(2001) 1 ΑΑΔ 345
[*345]23 Μαρτίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
OLGA KOURBATOVA,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
G. ROUSSOS LEISURE INDUSTRIES LTD.,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10720)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε λόγω παράλειψης καταχώρησης υπεράσπισης ― Υποβλήθηκε έξι μέρες μετά την έκδοση της απόφασης ― Δόθηκαν ικανοποιητικοί λόγοι που δικαιολογούσαν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για (α) αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και (β) μη επίδειξη ασυγχώρητης αμέλειας ή ασέβειας στη δικαστική διαδικασία ― Το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία αποφασίσθηκε ο παραμερισμός της απόφασης.
Η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης με την οποία ζητούσε την επιστροφή του ποσού £10.000 που είχε καταβάλει δυνάμει προσυμφωνίας για την αγορά μιας έπαυλης. Είναι η θέση της ότι δικαιούται στην επιστροφή του πιο πάνω ποσού λόγω αδικαιολόγητου εμπλουτισμού και/ή λόγω πλήρους αποτυχίας του ανταλλάγματος. Η αγωγή επιδόθηκε στην εφεσίβλητη στις 21/7/98, η οποία κατεχώρησε εμφάνιση στις 3/8/98. Η αίτηση για απόφαση που καταχωρήθηκε από την εφεσείουσα στις 5/10/98 λόγω μη καταχώρησης υπεράσπισης ορίστηκε για ακρόαση στις 16/11/98. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία η εφεσίβλητη εταιρεία και/ή οι δικηγόροι της παρέλειψαν να εμφανιστούν και η υπόθεση αναβλήθηκε ξανά ένα μήνα αργότερα, στις 16/12/98 για απόδειξη. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας ως η απαίτηση. Στις 22/12/98 η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης που είχε εκδοθεί σε βάρος της.
Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι σύμφωνα με τους όρους γραπτής προσυμφωνίας ημερομηνίας 24/3/98, δυνάμει της οποίας η εφεσεί[*346]ουσα συμφώνησε να αγοράσει από την εφεσίβλητη έπαυλη, αν η τελική συμφωνία δεν υπογραφόταν πριν από τις 5/5/98 η εφεσίβλητη θα είχε το δικαίωμα να κρατήσει το ποσό των £10.000 ως αποζημιώσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού βρήκε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε επιδείξει ασυγχώρητη ασέβεια προς τη δικαστική διαδικασία και ότι απεκάλυψε συζητήσιμη ή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, αποφάσισε όπως προβεί σε ακύρωση της σχετικής απόφασης.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όταν η συμπεριφορά του διαδίκου που επιζητεί τον παραμερισμό της απόφασης είναι ασυγχώρητη και εξισώνεται σε περιφρονητική παραγνώριση της δικαστικής διαδικασίας, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης.
2. Από τα στοιχεία που έχουν παρατεθεί φαίνεται ότι τόσο για την αδράνεια να παρουσιαστούν στις δύο δικασίμους όταν η αίτηση είχε οριστεί για ακρόαση, όσο και για την ουσία της απαίτησης, έχουν δοθεί από την εφεσίβλητη ικανοποιητικοί λόγοι που δικαιολογούν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη απεκάλυψε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και δεν επέδειξε ασυγχώρητη αμέλεια ή ασέβεια στη δικαστική διαδικασία.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646,
Kotsapas v. Titan Construction and Engineering Company (1961) C.L.R. 317,
Christoforou v. Kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159,
Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,
Mine & Quarry Services Ltd v. Μαύρου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26,
[*347]Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 28,
Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μαυρονικόλα, Ε.Δ.), που δόθηκε στις 20/1/2000 (Αρ. Αγωγής 5270/98) με την οποία δέχθηκε την αίτηση της εναγόμενης εταιρείας ημερ. 22/12/98 για παραμερισμό της εκδοθείσας στις 16/12/98 απόφασης σε βάρος της και προέβη στην ακύρωση της σχετικής απόφασης.
Σ. Πήττας, για την Εφεσείουσα.
Σ. Χ” Γιώργη για Ντ. Μιχαηλίδη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα
Στις 10/7/98 η εφεσείουσα (ενάγουσα) καταχώρησε την υπ’ αριθμό 5270/98 αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης (εναγόμενης εταιρείας) με την οποία ζητούσε την επιστροφή ποσού £10.000 που είχε καταβάλει δυνάμει προσυμφωνίας για την αγορά μιας έπαυλης στη Λεμεσό. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι δικαιούται στην επιστροφή του πιο πάνω ποσού λόγω αδικαιολόγητου εμπλουτισμού και/ή λόγω πλήρους αποτυχίας του ανταλλάγματος. Η αγωγή επιδόθηκε στην εφεσίβλητη στις 21/7/98 η οποία κατεχώρησε εμφάνιση στις 3/8/98. Η αίτηση για απόφαση που καταχωρήθηκε από την εφεσείουσα στις 5/10/98 λόγω μη καταχώρισης υπεράσπισης ορίστηκε για ακρόαση στις 16/11/98 και επιδόθηκε στην εφεσίβλητη εταιρεία στις 13/10/98. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία η εφεσίβλητη εταιρεία και/ή οι δικηγόροι της παρέλειψαν να εμφανιστούν και η υπόθεση αναβλήθηκε ξανά ένα μήνα αργότερα, στις 16/12/98, για απόδειξη. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας ως η απαίτηση. Έξι μέρες αργότερα, και πιο συγκεκριμένα στις 22/12/98 η εφεσίβλητη εταιρεία καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της [*348]απόφασης που είχε εκδοθεί σε βάρος της.
Περιληπτικά η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει γραπτής προσυμφωνίας ημερομηνίας 24/3/98 συμφώνησε να αγοράσει από την εφεσίβλητη εταιρεία μια έπαυλη στο αγρόκτημα Roussos Sunrise Villas στον Αγιο Τύχωνα Λεμεσού. Η εφεσείουσα ανέλαβε να καταβάλει το ποσό των £10.000 ως προκαταβολή όχι αργότερα της 27/3/98, έναντι του συνολικού ποσού της τελικής συμφωνίας που θα υπογραφόταν πριν από τις 5/5/98. Η εφεσείουσα παρέλειψε να καταβάλει το ποσό των £10.000 μέχρι τις 27/3/98 αλλά κατόπιν νέας προφορικής συμφωνίας με υπεύθυνους της εφεσίβλητης εταιρείας, κατέβαλε στις 8/4/98 το ποσό των £10.000 ως προκαταβολή για την αγορά της έπαυλης. Τελικά η αγοραπωλησία δεν υλοποιήθηκε γιατί μεταξύ άλλων η εφεσίβλητη εταιρεία ζήτησε όπως ποσό £50.000 πληρωθεί “κρυφά” και/ή “κάτω από το τραπέζι”.
Η εφεσίβλητη εταιρεία ισχυρίσθηκε ότι σύμφωνα με τους όρους της γραπτής προσυμφωνίας της 24/3/98 αν η τελική συμφωνία δεν υπογραφόταν πριν από τις 5/5/98, η εφεσίβλητη θα είχε το δικαίωμα να κρατήσει το ποσό των £10.000 ως αποζημιώσεις.
Αναφορικά με τα περιστατικά που οδήγησαν στην έκδοση της απόφασης, η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι στις 16/11/98 όταν η αίτηση για απόφαση για παράλειψη καταχώρισης Εκθεσης Υπεράσπισης ήταν ορισμένη για ακρόαση, η δικηγόρος της εφεσείουσας προχώρησε και όρισε την αίτηση για απόδειξη, ενώ η δικηγόρος της εφεσίβλητης βρισκόταν στο Δικαστήριο αναζητώντας τους δικηγόρους της εφεσείουσας. Αργότερα την ίδια μέρα σε προφορική επικοινωνία που είχε η δικηγόρος της εφεσίβλητης με το δικηγορικό γραφείο της εφεσείουσας, πληροφορήθηκε ότι η αίτηση είχε αναβληθεί στις 16/12/98 για οδηγίες και όχι για απόδειξη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού βρήκε ότι η εφεσίβλητη εταιρεία δεν είχε επιδείξει ασυγχώρητη ασέβεια προς τη δικαστική διαδικασία και ότι απεκάλυψε συζητήσιμη ή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, αποφάσισε όπως προβεί σε ακύρωση της σχετικής απόφασης.
(β) Η νομική πλευρά
Το θέμα διέπεται από τη Διαταγή 26 Θεσμός 14 που προνοεί ότι μια δικαστική απόφαση μπορεί να παραμερισθεί από το Δικαστήριο με τέτοιους όρους, όπως το Δικαστήριο ήθελε κρίνει πρέπον. Η νομολογία πάνω στο θέμα είναι αρκετά διαφωτιστική αφού οι αρχές που καθιερώνονται στην Αγγλική απόφαση Evans v. Bartlam [1937] 2 All ER 646 έχουν υιοθετηθεί στις Κυπριακές αποφάσεις [*349]Kotsapas v. Titan Construction and Engineering Company (1961) C.L.R. 317, Christoforou v. Kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159, Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Mine & Quarry Services Ltd v. A. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ και άλλοι ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 28 και Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941.
Πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να τονίσει σε μια παρόμοια περίπτωση ότι,
“Η γενική αρχή του δικαίου όπως προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις είναι ότι για να επιτύχει τον παραμερισμό μιας απόφασης ο αιτητής θα πρέπει να πείσει ότι έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην απαίτηση που προβάλλεται εναντίον του. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη από τη μια την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουστεί και από την άλλη την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών διαδικασιών. Όμως η χωρίς ουσιαστικό λόγο παράλειψη του αιτητή να εμφανισθεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να πάρει έγκαιρα μέτρα για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης μπορεί να αποτελέσει λόγους για την απόρριψη της αίτησης. (Mine & Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (Μαύρου) και Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (πιο πάνω)).”
Όταν η συμπεριφορά του διαδίκου που επιζητεί τον παραμερισμό της απόφασης είναι ασυγχώρητη και εξισώνεται σε περιφρονητική παραγνώριση της δικαστικής διαδικασίας, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης. (Ιδε Mine & Quarry Services Ltd v. A. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26).
Η αδικαιολόγητη παράλειψη του εναγομένου να εμφανιστεί κατά τη δικάσιμο και η χωρίς ικανοποιητική δικαιολογία παράλειψη του να λάβει μέτρα για την ακύρωση της απόφασης μπορεί να αποτελέσουν λόγο για την απόρριψη της αίτησης του για επαναφορά της αγωγής. (Ιδε Milouca Motor Trading Ltd. v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941).
Στην παρούσα περίπτωση φαίνεται ότι στις 16/11/98 όταν η αίτηση ήταν ορισμένη για ακρόαση, οι δικηγόροι της εφεσίβλητης δεν είχαν παρουσιαστεί και η αίτηση ορίστηκε ακολούθως για απόδειξη στις 16/12/98, λόγω δε της απουσίας των δικηγόρων της εφεσί[*350]βλητης κατά την πιο πάνω ημερομηνία εκδόθηκε απόφαση σε βάρος της εφεσίβλητης. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί προκύπτει η εικόνα ότι η αγωγή επιδόθηκε στην εφεσίβλητη εταιρεία στις 21/7/98 και η εταιρεία με οδηγίες προς τους δικηγόρους της καταχώρησε εμφάνιση 12 μέρες αργότερα, στις 3/8/98. Ανεξάρτητα από την παράλειψη της να καταχωρίσει έγκαιρα την Εκθεση Υπεράσπισης, έξι μόνο μέρες μετά την έκδοση της απόφασης καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης.
Από τα στοιχεία που έχουν παρατεθεί πιο πάνω φαίνεται ότι τόσο για την αδράνεια να παρουσιαστούν στις δύο δικασίμους όταν η αίτηση είχε οριστεί για ακρόαση, όσο και για την ουσία της απαίτησης, έχουν δοθεί από την εφεσίβλητη ικανοποιητικοί λόγοι που δικαιολογούν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη
(i) απεκάλυψε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και
(ii) δεν επέδειξε ασυγχώρητη αμέλεια ή ασέβεια στη δικαστική διαδικασία.
Έχοντας υπόψη τα στοιχεία που έχουν παρατεθεί πιο πάνω έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια λανθασμένα. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο