Λούκος Λτδ. (Eμπορική Eταιρεία υπό εκκαθάριση) και Άλλοι ν. Eθνικής Tράπεζας της Eλλάδος A.E. (Αρ. 1) (2001) 1 ΑΑΔ 418

(2001) 1 ΑΑΔ 418

[*418]30 Μαρτίου, 2001

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΥΚΟΣ ΛΤΔ

    (ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ),

2.  ΛΟΥΚΗΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

3.  ΘΕΟΔΩΡΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

4.  DORA HOLDINGS LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. (AΡ. 1),

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10458)

 

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη.

Η εφεσίβλητη τράπεζα κίνησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή εναντίον της εφεσείουσας 1 εταιρείας ως πρωτοφειλέτιδας και των λοιπών εφεσειόντων ως εγγυητών για ποσό £36.308,57 πλέον τόκο, ως οφειλόμενο υπόλοιπο λογαριασμού.  Μετά την εμφάνιση των εφεσειόντων η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση βάσει της Δ.18 για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Οι εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση προβάλλοντας πως είχαν ήδη εξοφλήσει το λογαριασμό, χωρίς να προσδιορίσουν πως και πότε. Επιπλέον ισχυρίστηκαν, με προοπτική τη διατύπωση ανταπαίτησης, ότι διάφορα ποσά τους οφείλονταν από την εφεσίβλητη και παραπονέθηκαν πως η εφεσίβλητη προχωρούσε παράλληλα σε εκποίηση σχετικών υποθηκών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι ισχυρισμοί των εναγόντων δεν δικαιολογούσαν τη διεξαγωγή δίκης και εξέδωσε συνοπτική απόφαση στην αγωγή. Σε σχέση με το ζήτημα ανταπαίτησης το Δικαστήριο ανέφερε ότι οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν οτιδήποτε που να δικαιολογούσε τη συνέχιση της αγωγής για να προβληθεί ανταπαίτηση.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.

[*419]Αποφασίστηκε ότι:

Δεν διακρίνεται οποιοσδήποτε λόγος για τον οποίο δεν θα έπρεπε να εκδοθεί η εκκαλούμενη συνοπτική απόφαση στην αγωγή.  Πληρούντο όλες οι προϋποθέσεις.  Συνοπτική απόφαση δεν εκδίδεται όπου προβάλλονται σχετικοί με το θέμα ισχυρισμοί που θα μπορούσαν, όσο απομακρυσμένη και αν φαίνεται η πιθανότητα επιτυχίας, να δικαιολογήσουν τη διεξαγωγή κανονικής δίκης.  Εφόσον προκύπτει μεταξύ των διαδίκων διαφορά που χρήζει επίλυσης, ο εναγόμενος δε στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης και προβολής σχετικής επί του θέματος ανταπαίτησης, με εκ των προτέρων υπολογισμούς αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας και με ευρήματα έξω από το πλαίσιο δίκης στην αγωγή.  Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη.  Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Davis Spence 1 C.P.D. 721,

Girvin v. Grepe 13 Ch. D. 174,

CY.E.M.S. Co. v. Central Co-operative Industries (1982) 1 C.L.R. 897.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 21/1/99 (Αρ. Αγωγής 5667/98) με την οποία έγινε δεκτή η απαίτηση της ενάγουσας εναντίον των εναγομένων για ποσό £36.308,57 πλέον τόκο, ως οφειλόμενο υπόλοιπο λογαριασμού τον οποίο η ενάγουσα τερμάτισε με ειδοποίηση ημερομηνίας 27/8/93 βάσει των όρων της αρχικής σύμβασης.

Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.

Α. Δικηγορόπουλος, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*420]ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη τράπεζα κίνησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αγωγή  αρ. 5667/98 εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας 1 ως πρωτοφειλέτιδας και των λοιπών εφεσειόντων ως εγγυητών, για ποσό £36.308,57 πλέον τόκο προς 9% επί £39.899,92 από 28 Αυγούστου 1993 μέχρι εξοφλήσεως, ως οφειλόμενο υπόλοιπο λογαριασμού τον οποίο η εφεσίβλητη τερμάτισε με ειδοποίηση ημερ. 27 Αυγούστου 1993 βάσει των όρων της αρχικής σύμβασης.

Μετά την εμφάνιση των εφεσειόντων, μέσω συνηγόρου, η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση βάσει της Δ.18 για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Οι εφεσείοντες καταχώρισαν ένσταση.  Δεν αμβισβήτησαν την ακρίβεια του λογαριασμού.  Προέβαλαν όμως πως τον είχαν ήδη εξοφλήσει.  Χωρίς να προσδιορίσουν πώς και πότε, δηλαδή, με ποια πράξη. Επιπλέον ισχυρίστηκαν, με προοπτική τη διατύπωση ανταπαίτησης, ότι διάφορα ποσά - συνολικού ύψους £615.000 πλέον τους από πολλών ετών τόκους - τα οποία είχαν καταθέσει προς εξασφάλιση της εφεσίβλητης, κατακρατούνταν παράνομα παρόλον που όλα τα χρέη τους προς την εφεσίβλητη είχαν εξοφληθεί.  Επίσης ισχυρίστηκαν, και πάλι για σκοπούς ανταπαίτησης, ότι η εφεσίβλητη τους όφειλε ποσό £90.000 για την αξία εμπορευμάτων τα οποία, καθώς ισχυρίστηκαν, η εφεσίβλητη παρέλαβε για να πωλήσει χωρίς ποτέ να τους πιστώσει.  Τέλος, παραπονέθηκαν πως η εφεσίβλητη προχωρούσε παράλληλα σε εκποίηση σχετικών υποθηκών και πως αυτό η εφεσίβλητη δεν το αποκάλυψε με την αίτηση για συνοπτική απόφαση. Ενόψει αυτών των ισχυρισμών των εφεσειόντων, δόθηκε στην εφεσίβλητη άδεια να καταχωρίσει ένορκο δήλωση προς απάντηση.  Το Δικαστήριο διατηρεί τέτοια δυνατότητα: βλ. Davis Spence 1 C.P.D. 721 και Girvin v. Grepe 13 Ch. D. 174.

Κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης, μετά την αγόρευση του συνηγόρου της εφεσίβλητης, ο συνήγορος των εφεσειόντων ζήτησε, προφορικά, άδεια να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκο δήλωση σε σχέση, όπως ανέφερε, με “διαδικαστικό θέμα” το οποίο είχε ενωρίτερα θίξει ο συνήγορος της άλλης πλευράς και το οποίο αφορούσε την ανάγκη να δηλώνεται από εναγόμενο, όπως ορίζει ο θ. 3(β) της Δ.48, το κατά πόσο η υπεράσπιση, την οποία ισχυρίζεται, καλύπτει ολόκληρη την αξίωση ή μόνο μέρος της. Το Δικαστήριο έκρινε πως το αίτημα ήταν υπό τις περιστάσεις αδικαιολόγητο. Ο συνήγορος των εφεσειόντων προχώρησε με την αγόρευσή του, στο πλαίσιο της οποίας ορθά επεσήμανε ότι στην ένορκο δήλωση που συ[*421]νόδευε την ένσταση ήδη δηλωνόταν σαφώς πως επρόκειτο για υπεράσπιση σε ολόκληρη την απαίτηση αφού η θέση τους ήταν πως είχαν εξοφλήσει πλήρως. Δεν υπήρχε επομένως πρόβλημα σε σχέση με αυτή την πτυχή.

Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με τις λεπτομέρειες των όσων τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η ουσία συνίστατο στα ακόλουθα.  Με την υπ’ αρ. 334440-01 γραπτή σύμβαση πιστώσεως ημερ. 5 Φεβρουαρίου 1987, η εφεσίβλητη χορήγησε στην 1η εφεσείουσα, υπό την εγγύηση των άλλων εφεσειόντων, πίστωση μέχρι £30.000 σε τρεχούμενο ανοικτό λογαριασμό της ίδιας ημερομηνίας και με τον ίδιο αριθμό. Με μεταγενέστερες  γραπτές συμβάσεις ημερ. 8 Απριλίου 1987 και 17 Οκτωβρίου 1987 και με τη συναίνεση πάντοτε των εγγυητών, το όριο πίστωσης αυξήθηκε τελικά σε £65.000.  Με  την ειδοποίηση τερματισμού ημερ. 27 Αυγούστου 1993, η εφεσίβλητη κάλεσε τόσο την πρωτοφειλέτιδα όσο και τους εγγυητές να εξοφλήσουν το χρεωστικό υπόλοιπο.  Οι μεταξύ των διαδίκων συναλλαγές κάλυπταν όμως ευρύτερο πεδίο.  Η ίδια δε ειδοποίηση τερματισμού αφορούσε ακόμα οκτώ αυτοτελείς περιπτώσεις, σε σχέση με τις οποίες η εφεσίβλητη αξίωνε από τους εφεσείοντες μερικά εκατομμύρια λίρες.

Για τις συναλλαγές της με την 1η εφεσείουσα, η εφεσίβλητη μερίμνησε ώστε να εξασφαλιστεί και με υποθήκες ακίνητης ιδιοκτησίας των εγγυητών.  Χρησιμοποίησε την εξής μέθοδο.  Ο ένας ή ο άλλος από τους εγγυητές συνήπταν με την εφεσίβλητη σύμβαση η οποία εμφάνιζε την εφεσίβλητη να τους δανείζει διάφορα ποσά. Σε οκτώ τέτοιες περιπτώσεις, με μόνο μια εξαίρεση υπέγραφε ως εγγυήτρια και η 1η εφεσείουσα καθώς και ένας ή δύο από τους άλλους. Οι συμβάσεις αυτές συνοδεύονταν από υποθήκες. Με ένα άλλο έγγραφο εμφανιζόταν να γινόταν στην κάθε περίπτωση κατάθεση του δανεισθέντος ποσού στην εφεσίβλητη τράπεζα σε τοκοφόρο γενικό λογαριασμό με πρόνοια ότι, σε αντάλλαγμα των  διευκολύνσεων  που η εφεσίβλητη παρείχε στην 1η εφεσείουσα, το ποσό θα παρέμενε εκεί “ως ασφάλεια, ενέχυρον ή εγγύησις” αλλά ότι στο μεταξύ η εφεσίβλητη θα μπορούσε να αναμειγνύει αυτό το ποσό με τα δικά της χρήματα και να το χρησιμοποιεί.  Επρόκειτο για δάνεια στο χαρτί ή λογιστικά δάνεια. Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι ο  αντικειμενικός σκοπός ήταν οι υποθήκες που τα συνόδευαν προς περαιτέρω εξασφάλιση της εφεσίβλητης έναντι των διαφόρων χρεών της 1ης εφεσείουσας. 

Ως αποτέλεσμα της ειδοποίησης τερματισμού, η εφεσίβλητη έκλεισε τον λογαριασμό αρ. 334440-01 που αφορούσε την παρούσα [*422]περίπτωση και, κατόπιν εσωτερικής λογιστικής πιστοχρέωσης, μετέφερε το υπόλοιπο σε λογαριασμό καθυστερήσεως με αριθμό 394078-11.

Οι εφεσείοντες, για να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό τους ότι εξόφλησαν το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού 334440-01, επικαλέστηκαν την κατάσταση λογαριασμού την οποία τους απέστειλε η εφεσίβλητη μεταγενέστερα του τερματισμού και η οποία πια δεν εμφάνιζε υπόλοιπο αφού κατέγραφε πίστωση του οφειλόμενου ποσού ενόψει μεταφοράς  του χρεωστικού υπολοίπου σε άλλο λογαριασμό, τον 394078-11, τον οποίο η εφεσίβλητη περιέγραψε ως λογαριασμό καθυστερήσεως. 

Ο εν λόγω ισχυρισμός των εφεσειόντων στερείται σοβαρότητας. Ορθά κατέληξε το Επαρχιακό Δικαστήριο ότι δεν επρόκειτο για ισχυρισμό που θα δικαιολογούσε τη διεξαγωγή δίκης.  Τα αποδεικτικά στοιχεία που θεμελίωναν την απαίτηση της εφεσίβλητης δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να κλονισθούν με ό,τι, στην πραγματικότητα δεν αποτελούσε παρά μόνο πρόσχημα από μέρους των εφεσειόντων.

Έπειτα, ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι εξόφλησαν όλα τους τα χρέη στην εφεσίβλητη τράπεζα ώστε να απομένουν κατατεθειμένα σε πίστη τους και οφειλόμενα προς αυτούς μεγάλα ποσά - εκείνα που προέκυψαν από τις υποθήκες - δεν εξειδικεύθηκε με αναφορά ακόμα και στα πιο βασικά στοιχεία ώστε να μπορεί να συγκεκριμενοποιείται οποιοδήποτε θέμα για διατύπωση ανταπαίτησης. Επιπλέον δε, τα οποιαδήποτε υποτιθέμενα ως κατατεθειμένα ποσά, εμφανίζονταν να ανήκουν όχι στην πρωτοφειλέτιδα 1η εφεσείουσα, αλλά στον ένα ή άλλο από τους εφεσείοντες εγγυητές.  Δικά τους ήταν τα κτήματα που υποθηκεύτηκαν.  Ενώ, εν προκειμένω, το ζητούμενο ήταν το κατά πόσο η 1η εφεσείουσα χρωστούσε στην εφεσίβλητη ώστε, ανάλογα, να υπέχουν ευθύνη και οι άλλοι εφεσείοντες ως εγγυητές. Προσθέτουμε, σε σχέση με τις υποθήκες, πρώτο, πως η εκποίηση δεν εμπόδιζε την έγερση της αγωγής και, δεύτερο, πως δεν χρειάζονταν είτε εξηγήσεις είτε καν αποκάλυψη αφού δεν επρόκειτο για περίπτωση μονομερούς αίτησης και η άλλη πλευρά είχε τα στοιχεία. Ως προς τον ισχυρισμό των εφεσειόντων περί εμπορευμάτων που η εφεσίβλητη παρέλαβε για πώληση χωρίς να τους πιστώσει με την αξία, οι εφεσείοντες παρέπεμψαν σε έγγραφα τα οποία όμως δεν έχουν σχέση με διευθέτηση για πώληση αλλά, όπως αναφέρεται σε αυτά, μόνο με παρακαταθήκη ή ενέχυρο βάσει συμφωνίας ή συμφωνιών για τους όρους των οποίων τίποτε δεν έγινε γνωστό. Ούτε και συνδέθηκε αυτή η πτυχή με την περίπτωση του χρέους που η εφε[*423]σίβλητη αξίωνε στην υπό αναφορά αγωγή. Ορθά λοιπόν ήταν που το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέληξε σε σχέση και με το ζήτημα ανταπαίτησης ότι οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν ο,τιδήποτε που να δικαιολογούσε τη συνέχιση της αγωγής για να προβληθεί ανταπαίτηση. 

Δεν διακρίνουμε, γενικότερα, οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί η εκκαλούμενη συνοπτική απόφαση στην αγωγή. Πληρούντο όλες οι προϋποθέσεις. Συνοπτική απόφαση δεν εκδίδεται όπου προβάλλονται σχετικοί με το θέμα ισχυρισμοί που θα μπορούσαν, όσο απομακρυσμένη και αν φαίνεται η πιθανότητα επιτυχίας, να δικαιολογήσουν τη διεξαγωγή κανονικής δίκης.  Εφόσον προκύπτει μεταξύ των διαδίκων διαφορά που χρήζει επίλυσης, ο εναγόμενος δεν στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης και προβολής σχετικής επί του θέματος ανταπαίτησης, με εκ των προτέρων υπολογισμούς αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας και με ευρήματα έξω από το πλαίσιο δίκης στην αγωγή.  Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη.  Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης. Αυτή είναι η φιλοσοφία της Δ.18.  Υπάρχει δε πλούσια νομολογία.  Είναι εδώ αρκετό απλώς να παραπέμψουμε στις Αγγλικές αποφάσεις στις οποίες γίνεται αναφορά στη CY.E.M.S. Co. v. Central Co-operative Industries (1982) 1 C.L.R. 897 στις σελ. 902-905.

Οι επισημάνσεις στις οποίες έχουμε προβεί αναφορικά με τις ανάγκες της υπόθεσης, δείχνουν ότι η έφεση, με την οποία αμφισβητήθηκε η ορθότητα της προσέγγισης και των καταλήξεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι εντελώς αβάσιμη. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο