιότητα την οποία εισάγει στη διαχείριση των υποθέσεων του ανθρώπου, θα απωλεσθούν, με οδυνηρές συνέπειες για την απονομή της δικαιοσύνης – (βλ. παρατηρήσεις του Megaw L.J. στη Lambert v. Mainland Market [1977] 2 All E.R. 826, στη σελ. 833 (c-d) ).

Το απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Όπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση.»

Το πιο πάνω απόσπασμα υιοθετήθηκε, μεταξύ άλλων, και στη Milouca Motor Trading Ltd v. Kούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941, όπου τονίσθηκε επίσης ότι (Πικής, Π.),

«Η άνευ αποχρώντος λόγου παράλειψη του εναγομένου να εμφανιστεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρησή του να αποταθεί για τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, μπορεί βάσιμα να αποτελέσουν λόγο για την απόρριψη του αιτήματός του.  Διαφορετικά, η πορεία της δικαστικής διαδικασίας και τα αποτελέσματά της θα αφήνονταν αιωρούμενα μέχρι την εκδήλωση της θέσης του εναγομένου, σε σχέση με την εναντίον του αγωγή.»

Στην ίδια υπόθεση, αναφορικά με το πότε επεμβαίνει το Εφετείο στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, λέχθηκαν τα εξής:

«Οι Θεσμοί αφήνουν τον παραμερισμό απόφασης, που εκδί[*344]δεται ερήμην του εναγομένου, στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου – (βλ. Δ.17, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας). Εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει& δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος. Αυτή παραμένει στο δικαστήριο (το πρωτόδικο), στο οποίο εναποτίθεται. Είναι υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου από το Εφετείο – (βλ. Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, 962).

Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσίβλητος, παρά το γεγονός ότι, όπως διαπίστωσε ο πρωτόδικος Δικαστής, έλαβε γνώση της αγωγής από τον Οκτώβριο του 1996, εν τούτοις αντέδρασε μετά δεκαέξι ολόκληρους μήνες, και τότε μόνον όταν οι εφεσείοντες προχώρησαν σε εκτέλεση της εναντίον του απόφασης με ένταλμα κατασχέσεως κινητής περιουσίας.  Είναι πρόδηλο ότι η αίτησή του της 27.2.1998, για παραμερισμό της απόφασης, στόχευε αποκλειστικά στην αποφυγή των συνεπειών της εκτέλεσης.  Κάτω από αυτές τις συνθήκες, θεωρούμε ότι ο εφεσίβλητος επέδειξε πλήρη αδιαφορία για την αγωγή η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των εφεσειόντων.  Γι΄ αυτό το λόγο, κρίνουμε ότι ο πρωτόδικος Δικαστής άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια σε τέτοια έκταση ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας. Και ότι, παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης εκ μέρους του εφεσίβλητου, η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Η πρωτόδικη απόφαση της 10.2.2000 ακυρώνεται.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο