(2001) 1 ΑΑΔ 457
[*457]11 Απριλίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
v.
1. ΕΛΕΝΑΣ ΙΑΚΩΒΟΥ,
2. ΑΝΔΡΕΑ ΙΑΚΩΒΟΥ,
3. ΑΛΕΚΑΣ ΙΑΚΩΒΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10552)
Πολιτική Δικονομία ― Παραμερισμός απόφασης που εκδόθηκε εναντίον των εναγομένων για μη καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης ― Καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού ― Παραμερισμός της απόφασης επειδή προέκυπτε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση και όχι στη βάση του κριτηρίου για το δικαιολογημένο ή μη της καθυστέρησης ― Εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέστησε αναγκαία την επέμβαση του Εφετείου.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Κατάληξη πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιφατική προς τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις του ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε τον παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην παρά τη διαπίστωσή του ότι η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό συνιστούσε ασυγχώρητη συμπεριφορά από πλευράς του αιτητή ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.
Οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι καταχώρησαν αίτηση για παραμερισμό της εναντίον τους ερήμην απόφασης οκτώμιση μήνες μετά την έκδοσή της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνοώντας το κριτήριο του δικαιολογημένου ή μη της καθυστέρησης αποδέκτηκε την αίτηση για παραμερισμό μόνο και μόνο επειδή διαπίστωσε ότι προέκυπτε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση.
Οι εφεσείοντες-ενάγοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.
[*458]
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η απόφαση εμπεριέχει παρερμηνεία των αρχών της νομολογίας όσο και αντίφαση που οδήγησε σε άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου Χωρίς «..... αναφορά στους παράγοντες που κατά φυσιολογική συνέπεια, υπενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου ......», ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.
2. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται και μπορεί να ασκείται μόνο δικαστικά με βάση τις αρχές και τα κριτήρια της νομολογίας. Ένα από αυτά τα κριτήρια, και μάλιστα σημαντικό, στην περίπτωση αίτησης για παραμερισμό απόφασης, είναι το δικαιολογημένο ή όχι της καθυστέρησης που συναρτάται προς την υποχρέωση έγκαιρης εκδίκασης και την ανάγκη για τελεσιδικία.
3. Σύμφωνα με τη νομολογία η αίτηση μπορεί να απορριφθεί παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή, η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου.
4. Η λανθασμένη αντίληψη του πρωτόδικου δικαστή επεκτείνεται και στις υποθέσεις τις οποίες παρέθεσε ως προς τη σημασία της καθυστέρησης.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941,
Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,
Mine and Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26,
KCP Commission Agents & Importers Ltd v. Μιχαήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 415,
Φραντζή ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1094.
[*459]
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 4/6/99 (Αρ. Αγωγής 1127/98) με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση των εναγομένων για παραμερισμό της απόφασης η οποία εκδόθηκε προς όφελος των εναγόντων στις 29/4/98.
Ε. Πελεκάνος με Μ. Πελεκάνο, για τους Εφεσείοντες.
Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Στις 29.4.1998 εκδόθηκε απόφαση προς όφελος των Εφεσειόντων-Εναγόντων και εναντίον των Εφεσιβλήτων-Εναγομένων κατόπιν παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης σε αγωγή που τους επεδόθη στις 20.3.1998. Η απόφαση επεδόθη στην Εφεσίβλητη 1 στις 16.5.1998. Στις 14.1.1999 οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν αίτηση για παραμερισμό της απόφασης η οποία έγινε δεκτή. Εξ ου και η έφεση.
Ο ευπαίδευτος δικαστής στην απόφαση του ασχολήθηκε, εκτός από τα διαδικαστικά θέματα που αφορούν οι λόγοι έφεσης 2 και 6, με δύο βασικά θέματα, εκείνο της προβαλλόμενης υπεράσπισης και εκείνο της καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης. Όσον αφορά το πρώτο, διαπίστωσε ότι προέκυπτε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση, η διαπίστωση δε αυτή δεν προσβάλλεται στην έφεση, η οποία ουσιαστικά επικεντρώνεται, όπως και συζητήθηκε ενώπιον μας, στο δεύτερο θέμα. Ο ευπαίδευτος δικαστής τοποθετήθηκε ευθέως επ’ αυτού. Διαπίστωσε, κατ΄αρχή, ότι, πέραν του ότι η Εφεσίβλητη 1, μετά την επίδοση της αγωγής, επικοινώνησε με τους Εφεσείοντες ζητώντας χρόνο και διευκολύνσεις και οι Εφεσείοντες της ετόνισαν ότι θα έπρεπε να φροντίσει να διευθετήσει την οφειλή της, γεγονότα που ήσαν παραδεκτά από τους Εφεσείοντες, δεν απεδείχθησαν οι όποιοι ισχυρισμοί των Εφεσιβλήτων προς εξήγηση της παράλειψης τους να καταχωρίσουν εμφάνιση εφ’ όσον αυτοί αμφισβητούντο από τους Εφεσείοντες. Προχώρησε όμως να διαπιστώσει επίσης ότι, και αν εξετάζοντο οι ισχυρισμοί των Εφεσιβλήτων, δεν δικαιολογούσαν την καθυστέρηση των οκτώμι[*460]σι μηνών στη λήψη μέτρων για παραμερισμό της απόφασης. Σημείωσε μάλιστα ότι οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν για την αγωγή από τις 20.3.1998, για την έκδοση απόφασης από τις 16.5.1998 και για αίτηση παρακοής που τους επιδόθηκε στις 15.9.1998, στα πλαίσια της ένστασης τους προς την οποία και εξεδήλωσαν για πρώτη φορά στις 4.12.1998, και αφού προηγήθησαν άλλες δύο εμφανίσεις στην αίτηση, την πρόθεση τους να λάβουν διαβήματα για παραμερισμό της απόφασης. Όπως παρατήρησε στη σ. 38, αναφερόμενος στις αιτιάσεις των Εφεσιβλήτων:
“Όλ’ αυτά εξηγούν αλλά οπωσδήποτε δε δικαιώνουν την επιδειχθείσα συμπεριφορά· με κανένα τρόπο· οι αιτιάσεις είναι ανίσχυρες. Όπως παρόμοια κρίθηκαν στη βάση όμοιων γεγονότων (με δεδομένες κάποιες διαφοροποιήσεις), στην Κώστας Φραντζής ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (ανωτέρω)· η καθυστέρηση των Εναγομένων-αιτητών παρόλο που επεξηγήθηκε δε δικαιολογήθηκε στον απαιτούμενο βαθμό· τούτο ασκεί κατά τους έντονα αρνητική επίδραση· και δυσχεραίνει τα μέγιστα τις θετικές προοπτικές της αίτησης.”
Κατά την ακρόαση της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσίβλητους επανειλημμένα επεδίωξε να επιχειρηματολογήσει για το κατά την άποψη του λανθασμένο των διαπιστώσεων του ευπαιδεύτου δικαστή ότι οι ισχυρισμοί των Εφεσιβλήτων για την καθυστέρηση τους δεν απεδείχθησαν και δεν δικαιολογούσαν την καθυστέρηση. Υποδείξαμε ότι, εφόσον ενώπιον μας είναι μόνο η έφεση και όχι οποιοδήποτε άλλο διάβημα στα πλαίσια των θεσμών, οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου οι οποίες δεν προσβάλλονται με την έφεση είναι βέβαια δεδομένες και δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο συζήτησης ή κρίσης μας. Επαναλαμβάνουμε την εκ των πραγμάτων θέση αυτή για να καταλήξουμε ότι οι εν λόγω διαπιστώσεις του δικαστηρίου συνιστούν και το υπόβαθρο των σχετικών λόγων έφεσης.
Αυτοί ουσιαστικά αναφέρονται σε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου σε αναφορά με τις αρχές της νομολογίας και τα γεγονότα. Η επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες συνοψίζεται στη θέση ότι, παρά τη διαπίστωση ότι οι αιτιάσεις των Εφεσιβλήτων για την καθυστέρηση δεν απεδείχθησαν και δεν τη δικαιολογούσαν, εν τούτοις το δικαστήριο επέτρεψε τον παραμερισμό της απόφασης. Συμφωνούμε με τη θέση αυτή, θεωρώντας ότι η απόφαση εμπεριέχει παρερμηνεία των αρχών της νομολογίας όσο και αντίφαση που οδήγησε σε άσκηση της διακριτικής εξουσιας του δικαστηρίου χωρίς [*461]“... αναφορά στους παράγοντες που κατά φυσιολογική συνέπεια, υπενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου ....” (per Πικής, Π., στη Milouca Motor Trading Ltd ν. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941 στη σ. 943), ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση μας.
Ο ευπαίδευτος δικαστής δεν παρέλειψε να κάνει πάρα πολύ εκτεταμένη και αχρείαστα γενική παράθεση της νομολογίας, όπως και να επισημάνει τη θέση και τη σημασία της καθυστέρησης στη λήψη διαβημάτων για παραμερισμό της απόφασης. Τόνισε μάλιστα ότι ο παράγοντας αυτός διέπεται από τη θεμελιακή υποχρέωση έγκαιρης εκδίκασης και τη βαρύνουσα ανάγκη τελεσιδικίας, έστω και αν υφίσταται καλή υπεράσπιση. Στη σ. 13 είπε, ορθά, ότι:
“Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης δεν αποτελεί απλώς ζήτημα ευκολίας αλλά παράγοντα υψίστης σημασίας για την ουσιαστική διεκδίκηση των δικαιωμάτων του πολίτη. Η αρχή αυτή είναι συνυφασμένη με την ανάγκη εξασφάλισης της τελεσιδικίας. Αν διάδικος μπορεί απρόσκοπτα να επιτυγχάνει επανάνοιγμα υπόθεσης, η σφραγίδα της οριστικότητας, την οποία φέρει η απόφαση, και όλα όσα εξυπακούει, καθώς και η βεβαιότητα την οποία εισάγει στη διαχείριση των υποθέσεων του ανθρώπου, θα απολεσθούν, με οδυνηρές συνέπειες στην απόδοση του δικαίου. Το αίτημα για παραμερισμό μπορεί κάλλιστα να απορριφθεί (έστω και αν έχει φανερωθεί εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην αξίωση), εκεί που η διαγωγή του αιτητή είναι τέτοια ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης· να είναι δηλαδή ασυγχώρητη και προσβλητική σε βαθμό καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου.”
Και στις σελίδες 39-41 πραγματεύθηκε τη νομολογία που αφορά ιδιαίτερα την υποχρέωση έγκαιρης εκδίκασης δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του αντίστοιχου Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υπό το πρίσμα της Κυπριακής και της Ευρωπαϊκής νομολογίας.
Παρά ταύτα, ο ευπαίδευτος δικαστής θεώρησε ότι, στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, η διαπιστωθείσα αδικαιολόγητη καθυστέρηση δεν ήταν μοιραία και ότι, όπως το έθεσε στη σ. 44:
“Χωρίς να υποβαθμίζεται η έκταση της σοβαρότητας του γεγονότος, δε θεωρώ τους χρόνους που παρέλευσαν (και ιδιαίτερα αυτό απ’ την επίδοση της αγωγής αλλά και την έκδοση της από[*462]φασης μέχρι την καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού) τέτοιας έκτασης που θα μπορούσαν να αποτελέσουν, υπό τις παρούσες συνθήκες πάντοτε, ανυπέρβλητο αρνητικό παράγοντα για την τύχη του αιτήματος.”
Το σκεπτικό του ήταν ότι, αν και η συνολική συμπεριφορά των Εφεσίβλητων ήταν όχι μόνο μη δικαιολογημένη αλλά και κατακριτέα, εν τούτοις δεν ήταν (σελίδες 45-46):
“ασυγχώρητη και προσβλητική σε βαθμό καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των Εναγόντων-καθ΄ων η αίτηση.
Έχοντας ζυγίσει κάθε τι με προσοχή, αναδιφώντας και διυλίζοντάς το μέσα από τις προμνημονευθείσες αρχές, βλέποντας την υπόθεση στο σύνολό της (με αξιολογημένο στον επιτρεπτό βαθμό το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων και των επισυνημμένων σ’ αυτές τεκμηρίων) και με πλήρη επίγνωση των ορίων (και περιορισμών) της διακριτικής μου ευχέρειας αποφάσισα την ενάσκησή της υπέρ της έγκρισης του αιτήματος.
Τούτο είναι φρονώ, ορθό, δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις· προς όφελος της καλύτερης απονομής της δικαιοσύνης· και εξισορροπητικό της διασφάλισης του δικαιώματος των Εναγόντων-αιτητών να ακουστούν στην υπόθεσή τους από τη μια και της γρήγορης διεκπεραίωσης της υπόθεσης απ’ την άλλη.
Η απόφαση μου θα ήταν (εδώ πάντοτε) η ίδια κι αν ακόμη έκρινα ότι η στάση των Εναγομένων-αιτητών ήταν επί του προκειμένου (συνειδητά) περιφρονητική τόσο προς το Δικαστήριο όσο και προς τα δικαιώματα των Εναγόντων-καθ’ ων η αίτηση· κι τούτο με βαθύτατη επίγνωση της εξαιρετικής φειδούς και προσοχής που πρέπει να περιβάλλει τέτοιες προσεγγίσεις.
Αυτός όμως είναι εδώ, κατά τη δική μου σεμνή εκτίμηση, ο ορθότερος και δικαιότερος τρόπος ενάσκησης της ενυπάρχουσας διακριτικής μου ευχέρειας· και στη μια και στην άλλη περίπτωση.”
Το σκεπτικό αυτό αποκαλύπτει τις αδυναμίες που έχουμε επισημάνει. Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, ευρεία και αν είναι, δεν ασκείται με γενική αναφορά στην ευρύτητα της και [*463]στο τι είναι ορθό, δίκαιο και εύλογο κατά την άποψη του εκδικάζοντος δικαστή, ούτε μπορεί να καλυφθεί κάτω από στερούμενες περιεχομένου αναφορές όπως “έχοντας ζυγίσει κάθε τι με προσοχή, αναδιφώντας και διυλίζοντας το μέσα από τις προμνημονευθείσες αρχές ..... και με πλήρη επίγνωση των ορίων (και περιορισμών) της διακριτικής μου ευχέρειας αποφάσισα την ενάσκηση της υπέρ της έγκρισης του αιτήματος”. Ασκείται και μπορεί να ασκείται μόνο δικαστικά με βάση τις αρχές και τα κριτήρια που καθιερώνονται στη νομολογία. Ένα από αυτά τα κριτήρια, και μάλιστα σημαντικό, στην περίπτωση αίτησης για παραμερισμό απόφασης, είναι το δικαιολογημένο ή όχι της καθυστέρησης που συναρτάται προς την υποχρέωση έγκαιρης εκδίκασης και την ανάγκη για τελεσιδικία. Εδώ ο ευπαίδευτος δικαστής ουσιαστικά αγνόησε το κριτήριο αυτό και διάταξε τον παραμερισμό μόνο και μόνο διότι διαπίστωσε ότι προέκυπτε εκ πρώτης όψης συζητήσιμη υπεράσπιση, όπως ήταν και η ενώπιον μας εισήγηση του κ. Μαθηκολώνη ότι πρέπει να γίνεται ασχέτως του αδικαιολόγητου της καθυστέρησης. Έτσι πράττοντας, όχι μόνο παρερμήνευσε τη νομολογία αλλά και οδηγήθηκε σε κατάληξη αντιφατική με τα ίδια τα δικά του ευρήματα. Η βασική διαπίστωση του ευπαίδευτου δικαστή ότι οι αιτιάσεις των Εφεσιβλήτων όχι μόνο δεν απεδείχθησαν αλλά και δεν δικαιολογούσαν την καθυστέρηση, αποκαλύπτοντας μάλιστα κατακριτέα συμπεριφορά εκ μέρους των Εφεσιβλήτων, οδηγούσε σε αντίφαση την κατάληξη του ότι η συμπεριφορά αυτή δεν ήταν “ασυγχώρητη και προσβλητική σε βαθμό καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των Εναγόντων-Καθ΄ων η Αίτηση”, ακόμα και αν η συμπεριφορά αυτή ήταν συνειδητά περιφρονητική. Αντίφαση που προέκυπτε από παρερμηνεία της νομολογίας στην εφαρμογή της, παρά το ότι, όπως παρατηρήσαμε, ο ευπαίδευτος δικαστής είχε ορθά διατυπώσει τις αρχές της νομολογίας την οποία είχε παραθέσει σε έκταση. Όπως παρατήρησε ο Πικής, Π., δίδοντας την απόφαση στην Milouca, ανωτέρω, στη σ. 945:
“Η νομολογία υποστηρίζει ότι μπορεί να απορριφθεί η αίτηση, παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή, η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου.”
Παρέπεμψε δε στα λεχθέντα στην υπόθεση Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, σ. 210:
[*464]“In exercising its discretion, the Court must strive to balance two considerations fundamental for the administration of justice: The need to uphold effectively, on the one hand, the right of a party to be heard in his cause, and the need to ensure the expeditious transaction of judicial business, on the other. The speedy determination of judicial causes is not merely a matter of convenience but an all important factor for the effective vindication of the rights of the citizen. This principle is closely associated with another consideration likewise important for the administration of justice, that is, the need to uphold finality of judgments. If a party is lightly allowed to re-open a case, the imprint of finality, attaching to a judgment, with all that goes with it, and the certainty it imports in the management of human affairs, will disappear with grave consequence to the administration of justice. (See, Observations of Megaw L.J. in Lambert v. Mainland Market [1977] 2 All E.R. 826, at p. 833 (c-d)).
The effect of the case law is that the Court must not be astute to unseat a party from his right to be heard in his cause, so long as he discloses merits. But the Court may, nevertheless, decline to reopen the case if his conduct is such as to strike at the root of the administration of justice. Where the conduct of the party applying to set aside judgment is inexcusable, contumelious to the extent of gross disregard for the judicial process or the rights of his adversary, the Court may, in its discretion, refuse to set aside judgment.”
Ανάλογη αναφορά γίνεται και στην υπόθεση Mine and Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26. Όπως το έθεσε ο Νικήτας, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση, και αφού είχε τονίσει ότι οι ισχυρισμοί του εναγόμενου παρέμειναν αναπόδεικτοι, στη σ. 30:
“Από σχετική νομολογία προκύπτει ότι η δυνατότητα ακύρωσης σχετίζεται άμεσα με την ανάγκη τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων χάρη του δημοσίου συμφέροντος: Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204. Η ανεξήγητη αργοπορία είναι παράγων που ασκεί έντονα αρνητική επίδραση κατά του διαδίκου που παρέλειψε να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία για να διεκδικήσει το δικαίωμα να ξανανοίξει την υπόθεση του.”
Ο ευπαίδευτος δικαστής, αγνοώντας την από τον ίδιο διαπιστωθείσα αδικαιολόγητη όσο και μακρά καθυστέρηση και έτσι αυτοαναιρούμενος συγχρόνως, ενήργησε έξω από το πλαίσιο της [*465]νομολογίας. Αλλά και προσέδωσε στην καθυστέρηση ένα νόημα που δεν πηγάζει από τη νομολογία, θεωρώντας το αδικαιολόγητο της συμπεριφοράς ως κρινόμενο υποκειμενικά μάλλον παρά αντικειμενικά, όπως προκύπτει και από την κατάληξη του ότι, και συνειδητά περιφρονητική να ήταν η συμπεριφορά των Εφεσιβλήτων, η απόφαση του θα ήταν η ίδια. Η λανθασμένη του αντίληψη επεκτείνεται και στις υποθέσεις τις οποίες παρέθεσε ως προς τη σημασία της καθυστέρησης. Αγνόησε ότι στις υποθέσεις αυτές ο παραμερισμός είτε δεν επετράπη ως εκ της αδικαιολόγητης καθυστέρησης (Milouca, ανωτέρω, KCP Commission Agents & Importers Ltd ν. Μιχαήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 415, Mine & Quarry Services Ltd ν. Γεωργίου, ανωτέρω), είτε επετράπη υπό ιδιαίτερες συνθήκες. Στη Φραντζή ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1094, τη μόνη αναφερθείσα υπόθεση στην οποία ο παραμερισμός επετράπη παρά τη μακρά καθυστέρηση, η έφεση δεν ήταν από τον ενάγοντα αλλά από τον ίδιο τον εναγόμενο και αφορούσε μόνο την επιβολή όρου για παροχή τραπεζικής εγγύησης ως όρου του παραμερισμού. Το δικαιολογημένο ή όχι της καθυστέρησης δεν ήταν λοιπόν καθόλου επίδικο θέμα ως προς το κατά πόσο θα έπρεπε να είχε δοθεί ο παραμερισμός. Απεναντίας, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου γίνεται αναφορά στην ανάγκη ικανοποιητικής δικαιολόγησης της καθυστέρησης προκειμένου να ασκηθεί σωστά η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να δεχθεί τον παραμερισμό. Η υπόθεση σίγουρα δεν αποφασίζει ότι η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου ασκείται ορθά παρά την ύπαρξη μακράς και αδικαιολόγητης καθυστέρησης και σίγουρα δεν μειώνει κατ’ ελάχιστο τη νομολογιακή αρχή όπως προκύπτει από τις προμνησθείσες αυθεντίες.
Η έφεση λοιπόν δεν μπορεί παρά να επιτύχει, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι άλλοι και δευτερεύοντες λόγοι έφεσης. Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Ακόλουθα, και η αίτηση για παραμερισμό της απόφασης απορρίπτεται, η δε εκδοθείσα υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσιβλήτων απόφαση επί της απαίτησης αποκαθίσταται. Οι Εφεσίβλητοι θα καταβάλουν τα έξοδα των Εφεσειόντων τόσο πρωτόδικα όσο και στην έφεση.
H�έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο