Tζιούρου Mάριος ν. Γεώργιου Kιούρλαππου (2001) 1 ΑΑΔ 429

(2001) 1 ΑΑΔ 429

[*429]4 Απριλίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΟΣ ΤΖΙΟΥΡΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΙΟΥΡΛΑΠΠΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10761)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματά του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.

Πολιτική Δικονομία ― Κάθε ισχυρισμός γεγονότων στις έγγραφες προτάσεις για τον οποίο δεν προβάλλεται άρνηση θεωρείται παραδεκτός ― Δ.19, θ.11 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου αποδέχτηκε την αγωγή του εφεσίβλητου-ενάγοντα εναντίον του εφεσείοντα-εναγομένου με την οποία διεκδικούσε το ποσό των £500 ως τίμημα πωλήσεως μουσικών οργάνων που είχε πωλήσει στον εφεσείοντα, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.

Ο εφεσείων υποστήριζε στην υπεράσπισή του ότι τα μουσικά όργανα περιήλθαν σητν κατοχή του μετά από συμφωνία ενοικιάσεως τους από τον εφεσίβλητο.  Η συμφωνία τερματίστηκε, όμως, παρά το ότι ο εφεσείων κάλεσε τον εφεσίβλητο να τα παραλάβει, ο τελευταίος παρέλειψε να το πράξει.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου ήταν αξιόπιστη ενώ εκείνη του εφεσείοντος αναξιόπιστη και κατέληξε ότι οι διάδικοι συμφώνησαν όπως τα μουσικά όργανα τα οποία ο εφεσείων ενοικίαζε για ένα χρόνο από τον εφεσίβλητο, πωληθούν από τον τελευταίο προς τον εφεσείοντα έναντι του συμφωνηθέντος τι[*430]μήματος των £500 του Φ.Π.Α. συμπεριλαμβανομένου και ότι ο εφεσείων με διάφορες προφάσεις παρέλειψε ή αρνήθηκε να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα.

Ο εφεσείων εισηγήθηκε κατ’ έφεση ότι:

1.  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστή αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσίβλητου, αφενός, και του εφεσείοντα, αφετέρου, είναι εσφαλμένη για το λόγο ότι «το Δικαστήριο αντιμετώπισε την αξιοπιστία σαν ζήτημα υπεροχής της μαρτυρίας του ενάγοντα έναντι αυτής του εναγομένου».

2.  Προσβλήθηκαν επίσης:

α)  η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή ότι ο εφεσίβλητος απέδειξε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, την υπόθεσή του,

β)  η κρίση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν αναξιόπιστος,

γ)  το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος εφάρμοσε τη νομοθεσία του Φ.Π.Α.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Παρόλο ότι παρουσιάζεται κάποια σύμπλεξη της αξιοπιστίας των διαδίκων με το βάρος αποδείξεως, η σύμπλεξη αυτή δεν φαίνεται να επιδρά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας τους.

2.  Ισχυρισμός, ο οποίος δεν αμφισβητήθηκε με την υπεράσπιση του εφεσείοντος, ορθά θεωρήθηκε ως παραδεκτός σύμφωνα με τη Δ.19, θ.11 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.

3.  Ο πρωτόδικος Δικαστής, υπό το φως των παρατηρήσεων και επισημάνσεων του αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσείοντος, εύλογα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν αναξιόπιστος.

4.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος εφάρμοσε τη νομοθεσία του Φ.Π.Α., δεν ήταν προϊόν αποδοχής a priori της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, όπως υποστήριξε ο εφεσείων.  Το Δικαστήριο οδηγήθηκε σ’ αυτό το συμπέρασμα αναπόφευκτα στη βάση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, την οποία είχε αποδεχθεί ως αξιόπιστη.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

[*431]Αναφερόμενη υπόθεση:

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Δαυίδ, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 28/2/00 (Αρ. Αγωγής 4577/98) με την οποία του επιδικάστηκε ως οφειλόμενο προς τον ενάγοντα το ποσό των £500 ως συμφωνημένο τίμημα για την αγορά από αυτόν δύο μεγαφώνων.

Χ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Σοφοκλέους για Ν. Τσιαπαλή, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την αγωγή ο ενάγων/εφεσίβλητος αξίωσε από τον εναγόμενο/εφεσείοντα το ποσό των £500 ως τίμημα πωλήσεως εμπορευμάτων επί πιστώσει. Η θέση του εφεσίβλητου, σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως, ήταν ότι, κατά ή περί την 5.9.1998, ως εμπορευόμενος μουσικά όργανα, πώλησε στον εφεσείοντα δύο μεγάφωνα συνολικής αξίας £500, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.  Ο εφεσείων, παρά το γεγονός ότι παρέλαβε τα δύο μεγάφωνα, παρέλειψε να εξοφλήσει τον εφεσίβλητο.

Αντίθετη ήταν η θέση του εφεσείοντα.  Σύμφωνα με την υπεράσπισή του, τα δύο μεγάφωνα περιήλθαν στην κατοχή του μετά από συμφωνία ενοικιάσεώς τους από τον εφεσίβλητο. Η συμφωνία τερματίστηκε περί το Σεπτέμβριο του 1998, όμως, παρά το ότι ο εφεσείων κάλεσε τον εφεσίβλητο να παραλάβει τα μεγάφωνα, ο τελευταίος παρέλειψε να το πράξει.

Κατά την ακροαματική διαδικασία δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία παρά μόνο η μαρτυρία του εφεσίβλητου, αφενός, και του εφεσείοντα, αφετέρου.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, το καλοκαίρι του 1997, ύστερα από επίσκεψη του εφεσείοντα στο κατάστημά του, συμφώνησαν να του ενοικιάσει δύο μεγάφωνα, αγοραστικής αξίας [*432]περί τις £600.  Ο εφεσείων θα χρησιμοποιούσε τα μεγάφωνα στην επιχείρηση εστιατορίου που διατηρούσε στην Κάτω Πάφο.  Το μηνιαίο ενοίκιο καθορίστηκε στις £60, όμως, πολλές φορές, λάμβανε μόνο £50.  Αρχές Σεπτεμβρίου του 1998 επισκέφθηκε το εστιατόριο του εφεσείοντα για να εισπράξει το ενοίκιο του προηγούμενου μήνα, οπότε ο τελευταίος του εξέφρασε την επιθυμία να αγοράσει τα μεγάφωνα.  Αυτός συμφώνησε, το δε τίμημα καθορίστηκε στο ποσό των £500, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Μετά παρέλευση δύο-τριών ημερών, ξαναπέρασε από το εστιατόριο του εφεσείοντα και άφησε το σχετικό τιμολόγιο.  Ο εφεσείων δεν υπέγραψε το τιμολόγιο γιατί απουσίαζε.  Πέρασε δύο-τρεις ακόμη φορές από το εστιατόριο του εφεσείοντα, με σκοπό να εισπράξει το τίμημα, πλην όμως ο τελευταίος του δήλωνε ότι δεν είχε χρήματα και του σύστηνε να κάνει υπομονή.  Αφού παρήλθαν άπρακτοι δυο περίπου μήνες, αποφάσισε να στείλει σχετική επιστολή στον εφεσείοντα, μέσω του δικηγόρου του.

Διαφορετική ήταν η εκδοχή του εφεσείοντα.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, πράγματι ενοικίασε τα δύο μεγάφωνα από τον εφεσίβλητο, όμως, ήταν ο τελευταίος που του πρότεινε, κατά το Σεπτέμβριο του 1998, αντί να καταβάλλει το ποσό των £50 το μήνα ως ενοίκιο, να καταβάλλει £100 το μήνα και, με τη «μέθοδο της ενοικιαγοράς», όπως ανέφερε, τελικά να του «μείνουν» τα μεγάφωνα.  Ο ίδιος, χωρίς να αποδεχθεί την πρόταση του εφεσίβλητου, ζήτησε περιθώριο δύο εβδομάδων για να ρωτήσει τη γνώμη των μουσικών του, αν δηλαδή οι τελευταίοι ενέκριναν την αγορά των μεγαφώνων. Ακολούθως, και ενόψει της αρνητικής στάσης των μουσικών του, τηλεφώνησε στον εφεσίβλητο και τον πληροφόρησε ότι δεν ήθελε να αγοράσει τα μεγάφωνα.  Πλην, όμως, ο τελευταίος επέμενε.  Η επόμενη ενέργειά του ήταν να τοποθετήσει τα μεγάφωνα στην αποθήκη του και, ταυτόχρονα, να πληροφορήσει τον εφεσίβλητο ότι μπορούσε, όποτε ήθελε, να περάσει να τα παραλάβει.  Ο ίδιος, εν τω μεταξύ, αγόρασε άλλα μεγάφωνα.  Στο διάστημα που μεσολάβησε, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει δυο φορές τα μεγάφωνα του εφεσίβλητου.

Αξιολογώντας τη μαρτυρία των διαδίκων, ο πρωτόδικος Δικαστής ανέφερε τα εξής:

«Έχω ακούσει και εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της ενώπιον μου μαρτυρίας και έχω παρακολουθήσει τους διαδίκους ενώ κατέθεταν ενώπιον μου με ιδιαίτερη περίσκεψη, μια και η υπόθεση αυτή, κύρια άπτεται θεμάτων αξιοπιστίας. Έχω νοητικά καταγράψει την εντύπωση μου από την εικόνα των μαρτύρων [*433]καθ’ ον χρόνο έδιναν μαρτυρία, τη συμπεριφορά και αντιδράσεις τους στις ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν και τον τρόπο με τον οποίο απαντούσαν.  Θεωρώ ότι η μαρτυρία του ενάγοντα υπερέχει αυτής του εναγομένου, τόσο ως προς την ποιότητα αλλά και ως προς την πειστικότητα της εκδοχής του.  Δεν έχω καμία δυσκολία να αποδεχθώ την εκδοχή του ενάγοντα σαν πιο πειστική η οποία παρουσιάζει μια λογική συνέχεια και συνέπεια.  Η εκδοχή του καθόλα λογική και η μαρτυρία του επί των λεπτομερειών που έδωσε πειστική.  Δεν περιέπεσε σε καμιά ουσιώδη αντίφαση που να αναιρεί τα λεγόμενα του.  Η εκδοχή του ενάγοντα δεν υπερέχει απλώς συντριπτικά εκείνης του εναγομένου αλλά δεν αφήνει οτιδήποτε για να αμφιβάλλω για την αλήθεια της.

Οι απαντήσεις του δίνονταν με απλότητα και με θετικό τρόπο, σε αντίθεση με τον εναγόμενο ο οποίος μου δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις και δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι η εκδοχή του δεν περιέχει την αλήθεια.  Η προσπάθεια του εναγομένου να ξεφύγει από ενδεχόμενη καταδίκη και καταβολή οποιουδήποτε ποσού ήταν εμφανής. Γενικά η εντύπωση που μου προκάλεσε ο εναγόμενος ήταν αρνητική. Περιέπεσε σε αντιφάσεις και δεν ήταν καθόλου πειστικός κατά το στάδιο της κατάθεσης του ενώπιον του Δικαστηρίου.  Δεν αισθάνομαι καθόλου ασφαλής να στηριχθώ στη μαρτυρία του και απορρίπτω την εκδοχή του, ως μη ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ποιότητας της μαρτυρίας του εναγομένου, αποτελεί το γεγονός ότι σύμφωνα με τον τελευταίο, την εισήγηση για αλλαγή των παλαιών μεγαφώνων στην επιχείρηση του και την αντικατάσταση τους με τα μεγάφωνα, την αξία των οποίων διεκδικά με την παρούσα αγωγή ο ενάγοντας, μόλις δύο μήνες πριν από το Σεπτέμβριο του 98 και ο οποίος, όντας γνωστός με τον ενάγοντα, ήταν το πρόσωπο μέσω του οποίου οι διάδικοι ήλθαν σε επαφή με την ενοικίαση των μεγαφώνων.  Το πιο πάνω αντιφάσκει καταφανώς με το παραδεκτό από τον ίδιο γεγονός, ότι τα συγκεκριμένα μεγάφωνα, είχαν ήδη ενοικιασθεί και τοποθετηθεί στο υποστατικό του εναγομένου για περίοδο ενός έτους πριν από το Σεπτέμβριο του 98.

Η θέση την οποία προέβαλε ο εναγόμενος ότι θα αγόραζε τα συγκεκριμένα μεγάφωνα και θα έκλεινε τελικά τη συμφωνία, υπό την προϋπόθεση ότι τα μεγάφωνα θα εγκρίνονταν από τους μουσικούς του, υπό τις πραγματικές περιστάσεις που περιβάλλουν τη συγκεκριμένη υπόθεση ασφαλώς δεν πείθει και δεν μπορεί να γίνει πιστευτή. Τα συγκεκριμένα μεγάφωνα, εβρίσκονταν [*434]και λειτουργούσαν στην επιχείρηση του, ήδη για ένα ολόκληρο χρόνο.  Η αντικατάσταση των παλαιών μεγαφώνων στην επιχείρηση του εναγομένου, έγινε σύμφωνα με τον ίδιο, καθ’ υπόδειξη των ιδίων των μουσικών και μάλιστα με τη μεσολάβηση ενός εξ’ αυτών.  Οι μουσικοί, για ένα ολόκληρο χρόνο, χρησιμοποιούσαν τα συγκεκριμένα μεγάφωνα χωρίς να διαμαρτυρηθούν για την ποιότητα, τις δυνατότητες και καταλληλότητα τους. Τέτοια θέση εξάλλου, ούτε από τον ίδιο τον εναγόμενο τέθηκε, ούτε με άλλη μαρτυρία προβλήθηκε σ’ αυτή τη διαδικασία.

Αν πραγματικά ενδιέφερε τον εναγόμενο η άποψη των μουσικών για τα συγκεκριμένα μεγάφωνα, θα απευθυνόταν σ’ αυτούς, αμέσως μόλις τα ενοικίαζε και τους τα παρουσίαζε.  Παράλληλα, θα ανέμενε κανείς ότι οι μουσικοί θα εκδήλωναν την όποια αντίδραση τους, αν υπήρχε, για την ποιότητα και καταλληλότητα των μεγαφώνων, μόλις ετίθεντο αυτά στη διάθεση τους και όχι, όπως επιχείρησε ο εναγόμενος να παρουσιάσει την κατάσταση πραγμάτων, ξαφνικά να εκφράσουν τη διαφωνία και τις επιφυλάξεις τους μετά από ένα ολόκληρο χρόνο που τα χρησιμοποιούσαν χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα.

Ο εναγόμενος καταθέτοντας, δήλωσε πως δεν απάντησε στην επιστολή ημερ. 10/11/98 (τεκμήριο 1) η οποία του απεστάληκε μέσω του δικηγόρου του ενάγοντα, ήταν όμως σε θέση να επιβεβαιώσει ότι την παρουσίασε στους δικηγόρους του. Όταν τέθηκε ενώπιον του η συγκεκριμένη επιστολή για να αναγνωρίσει αν όντως αυτή έθεσε υπόψη των δικηγόρων του, ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να θυμάται και να αναγνωρίσει το συγκεκριμένο έγγραφο. Σημειώνω ότι η απουσία μνήμης του σε σχέση με το γεγονός και η εμφανής σύγχυση και αμηχανία του μάρτυρα στο συγκεκριμένο στάδιο της αντεξέτασης, καταγράφεται με αρνητικό τρόπο ως προς την αξιοπιστία του.

Ακολούθως, ο πρωτόδικος Δικαστής προχώρησε στα ευρήματά του ως εξής:

«Με βάση την τοποθέτηση μου επί της αξιοπιστίας, βρίσκω ότι μπορώ να προβώ στα ακόλουθα ευρήματα.  Κατά ή περί το Σεπτέμβριο του 1998 οι διάδικοι συμφώνησαν όπως μεγάφωνα τα οποία ο εναγόμενος ενοικίαζε ήδη για ένα χρόνο από τον ενάγοντα, πωληθούν από τον τελευταίο προς τον εναγόμενο έναντι του συμφωνημένου τιμήματος των £500 του Φ.Π.Α. συμπεριλαμβανομένου. Ο εναγόμενος με διάφορες προφάσεις παρέλειψε ή και αρνήθηκε να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα, παρά το [*435]γεγονός ότι έκτοτε, κατέχει και χρησιμοποιεί τα συγκεκριμένα μεγάφωνα στο εστιατόριο του.  Το ποσό των £500 δεν έχει καταβληθεί από τον αγοραστή-εναγόμενο και εξακολουθεί να οφείλεται.»

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστή αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσίβλητου, αφενός, και του εφεσείοντα, αφετέρου, είναι εσφαλμένη για το λόγο ότι «το Δικαστήριο αντιμετώπισε την αξιοπιστία σαν ζήτημα υπεροχής της μαρτυρίας του ενάγοντα έναντι αυτής του εναγομένου» και, επίσης, ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος, στο βαθμό που απαιτείται στις πολιτικές υποθέσεις, απέδειξε την υπόθεσή του, είναι εσφαλμένη για το λόγο ότι «το Δικαστήριο είχε και ενέργησε με βάση τη λανθασμένη νομικά αντίληψη ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ενάγοντα σαν αξιόπιστης και εκείνης του εναγομένου σαν αναξιόπιστης σημαίνει αυτοδίκαια και απόσειση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων».  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού, ο δικηγόρος του εφεσείοντα επικαλέσθηκε την υπόθεση Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, στην οποία επιβεβαιώθηκε η αρχή ότι το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων δεν ταυτίζεται αλλά, αντίθετα, διαχωρίζεται από το ζήτημα του βάρους της αποδείξεως και της απόσεισής του, και ότι το ερώτημα κατά πόσο ο διάδικος, που φέρει το βάρος της αποδείξεως, το απέσεισε, τελεί πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως διαπιστώθηκε, κατά ανεξάρτητο τρόπο, η αξιοπιστία της μαρτυρίας που προσκόμισε. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα, ο πρωτόδικος Δικαστής δεν διέκρινε τα δύο ζητήματα αλλά τα συνέδεσε και, ενώ αρχίζει να αναφέρεται στο ένα, ακολούθως, αναφέρεται στο άλλο, και αντίστροφα, με παρεπόμενα σφάλματα να χρησιμοποιεί ως κριτήριο, τόσο για την αξιολόγηση της μαρτυρίας όσο και για την απόσειση του βάρους της αποδείξεως, την υπεροχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου έναντι εκείνης του εφεσείοντα και, στη συνέχεια, να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου ως αξιόπιστης και του εφεσείοντα ως αναξιόπιστης, συνεπάγεται, αυτοδίκαια, και την απόδειξη της υπόθεσης του εφεσίβλητου. 

Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Έχουμε μελετήσει με προσοχή το πώς προσεγγίζεται το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας των διαδίκων από τον πρωτόδικο Δικαστή. Είναι γεγονός ότι παρουσιάζεται κάποια σύμπλεξη της αξιοπιστίας τους με το βάρος της αποδείξεως.  Όμως, κατά την άποψή μας, η σύμπλεξη αυτή δεν φαίνεται να επιδρά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας τους.  Είναι σαφές ότι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν κρίνει την αξιοπιστία των διαδίκων δεχόμενος, μετά από μετα[*436]ξύ τους σύγκριση, τη λιγότερο κακή μαρτυρία ή την περισσότερο ικανοποιητική. Αντίθετα, είναι σαφές ότι, για τους λόγους που εξηγεί σε έκταση, και που δεν άπτονται του βάρους της αποδείξεως και της αποσείσεώς του, κρίνει και αποδέχεται τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ως αξιόπιστη ενώ, αντίθετα, κρίνει και απορρίπτει τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως αναξιόπιστη. Και, ακολούθως, προχωρεί στα ευρήματά του για να καταλήξει ότι ο εφεσίβλητος, εφόσον απέσεισε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το βάρος της αποδείξεως, δικαιούται απόφαση προς όφελός του.

Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή ότι ο εφεσίβλητος απέδειξε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, την υπόθεσή του, είναι εσφαλμένη για το λόγο ότι το Δικαστήριο αγνόησε ή υποβάθμισε το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος, πλην της προσωπικής του μαρτυρίας, δεν προσκόμισε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία για να αποδείξει ότι ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο ΦΠΑ, και ότι δήλωσε τη συναλλαγή στην Υπηρεσία ΦΠΑ, πληρώνοντας τον αντίστοιχο φόρο, παρά το ότι αντεξετάστηκε πάνω σε αυτό το ζήτημα. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Στην παράγραφο 4 της εκθέσεως απαιτήσεως ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο ΦΠΑ.  Ο ισχυρισμός δεν αμφισβητήθηκε με την υπεράσπιση του εφεσείοντα και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη Δ.19 θ.11 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, ορθά θεωρήθηκε ως παραδεκτός. Περαιτέρω, εύλογα ο πρωτόδικος Δικαστής, χωρίς να αγνοεί ή υποβαθμίζει το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν έθεσε ενώπιόν του το σχετικό τιμολόγιο το οποίο θα μπορούσε να αποδείξει τη συμπερίληψη του αναλογούντα ΦΠΑ στο ποσό των £500, πιστεύοντας τον εφεσίβλητο, δέχεται και ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτός πράγματι πρόσθεσε στο τίμημα πώλησης και τον αναλογούντα ΦΠΑ ώστε το συνολικό ποσό της συναλλαγής να ανέρχεται στις £500 και, ακολούθως, διαβίβασε το σχετικό τιμολόγιο στα γραφεία του λογιστή του για την αναγκαία ενημέρωση των λογιστικών του βιβλίων.

Άλλος λόγος έφεσης είναι ότι η κρίση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν αναξιόπιστος είναι λανθασμένη.  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού ο δικηγόρος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας του σε συνάρτηση με την αντίστοιχη προσέγγιση, και τα ανάλογα συμπεράσματα, του πρωτόδικου Δικαστή. Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές.  Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρω[*437]τόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Στη βάση των σημείων που μας υποδείχθηκαν, και τα οποία μελετήσαμε με προσοχή, δεν διαπιστώνουμε ότι ο πρωτόδικος Δικαστής, απορρίπτοντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα, για τους λόγους που εξήγησε εκτενώς στην απόφασή του, έσφαλε κατά τρόπο που να δικαιολογεί την επέμβασή μας. Ο πρωτόδικος Δικαστής, υπό το φως των παρατηρήσεων και επισημάνσεών του αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, εύλογα μπορούσε να καταλήξει ότι ήταν αναξιόπιστος.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστή ότι ο εφεσίβλητος εφάρμοσε τη νομοθεσία του ΦΠΑ είναι λανθασμένο για το λόγο ότι ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού χαρακτήρισε a priori αξιόπιστο τον ενάγοντα, οδηγήθηκε στο συμπέρασμά του σαν αναπόφευκτο επακόλουθο του χαρακτηρισμού.  Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Ο πρωτόδικος Δικαστής, πιστεύοντας τον εφεσίβλητο, δέχθηκε και τη μαρτυρία του ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πράγματι πρόσθεσε στο τίμημα πώλησης και τον αναλογούντα ΦΠΑ.  Το γεγονός ότι ο πρωτόδικος Δικαστής, παρενθετικά, σχολιάζει την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε την εγγραφή του στο Μητρώο του ΦΠΑ ούτε τη χρέωση του ΦΠΑ, για να καταλήξει ότι κάτι τέτοιο έγινε, εφόσον δέχεται τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, δεν σημαίνει ότι δέχθηκε a priori ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και, στη συνέχεια, αναπόφευκτα οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι αυτός εφάρμοσε τη νομοθεσία του ΦΠΑ.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο