Παναγίδου Aντωνία προσωπικά και ως διαχειρίστρια τηςπεριουσίας του Aνδρέα Παναγίδη και Άλλος ν. Mαρίας Παναγίδου και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 396

(2001) 1 ΑΑΔ 396

[*396]30 Μαρτίου, 2001

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. ΑΝΤΩΝΙΑ ΠΑΝΑΓΙΔΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΩΣ

    ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

    ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΙΔΗ,

2.  ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

1.  ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΔΟΥ,

2.  ΧΑΡΗ ΠΑΝΑΓΙΔΗ,

3.  AFAPI HOLDINGS LTD,

4.  Α. PANAYIDES CONTRACTING LTD,

5.  BLANCO DEVELOPMENTS LTD,

6.  ALFAPI DEVELOPMENTS LTD,

7.  ΣΤΑΥΡΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,

8.  ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ,

9.  ΑΝΔΡΕΑ ΚΥΡΙΖΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10207)

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Ενδιάμεσα διατάγματα ― Απαγορευτικά διατάγματα δυνάμει του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) ― Προϋποθέσεις εκδόσεώς τους ― Αναγκαία η ικανοποίηση και των τριών προϋποθέσεων ― Άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 ― Δεν επηρεάζουν τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 ― Στάθμιση ισοζυγίου ευχέρειας στην έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος ― Τρόπος εφαρμογής του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) στην έκδοση ή μη παρεμπίπτοντος διατάγματος.

Διακριτική ευχέρεια Δικαστηρίου ― Έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή εφαρμογή λανθασμένης αρχής δικαίου, ή αν η απόφαση έχει ληφθεί χωρίς το πρωτόδικο Δικαστήριο να λάβει υπόψη παράγοντες που έπρεπε να λάβει υπόψη.

[*397]Συμβάσεις ― Παρανομία ― Σύμβαση μεταβίβασης μετοχών πριν την επιβολή ή καταβολή του φόρου κληρονομίας ― Κατά πόσο είναι παράνομη.

Η ενάγουσα-εφεσείουσα 1 είναι σύζυγος του αποβιώσαντος Ανδρέα Παναγίδη και κατά 1/3 μερίδιο νόμιμη κληρονόμος του.  Οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι 1 και 2 είναι τέκνα του αποβιώσαντος από προηγούμενο γάμο, επίσης κληρονόμοι του κατά 1/3 μερίδιο έκαστος.  Οι εφεσείοντες και ο εφεσίβλητος 1 και 9 είναι οι διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος.  Ο αποβιώσας ήταν ο κυριότερος μέτοχος της εφεσίβλητης εταιρείας 3 και ήταν επίσης μέτοχος κατά 30% και της εφεσίβλητης εταιρείας 5.  Η εφεσίβλητη 3 ήταν η κύρια μέτοχος των εφεσίβλητων εταιρειών 4, 5 και 6. 

Στις 22/2/94 η εφεσείουσα 1 συμφώνησε να πωλήσει τις μετοχές του αποβιώσαντος που αναλογούσαν στο κληρονομικό της μερίδιο, στους εφεσίβλητους 1 και 2 αντί ποσού £275.000.  Περί τις αρχές του 1995, σύμφωνα με ισχυρισμό της περιήλθε σε γνώση της έκθεση ειδικού, σύμφωνα με την οποία η εταιρεία εφεσίβλητη 4 ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ότι παρουσίαζε προηγούμενη έκθεση στην οποία η εφεσείουσα 1 είχε στηριχθεί, και ότι η απόκρυψη των στοιχείων της εν λόγω έκθεσης έγινε με σκοπό την καταδολίευση της.  Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι υπήρχε κίνδυνος οι εφεσίβλητες εταιρείες 4, 5 και 6 να αποξενωθούν από σημαντική ακίνητη περιουσία που κατέχουν.  Με το κλητήριο ένταλμα οι ενάγοντες-εφεσείοντες αξιώνουν πληθώρα θεραπειών καθώς και αριθμό διαταγμάτων.

Η έφεση στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία ακυρώθηκαν συντηρητικά διατάγματα που είχαν εκδοθεί στις 29/5/1995. 

Οι λόγοι ακύρωσης των διαταγμάτων ήταν η μη ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60 και του κριτηρίου των Άρθρων 5 και 6 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι:

1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στο ότι το αντικείμενο των εκδοθέντων διαταγμάτων ήταν το αντικείμενο της αγωγής, γεγονός που θα οδηγούσε στη διατήρηση των διαταγμάτων σε ισχύ μέχρι της τελικής αποπεράτωσης της αγωγής. 

[*398]2)      Δεν αποδόθηκε η δέουσα σημασία στο γεγονός ότι είχαν καλή υπόθεση.

3) Εσφαλμένα αποδόθηκε σημασία στο ότι οι εταιρείες είναι ανθούσες επιχειρήσεις και συνεπώς μπορούσαν να ικανοποιήσουν την απαίτηση των εφεσειόντων.

4) Δεν ελήφθη υπόψη ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις μετοχών ήταν προϊόν παράνομης ενέργειας των εναγομένων αφού είχαν πραγματοποιηθεί πριν την επιβολή και πληρωμή του φόρου κληρονομίας επί αυτών, ούτε ότι θα είναι αδύνατο να αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη, αν η επίδικη περιουσία αποξενωθεί και

5) Όταν το αντικείμενο του συντηρητικού διατάγματος είναι και το αντικείμενο της αγωγής, το Δικαστήριο εξετάζει μόνο τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και αν αποφασίσει ότι αυτές ικανοποιούνται, εκδίδει το αιτούμενο διάταγμα χωρίς να εξετάσει κατά πόσο αν εκδοθεί το διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 32 αναφέρει ρητά ότι θα πρέπει να ικανοποιούνται και οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει, χωρίς οποιανδήποτε εξαίρεση.

2.  Τα Άρθρα 4 και 5 του Κεφ. 6, δεν επηρεάζουν τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 το οποίο προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.

3.  Οι θέσεις των εφεσειόντων αναφορικά με τους ισχυρισμούς τους στις παραγράφους 1) 2) και 3) ανωτέρω δεν ευσταθούν.

4.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας (balance of convenience) κλίνει σαφώς υπέρ της μη έκδοσης του διατάγματος, είναι ορθή, ενόψει των διαπιστώσεων του ως προς την ανθηρή οικονομική κατάσταση των εφεσιβλήτων εταιρειών η οποία έδιδε τη δυνατότητα ικανοποίησης οποιασδήποτε απαίτησης των εφεσειόντων με αποζημιώσεις.

5.  Η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων δεν είναι παράνομη, αφού καμιά διάταξη νόμου δεν παραβιάζει.  Η μεταβίβαση των μετοχών, ακόμα και αν έγινε πριν την επιβολή ή καταβολή του φόρου κληρονομίας, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της συμφωνίας.

[*399]

6.  Πλήρης δικαιοσύνη σημαίνει την απόδοση στους ενάγοντες των θεραπειών που δικαιούνται σύμφωνα με το νόμο, θέμα, επί του οποίου, στο παρόν στάδιο, το Εφετείο δεν είναι σε θέση να αποφανθεί.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

ABP Holdings Ltd κ.ά. ν. Κιταλίδη κ.ά. (Αρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694,

Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,

Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 5/3/98 (Αρ. Αγωγής 4609/95) με την οποία ακυρώθηκαν συντηρητικά διατάγματα τα οποία είχαν εκδοθεί στις 29/5/95.

Κ. Χατζηϊωάννου και Στ. Δρυμιώτης, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή  Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία ακυρώθηκαν συντηρητικά διατάγματα που είχαν εκδοθεί στις 29.5.1995.

Η ενάγουσα-εφεσείουσα 1 είναι σύζυγος του αποβιώσαντος στις 30.9.1992 Ανδρέα Παναγίδη και κατά 1/3 μερίδιο νόμιμη κληρονόμος του.  Οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι 1 και 2 είναι τέκνα του αποβιώσαντος από προηγούμενο γάμο, επίσης κληρονόμοι του κατά 1/3 μερίδιο έκαστος. Οι εφεσείοντες και οι εφεσίβλητοι 1 και 9 είναι οι διαχειριστές της περιουσίας του Παναγίδη.  Κυριότερος μέτοχος [*400]της εφεσίβλητης εταιρείας 3, με ποσοστό 99%, ήταν ο αποβιώσας που ήταν επίσης μέτοχος κατά 30% και της εφεσίβλητης εταιρείας 5.  Η εφεσίβλητη 3 ήταν η κύρια μέτοχος των εφεσίβλητων εταιρειών 4, 5 και 6, με ποσοστά που κυμαίνονταν από 70% μέχρι 87%.

Στις 22.2.1994 η εφεσείουσα 1 συμφώνησε να πωλήσει τις μετοχές του Παναγίδη που αναλογούσαν στο κληρονομικό της μερίδιο, στους εφεσίβλητους 1 και 2, αντί ποσού £275.000.

Αργότερα και περί τις αρχές του 1995, όπως η ίδια ισχυρίζεται, περιήλθε σε γνώση της έκθεση ειδικού, σύμφωνα με την οποία η εταιρεία εφεσίβλητη 4 ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ό,τι παρουσίαζε η έκθεση των κ.κ. Αυξεντίου και Φιλιππίδη, εγκεκριμένων λογιστών, ημερ. 22.1.1993, στην οποία είχε στηριχθεί. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η απόκρυψη των στοιχείων της πιο πάνω έκθεσης έγινε με σκοπό την καταδολίευσή της.  Είναι περαιτέρω η θέση της ότι υπήρχε κίνδυνος οι εφεσίβλητες εταιρείες 4, 5 και 6 να αποξενωθούν από σημαντική ακίνητη περιουσία που κατέχουν.  Ήδη η εφεσίβλητη 4, μόλις η εφεσείουσα διαπίστωσε, όπως η ίδια το θέτει, την εις βάρος της απάτη, αποξένωσε συγκεκριμένο ακίνητο.

Με το κλητήριο ένταλμα οι ενάγοντες-εφεσείοντες αξιώνουν πληθώρα θεραπειών. Αξιώνουν ακύρωση της συναφθείσας μεταξύ της εφεσείουσας 1 και των εφεσίβλητων 1 και 2 συμφωνίας ημερ. 22.2.1994.  Αξιώνουν επίσης αριθμό διαταγμάτων.  Συγκεκριμένα, διάταγμα όπως οι εφεσίβλητες εταιρείες 3-6 παράσχουν λογαριασμούς της οικονομικής τους κατάστασης και των αποτελεσμάτων τους από 30.9.1992, ημερομηνία θανάτου του Παναγίδη, διάταγμα για την καταβολή μερισμάτων που δικαιούται η περιουσία του Παναγίδη από τις εταιρείες εφεσίβλητες 3-6, διάταγμα που να διατάσσει τους εφεσίβλητους 1 και 9 υπό την ιδιότητά τους ως διαχειριστών της περιουσίας του Παναγίδη να επιφέρουν το διορισμό των εφεσειόντων και των ιδίων στα διοικητικά συμβούλια των εφεσίβλητων εταιρειών 3-6, διάταγμα εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 2 όπως καταθέσουν στο λογαριασμό της διαχείρισης οποιαδήποτε ποσά έλαβαν από τις πιο πάνω εταιρείες.  Επίσης αξιώνουν αποζημιώσεις για δόλο ή αμέλεια και διάταγμα εναντίον των εφεσίβλητων 3 και 5 για εγγραφή των εφεσειόντων και των εφεσίβλητων 1 και 9 ως ιδιοκτητών των μετοχών που ήταν εγγεγραμμένοι στο όνομα του Παναγίδη κατά την ημερομηνία θανάτου του. Τέλος αξιώνεται απόφαση εναντίον των εφεσίβλητων για ποσό £218.000 που οι εφεσίβλητοι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, οφείλουν στον Παναγίδη.

[*401]Το εκδοθέν διάταγμα ακυρώθηκε γιατί δεν ικανοποιούνταν ορισμένες προϋποθέσεις. Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι υπήρχε συζητήσιμη υπόθεση και πιθανότητα επιτυχίας αναφορικά με τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας 1 για παραπλάνηση.  Προχώρησε περαιτέρω και δέκτηκε ότι το διάταγμα που είχε εκδοθεί και εμπόδιζε τους εφεσίβλητους 1, 2, 3 και 5 από του να μεταβιβάσουν ή αποξενωθούν από τις 99 μετοχές στο κεφάλαιο της εφεσίβλητης εταιρείας 3 και από τις 30 μετοχές στο κεφάλαιο των εφεσίβλητων 5 μέχρι της εκδίκασης της υπόθεσης, καθώς και το διάταγμα που εμπόδιζε την εφεσίβλητη εταιρεία 3 από το να αποξενώσει τις μετοχές που κατείχε στο κεφάλαιο των εναγομένων εταιρειών 4, 5 και 6 ή οποιονδήποτε ακίνητο ιδιοκτησίας της μέχρι εκδίκασης της αγωγής, δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να ισχύουν. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με το Δικαστήριο, θα ισοδυναμούσε με επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που επικρατούσε στις 30.9.1992, μια και η εφεσείουσα μετά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας υπέγραψε και έγγραφο μεταβίβασης των μετοχών που εδικαιούτο από το σύνολο των μετοχών που ήταν εγγεγραμμένες επ’ ονόματι του αποβιώσαντος συζύγου της στο κεφάλαιο των εφεσίβλητων εταιρειών 3 και 5.  Μεταγενέστερα, όπως δέχεται το Δικαστήριο, έγινε ανακατανομή των μετοχών αυτών στους εφεσίβλητους 1, 2 και 7, με αποτέλεσμα την αλλαγή της μετοχικής δομής των εταιρειών.

Όσον αφορά το διάταγμα που εμπόδιζε τις εφεσίβλητες 4, 5 και 6 από του να μεταβιβάσουν ή αποξενώσουν την ακίνητή τους περιουσία, καθώς και το διάταγμα που εμπόδιζε τους εφεσίβλητους 7 και 8 από του να αναλαμβάνουν εμπορικούς κινδύνους με την περιουσία των εφεσίβλητων 4, 5 και 6 μέχρι εκδίκασης της αγωγής, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, ούτε και το κριτήριο του άρθρου 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.  Η απόφαση για πώληση ακίνητης περιουσίας από την εφεσίβλητη 4 ελήφθη, όπως παρατηρεί το Δικαστήριο, σε συνεδρίαση του διοικητικού της συμβουλίου, στην οποία προσκλήθηκε και η εφεσείουσα 1, έγινε δε μέσα στα πλαίσια των εμπορικών δραστηριοτήτων της εταιρείας.  Το Δικαστήριο σημειώνει επίσης την κοινώς παραδεκτή θέση ότι από του θανάτου του Παναγίδη οι εταιρείες παρουσιάζουν οικονομική άνοδο.  Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ήταν πλέον πρόσφορη η απόρριψη της αίτησης (balance of convenience). Κατέληξε δε ότι, αν τα δύο τελευταία αιτούμενα διατάγματα εκδίδονταν, οι εταιρείες θα έπαυαν να λειτουργούν, με αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας των μετοχών τους.  Αντίθετα, επισημαίνει το Δικαστήριο, οι εφεσείοντες δεν θα υφίσταντο καμιά ταλαιπωρία από τη συνέχιση των εργασιών των εταιρειών, η αξία [*402]των μετοχών των οποίων, λόγω της ορθής  διαχείρισής τους, αυξάνεται.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στο ότι το αντικείμενο των εκδοθέντων διαταγμάτων ήταν το αντικείμενο της αγωγής, γεγονός που θα οδηγούσε στη διατήρηση των διαταγμάτων σε ισχύ μέχρι της τελικής αποπεράτωσης της αγωγής. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι δεν αποδόθηκε η δέουσα σημασία στο γεγονός ότι οι εφεσείοντες είχαν καλή υπόθεση, ενώ τέλος ότι εσφαλμένα αποδόθηκε σημασία στο ότι οι εταιρείες είναι ανθούσες επιχειρήσεις και συνεπώς μπορούσαν να ικανοποιήσουν την απαίτηση των εφεσειόντων, παραβλέποντας ότι τα περιουσιακά τους στοιχεία εύκολα μπορούσαν να μεταφερθούν σε άλλα πρόσωπα, οπότε και θα ήταν πολύ δύσκολο να εκτελεστεί τυχόν απόφαση του Δικαστηρίου. Οι εφεσείοντες προβάλλουν τέλος τον ισχυρισμό ότι δεν ελήφθη υπόψιν ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις μετοχών ήταν προϊόν παράνομης ενέργειας των εναγόμενων, δηλαδή τη μεταβίβαση των μετοχών πριν την επιβολή και πληρωμή του φόρου κληρονομίας επί αυτών, ούτε ότι θα είναι αδύνατο να αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη, αν η επίδικη περιουσία αποξενωθεί.

Τα πιο πάνω δεν ευσταθούν.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι άνκαι ικανοποιούνται οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, δεν ικανοποιείτο η τρίτη. Προβλήθηκε από τους εφεσείοντες η θέση ότι όταν το αντικείμενο του συντηρητικού διατάγματος είναι και το αντικείμενο της  αγωγής, το Δικαστήριο εξετάζει μόνο τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32, κατά πόσο δηλαδή υπάρχει σοβαρό θέμα προς εκδίκαση και κατά πόσο υπάρχει πιθανότητα ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία.  Αν αποφασίσει ότι οι δύο αυτές προϋποθέσεις ικανοποιούνται, εκδίδει το αιτούμενο διάταγμα χωρίς να εξετάσει κατά πόσο αν δεν εκδοθεί το διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. 

Η θέση αυτή είναι εσφαλμένη και σε πλήρη αντίθεση, τόσο με τη σαφή διατύπωση του άρθρου 32, όσο και με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Το άρθρο 32 αναφέρει ρητά ότι θα πρέπει να ικανοποιούνται και οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει, χωρίς οποιανδήποτε εξαίρεση.

Έχει αποφασιστεί (ABP Holdings Ltd κ.ά. ν. Κιταλίδη κ.ά. (Αρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694 και Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248) ότι τα άρθρα 4 και 5 του Κεφ. 6, προβαίνουν [*403]σε ειδική ρύθμιση των καταστάσεων στις οποίες αναφέρονται, αλλά δεν επηρεάζουν τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, το οποίο προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.

Στην παρούσα περίπτωση δεν είναι ορθό ότι το Δικαστήριο δεν απέδωσε την ορθή σημασία στο ότι το αντικείμενο των εκδοθέντων διαταγμάτων ήταν το αντικείμενο της αγωγής. Απλώς κατέληξε ότι λόγω ανακατανομής μετά τη μεταβίβαση των μετοχών από την εφεσείουσα στους εφεσίβλητους 1 και 2, που είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή της μετοχικής δομής της εφεσίβλητης 3 και κατ΄ επέκταση της μετοχικής δομής των άλλων εταιρειών, δεν ήταν πρόσφορο να εκδοθεί το διάταγμα, μια και οι επίδικες μετοχές δεν αποτελούσαν πλέον το αντικείμενο της αγωγής.

Στο παρόν στάδιο δεν θα πρέπει να εισέλθουμε στην ουσία της διαφοράς. Έργο μας είναι ο έλεγχος της ορθότητας της ενδιάμεσης απόφασης. Όπως έχει λεχθεί, το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου μόνο αν διαπιστώνεται πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή εφαρμογή λανθασμένης αρχής δικαίου, ή αν η απόφαση έχει ληφθεί χωρίς το πρωτόδικο δικαστήριο να λάβει υπ’ όψιν παράγοντες που έπρεπε να λάβει (Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 267. Βλέπε επίσης Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954).

Ούτε η θέση ότι δεν αποδόθηκε η δέουσα σημασία στο γεγονός ότι οι εφεσείοντες έχουν καλή υπόθεση είναι ορθή. Αντίθετα, το Δικαστήριο κατέληξε ότι είχαν καλή υπόθεση και συνεπώς ικανοποιείτο η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32.  Όμως, όπως είδαμε πιο πάνω, αυτό από μόνο του, δεν είναι αρκετό.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα αποδόθηκε σημασία στο ότι ορισμένοι από τους εναγόμενους είναι ανθούσες επιχειρήσεις. Ούτε το επιχείρημα αυτό ευσταθεί. Το Δικαστήριο με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία αποφάσισε ότι, ενώ οι εφεσείοντες δεν θα υφίσταντο οποιανδήποτε ταλαιπωρία αν οι εφεσίβλητοι συνέχιζαν τις εργασίες τους απρόσκοπτα, οι εφεσίβλητοι θα αντιμετώπιζαν προβλήματα, αν εκδιδόταν το αιτούμενο διάταγμα.  Κατέληξε ότι μια και η οικονομική τους κατάσταση ήταν ανθηρή, οποιαδήποτε απαίτηση των εφεσειόντων ήταν δυνατόν να ικανοποιηθεί με αποζημιώσεις στην περίπτωση που η αγωγή τους θα πετύχαινε. Αυτό έχει σημασία για την απόφαση αν είναι πλέον πρόσφορο να εκδοθεί ή όχι το αιτούμενο διάταγμα, ισοζύγιο το οποίο ορθά το Δι[*404]καστήριο κατέληξε ότι κλίνει σαφώς υπέρ των εφεσίβλητων.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψιν ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις μετοχών ήταν προϊόν παράνομης ενέργειας από πλευράς των εναγόμενων, μια και η μεταβίβαση των μετοχών του αποβιώσαντος Παναγίδη πριν την επιβολή και καταβολή του φόρου κληρονομίας που αναλογούσε στην περιουσία του, καθιστούσε τη συμφωνία για τη μεταβίβαση των μετοχών παράνομη.

Ενώ στους λόγους έφεσης αναγράφεται ρητά ισχυρισμός για παράνομη μεταβίβαση των μετοχών, στο περίγραμμα αγόρευσης γίνεται μια ασαφής αναφορά, χωρίς το θέμα να αναλύεται. Κι’ αυτό στο εισαγωγικό μέρος της αγόρευσης, κάτω από τον τίτλο “παραδεκτά γεγονότα”. Aναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο όρος 8 της συμφωνίας μεταξύ της εφεσείουσας 1 και των εφεσίβλητων 1 και 2 προνοούσε ότι η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων θα γίνει μόλις αυτό επιτραπεί από την πρόοδο της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα.  Σημειώνεται ότι κανένα περιουσιακό στοιχείο του Παναγίδη δεν έτυχε απαλλαγής από το φόρο, ούτε και μέχρι την ακροαματική διαδικασία είχε επιβληθεί φόρος κληρονομίας.

Η πιο πάνω αναφορά από μόνη της καταρρίπτει και τον ισχυρισμό για παρανομία. Αναμφίβολα η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων δεν είναι παράνομη, αφού καμιά διάταξη νόμου δεν παραβιάζει. Η μεταβίβαση των μετοχών, ακόμα κι’ αν έγινε πριν την επιβολή ή καταβολή του φόρου κληρονομίας, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της συμφωνίας.

Μέσα στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψιν το γεγονός ότι είναι αδύνατο να αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη αν αποξενωθεί η επίδικη περιουσία, τονίζοντας ότι πλήρης δικαιοσύνη στην προκείμενη περίπτωση σημαίνει την απόδοση σε είδος του αντικείμενου της αγωγής.

Ούτε και αυτό είναι ορθό. Πλήρης δικαιοσύνη σημαίνει την απόδοση στους ενάγοντες των θεραπειών που δικαιούνται σύμφωνα με το νόμο.  Στο παρόν στάδιο, δεν είμαστε σε θέση να αποφανθούμε κατά πόσο οι εφεσείοντες-ενάγοντες δικαιούνται, προς ικανοποίηση της αξίωσης που προβάλλουν στην έκθεση απαίτησης, αν είναι βέβαια επιτυχής γι’ αυτούς η έκβαση της ακροαματικής διαδικασίας, σε ακύρωση της μεταβίβασης και επιστροφή των επίδι[*405]κων μετοχών στο όνομα των εφεσειόντων ή αν αρκεί χρηματική αποζημίωση.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το αίτημά τους για έκδοση διατάγματος που να εμποδίζει τους εφεσίβλητους 7 και 8 από την ανάληψη εμπορικών κινδύνων με την περιουσία των εφεσίλητων 4, 5 και 6. 

Προς υποστήριξη του λόγου αυτού, στο περίγραμμα αγόρευσής τους ουσιαστικά υιοθετούν την επιχειρηματολογία του πρώτου λόγου έφεσης.  Κανένας σκοπός δεν θα εξυπηρετηθεί αν επαναλάβουμε όσα είπαμε ήδη. Αρκεί να λεχθεί ότι το Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι και σ΄ αυτή την περίπτωση δεν ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, ενώ το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε σαφώς  υπέρ της μη έκδοσης του διατάγματος. Από το ενώπιόν μας υλικό δεν μπορούμε να καταλήξουμε ότι το Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια και συνεπώς και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο