(2001) 1 ΑΑΔ 558
[*558]8 Μαΐου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΤΑΚΗΣ ΓΙΑΛΛΟΥΡΟΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος 2,
v.
ΕΥΓEΝΙΟΥ ΝΙΚΟΛAΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9931)
Αποζημιώσεις ― Παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που δεν συνιστούν αστικά αδικήματα ― Επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων για παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται από τα Άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος και που δεν στοιχειοθετούνται και ως αστικά αδικήματα κάτω από τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148 ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς τη θεμελιώδη αρχή παροχής θεραπείας που ενσωματώνει το Κυπριακό Δίκαιο ― Ποίο το μέτρο αποζημιώσεων για τη μη υλική ζημία (non-pecuniary) ― Κατά πόσο δικαιολογείται η πρόσδοση επιβαρυντικού ή τιμωρητικού χαρακτήρα στις αποζημιώσεις ― Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα Μέρος ΙΙ ― Θεμελιώδη Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Δικαίωμα ιδιωτικής ζωής και ελεύθερης επικοινωνίας ― Κατοχυρώνονται από τα Άρθρα 15.1 και 17.1 του Συντάγματος και από το Άρθρο 8(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που αποτελεί μέρος του εσωτερικού δικαίου της χώρας, ως αποτέλεσμα του κυρωτικού Νόμου 39/62.
Ανθρώπινα Δικαιώματα και Ελευθερίες ― Διασφάλιση και αποτελεσματική εφαρμογή τους ― Κατοχυρώνεται με το Άρθρο 35 του Συντάγματος ― Παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών ― Αγώγιμο δικαίωμα ― Εφαρμοστέες αρχές ― Διαπίστωση παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παροχή θεραπείας ― Εμπίπτουν στη [*559]σφαίρα της δικαστικής λειτουργίας ― Θεραπείες που μπορεί να χορηγηθούν στο πεδίο της αστικής δικαιοδοσίας ― Δικαστική προστασία ― Χωρίς την προστασία αυτή τα δικαιώματα θα απέβαλλαν όχι μόνο το θεμελιώδη, αλλά και αυτό τούτο το χαρακτήρα τους ως δικαιώματα και θα μετατρέποντο σε διακηρύξεις καλής συμπεριφοράς.
Ο εφεσείων, Διευθυντής του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας, καθ’ όλη τη διάρκεια ενός έτους, παρακολουθούσε και μαγνητοφωνούσε τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις του εφεσίβλητου, Μηχανικού του ιδίου Συμβουλίου. Η αποκάλυψη των συνδιαλέξεων του εφεσίβλητου είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί ο τελευταίος σε διαθεσιμότητα και να κρατηθεί μακρυά από την εργασία του για περίοδο ενός έτους. Ο εφεσίβλητος ενήγαγε τον εφεσείοντα – ο οποίος είχε διωχθεί και ποινικά – για αποζημιώσεις προκύπτουσες από την παράβαση των δικαιωμάτων της ιδιωτικής του ζωής και του απορρήτου των επικοινωνιών του, τα οποία διασφαλίζονται από τα Άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος.
Υλική ζημία δεν απεδείχθη. Το Δικαστήριο επεδίκασε γενικές αποζημιώσεις £5.000 τις οποίες έκρινε «σαν δίκαιη αποζημίωση».
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας:
α) Ότι οι παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, οι οποίες δεν συνιστούν αστικά αδικήματα κατά τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148, παρέχουν δικαίωμα αποζημίωσης ή προστασίας μέσω της πολιτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
β) Το ύψος των αποζημιώσεων.
Αποφασίστηκε ότι:
(Α) Υπό Πική, Π., συμφωνούντων και των Δικαστών Νικήτα, Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολαΐδη, Νικολάου, Καλλή, Κρονίδη, Κραμβή και Γαβριηλίδη:
1. Η παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος του απόρρητου της επικοινωνίας, που κατοχυρώνονται αντίστοιχα, στα ΄Αρθρα 15.1 και 17 του Συντάγματος παρέχει δικαίωμα έννομης προστασίας μέσω της δικαστικής οδού, με τις θεραπείες του δικαίου.
2. Η πιο πάνω κατάληξη συνάδει και με την αρχή δικαίου ότι όπου υπάρχει αδικοπραξία (wrong) πρέπει να υπάρχει και θεραπεία [*560](remedy). Παρέκκλιση από την αρχή αυτή συνιστά ανωμαλία.
3. Επανόρθωση εις το ακεραίο – restitutio in integrum – αποτελεί θεμελιώδη αρχή παροχής αποζημιώσεων που ενσωματώνει το Κυπριακό δίκαιο υπό την αίρεση πάντα ότι αυτή πρέπει να είναι δικαία μεταξύ των διαδίκων. Οι αποζημιώσεις μπορεί να προσλάβουν επιβαρυντικό χαρακτήρα όπου η βλάβη είναι ποικιλοτρόπως βαρειά και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να προσλάβουν τιμωρητικό χαρακτήρα προς παραδειγματισμό. Δεν έχουν εγκριθεί μέχρι σήμερα τέτοιου είδους αποζημιώσεις.
4. Η προεξάρχουσα αρχή για τον προσδιορισμό της επάρκειας της θεραπείας για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι εκείνη της δικαίας αποζημίωσης (equitable compensation).
5. Η δικαία αποζημίωση είναι το μέτρο των αποζημιώσεων τόσο για την υλική όσο και για τη μη υλική ζημία, γνωστή ως ηθική ζημία (moral damage). Η βλάβη την οποία περιλαμβάνει η μη υλική ζημία (non-pecuniary) και για την οποία χωρεί αποζημίωση, περιλαμβάνει και την προσωπική δυσχέρεια, έννοια συγγενική προς εκείνη της δυσχέρειας – “hardship” – στο Αγγλικό δίκαιο. Ανησυχία – distress – θλίψη, αγωνία, απώλεια ευκαιριών εργοδότησης, αισθήματα αδικίας, δυσμενής επηρεασμός του τρόπου ζωής, πόνος και οδύνη (pain and suffering), κρίθηκε ότι αποτελούν παραδεκτά κεφάλαια αποζημιώσεων.
6. Πολλά από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου, τα οποία διασφαλίζει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, συνιστούν στο αγγλικό δίκαιο το αντικείμενο προστασίας αστικών αδικημάτων.
7. Οι παράμετροι των αποζημιώσεων για την αποτίμηση μη υλικής ζημίας η οποία προκύπτει από παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου στην πρόσφατη αγγλική νομολογία διευρύνονται σε βαθμό που να προσεγγίζουν τις αρχές της επιείκειας.
8. Στη Νέα Ζηλανδία τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό των αποζημιώσεων για παραβιάσεις θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι κατ’ ουσία όμοια με εκείνα που προσμετρούν βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στον καθορισμό της ζημίας και συνταυτίζονται με τη σύγχρονη προσέγγιση της αγγλικής νομολογίας.
9. Συναφής με το θέμα είναι και η κυπριακή νομολογία αναφορικά με την ερμηνεία των όρων «δίκαιη» και «εύλογος» αποζημίωση στο [*561]Άρθρο 146.6 και στην παράγραφο 4(γ) του Άρθρου 23 του Συντάγματος. Η έννοια της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης συναρτάται με την κατά το δίκαιο της επιείκειας αποζημίωση (equitable damage), που ταυτίζει το ίσο με το δίκαιο. Ο καθολικός χαρακτήρας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου η σημασία τους για την υπόστασή του και η περιεκτική προστασία τους από το Σύνταγμα τείνει να διαγράψει τις παραμέτρους καθορισμού των αποζημιώσεων.
10. Η αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που οριοθετεί το Άρθρο 35 του Συντάγματος επιβάλλει την απόδοση αποζημίωσης στο θύμα της παραβίασης κάθε ζημίας που προκαλείται στην οντότητά του, ως φυσική ύπαρξη.
11. Στην παρούσα περίπτωση, το ποσό των £5.000 είναι δικαία αποζημίωση για τις συνέπειες της παραβίασης των δικαιωμάτων του εφεσίβλητου, απαλλαγμένη από οποιοδήποτε στοιχείο τιμωρίας ή παραδειγματισμού.
Β. Υπό Αρτεμίδη, Δ.:
1. Το αγώγιμο δικαίωμα και οι αποζημιώσεις ρυθμίζονται αποκλειστικά από δύο νόμους υπερτελείς σε ισχύ από τα συνηθισμένα νομοθετήματα, το Σύνταγμα και τον περί Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962, Ν. 39/62 που κυρώνει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
2. Για τα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις δεν γίνεται στο Σύνταγμα οποιαδήποτε πρόνοια που να αφορά τον προσδιορισμό τους. Αυτά είναι αυθύπαρκτα στις διατάξεις του Άρθρου 30 του Συντάγματος, παράγραφοι 1 και 2. Το αστικό δικαίωμα και υποχρέωση δημιουργείται και ενδεχομένως από το αποτέλεσμα μιας πράξης. Όταν γίνεται βλάβη ο παθών δικαιούχος έχει δικαίωμα στην απόδοση θεραπείας. Στο Άρθρο 30 του Συντάγματος εμπεριέχεται το αξίωμα ubi jus ibi remedium.
3. Το Άρθρο 30 του Συντάγματος προεκτείνει το λατινικό αξίωμα επιβάλλοντας στα Δικαστήρια να αναγνωρίζουν και εξασφαλίζουν κατά την άσκηση της αστικής τους δικαιοδοσίας κάθε αστικό δικαίωμα και υποχρέωση. Επομένως ο ενάγων-εφεσίβλητος είχε αγώγιμο δικαίωμα που πηγάζει ευθέως από τα Άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος.
[*562]4. Παρόλον ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτηρίζει το ποσό των ΛΚ5.000, που επεδίκασε στον εφεσίβλητο, ως τιμωρητικές αποζημιώσεις – χαρακτηρισμός που είναι νομικά αδόκιμος πλέον, ενόψει της πιο πάνω ερμηνείας και εφαρμογής του Άρθρου 30 του Συντάγματος – υπάρχει πλήρης συμφωνία για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση του Προέδρου, πως το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει εύλογες αποζημιώσεις.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33,
Enotiades a.o. v. Police (1986) 2 C.L.R. 64,
Psaras v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132,
Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227,
Parpas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 5,
Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147,
Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65,
Klass v. FRG A 28 para 64 (1979),
Webster Bivens v. Six Unknown Named Agents of Federal Bureau of Narcotics 403 US 388, 29 L Ed 2d 619,
American Supreme Court in the Civil Rights Cases – 1883 109 US 3
– Ex Parte Virginia – 1880 100 US 339,
Bverfge 7, 198 Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας,
Arthur J S Hall v. Simons [2000] 4 All E.R. 673,
Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400,
Case Guzzardi, Case Law of the European Court of Human Rights Vol. I, para 272, 1960-1987, Berger,
[*563]
Livingstone v. Rawyards Coal Co. [1880] 5 App. Cas. 25,
Dodd Properties v. Canterbury C.C. [1980] 1 All E.R. 928,
Case of Campbell and Fell 1960-1987 σ. 250,
Case of Helmers v. Sweden σ. 70 Case Law of the European Court of Human Rights III, 1991-1993, Berger,
Case of Herczegfalvy v. Austria σ. 191 Case Law of the European Court of Human Rights III, 1991-1993, Berger,
Pine Valley Developments Ltd v. Ireland A 246-B paras 16-17 (1993),
Weeks v. UK A 145-A para 13 [1988] (Article 50).
Abdulaziz, Cabales and Balkandanli v. UK A 94 para 96 (1985),
B. v. UK A 136-D paras 7-12 [1988] (Article 50),
Zander v. Sweden A 279-B paras 30-35 [1994],
Lunt v. Liverpool City Justices [1991] CA Transcript 158,
R. v. Governor of Brockhill Prison (No 2) (Lord Woolf MR) [1998] 4 All E.R. 993,
R. v. Governor of Brockhill Prison (No 2) [2000] 4 All E.R. 15,
Simpson v. Attonery-General [1994] 3 NZ LR 667,
Kyriakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66,
Petrides v. Greek Communal Chamber a.o. (1965) 1 C.L.R. 39,
Attorney General v. Markoullides a.o. (1966) 1 C.L.R. 242,
Marcou a.o. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 166,
Tsakistos v. Attorney-General (1969) 1 C.L.R. 355,
Hapeshis v. Republic (1979) 3 C.L.R. 550,
[*564]Christophides v. Attonery-General (1981) 1 C.L.R. 80,
Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462,
Kampis v. Republic (1984) 1 C.L.R. 314,
Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.ά. ν. Γεν. Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225,
Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697,
Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420,
Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119,
Rookes v. Barnard [1964] 1 All E.R. 367,
Cassell & Co Ltd v. Broome [1972] 1 All E.R. 801,
Παπαϊωάννου κ.ά. v. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 656,
Kapsou v. Middle East Airlines Airliban (1988) 1 A.A.Δ. 152,
Interamerican Insurance Co. Ltd v. Μακρίδου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1529.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο 2 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 16/7/99 (Αρ. Αγωγής 4802/94) με την οποία επεδίκασε υπέρ του ενάγοντα αποζημιώσεις προκύπτουσες από την παραβίαση των δικαιωμάτων του με βάση τα Άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Με την απόφαση που ακολουθεί συμφωνούν οι Δικαστές, Νικήτας, Αρτέμης, Κωνσταντινίδης, Νικολαΐδης, Νικολάου, Καλλής, Κρονίδης, Κραμβής, Γαβριηλίδης.
Ο Δικαστής ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα για τους λόγους που εξηγεί σε ξεχωριστή απόφασή του.
[*565]
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων είναι ο Διευθυντής και ο εφεσίβλητος ο Μηχανικός Αποχετεύσεων του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας. Ο πρώτος, καθ’ όλη τη διάρκεια ενός έτους, παρακολουθούσε και μαγνητοφωνούσε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις του δεύτερου. H αποκάλυψη συνδιαλέξεων του εφεσίβλητου είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί o τελευταίος σε διαθεσιμότητα και να κρατηθεί μακρυά από την εργασία του για περίοδο ενός έτους. Για το παράνομο της παρακολούθησης των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του εφεσίβλητου τέθηκε σε διαθεσιμότητα ως φαίνεται και ο εφεσείων και διώχθηκε ποινικά. Ο εφεσίβλητος ενήγαγε τον εφεσείοντα για αποζημιώσεις προκύπτουσες από την παραβίαση των δικαιωμάτων του, εκείνων της ιδιωτικής ζωής και του απόρρητου των επικοινωνιών του, δικαιώματα που διασφαλίζονται ως αναπόσπαστο μέρος των θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών του Ανθρώπου από τα Άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος, αντίστοιχα.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας καθοδηγούμενο από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προσδιοριστική της φύσης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της υποχρέωσης που επιβάλλει το Σύνταγμα της Κύπρου με το Άρθρο 35, για τη διασφάλιση και αποτελεσματική εφαρμογή τους, έκρινε ότι η παραβίασή τους θεμελιώνει αγώγιμο δικαίωμα. Δεν είναι τυχαία η αναφορά στα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατομικά δικαιώματα. Ο όρος "ατομικά" υποδηλώνει το αδιάσπαστο των δικαιωμάτων τα οποία εμφέρει ο άνθρωπος ως μέρος της φύσης και του κοινωνικού του είναι.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει στη βασική υπόθεση Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, που διαφωτίζει για τη φύση, χαρακτήρα και το πεδίο εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. (Βλ. Εnotiades and Another v. Police (1986) 2 C.L.R. 64· Psaras v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132· Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227· Parpas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 5.) Ειδική αναφορά γίνεται επίσης και στην Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147 όπου αποφασίστηκε ότι επέμβαση ή διείσδυση στην τηλεφωνική επικοινωνία του ατόμου συνιστά παραβίαση τόσο του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής, όσο κι’ εκείνου της επικοινωνίας. Ο άνθρωπος έχει το ελεύθερο της επικοινωνίας και το αδιαπέραστο της ιδιωτικής του ζωής· κάθε επέμβαση τείνει να εξαρθρώσει την αυτονομία και να πλήξει την υπόστασή του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι παραβίαση των δικαιωμάτων, oποιουδήποτε από αυτά, που κατοχυρώνονται στο [*566]Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, παρέχει στο θύμα αγώγιμο δικαίωμα, εξέτασε τη φύση της προστασίας η οποία εξασφαλίζεται. Καθοδήγηση άντλησε από την απόφαση στην Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, στην οποία το Δικαστήριο πραγματεύεται σε έκταση τις γενικές αποζημιώσεις που μπορεί να αποδοθούν στο θύμα αστικού αδικήματος και πότε μπορεί να προσδοθεί σ’ αυτές επιβαρυντικός (aggravated damages), ή τιμωρητικός χαρακτήρας, (exemplary damages) προς παραδειγματισμό.
Στον καθορισμό των γενικών αποζημιώσεων το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σκόπιμο της παραβίασης των δικαιωμάτων του εφεσίβλητου, τη χρονική διάρκεια της, εκτεινόμενης σε περίοδο πέραν των δώδεκα μηνών, και τον εξευτελισμό της ύπαρξης και υπόστασής του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στιγμάτισε την ασύγγνωστη συμπεριφορά του εφεσείοντος με την πρόσδοση τιμωρητικού χαρακτήρα στις αποζημιώσεις.
Υλική ζημία δεν απεδείχθη. Το δικαστήριο επεδίκασε γενικές αποζημιώσεις £5,000 τις οποίες έκρινε «σαν δίκαιη αποζημίωση».
Με την έφεση αμφισβητείται:
(α) Ότι παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, οι οποίες δεν συνιστούν αστικά αδικήματα κατά τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148, παρέχουν δικαίωμα αποζημίωσης ή προστασίας μέσω της πολιτικής δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Αναπόφευκτη προέκταση της θέσης αυτής, στην οποία ο δικηγόρος του εφεσείοντος δεν επεκτάθηκε, είναι ότι μόνο οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα, που στοιχειοθετούνται και ως αστικά αδικήματα, κάτω από το Κεφ. 148, παρέχουν δικαίωμα αποζημίωσης.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος χαρακτήρισε την κατ’ ισχυρισμόν απουσία πρόνοιας στο νόμο για τη δικαστική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως κατατείνουσας στη δημιουργία καθεστώτος "lex imperfecta", που, στην προκείμενη περίπτωση, λαμβάνει τη μoρφή μη τελειωμένων δικαιωμάτων.
(β) Το ύψος των αποζημιώσεων. Αντενδείκνυτο η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων, υπέβαλε ο εφεσείων· πέραν τούτου, δεν εδικαιολογείτο η απόδοση μεγάλου ποσού αποζημιώσεων λαμβανομένης υπόψη της απουσίας οποιασδήποτε υλικής ζημίας.
Παραβίαση Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών - Αγώ[*567]γιμο δικαίωμα.
Το Σύνταγμα της Κύπρου κατοχυρώνει σε ιδιαίτερο κεφάλαιο - Μέρος ΙΙ - τα Θεμελιώδη Δικαιώματα και Ελευθερίες του Ανθρώπου και επιβάλλει το σεβασμό τους. Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες του ατόμου έχουν καθολικό χαρακτήρα. Δεσμεύονται οι πάντες να τα σέβονται και να αφίστανται από κάθε πράξη προσβολής τους. Η υπόσταση και το πεδίο εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαγνώστηκαν και δόθηκε έκφραση σ’ αυτά στη θεμελιακή απόφαση Georghiades και σε μεταγενέστερες αποφάσεις. Περιορισμοί στα δικαιώματα του ανθρώπου, άλλοι από εκείνους που θέτει το Σύνταγμα, δεν χωρούν – Άρθρο 33.1 του Συντάγματος. Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου δεν προσδιορίζονται με αναφορά στα αστικά δικαιώματα του ατόμου κατά το δίκαιο της χώρας. Προσιδιάζουν στο άτομο, έχουν καθολικό χαρακτήρα ταυτίζονται δε με τη φύση και την αυτονομία του ανθρώπου στον κοινωνικό και πολιτειακό χώρο.
Το Σύνταγμα καθιστά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και την αποτελεσματική εφαρμογή τους πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας σ’ όλες τις λειτουργίες της. Το Άρθρο 35 του Συντάγματος (το τελευταίο άρθρο του Μέρους ΙΙ) προβλέπει:
«Αι νομοθετικαί, εκτελεστικαί και δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσι την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους, εκάστη εντός των oρίων της αρμοδιότητος αυτής.»
Το Άρθρο 35 επιβάλλει υποχρέωση σε κάθε μια από τις τρεις λειτουργίες της Πολιτείας να διασφαλίσει, μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων της, την αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η διαπίστωση παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η παροχή θεραπείας εμπίπτουν, ως εκ της φύσεως τους, στη σφαίρα της δικαστικής λειτουργίας. Οι θεραπείες που μπορεί να παρασχεθούν είναι εκείνες που προβλέπει το δίκαιο της χώρας, οι οργανικοί νόμοι που διέπουν τα της απονομής της δικαιοσύνης. (Βλ. Μεταξύ άλλων τον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960, (Ν.14/60) και τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6.) Η πρόσβαση στο Δικαστήριο ρυθμίζεται από τους Θεσμούς που διέπουν την απονομή της δικαιοσύνης. (Bλ. επίσης Άρθρο 30.1 του Συντάγματος.) Οι θεραπείες που μπορεί να χορηγηθούν στο πεδίο της αστικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων περιλαμβάνουν αποζημιώσεις προς αποκατάσταση τρωθέντων δικαιωμάτων, επανόρθωση προκληθείσας βλάβης, απαγορευτικά και προστακτικά διατάγματα και θεραπείες παρεμφερείς προς αυτές.
[*568]
Kαμμιά εξασφάλιση δικαιωμάτων δεν είναι αποτελεσματική εάν δεν παρέχει τα μέσα για δικαστική προστασία με τις καθιερωμένες θεραπείες του δικαίου. Τοσούτω μάλλον η προστασία των θεμελιωδών και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων του ανθρώπου. Χωρίς την προστασία αυτή τα δικαιώματα θα απέβαλλαν όχι μόνο το θεμελιώδη, αλλά και αυτό τούτο το χαρακτήρα τους ως δικαιώματα· μετατρεπόμενα σε διακηρύξεις καλής συμπεριφοράς.
Στο ακόλουθο απόσπασμα από την Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, στο οποίο παραπέμπει το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρεται:
« ... a right vests thereupon to the victim to invoke constitutiοnal, as well as municipal, law remedies for the vindication of his rights.»
Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:
«... επί τούτου παρέχεται δικαίωμα στο θύμα να επικαλεσθεί τις θεραπείες που παρέχει το Σύνταγμα και το ημεδαπό δίκαιο για την προάσπιση των δικαιωμάτων του.»
Η άλλη διάσταση της υποχρέωσης που επιβάλλει το Άρθρο 35 είναι η απαγόρευση κάθε πράξης επαγόμενης παραβίαση ή εισχώρηση στα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου. Το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής κατοχυρώνεται από το άρθρο 8(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (η Σύμβαση), που επίσης αποτελεί μέρος του εσωτερικού δικαίου της χώρας, ως αποτέλεσμα του κυρωτικού Νόμου 39/62. Το άρθρο 13 της Σύμβασης προβλέπει:
«Everyone whose rights and freedoms as set forth in this Convention are violated shall have an effective remedy before a national authority notwithstanding that the violation has been committed by persons acting in an official capacity.»
Στα Ελληνικά:
«Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των.»
[*569]
Καθοδηγητική για την ερμηνεία του Άρθρου 13 της Σύμβασης είναι η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Στην Klass v. FRG A 28 para 64 (1979), το Δικαστήριο προέβη στη διαπίστωση ότι:
«Thus, Article 13 must be interpreted as guaranteeing an "effective remedy before a national authority" to everyone who claims that his rights and freedoms under the Convention have been violated.»
Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:
«Τοιουτοτρόπως το Αρθρο 13 πρέπει να ερμηνευθεί ως εγγυούμενο την παροχή «αποτελεσματικής θεραπείας ενώπιον εθνικής αρχής» στον κάθε ένα που υποστηρίζει ότι τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που του εγγυάται η Σύμβαση έχουν παραβιασθεί.»
(Bλέπε επίσης Raymond 5 HRR 161 σ.165-167 [1980].)
Στην Κύπρο οι διατάξεις του Άρθρου 13 αποτελούν μέρος του ημεδαπού δικαίου· κατοχυρώνουν δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής θεραπείας παραβιάσεων των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Σύμβαση, (που σε μεγάλο βαθμό είναι επάλληλα προς τα δικαιώματα που κατοχυρώνει το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος), από αρμόδιο δικαστήριο. Έτσι, εκτός από την καθαυτή φύση των δικαιωμάτων, που ενέχει το στοιχείο δικαστικής προστασίας, τις διατάξεις του Άρθρου 35 του Συντάγματος, που επιβάλλουν υποχρέωση περί τούτου, και το Άρθρο 13 της Σύμβασης κατοχυρώνει δικαίωμα παροχής θεραπείας για όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα που είναι επάλληλα προς εκείνα του Ευρωπαϊκού Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών υιοθέτησε τη θέση ότι παραβίαση των κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα θεμελιωδών δικαιωμάτων επάγεται, άνευ ετέρου, αγώγιμο δικαίωμα. (Βλ. Webster Bivens, v. Six Unknown Named Agents of Federal Bureau of Narcotics 403 US 388, 29 L Ed 2d 619, 91 S Ct 1999 (No. 301)· βλ. επίσης American Supreme Court in the Civil Rights Cases - 1883 109 US 3 - Ex Parte Virginia - 1880 100 US 339.)
[*570]Όπως υποδεικνύεται από το Δαγτόγλου, στο σύγγραμμα του Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα, Τόμος Β’ σ.1206, σε σχέση με τα κατοχυρωμένα από το Ελληνικό Σύνταγμα δικαιώματα (ως η περίπτωση του Άθρου 35 του Κυπριακού Συντάγματος).
«Η δικαστική προστασία κατοχυρώνεται απευθείας από το Σύνταγμα·» και
«η εφαρμογή της δεν εξαρτάται από την έκδοση νόμου.»
Πλήρης, όπως υπογραμμίζει, είναι η προστασία:
«...όταν δεν υπάρχει διαφορά, για την οποία να αποκλείεται η δικαστική προστασία.» (σ.1208 του ιδίου συγγράμματος)
Ωσαύτως ο συγγραφέας παραπέμπει στην προσέγγιση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας στην υπόθεση BVerfGE 7, 198· αναλύοντας το λόγο της αναφέρει ότι η συνταγματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων εξυπακούει και τη δικαστική τους προστασία εκτός εάν τούτο ρητά απαγορεύεται από το Σύνταγμα. (Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα Τόμος Β σ.1208.) Η διαπίστωση του συγγραφέα, μετά από θεώρηση τόσο της ελληνικής νομολογίας, όσο και εκείνης ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών, ως προς τη φύση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου, είναι ότι αυτά (σ.100):
«επιδρούν αναμφισβήτητα και στο αστικό δίκαιο. Η έννομη τάξη δεν αποτελείται από αυτόνομες περιοχές, αλλά είναι ενιαία με επικεφαλής τον συνταγματικό νόμο.»
Διαπίστωσή μας είναι ότι η παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος του απόρρητου της επικοινωνίας, που κατοχυρώνονται, αντίστοιχα, στα Άρθρα 15.1 και 17 του Συντάγματος, παρέχει δικαίωμα έννομης προστασίας μέσω της δικαστικής οδού, με τις θεραπείες του δικαίου.
H κατάληξή μας είναι σύμφωνη και με την αρχή του δικαίου ότι όπου υπάρχει αδικοπραξία (wrong) πρέπει να υπάρχει και θεραπεία (remedy). Παρέκκλιση από την αρχή αυτή συνιστά ανωμαλία όπως πρόσφατα διακήρυξε η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων αποφασίζοντας ότι δεν δικαιολογείται η εξαίρεση των δικηγόρων από αμελείς πράξεις στο χειρισμό υποθέσεων και ενώπιον του Δικαστηρίου. Βλ. απόφαση Λόρδου Steyn, Arthur J S Hall v. Simons [2000] 4 All ER 673, σελ. 683:
[*571]
«First, and most importantly, it will bring to an end an anomalous exception to the basic premise that there should be a remedy for a wrong.»
Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:
«Πρώτο και κύριο θα δώσει τέλος σε μία ανωμαλία που συνιστά η εξαίρεση από το βασικό κανόνα ότι πρέπει να υπάρχει θεραπεία για αδικοπραξία.»
Διευκρινίστηκε βέβαια:
«There is no reason to fear a flood of negligence suits against barristers. The mere doing of his duty to the court by the advocate to the detriment of his client, could never be called negligent. Indeed if the advocate’s conduct was bona fide dictated by his perception of his duty to the court there would be no possibility of the court holding him to be negligent.» (p.683)
Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:
«Δεν υπάρχει φόβος πλήμμυρας αγωγών αμέλειας εναντίον δικηγόρων. Η εκπλήρωση του καθήκοντος προς το δικαστήριο από το δικηγόρο προς ζημία του πελάτη του δεν θα μπορούσε ποτέ να χαρακτηριστεί ως αμέλεια. Στην πραγματικότητα εάν η συμπεριφορά του δικηγόρου υπαγορευόταν από την καλόπιστη αντίληψη του καθήκοντός του προς το δικαστήριο δεν θα υπήρχε πιθανότης το δικαστήριο να τον θεωρήσει υπόλογο για αμέλεια.»
Αποζημιώσεις.
Επανόρθωση - restitutio – εις ακέραιον - in integrum αποτελεί τη θεμελιώδη αρχή παροχής αποζημιώσεων που ενσωματώνει το Κυπριακό δίκαιο (Livingstone v. Rawyards Coal Co. [1880] 5 App. Cas., 25 at p. 29· Dodd Properties v. Canterbury C.C. [1980] 1 All E.R. 928· Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65), υπό την αίρεση πάντα ότι αυτή πρέπει να είναι δικαία μεταξύ των διαδίκων. Όπως υπογράμμισε ο Geoffrey Lane L.J. στη Services Europe Atlantique v. Stockholm [1978] 2 All E.R. 764, η δικαιοσύνη (justice and fairness) πρέπει να φωτίζει τη διαδικασία καθορισμού των αποζημιώσεων στην υπόθεση (Βλ. επίσης CR Taylor (Wholesale) Ltd v. Hepworths Ltd [1997] 2 All. E.R. 784). Οι απο[*572]ζημιώσεις μπορεί να προσλάβουν επιβαρυντικό χαρακτήρα όπου η βλάβη είναι ποικιλοτρόπως βαρειά και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να προσλάβουν τιμωρητικό χαρακτήρα προς παραδειγματισμό. Οι αρχές αυτές εξηγούνται υπό το πρίσμα της νομολογίας, Αγγλικής, Κυπριακής και Κοινοπολιτειακής στην Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, στην οποία παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο. (Βλ. επίσης Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400.)
H νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 50 της Σύμβασης, είναι επίσης σχετική εφόσο διαπραγματεύεται άμεσα τα της παροχής θεραπείας για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπό το πρίσμα πάντα της αποτελεσματικότητας της θεραπείας από τα πολιτειακά δικαστήρια, που προβλέπει το άρθρο 13. Η προεξάρχουσα αρχή για τον προσδιορισμό της επάρκειας της θεραπείας είναι εκείνη της δικαίας αποζημίωσης (equitable compensation) - Guzzardi case Case Law of the European Court of Human Rights [1960-1987] Vol. I, para. 272 - V. Berger.
Προκύπτει από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ότι η αποκατάσταση του θύματος εμπεριέχεται στην έννοια της δικαίας αποζημίωσης και, σε μεγάλο βαθμό, είναι ταυτόσημη με αυτή. Πώς είναι δυνατό η αποζημίωση να είναι δικαία εάν δεν αποκαθιστά ή αν δεν έχει δείκτη αποκατάστασης την επανόρθωση του θύματος, σ’ όποιο βαθμό τούτο είναι ανθρωπίνως δυνατό, στην πρότερη κατάστασή του. Σε ό,τι αφορά την υλική ζημία (παρελθούσα και μελλοντική), η ταύτιση, όπως συνάγεται από τη νομολογία του ιδίου δικαστηρίου, μεταξύ αποζημιώσεων και αποκατάστασης είναι απόλυτη· νοουμένου, όπως και στο δικό μας δίκαιο, ότι αποδεικνύεται άμεσος αιτιώδης σχέση μεταξύ βλάβης και ζημίας. (Βλ. Case of Campbell and Fell 1960-1987 σ.250.) Η δικαία αποζημίωση είναι το μέτρο των αποζημιώσεων και για τη μή υλική ζημία, γνωστή στο Ηπειρωτικό Δίκαιο και πολλάκις χαρακτηριζόμενη με αυτό τον όρο από το Δικαστήριο του Στρασβούργου ως ηθική ζημία (moral damage). Βλ. μεταξύ άλλων Case of Helmers v. Sweden σ.70 Case Law of the European Court of Human Rights III, 1991-1993, Berger. Case of Herczegfalvy v. Austria σ.191 Case Law of the European Court of Human Rights III, 1991-1993, Berger. Η βλάβη την οποία περιλαμβάνει η μή υλική ζημία (non-pecuniary) και για την οποία χωρεί αποζημίωση, περιλαμβάνει και την προσωπική δυσχέρεια. - Pine Valley Developments Ltd v. Ireland A 246-B paras 16-17 (1993)· έννοια συγγενική προς εκείνη της δυσχέρειας - "hardship" στο Αγγλικό δίκαιο. Απώλεια ευκαιριών για ανέλι[*573]ξη στη ζωή είναι άλλο κεφάλαιο ζημίας που χρήζει αποζημίωσης, Weeks v. UK A 145-A para 13 (1988) (Article 50). Ανησυχία - distress – θλίψη, αγωνία, απώλεια ευκαιριών εργοδότησης, καθώς και αισθήματα αδικίας, ο δυσμενής επηρεασμός του τρόπου ζωής, ο πόνος και η οδύνη (pain and suffering), κρίθηκε ότι αποτελούν παραδεκτά κεφάλαια αποζημιώσεων. (Bλ. μεταξύ άλλων Αbdulaziz, Cabales and Balkandali v. UK A 94 para 96 (1985). Κατά πόσο δικαιολογείται η πρόσδοση επιβαρυντικού ή τιμωρητικού χαρακτήρα στις αποζημιώσεις δεν αποτέλεσε το αντικείμενο δικαστικής απόφασης από το δικαστήριο του Στρασβούργου μέχρι σήμερα ή, ακριβέστερα, όπως επισημαίνεται στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Righs των DJ Harris, M O’Boyle και C Warbrick, δεν έχουν εγκριθεί μέχρι σήμερα τέτοιας φύσης αποζημιώσεις. (Βλ. επίσης B v. UK A 136-D paras 7-12 (1988) (Article 50). Εν τούτοις επισημαίνουμε ότι η απόφαση στη Zander v. Sweden A 279-B paras 30-35 (1994) υποστηρίζει εμφατικά ότι ο συσχετισμός μεταξύ του μεγέθους της ηθικής βλάβης και του ύψους των αποζημιώσεων είναι άμεσος, γεγονός που αμβλύνει τη διάκριση που γίνεται στο αγγλικό δίκαιο μεταξύ συνήθων και επιβαρυντικών αποζημιώσεων.
Πολλά από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου, τα οποία διασφαλίζει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, συνιστούν στο αγγλικό δίκαιο το αντικείμενο προστασίας αστικών αδικημάτων, θέμα που πραγματεύεται εις έκταση σε μελέτη του ο Λόρδος Bingham (πρώην Αρχιδικαστής και νυν Senior Law Lord), η οποία περιλαμβάνεται στο πρόσφατο βιβλίο του «The Business of Judging, Selected Essays and Speeches» (2000). Όπως επεξηγεί παραβιάσεις πλείστων των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου συνιστούσαν (και συνιστούν) το αντικείμενο προστασίας από το δίκαιο των αστικών αδικημάτων (Tort).
Στο αγγλικό δίκαιο οι αποζημιώσεις για την αποτίμηση μή υλικής ζημίας αποτελούν ανοικτό κεφάλαιο "at large"· ο δε καθορισμός τους επαφίεται στο δικαστήριο υπό τον όρο, πάντα, ότι πρέπει να είναι λελογισμένες και δίκαιες μεταξύ των μερών. Αυτό το κεφάλαιο των αποζημιώσεων έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με ό,τι χαρακτηρίζεται στο Ηπειρωτικό Δίκαιο ως ηθική ζημία. Η πρόσφατη αγγλική νομολογία υποστηρίζει ότι η ζημία που προκύπτει από παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, με έντονο το στοιχείο της «ηθικής βλάβης», με την κυριολεξία του όρου, μπορεί να είναι μεγάλη, ανάλογη με την έκταση της βλάβης στην ύπαρξη και υπόσταση του ανθρώπου. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Lunt v. Liverpool City Justices [1991] [*574]CA Transcript 158. Το Εφετείο αύξησε τις αποζημιώσεις που αποδόθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο από 13 χιλιάδες σε 25 χιλιάδες στερλίνες για παράνομη φυλάκιση 42 ημερών, για κατ’ ισχυρισμό παράλειψη πληρωμής από τον ενάγοντα οφειλομένων τελών (rates).
Στην R v. Governor of Brockhill Prison (No 2) (Lord Woolf MR) [1998] 4 All E.R. 993, το Εφετείο αύξησε τις αποζημιώσεις για την άνευ νομικού ερείσματος κράτηση φυλακισμένου για 42 ημέρες μετά την εκπνοή της φυλάκισής του από δύο χιλιάδες σε πέντε χιλιάδες στερλίνες. Σημαντική είναι η προσέγγιση του Λόρδου Woolf, όπως διαγράφεται στην απόφασή του, για τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων σε περιπτώσεις μή υλικής ζημίας. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι είναι δύσκολο να καθοριστεί μέτρο, και συνακόλουθα να διαγνωσθεί ομοιομορφία, στο επίπεδο των αποζημιώσεων σ’ αυτό τον τομέα, λόγω των εγγενών διαφορών μεταξύ γεγονότων που στοιχειοθετούν τη ζημία σε υποθέσεις που άγονται ενώπιον του δικαστηρίου σ’ αυτό το πεδίο δικαιοδοσίας. Σημασίας είναι και το γεγονός ότι λήφθηκε υπόψη στον καθορισμό των αποζημιώσεων και αυτή τούτη η συμπεριφορά του θύματος του αστικού αδικήματος και κρίθηκε ότι προσμετρά στον υπολογισμό της ζημίας. Οι παράμετροι των αποζημιώσεων διευρύνονται σε βαθμό που να προσεγγίζουν τις αρχές της επιείκειας. Αξιοσημείωτο είναι ότι η απόφαση στην πιο πάνω υπόθεση ως προς τις αποζημιώσεις επικυρώθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην R. v. Governor of Brockhill Prison (No 2) [2000] 4 All E.R. 15. (Βλ. απόφαση Λόρδου Hope, σ.31.)
Σχετική με τους προβληματισμούς μας, όλως ιδιαίτερα με το μέτρο των αποζημιώσεων για παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, είναι και η απόφαση του Εφετείου της Νέας Ζηλλανδίας στη Simpson v. Attorney-General [1994] 3 NZ LR 667. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Προέδρου Cooke τείνει να αποκαλύψει ότι τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό των αποζημιώσεων για παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου είναι κατ’ ουσία όμοια με εκείνα που προσμετρούν βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στον καθορισμό της ζημίας και συνταυτίζονται με τη σύγχρονη προσέγγιση της αγγλικής νομολογίας: (σ.678)
«As to the level of compensation, on which again there is much international case law, I think that it would be premature at this stage to say more than that, in addition to any physical [*575]damage, intangible harm such as distress and injured feelings may be compensated for; the gravity of the breach and the need to emphasise the importance of the affirmed rights and to deter breaches are also proper considerations; but extravagant awards are to be avoided.»
Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:
«Ως προς το επίπεδο της αποζημίωσης, θέμα επί του οποίου υπάρχει πολλή διεθνής νομολογία, νομίζω ότι θα ήταν πρόωρο σε αυτό το στάδιο να λεχθεί ο,τιδήποτε πέραν του ότι επιπρόσθετα προς τη φυσική ζημία, μη υλική βλάβη όπως απόγνωση και τραυματισμός αισθημάτων μπορεί να αποζημιωθούν· η σοβαρότης της παραβίασης και η ανάγκη να τονίσουμε τη σημασία των βεβαιούμενων δικαιωμάτων και αποτροπής παραβιάσεων είναι επίσης παραδεκτοί παράγοντες· αλλά υπερβολικές αποζημιώσεις πρέπει να αποφεύγονται.»
(Βλ. επίσης απόφαση του Δικαστή Hardie Boys σ.703, γραμμές 23-28.)
Συναφής με το θέμα που εξετάζουμε είναι και η κυπριακή νομολογία αναφορικά με την ερμηνεία των όρων «δίκαιη» και «εύλογος» αποζημίωση, έννοιες εν πολλοίς συνώνυμες στα Ελληνικά, που καθορίζονται ως το μέτρο των αποζημιώσεων κάτω από το Άρθρο 146.6 (Βλ. Phedias Kyriakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66, Pantelis Petrides v. The Greek Communal Chamber and�Another (1965) 1 C.L.R. 39, Attorney General v. Andreas A. Markoullides and Another (1966) 1 C.L.R. 242, Marcou and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 166, Costas Tsakistos v. Attorney-General (1969) 1 C.L.R. 355, Hapeshis v. Republic (1979) 3 C.L.R. 550, Christophides v.�Attorney-General (1981) 1 C.L.R. 80, Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462, Kampis v.�Republic (1984) 1 C.L.R. 314, Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ. και Άλλοι v. Γεν.�Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, Εγγλεζάκη και άλλες v. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 A.A.Δ. 697, Kεντρική Τράπεζα v. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420) καθώς και κάτω από την παράγραφο 4(γ) του Άρθρου 23 του Συντάγματος (Βλ. μεταξύ άλλων Σεργίδης v. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119). Η έννοια της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης συναρτάται με την κατά το δίκαιο της επιείκειας αποζημίωση (equitable damage), που ταυτίζει το ίσο με το δίκαιο.
Το κεφάλαιο των αποζημιώσεων για τις καθ’ αυτό παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που δεν συνιστούν αστικά αδική[*576]ματα, δεν καλύπτεται ευθέως από καμμιά προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο καθολικός χαρακτήρας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, η σημασία τους για την υπόστασή του και η περιεκτική προστασία τους από το Σύνταγμα τείνει να διαγράψει τις παραμέτρους καθορισμού των αποζημιώσεων.
Η αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που οριοθετεί το Άρθρο 35 του Συντάγματος, επιβάλλει την απόδοση αποζημίωσης στο θύμα της παραβίασης κάθε ζημίας που προκαλείται στην οντότητά του, ως φυσική και κοινωνική ύπαρξη.
Όπως έχουμε διαπιστώσει τα στοιχεία που συνθέτουν την ηθική ζημία είναι κατά το πλείστο επάλληλα προς εκείνα που προσμετρούν στον καθορισμό των αποζημιώσεων, ως εύλογα προβλεπτής συνέπειας της παραβίασης αστικών δικαιωμάτων στο αγγλικό δίκαιο. Η δυσχέρεια, η απόγνωση, ο πόνος, η ψυχική οδύνη, που συναρτώνται με τη λειτουργία του ανθρώπου, αποτελούν κοινά στοιχεία αποζημίωσης. Ο παραδειγματισμός μέσω των αποζημιώσεων έχει περιορισθεί στην Αγγλία. (Βλ. Rookes v. Barnard [964] 1 All E.R. 367· Cassell & Co Ltd v. Broome [1972] 1 All E.R. 801.). Ενώ δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτός ως μέρος της ηθικής ζημίας. Εξάλλου είναι κοινά παραδεκτό ότι το ύψος των αποζημιώσεων συναρτάται άμεσα με την έκταση και ένταση του ανθρώπινου τραύματος.
Θεωρούμε το ποσό των £5,000, που αποδόθηκε στον εφεσίβλητο, ως δικαία και καθ’ όλα εύλογη αποζημίωση για τις συνέπειες της παραβίασης των δικαιωμάτων του, του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής που θωρακίζει το άτομο στον κοινωνικό χώρο, και του δικαιώματος του απόρρητου της επικοινωνίας που αποτελεί έκφραση της ελευθερίας του. Η συστηματική διείσδυση στον ιδιαίτερο χώρο του εφεσίβλητου, για τόσο μακρύ χρονικό διάστημα, συνιστά στοιχείο που προσμετρά στον καθορισμό του τραύματος που προκάλεσαν οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων του.
Κρίνουμε το ποσό των £5,000 ως δικαία αποζημίωση απαλλαγμένη από οποιοδήποτε στοιχείο τιμωρίας ή παραδειγματισμού.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με το αποτέλεσμα της απόφασης που έχει ετοιμάσει ο Πρόεδρος. Τα γεγονότα της υπόθεσης αναφέρονται σ’ αυτή και δε θα τα επαναλάβω. Ας μου επιτραπεί όμως να διατυπώσω τη δική μου προσέγγιση, με πολλή συντομία, στα ζητήματα που μας απασχόλησαν. Τα χωρίζω σε δυο κεφάλαια: αγώγιμο [*577]δικαίωμα και αποζημιώσεις. Στην αντίληψη μου αυτά ρυθμίζονται αποκλειστικά από δύο νόμους, υπερτελείς σε ισχύ από τα συνηθισμένα νομοθετήματα, το Σύνταγμα μας και τον περί Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δια την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962, Ν.39/62, που κυρώνει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το Σύνταγμα αποτελεί, καθώς είναι γνωστό, τον ύψιστο ιεραρχικά νόμο της πολιτείας και γι’ αυτό υπερισχύει οποιουδήποτε άλλου. Οι διεθνείς συμβάσεις που κυρώνονται σε νόμο από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ακολουθούν ιεραρχικά σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 169(3) του Συντάγματος υπερισχύουν των υπολοίπων νόμων. Στο άρθρο 30 του Συντάγματος η παράγραφος 1 και το πρώτο μέρος της παραγράφου 2 προβλέπουν τα πιο κάτω:
«1. Εις ουδένα δύναται ν’ απαγορευθή η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, εις ο δικαιούται να προσφύγη δυνάμει του Συντάγματος. Η σύστασις δικαστικών επιτροπών ή εκτάκτων δικαστηρίων υπό οιονδήποτε όνομα απαγορεύεται.
2. Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου δια νόμου.»
Έχω την πεποίθηση πως οι λίγες, μα σοφά διαλεγμένες λέξεις του άρθρου, περικλείουν τα δικαιώματα των ατόμων σ’ ολόκληρο το φάσμα της απονομής της δικαιοσύνης, με αναφορά στους δύο μεγάλους τομείς της την αστική και ποινική. Μας ενδιαφέρει εδώ η αστική. Τα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις καλύπτονται από τον υπόλοιπο χώρο της δικαιοσύνης τον οποίο δεν κρατά η ποινική δικαιοδοσία. Για τα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις δε γίνεται στο Σύνταγμα οποιαδήποτε πρόνοια που να αφορά στον προσδιορισμό τους. Σε αντίθεση με την ποινική δικαιοδοσία όπου ρητά προβλέπεται, στο άρθρο 12, πως κανείς δεν κηρύσσεται ένοχος οποιουδήποτε αδικήματος αν τούτο δε συνιστά αδίκημα σύμφωνα με νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο της τέλεσης της κολασίμου πράξεως ή παραλείψεως. Και μάλιστα η ποινή που επιβάλλεται δεν μπορεί να είναι βαρύτερη απ’ αυτή που ρητά προβλέπεται στο νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο της τέλεσης της κολασίμου πράξεως. Η διαφορά αυτή δεν είναι, νομίζω, τυχαία. Δημιουργείται από την εγγενή φύση των δύο δικαιοδοσιών και τις ανάλογες προστασίες που προβλέπονται κατά τη λειτουργία τους. Τα αστικά δικαιώματα και [*578]υποχρεώσεις είναι αυθύπαρκτα στις πιο πάνω διατάξεις του Συντάγματος. Το αστικό δικαίωμα και υποχρέωση δημιουργείται και ενδεχομένως από το αποτέλεσμα μιας πράξης. Όταν γίνεται βλάβη ο παθών δικαιούχος έχει δικαίωμα στην απόδοση θεραπείας. Ειδικά γι’ αυτή τη πτυχή εξέφρασα πρόσφατα την άποψη, χωρίς βέβαια πολλή συζήτηση, στην υπόθεση Παπαϊωάννου κ.ά. v. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 656, πως στο άρθρο 30 του Συντάγματος εμπεριέχεται το αξίωμα ubi jus ibi remedium. Πρέπει να αναφέρω πως στο ίδιο νόημα και σκέψη είναι και η απόφαση του δικαστή Κούρρη στην έφεση Elli Constantouri Kapsou ν. Middle East Airlines Airliban (1988) 1 Α.Α.Δ. 152. Τα γεγονότα στην υπόθεση είναι ενδιαφέροντα. Η εφεσείουσα - ενάγουσα κίνησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο εναντίον των εργοδοτών της αξιώνοντας αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση. Δεν είχε όμως συμπληρώσει 26 εβδομάδες εργοδοσίας. Το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε πως αποκλειστική δικαιοδοσία στο θέμα είχε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, ενόψει των διατάξεων του Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, Ν.24/67, και ως εκ τούτου απέρριψε την αγωγή. Ήταν παραδεκτό πως η εφεσείουσα δεν μπορούσε να διεκδικήσει αποζημιώσεις στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών βάσει του πιο πάνω Νόμου, γιατί δεν είχε συμπληρώσει 26 εβδομάδες εργασίας. Στην έφεση ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε πως η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου παραβίαζε το άρθρο 30 του Συντάγματος, γιατί στερούσε από αυτή του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, για να διεκδικήσει δικαίωμα που, κατά την άποψη της, εδικαιούτο. Η πλειοψηφία του εφετείου (Τριανταφυλλίδης, Π., και Λώρης, Δ.) έκρινε πως η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν ορθή, χωρίς να επιληφθεί της εισήγησης του δικηγόρου αναφορικά με τη λειτουργία του άρθρου 30 του Συντάγματος. Διαφορετική ήταν η άποψη του δικαστή Κούρρη ο οποίος συμφώνησε με την εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας. Δεν συζήτησε σε βάθος το ζήτημα, η σκέψη όμως της απόφασης του ενισχύει και τη δική μου. Η απόφαση του τελειώνει με την εξής φράση, σε μετάφραση:
«η εισήγηση πως ένας εργοδοτούμενος δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι αβάσιμη, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση ένας πολίτης της Δημοκρατίας θα εμποδιστεί από του να έχει πρόσβαση στα Δικαστήρια, κάτι που είναι αντίθετο με τις ρητές διατάξεις του άρθρου 30 του Συντάγματος.»
Στην Interamerican Insurance Co.�Ltd., v. Άντρης Μακρίδου (2000) 1 A.A.Δ. 1529, έγινε εισήγηση πως η απόφαση της πλειοψη[*579]φίας στην υπόθεση Καψού είναι εσφαλμένη ενώ αυτή του δικαστή Κούρρη η ορθή. Κλήθηκε δε το Δικαστήριο να την υιοθετήσει. Όμως το εφετείο δεν ασχολήθηκε με την πιθανή ανατροπή της υπόθεσης Καψού γιατί έκρινε πως τα γεγονότα της ενώπιον του έφεσης ήσαν διαφορετικά απ’ αυτά στην υπόθεση Καψού, και ως εκ τούτου δε συζήτησε την εισήγηση.
Επιπλέον, νομίζω, πως το άρθρο 30 του Συντάγματος προεκτείνει το λατινικό αξίωμα επιβάλλοντας στα Δικαστήρια να αναγνωρίζουν και εξασφαλίζουν κατά την άσκηση της αστικής τους δικαιοδοσίας κάθε αστικό δικαίωμα και υποχρέωση. Συμφωνώ, επομένως, πως ο ενάγων-εφεσίβλητος είχε αγώγιμο δικαίωμα που πηγάζει ευθέως από τα άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος. Συμμερίζομαι επίσης τις απόψεις που εκφράζονται στην απόφαση του Προέδρου για την εμβέλεια του άρθρου 35 του Συντάγματος μας και του αντίστοιχου άρθρου 13 της Σύμβασης.
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ:
Ο υπαίτιος της ζημιάς σε παθόντα οφείλει να τον αποζημιώσει. Η ζημιά, και κατ΄αναλογία η αποζημίωση, μπορεί να είναι πραγματική, ίση δηλαδή με τα ποσά που το θύμα αποδεδειγμένα πλήρωσε για την αποκατάσταση της. Δικαιούται όμως, στις κατάλληλες περιπτώσεις, και σε γενικές αποζημιώσεις. Σ’ αυτό το είδος των αποζημιώσεων περιλαμβάνονται και οι άϋλες, ή κατ’ άλλους, ειδικές αποζημιώσεις.
Με τις σκέψεις που εξέφρασα αμέσως πιο πάνω αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 30 του Συντάγματος, στην εμβέλεια που άπτεται του ειδικού θέματος που συζητούμε, νομίζω πως είναι νομικά αδόκιμος πλέον ο χαρακτηρισμός των αποζημιώσεων ως «τιμωρητικών», «παραδειγματικών» ή «επαυξημένων». Ο μοναδικός σκοπός της αποζημίωσης είναι η επανόρθωση, από τον υπαίτιο, της ζημιάς που υπέστη το θύμα από βλάβη που υπέστη ή δικαίωμα του που παραβιάστηκε. Η τιμωρία του υπαίτιου, με την καταδίκη του σε τιμωρητικές αποζημιώσεις εκφεύγει των ορίων της αστικής δικαιοδοσίας, που δε λειτουργεί για τον κολασμό των διαδίκων σε αστική υπόθεση. Όπως είπα όμως είναι καθαρά ζήτημα ορθού χαρακτηρισμού των αποζημιώσεων παρά ουσίας.
Μολονότι το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτηρίζει το ποσό των ΛΚ.5.000, που έδωσε στον εφεσίβλητο, ως τιμωρητικές αποζημιώσεις, συμφωνώ κι εγώ, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση του Προέδρου, πως το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει εύλογες [*580]αποζημιώσεις.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο