Golov Andrei (2001) 1 ΑΑΔ 442

(2001) 1 ΑΑΔ 442

[*442]9 Απριλίου, 2001

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΩΤΙΚΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (Ν. 95/79),

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ANDREI GOLOV ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡ. 29.3.2001 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ

ΕΚΔΟΣΗΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜΟ 5/2000.

(Αίτηση Αρ. 32/2001)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus εναντίον διατάγματος Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνάμει του οποίου ο αιτητής εκρατείτο μέχρις ότου εκδοθεί στη Γαλλία ― Δεν υπήρχε αντιστοιχία μεταξύ της εξουσιοδότησης βάσει της οποίας ενήργησε το Δικαστήριο και του διεθνούς εντάλματος σύλληψης που είχε εκδοθεί εναντίον του αιτητή σε σχέση με το αδίκημα για το οποίο ζητήθηκε η έκδοση του ― Η διαδικασία ήταν άκυρη ― Η αίτηση για έκδοση Habeas Corpus έγινε δεκτή.

Ο αιτητής που ήταν Γάλλος υπήκοος, ζήτησε την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, με το οποίο να κηρύττεται παράνομη η κράτησή του για σκοπούς έκδοσης του στη Γαλλία. Η αίτηση στηρίχθη[*443]κε στο λόγο ότι το Δικαστήριο που επιλήφθηκε του θέματος εξέτασε το θέμα, όχι σε αναφορά με το ένταλμα σύλληψης, αλλά σε αναφορά με την εξουσιοδότηση προς έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως, στην οποία αναφέρεται ότι υπεβλήθη αίτηση για έκδοση του αιτητή ο οποίος κατηγορείται για αδικήματα πλαστογραφίας τραπεζικών πιστωτικών καρτών και ότι απέσπασε μεγάλα χρηματικά ποσά από άλλα πρόσωπα κατά παράβαση του νόμου της αιτηθείσας χώρας και των άρθρων του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα που αφορούν τα αδικήματα πλαστογραφίας, απάτης, εξασφάλισης διά ψευδών παραστάσεων κλοπής και συνωμοσίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ της εξουσιοδότησης βάσει της οποίας ενήργησε το Δικαστήριο και του εντάλματος συλλήψεως, ιδιαίτερα όσον αφορά το αδίκημα της κλοπής το οποίο ήταν και το μόνο σε σχέση με το οποίο το Δικαστήριο έκρινε ότι δικαιολογείτο η έκδοση.

2.  Η άποψη του Δικαστηρίου ότι επί των γεγονότων της υπόθεσης, σε περίπτωση εξέτασης της ουσίας του πράγματος σε σχέση με την κλοπή, θα ικανοποιούντο οι πρόνοιες του Κυπριακού Ποινικού Δικαίου σε σχέση με την διάπραξη του αδικήματος της κλοπής, είναι πεπλανημένη.

Η αίτηση επιτράπηκε.

Αίτηση.

Αίτηση από τον αιτητή για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 29/3/01, με την οποία διετάχθη η έκδοσή του στη Γαλλία και συνακόλουθα η κράτησή του  μέχρι την έκδοσή του.

Πίττας, για τον Αιτητή.

Μ. Ευαγγέλου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

XATZHXAMΠΗΣ, Δ.: Με την αίτηση αυτή ο αιτητής ζητά τον έλεγχο της νομιμότητας της κράτησης του δυνάμει αποφάσεως Επαρχιακού Δικαστή με την οποία διετάχθη η έκδοση του στη Γαλ[*444]λία και συνακόλουθα η κράτηση του μέχρι την έκδοση του.  Η έκδοση είχε ζητηθεί με βάση Ρηματική Διακοίνωση και σχετική παράκληση για έκδοση από τις Γαλλικές Αρχές σε συνάρτηση με διεθνές ένταλμα σύλληψης το οποίο είχε εκδοθεί εναντίον του αιτητή.  Σχετική αναφορά έγινε στα γεγονότα της υπόθεσης και στα σχετικά άρθρα του Γαλλικού Ποινικού Κώδικα σε σχέση με τα οποία ζητείτο η έκδοση.

Σύμφωνα με το διεθνές ένταλμα σύλληψης, ο αιτητής κατηγορείτο για τα ακόλουθα αδικήματα: counterfeiting of credit/debit cards, conspiracy to swindle, possession, computer fraud, violation of individual privacy resulting from the use of electronic databases or computer files.  αναφερόμενα στο ένταλμα σύλληψης αδικήματα καθόριζαν βεβαίως απαράβατα και το πλαίσιο στο οποίο θα μπορούσε να κινηθεί η αίτηση για τη διαδικασία έκδοσης.

Η ευπαίδευτη δικαστής η οποία επελήφθη του θέματος εξέτασε το θέμα όχι σε αναφορά με το ένταλμα σύλληψης αλλά σε αναφορά με την εξουσιοδότηση προς έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως, στην οποία αναφέρεται ότι υπεβλήθη αίτηση για την έκδοση του αιτητή ο οποίος κατηγορείται για αδικήματα πλαστογραφίας τραπεζικών πιστωτικών καρτών και ότι  απέσπασε μεγάλα χρηματικά ποσά από άλλα πρόσωπα κατά παράβαση του νόμου της αιτηθείσας χώρας και των άρθρων 331, 333, 334, 336 (πλαστογραφία), 300 (απάτη), 297, 298 (εξασφάλιση αγαθών δια ψευδών παραστάσεων), 225, 262 (κλοπή) και 20 (συνομωσία) του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

Το πρώτο το οποίο παρατηρείται βεβαίως είναι ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ της εξουσιοδότησης βάσει της οποίας ενέργησε το δικαστήριο και του εντάλματος συλλήψεως, ιδιαίτερα όσον αφορά το αδίκημα της κλοπής το οποίο ήταν και το μόνο σε σχέση με το οποίο η ευπαίδευτη δικαστής έκρινε ότι δικαιολογείτο η έκδοση.  Όσον αφορά τα άλλα αδικήματα, η άποψη της ήταν ότι, σε σχέση με τη συνομωσία κατά παράβαση του άρθρου 20, το θέμα δεν αναφέρετο σε αυτοτελές αδίκημα αλλά για συνέργια του αιτητή στη διάπραξη των αναφερόμενων αδικημάτων.  Όσον αφορά την πλαστογραφία, έκρινε ότι δεν μπορούσε να θεωρηθούν ως έγγραφα εντός της έννοιας του δικού μας νόμου οι λευκές πλαστικές κάρτες που είχαν χρησιμοποιηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση και περαιτέρω ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι το αδίκημα αυτό έχει διαπραχθεί, εν πάση περιπτώσει, στη Γαλλία. Όσον αφορά την απάτη, έκρινε ότι το δόλιο τέχνασμα που χρησιμοποιήθηκε με τη συνέργια του αιτητή δεν χρησιμοποιήθηκε έναντι οποιουδήποτε ατόμου ώστε αυτό να [*445]εξαπατηθεί σύμφωνα με την απαίτηση του δικού μας δικαίου. Επικεντρώθηκε δε στο αδίκημα της κλοπής για το οποίο διαπίστωσε ότι υπήρχε βάση για την έκδοση του αιτητή.

Επανέρχομαι στο ένταλμα σύλληψης για να αναφέρω ότι ουδέποτε ζητήθηκε η έκδοση του αιτητή για κλοπή. Τα αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε η έκδοση του ήταν η πλαστογραφία πιστωτικών καρτών, συνομωσία για εξαπάτηση, κατοχή, απάτη ηλεκτρονικών υπολογιστών και παραβίαση του ιδιωτικού απορρήτου μέσω ηλεκτρονικών στοιχείων.  Στα αδικήματα αυτά δεν εμπίπτει το αδίκημα της κλοπής όπως, κατά την ουσιαστική ταύτιση που αποτελεί τη βάση του κρινόμενου θέματος, είναι αντιληπτό το αδίκημα στην Κύπρο.

Ο κ. Ευαγγέλου με παρέπεμψε στο αδίκημα του possession για το οποίο ζητήθηκε η έκδοση του αιτητή.  Εξετάζοντας όμως τις πρόνοιες του Γαλλικού Ποινικού Κώδικα όσον αφορά το criminal possession, που είναι το άρθρο 321-1, παρατηρώ ότι το αδίκημα αυτό είναι ουσιαστικά το αδίκημα της κατοχής κλεμμένης περιουσίας το οποίο ασφαλώς δεν αντιστοιχεί προς το αδίκημα της κλοπής, ούτε με την ευρύτερη δυνατή έννοια που θα μπορούσε να δοθεί στον ορισμό και την έννοια της κλοπής σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο.  Στην πραγματικότητα υπάρχει χωριστό αδίκημα και στο Κυπριακό Ποινικό Δίκαιο που είναι το αδίκημα της κατοχής κλεμμένης περιουσίας που διαφοροποιείται και δεν αντιστοιχεί με το αδίκημα της κλοπής.  Δεν ήταν λοιπόν δυνατό για την ευπαίδευτη δικαστή να εξετάσει καν θέμα διαπράξεως του αδικήματος της κλοπής εφόσον αυτό δεν ήταν μεταξύ των αδικημάτων για τα οποία ζητήθηκε η έκδοση του αιτητή.  Η ευπαίδευτη δικαστής δεν εξέτασε βεβαίως το ενδεχόμενο έκδοσης σε σχέση με το αδίκημα της κατοχής κλεμμένης περιουσίας και δεν είναι δυνατό στο στάδιο αυτό για το δικαστήριο αυτό, υπό την ιδιότητα υπό την οποία εξετάζει το θέμα, να εξέλθει του πλαισίου της αναφοράς του, που είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης του αιτητή σε σχέση με τους λόγους οι οποίοι έχουν δοθεί για την κράτηση αυτή.  Δεν είμαι λοιπόν σε θέση να εξετάσω πρωτογενώς  κατά πόσο η έκδοση θα δικαιολογείτο σε συνάρτηση με το αδίκημα της κατοχής κλεμμένης περιουσίας.

Πέραν των πιο πάνω, έχω να παρατηρήσω ότι ελέγχεται ως πεπλανημένη η άποψη της ευπαιδεύτου δικαστή, αν επρόκειτο να υπεισέλθει κανείς στην ουσία του πράγματος σε σχέση με την κλοπή, ότι επί των γεγονότων της υπόθεσης θα ικανοποιούντο οι πρόνοιες του Κυπριακού Ποινικού Δικαίου σε σχέση με τη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής.  Παρατηρώ ότι η ευπαίδευτη δικαστής εξέτασε το [*446]θέμα σε αναφορά με τη θέση ότι τα χρήματα κλάπησαν από τους κατόχους των αυθεντικών καρτών και ότι επομένως αυτοί είναι που αποστερήθησαν των χρημάτων. Η βασική προϋπόθεση της αποστέρησης όμως του ιδιοκτήτη είναι ότι αυτός έχει κατοχή ή έλεγχο των χρημάτων και δεν βλέπω πώς οι ιδιοκτήτες των αυθεντικών πιστωτικών καρτών στην προκειμένη περίπτωση, οι οποίοι δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το τι εγίνετο, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως κάτοχοι των χρημάτων ή ως έχοντες τον έλεγχο των χρημάτων, και ιδίως μη έχοντες την απαραίτητη γνώση που θα τους έδιδε αυτή την κατοχή.  Δεν εξετάζω βεβαίως κατά πόσο θα μπορούσε να είχε διαπραχθεί κλοπή σε σχέση με την ίδια την τράπεζα, εφόσον αυτό δεν είναι εκείνο που εξέτασε η ευπαίδευτη δικαστής.

Για τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι δεν δικαιολογείτο η διαταγή της έκδοσης του αιτητή στη Γαλλία και η επακόλουθη διαταγή για κράτηση του μέχρι την έκδοση του και η απόφαση παραμερίζεται με διαταγή όπως αφεθεί ελεύθερος ο αιτητής.

Η�αίτηση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο