Xρυσάνθου Σωτήρης A. και Άλλοι ν. Petros Pitsillis (Glass Market) Ltd. και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 383

(2001) 1 ΑΑΔ 383

[*383]27 Μαρτίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. ΣΩΤΗΡΗΣ Α. ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,

2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΖΑΡΟΥ,

3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

1. PETROS PITSILLIS (GLASS MARKET) LIMITED,

2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10728)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Πλεονασμός ― Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας ως προς το τι συνιστούσε πλεονασμό ― Η καθολική αναστολή των εργασιών του εργοδότη, που απεκάλυπτε το κλείσιμο του εργοστασίου του, συνιστούσε στοιχείο μαρτυρίας που θα έπρεπε να σταθμιστεί από το Δικαστήριο και όχι να αποκλεισθεί a priori ως μη σχετική ― Διατάχθηκε αναδίκαση.

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Πλεονασμός ― Βάρος αποδείξεως ― Εφαρμοστέες αρχές.

Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία είχε απορριφθεί η απαίτηση των εφεσειόντων εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού για αποζημιώσεις για απόλυση λόγω πλεονασμού.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι το βάρος της απόδειξης ότι η απόλυση οφείλετο σε πλεονασμό το έφεραν οι εφεσείοντες και ότι τα στοιχεία που προσκόμισαν δεν τεκμηρίωναν πλεονασμό.  Τα στοιχεία αυτά ήταν οι επιστολές με τις οποίες ετερματίζοντο οι υπηρεσίες των εφεσειόντων εν όψει προβλημάτων μείωσης εργασιών και έξωσης από τα υποστατικά της εργοδότριας εταιρείας, η μαρτυρία του εφεσείοντα 1, που ήταν ο μοναδικός μάρτυρας στην υπόθεση, ότι το εργοστάσιο της εταιρείας ήταν κλειστό την ημέρα που δόθηκαν οι επιστολές τερματισμού καθώς και ένα μήνα πριν από την ακρόαση.

[*384]Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την πρωτόδικη απόφαση και ισχυρίστηκαν:

α) το βάρος απόδειξης ότι η απόλυση τους οφείλετο σε πλεονασμό το έφερε η εργοδότρια εταιρεία, και ότι εν πάση περιπτώσει η αποδοχή χωρίς ένσταση από το Ταμείο της παρουσίασης ως τεκμηρίων των επιστολών τερματισμού των υπηρεσιών τους εξυπάκουε και αποδοχή της αλήθειας του περιεχομένου τους ώστε να αποδεικνύετο έτσι η απόλυση λόγω πλεονασμού.

β) η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι κανένα πειστικό στοιχείο δεν προσκομίσθηκε σε τεκμηρίωση του ισχυρισμού για πλεονασμό είναι λανθασμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το βάρος απόδειξης ότι η απόλυση ήταν λόγω πλεονασμού το έφεραν οι εφεσείοντες.  Το βάρος τους βάρυνε διότι οι ίδιοι, που ήσαν και οι απαιτητές, ισχυρίζοντο ότι η απόλυση τους οφείλετο σε πλεονασμό και διότι το Άρθρο 6(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67) δημιουργεί τεκμήριο ότι ο τερματισμός απασχόλησης δεν γίνεται λόγω πλεονασμού.

Η αποδοχή των επιστολών τερματισμού ως τεκμηρίων δεν εξυπάκουε και a fortiori αποδοχή της αλήθειας του περιεχομένου τους. Το γεγονός που αποδεικνύετο ευθέως από αυτές σε συνάρτηση και με τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1, ήταν η παράδοση των επιστολών.  Η αλήθεια του περιεχομένου τους ήταν το ζητούμενο στην υπόθεση όσο και το αμφισβητούμενο εκ μέρους του Ταμείου.

2.  Όσον αφορά την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι κανένα πειστικό στοιχείο δεν προσκομίσθηκε σε τεκμηρίωση του ισχυρισμού για πλεονασμό, είναι προφανές, ότι το τι είχε υπόψη του το Δικαστήριο, ήταν μαρτυρία υπό μορφή ισολογισμών και άλλων λογιστικών στοιχείων που αφορούσαν τον κύκλο εργασιών της εταιρείας.  Η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν λανθασμένη.  Οι ισολογισμοί και άλλα λογιστικά στοιχεία που αφορούν τον κύκλο εργασιών του εργοδότη μπορεί να είναι σημαντικά στοιχεία προς απόδειξη τέτοιας μείωσης του κύκλου εργασιών του ώστε να δικαιολογούν συμπέρασμα πλεονασμού, δεν είναι όμως τα μόνα και αποκλειστικά στοιχεία που να μπορούν να συνιστούν τέτοια μαρτυρία, ώστε να περιορίζεται νομολογιακά το είδος της μαρτυρίας που ενδεχόμενα να τεκμηρίωνε πλεονασμό.

[*385]Σε συνάρτηση με την αναφορά που εγίνετο στις επιστολές ως προς το λόγο του τερματισμού, η μαρτυρία ότι το εργοστάσιο της εταιρείας ήταν κλειστό, ήταν μαρτυρία που θα έπρεπε να σταθμιστεί από το Δικαστήριο και όχι να αποκλειστεί a priori ως μη σχετική.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον του Ταμείου. Διατάχθηκε αναδίκαση. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αναδίκασης.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (Καμένος, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 21/1/2000 (Αρ. Αιτήσεων 344/99, 345/99 & 346/99) με την οποία απορρίφθηκαν αιτήσεις τους για αποζημιώσεις λόγω παράνομης απόλυσης και διαζευκτικά απόλυσης, λόγω πλεονασμού.

Σ. Δράκος για Σ. Σάββα, για τους Εφεσείοντες.

Στ. Χούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο 2.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση είναι εναντίον απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία απορρίφθησαν Αιτήσεις των Εφεσειόντων για αποζημιώσεις συνεπεία παράνομης απόλυσης και διαζευκτικά απόλυσης λόγω πλεονασμού.  Οι Αιτήσεις εστρέφοντο έτσι τόσο κατά της εργοδότριας εταιρείας όσο και κατά του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού. Στην απόφαση παρατηρείται ότι σε κάποιο στάδιο οι Εφεσείοντες είχαν περιορίσει την απαίτηση τους σε απαίτηση εναντίον του Ταμείου για απόλυση λόγω πλεονασμού, εγκαταλείποντας έτσι την απαίτηση τους κατά της εταιρείας για παράνομη απόλυση.  Ως εκ τούτου, το δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση μόνο σε συνάρτηση προς το θέμα του πλεονασμού.

[*386]Δύο από τους λόγους έφεσης, οι 1 και 3, αφορούσαν το κατ΄ισχυρισμό λανθασμένο της πιο πάνω διαπίστωσης του δικαστηρίου και του ακόλουθου τούτης χειρισμού της υπόθεσης από το δικαστήριο. Οι λόγοι έφεσης αυτοί εγκαταλείφθησαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τους Εφεσείοντες κατά την ακρόαση της έφεσης, ο τρίτος στο βαθμό που συμπλέκεται με τον πρώτο, που ουσιαστικά καλύπτει όλη την έκταση του. Απέμειναν έτσι οι άλλοι δύο λόγοι έφεσης, οι 2 και 4, οι οποίοι αφορούν αντίστοιχα την κρίση του δικαστηρίου ότι το βάρος απόδειξης ότι η απόλυση οφείλετο σε πλεονασμό το έφεραν οι εφεσείοντες και ότι οι εφεσείοντες δεν απέσεισαν το βάρος αυτό επί της προσκομισθείσας μαρτυρίας.

Η κατάληξη του δικαστηρίου ότι το βάρος απόδειξης ότι η απόλυση οφείλετο σε πλεονασμό το έφεραν οι Εφεσείοντες βασίζετο στο ότι, με τον περιορισμό της απαίτησης τους σε αποζημιώσεις για απόλυση λόγω πλεονασμού, οι Εφεσείοντες (σ. 3):

“... ανέτρεψαν από μόνοι τους το νόμιμο τεκμήριο που καθιερώνεται υπέρ του Εργοδοτουμένου στο άρθρο 6(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67, όπως τροποποιήθηκε, (στο εξής ο “Νόμος”), σύμφωνα  με το οποίο η απόλυση ενός εργοδοτουμένου θεωρείται ότι δεν έγινε νόμιμα και για ένα ή περισσότερους από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 5 του νόμου, μέχρι αποδείξεως του εναντίου από τον Εργοδότη.  Ταυτόχρονα αναλάμβαναν το βάρος, που ο Νόμος εναποθέτει στους ώμους του Εργοδότη, να αποδείξουν οι ίδιοι ότι η απόλυση του οφείλετο σε λόγους πλεονασμού σύμφωνα με το άρθρο 5(β) του Νόμου.”

Κατόπιν τούτου, το δικαστήριο έκρινε ότι, ούτε οι επιστολές με τις οποίες ετερματίζοντο οι υπηρεσίες των Εφεσειόντων εν όψει (όπως αναφέρετο σε αυτές) προβλημάτων μείωσης εργασιών και έξωσης από τα υποστατικά της, που η εταιρεία αντιμετώπιζε, ούτε η μαρτυρία του Εφεσείοντα 1 (που ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας στην υπόθεση) ότι το εργοστάσιο της εταιρείας ήταν κλειστό την ημέρα που τους εδόθησαν οι επιστολές καθώς και ένα μήνα πριν από την ακρόαση, τεκμηρίωναν ότι η απόλυση ήταν λόγω πλεονασμού.  Όπως το έθεσε το δικαστήριο (σελίδες 4-5):

“Πέραν των πιο πάνω, κανένα πειστικό στοιχείο δεν προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο, είτε ισολογισμοί είτε άλλα συγκριτικά στοιχεία, που να αποδείκνυαν τον συνήθη κύκλο εργασιών της Εργοδότριας Εταιρείας και κατά πόσο αυτός μειώθηκε σε βαθμό, που να αιτιολογούνται πραγματικές συνθήκες πλεονασμού, [*387]σύμφωνα με το άρθρο 18(γ)(vii) του Νόμου, όπως αυτό ερμηνεύθηκε στην Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χαράλαμπου Χρίστου και Άλλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 703.”

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες εισηγήθηκε, ως προς το δεύτερο λόγο έφεσης, ότι το βάρος απόδειξης ότι η απόλυση τους οφείλετο σε πλεονασμό το έφεραν όχι οι ίδιοι αλλά η εταιρεία, και ότι εν πάση περιπτώσει η αποδοχή χωρίς ένσταση από το Ταμείο της παρουσίασης ως τεκμηρίων των επιστολών τερματισμού των υπηρεσιών τους εξυπάκουε και αποδοχή της αλήθειας του περιεχομένου τους ώστε να αποδεικνύετο έτσι η απόλυση λόγω πλεονασμού.

Το ποίος φέρει το βάρος απόδειξης ότι η απόλυση ήταν λόγω πλεονασμού προκύπτει σαφώς από το άρθρο 6(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67) και τη γενική αρχή του δικαίου της απόδειξης ότι ο ισχυριζόμενος τι φέρει και το βάρος απόδειξης τους. Το βάρος έφεραν οι Εφεσείοντες οι οποίοι ισχυρίζοντο απόλυση λόγω πλεονασμού, και σίγουρα το Ταμείο δεν έφερε το βάρος να αποδείξει ότι η απόλυση δεν οφείλετο σε πλεονασμό.  Το βάρος αυτό δεν τους βάρυνε, όπως λανθασμένα θεώρησε το δικαστήριο, λόγω της εγκατάλειψης της απαίτησης τους για, διαζευκτικά, παράνομη απόλυση, ανατρέποντας έτσι το τεκμήριο ότι η απόλυση ήταν παράνομη και αναλαμβάνοντας οι ίδιοι αντί οι εργοδότες τους να αποδείξουν ότι η απόλυση οφείλετο σε πλεονασμό. Το βάρος τους βάρυνε εν πάση περιπτώσει διότι οι ίδιοι, που ήσαν και οι απαιτητές, ισχυρίζοντο ότι η απόλυση τους οφείλετο σε πλεονασμό και διότι το άρθρο 6(1) δημιουργεί τεκμήριο ότι ο τερματισμός απασχόλησης δεν γίνεται λόγω πλεονασμού. Η σημασία του περιορισμού της απαίτησης σε αποζημιώσεις για απόλυση λόγω πλεονασμού ήταν άλλη - οδήγησε στη μη εμφάνιση της εταιρείας στην ακρόαση, με προφανές αποτέλεσμα, ως εκ του ότι η εταιρεία δεν επηρεάζετο πλέον, να μην επεδίωξε η ίδια να προσφέρει μαρτυρία για να αντικρούσει απαίτηση για παράνομη απόλυση και να στηρίξει την απαίτηση των Εφεσειόντων για πλεονασμό. Τούτο περιόρισε και την έκταση της μαρτυρίας που προσφέρθηκε σε απόδειξη της υπόθεσης των Εφεσειόντων, αφού και οι ίδιοι δεν κάλεσαν οποιοδήποτε εκ μέρους της εταιρείας να καταθέσει προς όφελος τους.

Ως προς το άλλο σκέλος της εισήγησης του κ. Δράκου που αφορά την αποδεικτική αποτελεσματικότητα των επιστολών τερματισμού, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η αποδοχή τους ως τεκμηρίων εξυπάκουε και a fortiori αποδοχή της αλήθειας του περιεχο[*388]μένου τους.  Το γεγονός που αποδεικνύετο ευθέως από αυτές, σε συνάρτηση και με τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 1, ήταν η παράδοση των επιστολών.  Η αλήθεια του περιεχομένου τους ήταν το ζητούμενο στην υπόθεση όσο και το αμφισβητούμενο εκ μέρους του Ταμείου. Συγχρόνως, όμως, το ότι η απασχόληση των Εφεσειόντων τερματίσθηκε με επιστολές που ανέφεραν το λόγο του τερματισμού, δεν μπορούσε να αγνοηθεί ως μέρος της όλης μαρτυρίας σε συνάρτηση με το επίδικο ερώτημα κατά πόσο ο τερματισμός ήταν λόγω πλεονασμού και με την αξιοπιστία της εκδοχής των Εφεσειόντων.  Και είναι γεγονός ότι το δικαστήριο δεν εξέτασε τις επιστολές από αυτή την άποψη, εφόσον δεν τους προσέδωσε οποιαδήποτε σημασία.

Αυτό μας οδηγεί στον τέταρτο λόγο έφεσης που αφορά την κατάληξη του δικαστηρίου ότι κανένα πειστικό στοιχείο δεν προσκομίσθηκε σε τεκμηρίωση του ισχυρισμού για πλεονασμό. Είναι προφανές από το παρατεθέν απόσπασμα ότι το τι είχε υπ’ όψη του το δικαστήριο ήταν μαρτυρία υπό μορφή ισολογισμών και άλλων λογιστικών στοιχείων που αφορούσαν τον κύκλο εργασιών της εταιρείας. Ήταν γι΄αυτό το λόγο που το δικαστήριο θεώρησε ως άνευ σημασίας όχι μόνο τα αναφερόμενα στις επιστολές αλλά και την ίδια τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 1 ότι το εργοστάσιο ήταν κλειστό την ημέρα που εδόθησαν οι επιστολές καθώς και ένα μήνα πριν από την ακρόαση. Αυτό θεωρούμε ότι συνιστούσε λανθασμένη προσέγγιση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Οι ισολογισμοί και άλλα λογιστικά στοιχεία που αφορούν τον κύκλο εργασιών του εργοδότη μπορεί να είναι σημαντικά στοιχεία προς απόδειξη τέτοιας μείωση του κύκλου εργασιών του ώστε να δικαιολογούν συμπέρασμα πλεονασμού, δεν είναι όμως τα μόνα και αποκλειστικά στοιχεία που να μπορούν να συνιστούν τέτοια μαρτυρία, ούτε περιορίζεται νομολογιακά το είδος της μαρτυρίας που ενδεχόμενα να τεκμηρίωνε πλεονασμό. Η αναφορά του δικαστηρίου στην υπόθεση Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου (1994) 1 Α.Α.Δ. 703, σε στήριξη της άποψης του ότι δεν παρουσιάσθησαν στοιχεία υπό μορφή ισολογισμών και άλλων τέτοιων που να καταδείκνυαν “πραγματικές συνθήκες πλεονασμού” ως εκ της μείωσης του συνήθους κύκλου εργασιών της εταιρείας, παραγνωρίζει τα πιο πάνω. Η εν λόγω υπόθεση δεν αφορούσε το είδος της μαρτυρίας που μπορεί να τεκμηριώσει πλεονασμό αλλά τη συνάρτηση της εποχιακής και περιοδικής μείωσης του κύκλου εργασιών προς το συνήθη κύκλο εργασιών του εργοδότη. Στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε μαρτυρία, που ήταν και μέρος των ευρημάτων του δικαστηρίου, ότι το εργοστάσιο της εταιρείας ήταν κλειστό τόσο την ημέρα που εδόθησαν οι επιστολές τερματισμού όσο και ένα μήνα πριν από την ακρόαση. Χωρίς βέβαια να λέγουμε ότι αυτό θα ήταν αρκετό να αποδείξει τον ισχυριζόμενο πλεονασμό, [*389]θεωρούμε ότι, σε συνάρτηση και με την αναφορά που εγίνετο στις επιστολές ως προς το λόγο του τερματισμού, η μαρτυρία αυτή ήταν μαρτυρία που θα έπρεπε να σταθμισθεί από το δικαστήριο και όχι να αποκλεισθεί a priori ως μη σχετική.  Η καθολική αναστολή των εργασιών του εργοδότη που απεκάλυπτε το κλείσιμο του εργοστασίου συνιστούσε στοιχείο μαρτυρίας που ήταν σχετικό προς το επίδικο θέμα.

Για τους λόγους αυτούς η έφεση επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται, με αναπόφευκτα  ακόλουθη διαταγή για αναδίκαση.

Τα έξοδα της έφεσης θα είναι εναντίον του Ταμείου.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αναδίκασης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον του Ταμείου. Διατάσσεται αναδίκαση. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αναδίκασης.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο