(2001) 1 ΑΑΔ 472
[*472]26 Απριλίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΕΙΡΗΝΗ Α. ΑΝΔΡΕΟΥ,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
ΖΗΝΩΝΑ ΖΗΝΩΝΟΣ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10642)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Διαπιστώσεις, συναγωγή συμπερασμάτων και κατάληξη σε ευρήματα ― Είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την αξιοπιστία μπορούν να ανατραπούν από το Εφετείο μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχθεί ως αξιόπιστη.
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Αντιφάσεις στη μαρτυρία ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση.
Ο εφεσίβλητος, αδειούχος αρχιτέκτων, αξίωσε με αγωγή του από τους εφεσείοντες ποσό £3.062 «οφειλόμενο και πληρωτέο» δυνάμει συμφωνίας για την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων προσωπικά και αλληλέγγυα για το ποσό της αγωγής με νόμιμο τόκο και έξοδα.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
Τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ευλόγως επιτρεπτά μετά την ανάλυση της μαρτυρίας και αξιολό[*473]γηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και δεν υπήρχε τίποτε που να πλήττει την κρίση του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,
Charalambides v. Hjisoteriou & Son a.ο. (1975) 1 C.L.R. 269,
Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,
Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,
Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 614,
Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396,
Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98,
Ανθία ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 558,
Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449,
Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390,
Στρατής ν. Πεντέλη – Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708,
Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 874,
Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιμνατίτου,�Ε.Δ.) που δόθηκε στις 20/9/99 (Αρ. Αγωγής 1299/96) με την οποία επεδίκασε εναντίον τους ποσό £3.062 ως οφειλόμενο και πληρωτέο προς τον ενάγοντα δυνάμει συμφωνίας για την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων.
Λ. Γεωργιάδου, για τους Εφεσείοντες.
Αγ. Μακρή, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος-ενάγων (ο εφεσίβλητος) είναι αδειούχος αρχιτέκτονας. Διατηρεί το γραφείο του στη Λευκωσία. Με αγωγή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) αξίωσε από τους εφεσείοντες-εναγομένους (οι εφεσείοντες) ποσό £3.062 “οφειλόμενο και πληρωτέο” δυνάμει συμφωνίας για την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων.
Τα ευρήματα και συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ανάλυση και αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου και απέρριψε εκείνη των εφεσειόντων. Διαπίστωσε ότι είχε συναφθεί προφορική συμφωνία μεταξύ του εφεσίβλητου και των εφεσειόντων 1 και 2 για την ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων από τον εφεσίβλητο. Συμφωνήθηκε, επίσης, όπως η πληρωμή προς τον εφεσίβλητο θα ανήρχετο σε ποσοστό 5% επί του κόστους ανέγερσης της οικοδομής, το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ £150.000 και £200.000.
Ο εφεσίβλητος προχώρησε στην ετοιμασία προσχεδίων τα οποία παρουσίασε στους εφεσείοντες και τα συζήτησε μαζί τους. Οι εφεσείοντες υπέβαλαν στον εφεσίβλητο τις παρατηρήσεις τους. Στη συνέχεια ο εφεσίβλητος προχώρησε στην ετοιμασία σχεδίων (Βλ. Τεκ. Β) τα οποία παρέδωσε στον εφεσείοντα 2 για να τα μελετήσει με σκοπό να υποβληθούν για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας. Ο εφεσείοντας 2 παρέλαβε τα σχέδια αλλά ανέφερε στον εφεσίβλητο ότι δεν θα προχωρούσε στην ανέγερση της οικοδομής.
Ως επακόλουθο των πιο πάνω διαπιστώσεων του το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται στην πληρωμή αμοιβής για την εκτέλεση εκ μέρους του εργασίας βάση της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν το συνολικό ποσό της αμοιβής και ούτε αντεξέτασαν τον εφεσίβλητο για τον τρόπο με τον οποίο καθόρισε το ποσό των £3.062, ούτε και το τί αντιπροσωπεύει το ποσό αυτό και ως εκ τούτου, η μαρτυρία του εφεσίβλητου στο θέμα αυτό παρέμεινε ανα[*475]ντίλεκτη.
Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω διαπιστώσεων του το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων προσωπικά και αλληλέγγυα για το ποσό των £3.062, με νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση.
Οι εναγόμενοι έχουν με τη παρούσα έφεση αμφισβητήσει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ισχυρίστηκαν - με τον πρώτο λόγο της έφεσης - ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα “ότι έγινε συμφωνία προφορική μεταξύ του εφεσίβλητου και των εφεσειόντων”. Υποστήριξαν συναφώς ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου και του μάρτυρα του, Γεώργιου Γεωργίου, έχουν αντιφάσεις ως προς το χρόνο και τόπο “και μεταξύ ποιών έγινε η συμφωνία”. Υποστήριξαν περαιτέρω ότι η υπάρχουσα μαρτυρία “ουδόλως συνδέει και/ή παρουσιάζει την εφεσείουσα 1 να έχει προβεί σε οποιαδήποτε συμφωνία με τον εφεσίβλητο”.
Συναφής με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης είναι και ο τέταρτος λόγος της έφεσης με τον οποίο οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. Υπέβαλαν ότι η μαρτυρία του τελευταίου “είχε αντιφάσεις και διαφορές ουσιώδεις με τη μαρτυρία του πιο πάνω μάρτυρα Γεώργιου Γεωργίου ιδιαίτερα σε σχέση με τον ισχυρισμό για την συμφωνηθείσα αμοιβή”.
Θα πραγματευθούμε μαζί τους πιο πάνω δύο λόγους της έφεσης γιατί είναι συμπλεκόμενοι. Διέπονται από τις αρχές που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. Υπέδειξε, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος προχώρησε μονομερώς στην ετοιμασία προσχεδίων και ότι τους έδωσε κάποιο πρόχειρο προσχέδιο καταρρίπτεται από το σύνολο των 39 σχεδίων τα οποία κατατέθηκαν χωρίς ένσταση.
Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους [*476]στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396).
Αναφορικά με τις αντιφάσεις παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευσθεί. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το δικαστήριο (Βλ. Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Ανθία ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 558, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Στρατής ν. Πεντέλη - Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708, Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 874 και Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787).
Αφού εξετάσαμε προσεκτικά τα όσα έχει θέσει ενώπιον μας η κα. Γεωργιάδου, εκ μέρους των εφεσειόντων, θεωρούμε ότι δεν δικαιολογείται επέμβαση μας στα ευρήματα τα οποία έχει κάμει το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με την αξιοπιστία. Τα σχετικά ευρήματα κάθε άλλο παρά παράλογα ή αυθαίρετα μπορεί να θεωρηθούν. Συνάδουν με την κοινή λογική και την ανθρώπινη πείρα. Το βάρος απόδειξης της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας το φέρει ο εφεσείων και δεν το έχει αποσείσει. Οι αντιφάσεις στις οποίες έχει αναφερθεί η κα. Γεωργιάδου δεν είναι ουσιαστικής μορφής. Σχετίζονται με μικρολεπτομέρειες και δεν δημιουργούν οποιοδήποτε ρήγμα στην υπόθεση. Περαιτέρω η μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο σαφώς παρουσιάζει την εφεσείουσα 1, η οποία ήταν και ιδιοκτήτρια του οικοπέδου, ως ένα από τα μέρη της συμφωνίας (βλ. σελ. 2 των πρακτικών). Έπεται πως οι λόγοι έφεσης 1 και 4 πρέπει να απορριφθούν.
[*477]Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος “δικαιούται αμοιβή Λ.Κ. 3.062 με βάση και κριτήριο το 5% σαν αμοιβή επί της τελικής αξίας της οικοδομής”.
Εφόσον τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων έχουν επικυρωθεί αυτό που πρέπει να εξετάσουμε είναι κατά πόσο η επίδικη κατάληξη βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Από εκείνη τη μαρτυρία προκύπτει σαφώς ότι ο εφεσίβλητος ετοίμασε 39 προσχέδια και 5 σχέδια για τους σκοπούς της πολεοδομικής άδειας. Προκύπτει, επίσης, ανάλυση της αμοιβής του 5% και ότι το επίδικο ποσό είχε χρεωθεί στη βάση της ανάλυσης.
Κρίνουμε λοιπόν ότι το εκκαλούμενο με το λόγο έφεσης συμπέρασμα βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Με τον τρίτο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι “συμφωνήθηκε ως αμοιβή ποσοστό 5% επί του κόστους ανέγερσης της οικοδομής, το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ Λ.Κ. 50.000-Λ.Κ.200.000”. Υπέβαλε, επίσης, ότι ο εφεσίβλητος δεν συνέδεσε την εφεσείουσα 1 με την ισχυριζόμενη συμφωνία για την αμοιβή του ποσοστού 5% επί της τελικής αξίας της οικοδομής.
Ισχύουν και εδώ τα όσα λέχθηκαν σε σχέση με το δεύτερο λόγο της έφεσης. Το εκκαλούμενο συμπέρασμα υποστηρίζεται από τη μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μάρτυρας Γεώργιος Γεωργίου δεν είχε προσωπικό όφελος να υποστηρίξει τον εφεσίβλητο. Η κα. Γεωργιάδου υπέβαλε ότι ο μάρτυρας Γεωργίου είναι συνεργάτης και/ή υπάλληλος με οικονομικό αντάλλαγμα στη συνεργασία του με τον εφεσίβλητο. Ο Γεωργίου σύστησε τον εφεσείοντα 2 στον εφεσίβλητο και κατά τον δικό του ισχυρισμό ο ίδιος ενημέρωσε τους εφεσείοντες ότι η χρέωση του εφεσίβλητου είναι 5%. Ο μάρτυρας Γεωργίου ανάφερε ότι δεν πληρώθηκε για την εργασία που εκτέλεσε ο εφεσίβλητος ενώ είναι συνεργάτης του, θέση που δημιουργεί εύλογα ερωτήματα.
[*478]Ο σχετικός λόγος της έφεσης άπτεται του θέματος της αξιολόγησης της μαρτυρίας του μάρτυρα Γεωργίου. Έχουμε παραθέσει την άποψη μας σε σχέση με αυτό το θέμα κατά την εξέταση των λόγων έφεσης 1 και 4. Τα όσα υπέβαλε η κα. Γεωργιάδου σε σχέση με τον πέμπτο λόγο της έφεσης δεν δικαιολογούν επέμβαση μας στο θέμα της αξιοπιστίας του μάρτυρα Γεωργίου. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο