Tιτώνη Γεώργιος ν. Xαρ. Πηλακούτας Λτδ. (2001) 1 ΑΑΔ 479

(2001) 1 ΑΑΔ 479

[*479]26 Απριλίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΙΤΩΝΗ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΧΑΡ. ΠΗΛΑΚΟΥΤΑΣ ΛΤΔ.,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10533)

 

Αμέλεια ― Εργατικό ατύχημα ― Συντρέχουσα αμέλεια ― Μηχανικός αυτοκινήτων τραυματίσθηκε σοβαρά στο πόδι από ανατροπή βάσης («σταντ») και πτώση μηχανής αυτοκινήτου που ήταν τοποθετημένη στο «σταντ», σε συνεργείο επιδιόρθωσης οχημάτων ― Κρίθηκε ότι ήταν και ο ίδιος ένοχος συντρέχουσας αμέλειας σε ποσοστό 20% ― Η απόδοση συντρέχουσας αμέλειας ακυρώθηκε κατ’ έφεση επειδή το στοιχείο αμέλειας που απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον εφεσείοντα δεν είχε δικογραφηθεί ούτε είχε θιγεί στην πρωτόδικη διαδικασία.

Αμέλεια ― Εργατικό ατύχημα ― Ευθύνη εργοδότη ― Ο εργοδότης ευθύνεται για την αμέλεια των υπαλλήλων του έναντι των συναδέλφων τους με τον ίδιο τρόπο που ευθύνεται για την αμέλεια τους έναντι τρίτων, νοουμένου ότι η αμέλεια επισυνέβηκε στη διάρκεια εργοδότησής τους ― Η ευθύνη εργοδότη περιλαμβάνει και την παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας.

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Μηχανικός αυτοκινήτων ηλικίας 34 ετών κατά το ατύχημα ― Σοβαρός τραυματισμός στο πόδι (περιοχή γόνατος) ― Υποβολή σε εγχείρηση για αφαίρεση του μηνίσκου και συρραφής των χιαστών συνδέσμων ― Ακινητοποίηση του ποδιού για δέκα μέρες παραμονής στο Νοσοκομείο και όταν ο εφεσείων εξήλθε έφερε γύψινο κύλινδρο και άρχισε να βαδίζει με τη βοήθεια βακτιρίων μασχάλης ― Μόνιμα κατάλοιπα: Αδυναμία στο βαθύ κάθισμα, μη δυνατότητα τρεξίματος, πόνος κατά το γονάτισμα και ανεβοκατέβασμα σκάλων, μη δυνατότητα άρσης βάρους και μακράς βάδισης ― Παρουσία αστάθειας στο δεξιό γόνατο ― Ανάγκη διενέργειας νέας χειρουργικής επέμβασης ― Αρχόμενες αλλοιώσεις οστεοαρθρίτιδας [*480]και ασβεστώσεις εις τα μαλακά μόρια της περιοχής του έσω μηριαίου κονδύλου του πλαγίου συνδέσμου ― Το επιδικασθέν ποσό των £10.000 επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Μείωση ικανότητας για εργασία ― Σωματικές βλάβες ― Δημιουργία επιχείρησης ― Επιδίκαση ποσού £4.000 ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Αποζημιώσεις ― Πολλαπλασιαστής και πολλαπλασιαστέος ― Γενικές αποζημιώσεις ― Καθορισμός αποζημιώσεων για απώλεια ικανότητας εργασίας από ζημιά που δεν συσχετίζεται με συγκεκριμένη απώλεια εισοδημάτων στο μέλλον ― Η ζημιά προσμετρά ως απώλεια που ανάγεται στις γενικές αποζημιώσεις και όχι κάτω από συγκεκριμένο κονδύλι μελλοντικής ζημιάς ― Η μέθοδος του πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου δεν προσφέρεται, ελλείπει ο πολλαπλασιαστέος.

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Απώλεια εισοδήματος κατά τη διάρκεια ανάρρωσης από μελλοντική εγχείρηση ― Επιδίκαση ποσού £1.500 κατ’ έφεση.

Αμέλεια ― Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αποζημιώσεις ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου στον υπολογισμό των αποζημιώσεων από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Την 9.7.91, ο εφεσείων, ενώ εργαζόταν εις το συνεργείο επιδιόρθωσης οχημάτων της εφεσίβλητης τραυματίστηκε από μηχανή αυτοκινήτου η οποία ήταν τοποθετημένη επί τριγωνικής βάσης («σταντ»). Η τελευταία ανετράπη με αποτέλεσμα η μηχανή να επιπέσει επί του εφεσείοντος και να του προξενήσει σωματικές βλάβες. Ο εφεσείων βρισκόταν στην υπηρεσία της εφεσίβλητης για 10 περίπου χρόνια. Το ατύχημα συνέβηκε όταν ο βοηθός του εφεσείοντος Μ.Ε. 1 έφερε το «παλάγκο» κοντά στο «σταντ» ώστε να στερεωθεί σε αυτό η μηχανή για να την επανατοποθετήσουν στο όχημα.  Το «παλάγκο» κτύπησε στο «σταντ», αυτό έγειρε και η μηχανή καταπλάκωσε το δεξί πόδι του εφεσείοντος. Αυτός υπέστη: πολλαπλή ρήξη έσω πλαγίου συνδέσμου, ρήξη αρθρικού υμένος, ρήξη του γόνατος και ρήξη αμφοτέρων των χιαστών συνδέσμων του γόνατος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσείοντα επειδή παρέλειψε – ως όφειλε – να καθοδηγήσει και προειδοποιήσει τον Μ.Ε. 1 αναφορικά με την κίνηση του παλάγκου.

Η ευθύνη επιμερίστηκε σε ποσοστό 80% στην εφεσίβλητη και σε ποσοστό 20% στον εφεσείοντα.

[*481]

Οι γενικές αποζημιώσεις οι οποίες επιδικάσθηκαν για τις σωματικές βλάβες του εφεσείοντος ήταν £10.000.

Στις 30.6.93, ο εφεσείων παραιτήθηκε από την εργασία του.  Ο μισθός του κατά τον χρόνο της παραίτησης του ήταν ακάθαρτος £455.60 και καθαρός £392,60.  Μετά την παραίτησή του ο εφεσείων άρχισε να λειτουργεί δικό του συνεργείο επισκευής μηχανών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντος σχετικά με τις απολαβές του στη διάρκεια αυτοεργοδότησής του και κατάληξε στο ότι δεν μπορούσε να λειτουργήσει στην περίπτωση η μέθοδος πολλαπλασιαστή – πολλαπλασιαστέου παρόλο ότι υπήρξε μείωση της ικανότητάς του για εργασία.  Σημείωσε, ωστόσο, ότι η μείωση αυτή είχε τις επιπτώσεις στις δυνατότητες του να προσφέρει υπηρεσία στη δική του επιχείρηση γι’ αυτό έπρεπε να αποζημιωθεί.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο του επιδίκασε ποσό £4.000 για τη μείωση της ικανότητάς του για εργασία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε ποσό £2.000 για τα έξοδα μελλοντικής εγχείρησης του εφεσείοντος.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας την απόδοση συντρέχουσας αμέλειας σε αυτόν και την ορθότητα του ποσού των γενικών αποζημιώσεων.  Προσβλήθηκε επίσης το μέρος της απόφασης με το οποίο η απώλεια των μελλοντικών απολαβών δεν καθορίστηκε πάνω στη βάση του πολλαπλασιαστή και του πλλαπλασιαστέου, το επιδικασθέν ποσό των £4.000 και η μη επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού για απώλεια απολαβών του εφεσείοντος στη διάρκεια ανάρρωσής του από την μελλοντική εγχείρηση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Εσφαλμένα ο εφεσείων κρίθηκε υπεύθυνος για συντρέχουσα αμέλεια εφόσον στην έκθεση υπεράσπισης – λεπτομέρειες αμέλειας – δεν υπήρχε η λεπτομέρεια αμέλειας που απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον εφεσείοντα.

2.  Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων βρίσκεται εντός των παραδεκτών ορίων.

3.  Εφόσον δεν μπορούσε να λειτουργήσει η μέθοδος πολλαπλασιαστή-πολλαπλασιαστέου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι η μείωση της ικανότητας για εργασία αποτελεί ζημιά που προσμετρά [*482]ως απώλεια στις γενικές αποζημιώσεις.

4.  Το επιδικασθέν ποσό των £4.000 για τη μείωση ικανότητας για εργασία αποτελεί εύλογη αποζημίωση ενόψη των λόγων οι οποίοι οδήγησαν το Δικαστήριο στην επιδίκασή του και του γεγονότος ότι η μελλοντική εγχείρηση για την οποία έχει επιδικασθεί ποσό £2.000 θα έχει ως αποτέλεσμα την πιθανότητα εξαφάνισης του περιορισμού της κίνησης του γόνατος και του πόνου.

5.  Με βάση τα δεδομένα τα οποία οδήγησαν στην επιδίκαση του ποσού των £4.000 μπορεί να επιδικασθεί στον εφεσείοντα ποσό £1.500 για την περίοδο των 4 έως 5 μηνών της ανάρρωσής του από τη μελλοντική εγχείρηση.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς. Η εφεσίβλητη διατάχθηκε όπως πληρώσει στον εφεσείοντα το ½ των εξόδων της έφεσης. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα προσαρμόσθηκε στην κλίμακα που διαμορφώθηκε σαν αποτέλεσμα της μερικής επιτυχίας της έφεσης.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Kezou v. Comarine Ltd (1978) 1 C.L.R. 334,

Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,

Ioannou v. Howard (1966) 1 C.L.R. 45,

Antoniou v. Iordanous a.o. (1976) 1 C.L.R. 341,

Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475,

Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 453,

Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396,

Παναγιώτου ν. Φραγκίσκου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 687,

Ιακώβου ν. Παπαδάκη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 2079,

Κωμιάτη ν. Πόλιτσου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 226.

Έφεση.

[*483]

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 5/4/99 (Αρ. Αγωγής 1741/92) με την οποία κρίθηκε ένοχος συντρέχουσας αμέλειας για ατύχημα στα πλαίσια της εργοδοσίας του από την εναγόμενη και επεδίκασε υπέρ αυτού ποσό £10.000 ως γενικές αποζημιώσεις, £4.000 για μείωση της ικανότητας του για εργασία και £2.000 για τα έξοδα της εγχείρησης.

Κ. Χ” Πιέρας, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Αραούζος, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο ενάγων-εφεσείων (ο εφεσείων) ήταν υπάλληλος της εναγόμενης-εφεσίβλητης (η εφεσίβλητη). Την 9.7.91 ενώ εργαζόταν ως μηχανικός εις το συνεργείο επιδιορθώσεως οχημάτων της εφεσίβλητης τραυματίσθηκε από  μηχανή αυτοκινήτου η οποίο ήτο τοποθετημένη επί τριγωνικής κινητής βάσης (“στάντ”). Η τελευταία ανετράπη με αποτέλεσμα η μηχανή να επιπέσει επί του εφεσείοντος και να του προξενήσει σωματικές βλάβες. Με αγωγή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) ο εφεσείων απέδωσε την ευθύνη για το ατύχημα στην εφεσίβλητη και αξίωσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.

Οι συνθήκες του ατυχήματος.

Οι συνθήκες τραυματισμού του εφεσείοντα έχουν ως εξής:

Την 9.7.91 ο εφεσείων εργαζόταν εις το συνεργείο επιδιόρθωσης οχημάτων της εφεσίβλητης. Βρισκόταν στην υπηρεσία της δια 10 περίπου έτη. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία επισκεύαζε μια μηχανή αυτοκινήτου. Την είχε προηγουμένως τοποθετήσει σ’ ένα “στάντ”. Το τελευταίο είχε τρία πόδια τα οποία κατέληγαν προς τα κάτω σε τροχούς δια να είναι δυνατή η μετακίνηση του. Τα 3 πόδια εις το άνω μέρος είχαν μια σωλήνα η οποία κατέληγε εις το άνω μέρος σε μια βάση όπου τοποθετείτο η μηχανή και μια βίδα την στερέωνε να μην πέσει.  Επί της μηχανής ευρίσκετο προσαρτημένο και το κιβώτιο ταχυτήτων (gear box).  Ο εφεσείων κάλεσε τον βοηθό του, Μ.Ε.1, να φέρει το “παλάγκο” κοντά στο “στάντ” ώστε να στερεωθεί εις αυτό η μηχανή δια να την επανατοποθετήσουν εις το όχημα. Ο Μ.Ε.1 το έφερε και ο εφεσείων του είπε να το μετακινήσει πιο κοντά εις το “στάντ” ώστε η αλυσίδα του “παλάγκου” να δύναται να “γαντζώσει” εις την μηχανή. Εις την προσπάθεια αυτή του Μ.Ε.1, ένα από τα δύο πόδια του “παλάγκου” κτύπησε το “στάντ” με αποτέλεσμα αυτό να “γείρει” με την μηχανή και να καταπλακώσει το δεξιό πόδι του εφεσείοντα.

Οι διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - Ευθύνη της εφεσίβλητης.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας έκαμε τις πιο κάτω διαπιστώσεις:

Κατά τον ουσιώδη χρόνο και νωρίτερα ασφαλώς δεν δόθησαν εις τον εφεσείοντα και τον Μ.Ε.1 οδηγίες ότι η μηχανή καθ΄ ον χρόνο ευρίσκετο εις το “στάντ” μετά την διόρθωση της έπρεπε να στερεώνετο με το “παλάγκο”, ακολούθως να τοποθετείται το κιβώτιο ταχυτήτων και εν συνεχεία με την βοήθεια του “παλάγκου” να τοποθετείται εις το αυτοκίνητο. Ο τρόπος εργασίας των ήτο μετά την διόρθωση της μηχανής και ενώ ευρίσκετο εις το “στάντ” να τοποθετούν εις αυτήν το κιβώτιο ταχυτήτων και εν συνεχεία με την βοήθεια του “παλάγκου” να την επανατοποθετούν εις το αυτοκίνητο.

Το “στάντ” με τη μηχανή ανετράπη (έγειρε) όταν ο Μ.Ε.1 με το “παλάγκο” κτύπησε το “στάντ” ως άνω. Ο Μ.Ε.1 κατά του ουσιώδη χρόνο εργοδοτείτο από την εφεσίβλητη και η ενέργεια του ως άνω αναφέρεται ήτοι να σπρώξει το “παλάγκο” και να κτυπήσει με αυτό το “στάντ” που είχε αποτέλεσμα την ανατροπή του, ήτο μέσα εις τα πλαίσια της εργοδοσίας του. Αυτή η ενέργεια του Μ.Ε.1 συνιστούσε αμέλεια δια την οποία ευθύνεται η εφεσίβλητη.

Παρεμβάλλουμε ότι νομικό έρεισμα της τελευταίας κατάληξης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν η απόφαση στην Kezou v. Comarine Ltd (1978) 1 C.L.R. 334* στην οποία έχει νομολογηθεί ότι ο εργοδότης ευθύνεται για την αμέλεια των υπαλλήλων του έναντι των συναδέλφων τους με τον ίδιο τρόπο που ευθύνεται για την [*485]αμέλεια τους έναντι τρίτων και ότι ο εργοδότης ευθύνεται με αυτό τον τρόπο αν η αμέλεια επισυμβεί στη διάρκεια της εργοδότησης τους.

Πέραν όμως των πιο πάνω - συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - η εφεσίβλητη είναι υπεύθυνη και δια το γεγονός ότι δεν εγκαθίδρυσε ασφαλές σύστημα εργασίας. Η εφεσίβλητη γνώριζε ότι η τοποθέτηση του κιβωτίου ταχυτήτων επί της μηχανής όταν αυτή ευρισκόταν εις το “στάντ” είχε ως αποτέλεσμα την μετατόπιση του κέντρου βάρους του συνόλου με κίνδυνο την ανατροπή του “στάντ”. Ο κίνδυνος ήτο εμφανής και όμως παρέλειψε να δώσει τις αναγκαίες οδηγίες ώστε σε καμιά περίπτωση να μη τοποθετείται το κιβώτιο ταχυτήτων ως άνω όταν η μηχανή ευρίσκετο εις το στάντ ή εάν τοποθετείτο τότε η μηχανή μαζί με το κιβώτιο ταχυτήτων να συγκρατείται με το “παλάγκο”. Περαιτέρω - κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - ήτο γνωστό ότι εάν επί του συγκεκριμένου “στάντ” (με 3 πόδια) τοποθετείτο μηχανή, με τοποθετημένο επ’  αυτής του κιβωτίου ταχυτήτων το κέντρο βάρους μετατίθετο και το “στάντ” καθίστατο “επικίνδυνο” να ανατραπεί. “Εφ’ όσον γνώριζαν αυτό γιατί δεν το αντικατέστησαν με άλλο πιο ασφαλές.”

Για όλους τους πιο πάνω λόγους το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη υπήρξε ένοχη αμέλειας και ευθύνεται για το επίδικο ατύχημα.

Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα της συντρέχουσας αμέλειας του εφεσείοντα.  Έλαβε υπόψη ότι:  Ο εφεσείων ήταν έμπειρος μηχανικός. Γνώριζε ότι το συγκεκριμένο “στάντ” ήταν προβληματικό και ότι στο παρελθόν σε 1-2 περιπτώσεις ανετράπη με μόνο την μηχανή τοποθετημένη σ’ αυτό. Το κιβώτιο ταχυτήτων όταν τοποθετείτο επί της μηχανής εξείχε από το στάντ 30-40 εκ.  Ο εφεσείων γνώριζε την κατασκευή και χρήση του “παλάγκου”. Ο εφεσείων γνώριζε ότι η τοποθέτηση του κιβωτίου ταχυτήτων εγκυμονούσε κινδύνους ανατροπής του “στάντ” και ότι ήταν αυτός - ο εφεσείων - που καθοδηγούσε και ήλεγχε την όλη εργασία κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ανωτέρω το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων “συνέδραμε εις την πρόκληση του ατυχήματος”. Όπως το έθεσε:

“Δεδομένης, της γνωστής εις αυτόν, επικινδυνότητας της ανατροπής του στάντ όφειλε να καθοδηγήσει και προειδοποιήσει τον βοηθό του Μ.Ε.1 αναφορικά με την κίνηση του παλάγκου προς [*486]το στάντ και απέτυχε εις την υποχρέωση του αυτή ώστε να προφυλάξει την ασφάλεια του λαμβανομένης υπ’  όψιν της θέσης του που ήτο δίπλα από το στάντ”.

Έχοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη ευθύνεται κατά 80% δια το ατύχημα και ο εφεσείων κατά 20%.

Οι κακώσεις και η θεραπεία που έχει υποστεί ο εφεσείων και τα κατάλοιπα από τις κακώσεις.

Μετά το ατύχημα ο εφεσείων μετεφέρθει εις το Νοσοκομείο Λεμεσού όπου υπό γενική νάρκωση υπεβλήθη εις χειρουργική επέμβαση.

Οι κακώσεις που υπέστη ήταν:

“(α)  Πολλαπλή ρήξη έσω πλαγίου συνδέσμου.

(β)  Ρήξη αρθρικού υμένος μέχρι την οπισθία επιφάνεια του γόνατος.

(γ)  Ρήξη του γόνατος.

(δ)  Ρήξη αμφοτέρων των χιαστών συνδέσμων του γόνατος.”

“Κατά την εγχείρηση αφαιρέθη ο μηνίσκος και έγινε προσπάθεια συρραφής των χιαστών συνδέσμων. Έγινε συρραφή του αρθρικού υμένος και πολλαπλή συρραφή του έσω πλαγίου συνδέσμου κατά στρώματα. Το πόδι ακινητοποιήθη σε γύψο και παρέμεινε εις το Νοσοκομείο μέχρι την 19.7.91 ότε και εξήλθε φέρων γύψινον κύλινδρον και άρχισε να βαδίζει με την βοήθεια βακτηρίων μασχάλης ..... η αφαίρεση του γύψου έγινε μετά έξι βδομάδες και υποβάλλετο σε φυσιοθεραπεία.” Η φυσιοθεραπεία διήρκησε 3 μήνες περίπου.

Τα μόνιμα κατάλοιπα συνίστανται εις το ότι αδυνατεί εις το βαθύ κάθισμα, δεν μπορεί να τρέξει και πονεί όταν γονατά, ανεβοκατεβαίνει σκάλες, δεν μπορεί να σηκώσει βάρος ούτε να “βαδίζει επί μακρώ”. Το δεξιό του γόνατο παρουσιάζει πρόσθια και πλάγια αστάθεια με μειωμένη κάμψη κατά 10-12°.  Επίσης ο δεξιός τετρακέφαλος μυς παρουσιάζει ατροφία κατά 2-2½ εκ. έναντι του αριστερού, έχει μόνιμη μυϊκή ατροφία και υπάρχει μετεγχειρητική ουλή μήκους 20 εκ. εις την έσω επιφάνεια του δεξιού γόνατος.

[*487]

Παρίσταται ανάγκη διενέργειας νέας χειρουργικής επέμβασης για αποκατάσταση της συνεχείας του προσθίου χιαστού συνδέσμου με αυτομόσχευμα ή με τεχνητό σύνδεσμο.

Περαιτέρω δημιουργήθηκαν εις το δεξιό γόνατο αρχόμενες αλλοιώσεις οστεοαρθρίτιδος και ασβεστώσεις εις τα μαλακά μόρια της περιοχής του έσω μηριαίου κονδύλου του πλαγίου συνδέσμου.

Οι γενικές αποζημιώσεις.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε ποσό της τάξεως των £10.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων. Καθώς αναφέρει στην απόφαση του έλαβε υπόψη τον πόνο, ταλαιπωρία, τις λεπτομέρειες τραυματισμού του εφεσείοντα, τα μόνιμα κατάλοιπα, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει εις την εργασία του και καθημερινή δραστηριότητα του, την θεραπεία στην οποία έχει υποβληθεί, την αναγκαιότητα νέας επεμβάσεως με συνεπακόλουθα κάποιο πόνο, ταλαιπωρία και δυσχέρεια και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα.   Έκρινε ότι το ορθό και εύλογο ποσό αποζημιώσεων είναι εκείνο των  £10.000.

Η μελλοντική απώλεια απολαβών.

Τα σχετικά με το πιο πάνω θέμα γεγονότα έχουν ως εξής:

Ο εφεσείων προσελήφθη εις την υπηρεσία της εφεσίβλητης προ 10ετίας περίπου πριν το ατύχημα.  Κατά τον ουσιώδη χρόνο εργάζετο ως μηχανικός. Παρέμεινε εις το Νοσοκομείο μέχρι τις 19.7.91. Εν συνεχεία λόγω της κατάστασης της υγείας του δεν εργάσθηκε δια 6 μήνες και επέστρεψε στην εργασία του μετά την περίοδο αυτή. Καθ’ όλη την περίοδο απουσίας του πληρώνετο κανονικά και η εφεσίβλητη είσπραξε το επίδομα τραυματισμού που χορηγήθηκε εις τον εφεσείοντα από το Υπουργείο Εργασίας συμποσούμενο εις £522.12. Στη συνέχεια ο εφεσείων συνέχισε την εργασία του εις την εφεσίβλητη μέχρι την 30.6.93 ότε και παραιτήθη από μόνος του.  Ο μισθός του κατά τον χρόνο της παραίτησης του ήτο ακάθαρτος £455.60 και καθαρός £392.60.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε την εκδοχή του εφεσείοντα ότι η παραίτηση του οφειλόταν στην συμπεριφορά της εφεσίβλητης. Έκρινε ότι η παραίτηση του οφειλόταν σε δική του επιθυμία. Απόρροια αυτής της κρίσεως του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι “δεν δύναται να συνδεθεί η τυχόν απώλεια του ενάγοντος [*488]λόγω μειώσεως της εισοδηματικής του ικανότητος με συγκεκριμένη απώλεια εισοδημάτων εις το μέλλον και συγκεκριμένα σε συνάρτηση με τις απολαβές που θα είχε εις την Εναγομένη εάν συνέχιζε να εργοδοτείται εις αυτήν”.

Μετά την παραίτηση του από την υπηρεσία της εφεσίβλητης ο εφεσείων έγινε αυτοεργοδοτούμενος. Άρχισε να λειτουργεί δικό του συνεργείο επισκευής μηχανών.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αν ο εφεσείων συνέχιζε να εργοδοτείται από την εφεσίβλητη “ο καθαρός του  μισθός κατά το χρόνο της δίκης θα ήτο £586.90 και ο ακάθαρτος £688.33”. Δεν έκαμε δεκτή τη μαρτυρία του εφεσείοντα που σχετιζόταν με τις απολαβές του στη διάρκεια αυτοεργοδότησης του. Έκρινε ότι η επί του προκειμένου μαρτυρία του εφεσείοντα ήταν ανειλικρινής, μη πειστική και ελλειπής. Όπως το έθεσε:

“Προτίμησε - ο εφεσείων - να παρουσιάσει μια νεφελώδη κατάσταση διότι πίστευε ότι με αυτό τον τρόπο εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του.

Δεν εξηγείται διαφορετικά να είναι αυτοεργοδοτούμενος, να εργοδοτεί λογιστικό-ελεγκτικό γραφείο τουλάχιστον από τον Οκτώβρη 1995, να υποβάλει φορολογικές δηλώσεις και όμως να μην παρουσιάσει τα στοιχεία αυτά, όπως και τα βιβλία που πρέπει να τηρεί εφόσον είναι εγγεγραμμένος δια σκοπούς Φ.Π.Α. δια να καταφανούν τα έσοδα του.  Να σημειωθεί ότι φορολογικές δηλώσεις δια προηγούμενα χρόνια (1987-1991) φρόντισε και παρουσιάσθησαν.  Προκύπτει αβίαστα από τη μαρτυρία του Ενάγοντα ότι αυτός είχε εις τη διάθεση του όλα τ’ αναγκαία στοιχεία δια τα εισοδήματα του και όμως απέφυγε να τα παρουσιάσει αρκούμενος σε γενικότητες και αοριστίες.”

Λόγω της απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντα το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε “ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει εις την περίπτωση η μέθοδος πολλαπλασιαστή-πολλαπλασιαστέου ελλείψει του πολλαπλασιαστέου  παρόλο ότι υπήρξε μείωση της ικανότητας του εφεσείοντα για εργασία”. Υπέδειξε, ωστόσο, ότι η μείωση της ικανότητος του εφεσείοντα για εργασία έχει επιπτώσεις στις δυνατότητες του να προσφέρει υπηρεσία στην δική του επιχείρηση και κατά συνέπεια θα πρέπει να αποζημιωθεί. Η ζημιά - κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - προσμετρά ως απώλεια που ανάγεται στις γενικές αποζημιώσεις και όχι κάτω από συγκεκριμένο κονδύλι μελλοντικής ζημιάς (Βλ. Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66).

[*489]

Αφού έλαβε υπόψη ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος ο εφεσείων ήταν 34 περίπου ετών και κατά τη δίκη 42 περίπου ετών το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό των £4.000 “ήταν εύλογο και δίκαιο για τη μείωση της ικανότητας δια εργασία” του εφεσείοντα.

Έλαβε υπόψη ότι: Η ανικανότητα του εφεσείοντα συνίσταται εις πόνο μετά από παρατεταμένη ορθοστασία, δυσκολία εις το βαθύ  κάθισμα το οποίο του προκαλεί πόνο, δυσκολία εις την ανασήκωση μεγάλου βάρους, δυσκαμψία και αστάθεια δεξιού γόνατος. Οι κινήσεις του δεξιού γόνατος είναι περιορισμένες και επώδυνες. Η ανικανότητα του εφεσείοντα δεν τον εμποδίζει ν’ ασκεί το επάγγελμα του ήτοι αυτό του μηχανικού. Ούτε δύναται να χαρακτηρισθεί ως ιδιαίτερα μεγάλη. Μελλοντική εγχείρηση την οποία οι μάρτυρες ιατροί θεωρούν αναγκαία με αρκετά καλές πιθανότητες επιτυχίας, θα έχει ως αποτέλεσμα την πιθανότητα εξαφανίσεως του περιορισμού της κινήσεως του γόνατος και ο πόνος μετά βεβαιότητος, θα εξαφανισθεί. Η αστάθεια θα βελτιωθεί και ο εφεσείων θα δύναται να κάνει βαθύ κάθισμα.

Μελλοντική εγχείρηση.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αναγκαία η μελλοντική εγχείρηση του εφεσείοντα δια αποκατάσταση του οπίσθιου και εμπρόσθιου συνδέσμου με στόχο την σταθεροποίηση του γόνατος οπότε θα εξαφανισθεί και ο πόνος και τα οιδήματα.  Επεδίκασε στον εφεσείοντα ποσό £2.000 δια τα έξοδα της εγχείρησης. Δεν επεδίκασε οποιοδήποτε ποσό για την περίοδο - των 4-5 μηνών - της ανάρρωσης “εν όψει της αποτυχίας του Ενάγοντος ν’ αποδείξει τις απολαβές του και συνεπώς τις απώλειες του από την εγχείρηση κατά τον χρόνο της δίκης ή κατά τον ουσιώδη χρόνο της εγχείρησης”.

Η έφεση.

Η απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στον εφεσείοντα έχει αμφισβητηθεί με τον πρώτο λόγο της έφεσης. Ο κ. Χ” Πιέρας, εκ μέρους του εφεσείοντα, αναφέρθηκε, ανάμεσα σ’ άλλα, στο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την παράλειψη του εφεσείοντα να προειδοποιήσει τον βοηθό του αναφορικά με την κίνηση του “παλάγκου”. Υπέβαλε ότι αυτό είναι λανθασμένο γιατί ουδεμία μαρτυρία υπάρχει ότι αυτό δεν το έκαμε ο εφεσείων.  Ο τελευταίος και ο Μ.Ε.1 δεν ερωτήθηκαν επί του σημείου αυτού και το θέμα δεν είχε θιγεί πρωτόδικα.

[*490]

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσείοντα γιατί παρέλειψε - ως όφειλε - να καθοδηγήσει και προειδοποιήσει τον βοηθό του Μ.Ε.1 αναφορικά με την κίνηση του παλάγκου. Υπεδείξαμε στον κ. Αραούζο, ο οποίος εμφανίσθηκε για την εφεσίβλητη, ότι στην έκθεση υπεράσπισης - λεπτομέρειες αμέλειας - δεν υπάρχει η λεπτομέρεια αμέλειας που απέδωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στον εφεσείοντα. Ο κ. Αραούζος ομολόγησε ότι αυστηρώς ομιλούντες δεν υπάρχει η συγκεκριμένη λεπτομέρεια αμέλειας. Υπέβαλε ωστόσο ότι η συγκεκριμένη αμέλεια καλύπτεται από τις παραγ. 6(ε), (στ) και (ζ) της υπεράσπισης. Δεν συμφωνούμε. Η έκθεση υπεράσπισης δεν καλύπτει την συγκεκριμένη παράλειψη του εφεσείοντα.

Η μη έγερση του  θέματος στην πρωτόδικη διαδικασία, προφανώς λόγω της μη περίληψης του στα δικόγραφα, έχει στερήσει από τον εφεσείοντα την ευκαιρία να προβάλει τη θέση του.  Θεωρούμε λοιπόν ότι εσφαλμένα ο εφεσείων κρίθηκε υπεύθυνος για συντρέχουσα αμέλεια σε σχέση με στοιχείο αμέλειας ή παράλειψη η οποία δεν είχε θιγεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία και η οποία δεν είχε δικογραφηθεί.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να πετύχει. Η πρωτόδικη κατάληξη για τον επιμερισμό ευθύνης στον εφεσείοντα παραμερίζεται.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του ποσού των γενικών αποζημιώσεων. Ο κ. Χ” Πιέρας υπέβαλε ότι το ποσό αυτό είναι υπερβολικά χαμηλό, λαμβανομένων υπόψη της ηλικίας του εφεσείοντα, των τραυμάτων και καταλοίπων και της θεραπείας στην οποία είχε υποβληθεί.

Καθώς έχει νομολογηθεί το Εφετείο δεν δικαιολογείται  να επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός αν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή τόσο έκδηλα ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται  παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων δικαιούται ο ενάγων (βλ. Ioannou v. Howard (1966) 1 C.L.R. 45, Antoniou v. Iordanous and Another (1976) 1 C.L.R. 341, Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 453, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396, Παναγιώτου ν. Φραγκίσκου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 687 και Ιακώβου ν. Παπαδάκη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 2079).

[*491]Έχουμε λάβει υπόψη τις κακώσεις που έχει υποστεί ο εφεσείων, τα κατάλοιπα των κακώσεων καθώς και κάθε σχετικό με τον καθορισμό των αποζημιώσεων παράγοντα. Θεωρούμε ότι το ποσό που έχει επιδικασθεί στον εφεσείοντα βρίσκεται εντός των παραδεκτών ορίων και δεν υφίσταται πεδίο επέμβασης μας.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης προσβάλλεται το μέρος της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο η απώλεια μελλοντικών απολαβών δεν καθορίστηκε πάνω στη βάση πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου.  Ο κ. Χ” Πιέρας υπέβαλε ότι ήταν δικαίωμα του εφεσείοντα να παραιτηθεί από την εργασία του και αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο τα τραύματα του εφεσείοντα επιφέρουν ή όχι μείωση του εισοδήματος του.  “Το κριτήριο είναι εάν έχει μειωθεί το εισόδημα του εφεσείοντα συγκρινόμενο με αυτό που μπορεί να έχει στην ανοικτή αγορά”. Ο εφεσείων με την δική του μαρτυρία και εκείνη του λογιστή του έχει αποδείξει απώλεια απολαβών ”τουλάχιστον της τάξεως των £200 μηνιαίως” και το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη σχετική μαρτυρία.

Αυτό που κατά την κρίση μας έπρεπε να είχε αποδείξει ο εφεσείοντας ήταν το ύψος της μείωσης των εισοδημάτων του λόγω της μείωσης της ικανότητας του για εργασία. Από την ίδια την μαρτυρία αυτού τούτου του εφεσείοντα καταφαίνεται ότι τα εισοδήματα του είναι συναρτημένα με την επιχείρηση του που ο ίδιος, ως ήταν απόλυτο δικαίωμα του, επεχείρησε να λειτουργήσει και όχι με την ικανότητα του να εργάζεται. Η οποιαδήποτε απώλεια εισοδήματος δεν οφείλεται στη μείωση της ικανότητας του για εργασία αλλά στον κύκλο εργασιών της επιχείρησης του. Παραπέμπουμε ενδεικτικά στη σελ. 19 των πρακτικών:

“Ε. Πόσα χρεώνεις για μια επισκευή;

Α. £180.

Ε. Ανεξάρτητα της μηχανής;

Α. Γενικά όλες.

Ε. Και πόσες επισκευές έτυχε να κάνεις σε ένα μήνα;

Α. Τυγχάνει να μην κάνεις καμιά.

Ε. Έχεις άλλες εργασίες εκτός από τις επισκευές;

[*492]Α.    Εξαρτάται από τη δουλειά, η δουλειά μας όπως λέγεται είναι αέρας.

Ε.  Μπορεί να έχεις και πόσες επισκευές το μήνα, μπορεί

και 2, 3, 4;

Α.  Ως τις δύο μπορείς να έχεις, αλλά όχι αποκλειστικά.

Μπορείς να κάνεις και 6 μήνες, ένα χρόνο και να μην

κάνεις επισκευή. Δεν είναι απαραίτητο ότι ο μηχανικός

είναι και ο επισκευαστής συνέχεια.”

Η αποτυχία του εφεσείοντα να αποδείξει τα εισοδήματα του από την εργασία του δια την υπό εξέταση περίοδο είχε σαν συνέπεια - όπως το έθεσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο -  να “μη μπορεί να λειτουργήσει η μέθοδος πολλαπλασιαστή-πολλαπλασιαστέου ελλείψει του πολλαπλασιαστέου”. Παρόλο ότι θεωρούμε καθόλα έγκυρους τους λόγους για τους οποίους το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόρριψη της σχετικής μαρτυρίας (παρατίθενται στη σελ. 6, πιο πάνω) έχουμε την άποψη πως η μέθοδος του πολλαπλασιαστή-πολλαπλασιαστέου δεν μπορεί να λειτουργήσει για το λόγο που έχουμε υποδείξει πιο πάνω. Ο εφεσείων δεν έχει αποδείξει ότι η οποιαδήποτε απώλεια εισοδήματος οφείλεται στη μείωση της ικανότητας του για εργασία. Από τη μαρτυρία του καταφαίνεται ότι η τυχόν μείωση των εισοδημάτων του δεν συνδέεται με την ανικανότητα του. Οφείλεται σε αστάθμητους παράγοντες που έχουν σχέση με τον κύκλο εργασιών του.

Εφόσον δεν μπορούσε να λειτουργήσει η πιο πάνω μέθοδος το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι η μείωση της ικανότητας για εργασία αποτελεί ζημιά που προσμετρά ως απώλεια στις γενικές αποζημιώσεις. Αυτή η θέση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στη Νομολογία. Βλ. Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, στην οποία επισημαίνεται ότι, όπου ελλείπουν τα στοιχεία για αριθμητικό προσδιορισμό μελλοντικής ζημιάς με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου, η διαφαινόμενη ζημιά συμπλέκεται με τις γενικές αποζημιώσεις και αποτιμάται κάτω από πλατιά σκοπιά, υπό το φως του συνόλου των δεδομένων της υπόθεσης (βλ. και Κωμιάτη ν. Πόλιτσου κ.ά., (2001) 1 Α.Α.Δ. 226).

Αυτό που πρέπει στη συνέχεια να εξεταστεί είναι κατά πόσο το επιδικασθέν ποσό των £4.000 είναι χαμηλό όπως διατείνεται ο εφεσείων με τον τέταρτο λόγο της έφεσης.

[*493]Λαμβάνουμε υπόψη τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην επιδίκαση του πιο πάνω ποσού των £4.000 (παρατίθενται στη σελ. 7, πιο πάνω).

Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη το γεγονός ότι η μελλοντική εγχείρηση για την οποία έχει επιδικασθεί στον εφεσείοντα ποσό £2.000 θα έχει ως αποτέλεσμα την πιθανότητα εξαφάνισης του περιορισμού της κίνησης του γόνατος και ο πόνος μετά βεβαιότητος θα εξαφανισθεί. Εναπόκειται στον εφεσείοντα να υποβληθεί στη σχετική εγχείρηση για να απαλλαγεί το συντομώτερο από τις συνέπειες των κακώσεων του.

Έχοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω θεωρούμε ότι το επιδικασθέν ποσό των £4.000 αποτελεί εύλογη αποζημίωση και δεν παρέχεται περιθώριο παρέμβασης μας.

Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης προσβάλλεται το μέρος της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μη επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό για απώλεια απολαβών του εφεσείοντος στη διάρκεια της ανάρρωσης του από την μελλοντική εγχείρηση.

Παρόλο ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μελλοντική εγχείρηση είναι αναγκαία δεν επεδίκασε οποιοδήποτε ποσό για την περίοδο - των 4-5 μηνών - της ανάρρωσης ενόψει της αποτυχίας του εφεσείοντα να αποδείξει τις απολαβές του.  Πράγματι ο εφεσείων δεν απέδειξε τις απολαβές του.  Ωστόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά που είχε διαπιστώσει ότι υπήρξε μείωση της ικανότητας του εφεσείοντα για εργασία έκρινε, με βάσει την ενώπιον του μαρτυρία, ότι το ποσό των £4.000 “ήταν εύλογο και δίκαιο για τη μείωση της ικανότητας δια εργασία” του εφεσείοντα και επεδίκασε το σχετικό ποσό ως απώλεια που ανάγεται στις γενικές αποζημιώσεις και όχι κάτω από συγκεκριμένο κονδύλι μελλοντικής ζημιάς.

Στην παρούσα  υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων θα απουσιάζει από την εργασία του για την περίοδο των 4 έως 5 μηνών της ανάρρωσης του από τη μελλοντική εγχείρηση. Θεωρούμε λοιπόν ότι με βάσει τα δεδομένα τα οποία οδήγησαν στην επιδίκαση του πιο πάνω ποσού των £4.000 μπορεί να επιδικασθεί στον εφεσείοντα ένα ποσό της τάξεως των £1.500 για την πιο πάνω περίοδο της ανάρρωσης του στη διάρκεια της οποίας δεν θα έχει οποιοδήποτε εισόδημα από την εργασία του.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει μερικώς όπως υποδεικνύεται πιο κάτω:

[*494]

(α)       Η πρωτόδικη κατάληξη περί συντρέχουσας αμέλειας του εφεσείοντα παραμερίζεται και τα επιδικασθέντα ποσά αυξάνονται αναλόγως.

(β)       Επιδικάζεται ποσό £1.500 για τις απολαβές της περιόδου της ανάρρωσης με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της έκδοσης   της πρωτόδικης απόφασης.

Τα επιδικασθέντα ποσά, εκτός του κονδυλίου (β) πιο πάνω, θα φέρουν τόκο ανάλογο προς τον τόκο που εγκρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο για τα διάφορα κονδύλια και από τις ημερομηνίες που ορίζονται στην απόφαση του (Βλ. Κωμιάτη, πιο πάνω).

Η εφεσίβλητη να πληρώσει στον εφεσείοντα το ½ των εξόδων της έφεσης. Η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα παραμένει, προσαρμοσμένη, όμως, στην κλίμακα που έχει διαμορφωθεί σαν αποτέλεσμα της μερικής επιτυχίας της έφεσης.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς. Η εφεσίβλητη διατάσσεται όπως πληρώσει στον εφεσείοντα το ½ των εξόδων της έφεσης. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα προσαρμόζεται στην κλίμακα που διαμορφώνεται σαν αποτέλεσμα της μερικής επιτυχίας της έφεσης.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο