Παπαδόπουλος Στυλιανός ν. Χριστόδουλου Γιάλλουρου (2001) 1 ΑΑΔ 599

(2001) 1 ΑΑΔ 599

[*599]14 Mαΐου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΙΑΛΛΟΥΡΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10599)

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Επιστολή δυσφημηστικού περιεχομένου αναφορικά με τον ενάγοντα κοινοποιήθηκε σε τρίτους ― Επίκληση υπεράσπισης ότι: (α) τα γεγονότα στην επιστολή αναταποκρίνονταν στην πραγματικότητα (β) ότι συνιστούσαν έντιμο σχόλιο σε θέμα δημοσίου συμφέροντος και (γ) ότι συνιστούσαν προνόμιο, έστω υπό επιφύλαξη ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με την υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη ― Ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, Άρθρο 21.

Αποζημιώσεις ― Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Επιδίκαση αποζημιώσεων £700 ― Το Εφετείο δεν επενέβη παρόλο ότι έκρινε ότι θα μπορούσε να είχε επιδικαστεί κάπως μεγαλύτερο ποσό.

Ο εφεσίβλητος-ενάγων, Γενικός Διευθυντής του ΣΑΛ καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσείοντος-εναγομένου, υπαλλήλου του ΣΑΛ, για δυσφήμηση η οποία κατ’ ισχυρισμό περιείχετο σε επιστολή με ημερομηνία 16.5.1994 που ο εφεσείων-εναγόμενος του είχε αποστείλει σε απάντηση προηγούμενης με ημερομηνία 12.5.1994 που του στάληκε από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα.  Η εν λόγω επιστολή είχε κοινοποιηθεί προς τον Πρόεδρο του ΣΑΛ με αποτέλεσμα να τη διαβάσει εκείνος και η γραμματέας του και προς την ΣΕΚ με αποτέλεσμα να τη διαβάσει συγκεκριμένος υπάλληλός της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στο Άρθρο 17(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, έκρινε πως η επιστολή ημερομηνίας 16.5.94 ήταν στο σύνολό της δυσφημηστική.  Απέρριψε τον ισχυρισμό πως όσα αναφέρονταν στην επιστολή «ανταποκρίνο[*600]νται στην πραγματικότητα», ή συνιστούσαν έντιμο σχόλιο σε θέμα δημόσιου συμφέροντος ή προνόμιο, έστω υπό επιφύλαξη.  Το Δικαστήριο θεώρησε πως η δημοσίευση δεν είχε γίνει καλόπιστα παρόλο ότι δεν είχε ικανοποιηθεί ότι ο εφεσείων πίστευε ότι το δημοσίευμα δεν ήταν αληθές ή ότι το δημοσίευσε μη καταβάλλοντας εύλογη φροντίδα για να εξακριβώσει αν ήταν αληθές.  Όπως ανέφερε στην απόφασή του «Μετά από μια απλή ανάγνωση της επιστολής είναι φανερό ότι με την επίδικη επιστολή ο εναγόμενος δεν περιορίστηκε να απαντήσει στην επιστολή του ενάγοντος Τεκ. 1 αλλά προσπάθησε να τον υποβιβάσει .......».  Έκρινε συνεπώς τον εφεσείοντα ως υπόλογο για δυσφήμηση και επιδίκασε εναντίον του το ποσό των ΛΚ700 προς αποζημίωση του εφεσίβλητου.

Ασκήθηκαν έφεση και αντέφεση.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε:

α.  Την κοινοποίηση της επίδικης επιστολής.

β.  Την εκτίμηση πως η επιστολή είναι δυσφημηστική.

γ.  Την κρίση πως δεν καλύπτεται από προνόμιο, έστω υπό επιφύλαξη.

δ.  Το ύψος της αποζημίωσης.

Ο εφεσίβλητος αμφισβήτησε:

α.  Την κρίση πως δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι ο εφεσείων πίστευε ότι το δημοσίευμα δεν ήταν αληθές ή ότι το δημοσίευσε μη καταβάλλοντας εύλογη φροντίδα για να εξακριβώσει αν ήταν αληθές ή αναληθές.

β.  Την επάρκεια του ύψους της αποζημίωσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν διαπιστώνεται λάθος στην αποτίμηση της επιστολής από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

2.  Δεν αμφισβητείται με τους λόγους έφεσης ή αντέφεσης πως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 21(1)(α) ώστε να ήταν δυνατό να στοιχειοθετείται η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη.

[*601]Η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη τελεί υπό τον όρο ότι η δημοσίευση έγινε καλόπιστα και η παράγραφος 2 του Άρθρου 21 καθορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες δεν θεωρείται ότι έγινε καλόπιστα.

3.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στον καθορισμό των αποζημιώσεων είναι ορθή.  Παρόλο ότι θα μπορούσε να είχε επιδικαστεί κάπως μεγαλύτερο ποσό, το Εφετείο δεν θα παρέμβει ενόψει της διαπίστωσης πως η έκταση της δημοσίευσης ήταν μικρότερη.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Donoghue v. Hayes [1831] Hayes (Ir Exch) 265,

Capital of Counties Bank v. Herny [1882] 7 AC 745,

London Artists v. Littler [1969} 2 Q.B. 391,

Σοφοκλέους κ.ά. ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 81,

C.R. Taylor (Wholesale) Ltd a.ο. v. Hepworths Ltd [1977] 2 All E.R. 784,

General Press Agency v. Christophides (1981) 1 C.L.R. 190,

Saveriades a.o. v. Georgiades a.o. (1982) 1 C.L.R. 574,

Goody v. Odhams Press [1967] 1 Q.B. (CA) 340,

Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι Λτδ ν. Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893,

“Αλήθεια” Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550,

Εταιρεία Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λτδ κ.ά. ν. Φαλκονέτι (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 958.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του�Επαρχιακού [*602]Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 16/7/99 (Αρ. Αγωγής 4802/94) με την οποία κρίθηκε υπόλογος δυσφήμισης κατά του ενάγοντα και επεδίκασε εναντίον του το ποσό των Λ.Κ. 700 προς αποζημίωση του εφεσίβλητου-ενάγοντα.

Αντέφεση από τον ενάγοντα κατά της επάρκειας του ύψους της αποζημίωσης που επεδικάστηκε εναντίον του εφεσείοντος -εναγομένου προς αποζημίωση του εφεσίβλητου-ενάγοντα για το αδίκημα της δυσφήμισης.

Α. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κυριακίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος (ενάγων) ήταν ο Γενικός Διευθυντής του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας (ΣΑΛ).  Ο εφεσείοντας (εναγόμενος) ήταν υπάλληλος του ΣΑΛ.  Ο εφεσείοντας απέστειλε επιστολή προς τον εφεσίβλητο με ημερ. 16.5.94, σε απάντηση προηγούμενης, με ημερ. 12.5.94 που του στάληκε από τον εφεσίβλητο. Ο εφεσίβλητος ενήγαγε τον εφεσείοντα για δυσφήμιση. Προσδιόρισε τι θεωρούσε ως δυσφημιστικό από την επιστολή η οποία, κατά την Έκθεση Απαίτησης, κοινοποιήθηκε προς τον Πρόεδρο του ΣΑΛ με αποτέλεσμα να την διαβάσει εκείνος αλλά και η Γραμματέας του. Επίσης προς την Συνομοσπονδία Εργατών Κύπρου (ΣΕΚ) και μετά σε άλλα στελέχη της, με αποτέλεσμα να την διαβάσει ο υπάλληλος της Νίκος Τάμπας, και ακολούθως, προς όλα τα μέλη της ΣΕΚ.

Κατέθεσαν ως μάρτυρες οι διάδικοι και από την πλευρά του εφεσίβλητου ο Δήμαρχος Λευκωσίας και Πρόεδρος του ΣΑΛ, Λ.Δημητριάδης, η Γραμματέας του Αιμ.Παφίτη και ο Ι.Αβρααμίδης, δικηγόρος, μέλος του ΣΑΛ.  Οι διάδικοι επεκτάθηκαν σε ζητήματα που άπτονταν των σχέσεων τους αλλά και σε περιστατικά που αναφέρονταν στις επιστολές που ανταλλάγησαν και το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε, ως προς αυτά, την εκδοχή του εφεσίβλητου.  Περαιτέρω, δέχθηκε την μαρτυρία των άλλων μαρτύρων του εφεσίβλητου που αναφέρονταν στην κοινοποίηση της επίδικης επιστολής.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στο άρθρο 17(1) του [*603]Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 και στις υποθέσεις Donoghue v. Hayes [1831] Hayes (Ir Exch) 265 και Capital of Counties Bank v. Herny [1882] 7 AC 745, επικεντρώθηκε στο περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 16.5.94. Έκρινε δε, με γνώμονα τη συνήθη και φυσική έννοια των λέξεων και των φράσεων, πως ήταν στο σύνολο της δυσφημιστική. Όπως εξήγησε,

“....Η εικόνα που θα σχημάτιζε ένας λογικός αναγνώστης διαβάζοντας το κείμενο είναι ότι ο ενάγοντας ήταν ψεύτης, υστερόβουλος, ανέντιμος, αναξιοπρεπής, επιτήδειος, καταχράται τις εξουσίες που έχει λόγω της θέσης του, κάνει διάκριση μεταξύ των υπαλλήλων και γενικά χωρίς ηθικές αρχές”.

Απέρριψε, στη βάση της μαρτυρίας που δέχθηκε ως αξιόπιστη, τον ισχυρισμό πως όσα γεγονότα αναφέρονται στην επιστολή “ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα” και, με παραπομπή στον Gatley on Libel and Slander 8η έκδοση παρ.692 και στην  London Artists v. Littler [1969] 2QB σελ. 391, τον παράλληλο πως συνιστούσε έντιμο σχόλιο σε θέμα δημόσιου συμφέροντος.  Ομοίως, σε σχέση με την επίκληση από τον εφεσείοντα προνομίου, έστω υπό επιφύλαξη, αφού τελούσε υπό νομικό, ηθικό ή κοινωνικό καθήκον να την αποστείλει. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο άρθρο 21 (1) του Κεφ. 148 και έκρινε πως δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να δείχνει πως καλύπτεται από οποιοδήποτε προνόμιο η κοινοποίηση της επιστολής προς την ΣΕΚ η οποία, όπως έκρινε, έγινε, παρά την αντίθετη θέση του εφεσείοντα. Δέχθηκε, πως ο εφεσείων είχε καθήκον να κοινοποιήσει την επιστολή προς τον Πρόεδρο του ΣΑΛ προς τον οποίο είχε κοινοποιηθεί και η προηγηθείσα επιστολή του εφεσίβλητου και πως ο Πρόεδρος του ΣΑΛ είχε συμφέρον να λάβει γνώση του περιεχομένου της.  Αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση έκρινε πως έλειπε απαραίτητη προϋπόθεση για την κάλυψη της κοινοποίησης από προνόμιο. Ενώ δεν είχε ικανοποιηθεί ότι ο εφεσείων πίστευε ότι το δημοσίευμα δεν ήταν αληθές ή ότι το δημοσίευσε μη καταβάλλοντας εύλογη φροντίδα για να εξακριβώσει αν ήταν αληθές, θεώρησε πως η δημοσίευση (που και σ’ αυτήν την περίπτωση είχε αμφισβητηθεί), δεν είχε γίνει καλόπιστα, ως εξής:

“Τόσο όμως το περιεχόμενο όσο και το ύφος της επιστολής φράσεις όπως “θεωρώ δε ανεπίτρεπτο για Διευθυντή να σπέρνει την διχόνοια μεταξύ του προσωπικού..”, “.. επιμελώς αποφεύγετε τα πραγματικά γεγονότα και λεχθέντα, στη προσπάθεια σας να δημιουργήσετε εντυπώσεις και να παραπληροφορήσετε, λέγοντας μόνο τη μισή αλήθεια” και “ο Θεός αγαπά τον κλέφτη αλλά αγαπά και τον νοικοκύρη” δεικνύουν ότι ο εναγόμενος ενήργησε με [*604]σκοπό να βλάψει τον ενάγοντα σε βαθμό σημαντικώς μεγαλύτερον ή κατά τρόπον σημαντικώς διάφορον του ευλόγως αναγκαίου προς το κοινό συμφέρον ή προς προστασία του ιδιωτικού δικαιώματος ή συμφέροντος εν σχέσει προς το οποίον αξιοί προνόμιον. Μετά από μία απλή ανάγνωση της επιστολής είναι φανερό ότι με την επίδικη επιστολή ο εναγόμενος δεν περιορίστηκε να απαντήσει στην επιστολή του ενάγοντα Τεκ.1 αλλά προσπάθησε να τον υποβιβάσει.....”         

Έκρινε, συνεπώς, τον εφεσείοντα ως υπόλογο για δυσφήμιση και επιδίκασε εναντίον του το ποσό των ΛΚ700 προς αποζημίωση του εφεσίβλητου.

Ασκήθηκαν έφεση και “αντέφεση”.

Ο εφεσείων αμφισβητεί:

α.  Την κοινοποίηση της επίδικης επιστολής είτε προς τον Πρόεδρο του ΣΑΛ είτε προς την ΣΕΚ. Η έμφαση τοποθετείται στην ημερομηνία της. Και εφόσον αποδείχθηκε κοινοποίηση, δεν αποδείχθηκε, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, ότι αυτή έγινε πριν την καταχώρηση της αγωγής. Σημειώνεται πως, για τη σημασία της απόδειξης πως πράγματι η κοινοποίηση έγινε πριν την αγωγή ορθά δεν υπήρξε αντίλογος. Η Έκθεση Απαίτησης στηρίζεται στον ισχυρισμό πως η κοινοποίηση έγινε πριν την καταχώρηση και είναι σαφές πως το αγώγιμο δικαίωμα μπορεί να στοιχειοθετείται μόνο από γεγονότα που προηγήθηκαν της αγωγής. (Βλ. συναφώς την νομολογία που αναφέρεται στην Σοφοκλέους και άλλη v. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 81 σελ. 90).

β.  Την εκτίμηση πως η επιστολή είναι δυσφημιστική. Έσφαλε, όπως υποστηρίζει, ως προς την ερμηνεία των λέξεων και δεν έλαβε υπόψη πως αυτή απευθύνεται προς τον προϊστάμενό του και αποτελούσε απάντηση σε προηγούμενη μεταγενέστερη επιστολή “με ανάλογο ύφος και περιεχόμενο”.

γ.  Την κρίση πως δεν καλύπτεται από προνόμιο, έστω υπό επιφύλαξη. Ειδικά δε σε σχέση με την κατ΄ισχυρισμόν κοινοποίηση της επιστολής προς τον Πρόεδρο του ΣΑΛ, πως εσφαλμένα έκρινε ότι δεν ήταν καλόπιστη, ιδίως αφού δεν δέχθηκε πως δεν φαίνεται πως ο εφεσείοντας δεν πίστευε πως ήταν αληθής ή ότι δεν κατέβαλε εύλογη φροντίδα για να εξακριβώσει αν ήταν αληθής.

[*605]δ.           Το ύψος της αποζημίωσης. Αναμειγνύει συναφώς τα περί προνομίου και περί μη απόδειξης της κοινοποίησης, ιδίως προς την ΣΕΚ, και ισχυρίζεται πως κακώς δεν λήφθηκε υπόψη ο χαρακτήρας και η κακή φήμη του εφεσίβλητου. Αναφέρεται σε ποινική καταδίκη του εφεσίβλητου για κατάχρηση εξουσίας, σε αναστολή από τον Γενικό Εισαγγελέα δεύτερης ποινικής δίωξης εναντίον του και σε απομάκρυνση από τα καθήκοντα του για περίοδο 18 μηνών. Σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η επίδικη επιστολή αφορούσε στα υπηρεσιακά του καθήκοντα.

Ο εφεσίβλητος αμφισβητεί:

α.  Την κρίση πως δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι ο εφεσείων πίστευε ότι το δημοσίευμα δεν ήταν αληθές ή ότι το δημοσίευσε μη καταβάλλοντας εύλογη φροντίδα για την εξακρίβωση του αληθούς ή του αναληθούς του. Αυτή, κατά την εισήγηση, είναι ασυμβίβαστη προς όσα οδήγησαν στην κατάληξη πως δεν ήταν καλόπιστο. Ενόψει εκείνης της διαπίστωσης θα έπρεπε κατ’ ανάγκην να κρίνει αντίστροφα επί του πιο πάνω σημείου. Ενόψει, μάλιστα, και της μεταγενέστερης στάσης του: Της περαιτέρω δημοσίευσης προς τα μέλη του ΣΑΛ, της επιμονής του κατά την ακρόαση ότι το δημοσίευμα ήταν αληθές και τις διαφορές που χώριζαν τους διάδικους.

β.  Την επάρκεια του ύψους της αποζημίωσης. Το ποσό των ΛΚ700 ήταν, όπως ισχυρίζεται, εκδήλως χαμηλό. Σε συνάρτηση με το τί πίστευε ή δεν πίστευε ο εφεσείων αλλά και με αναφορά στις δυνητικές επιπτώσεις του πάνω στον εφεσίβλητο τον οποίο στόχευε να υποβιβάσει στα μάτια του Προέδρου του ΣΑΛ και της ΣΕΚ. Ακόμα, ενόψει της μεταγενέστερης συμπεριφοράς του εφεσείοντα, οι επιπτώσεις από την οποία δεν θα έπρεπε να θεωρεί ότι αμβλύνονταν επειδή κατά την πορεία της δίκης δήλωσε ότι δεν τον θεωρούσε ψεύτη ή αισχρό.

Η κοινοποίηση της επιστολής

Σημειώσαμε ότι η επιστολή έφερε ημερ. 16.5.94. Η αγωγή καταχωρίστηκε μόλις λίγες μέρες μετά, στις 26.5.94 και είναι γεγονός ότι, σαφώς, μέρος της μαρτυρίας αφορούσε σε κοινοποίησή της μετά την αγωγή. Επ’ αυτού μάλιστα προέβησαν σε κοινή δήλωση οι δύο πλευρές.  Ό,τι έχει σημασία είναι η κοινοποίηση της προς το Δήμαρχο και τη Γραμματέα του όπως και προς τη ΣΕΚ που σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση στοιχειοθετούν το αστικό αδίκημα, στην έκταση που αυτό καλύπτεται από την αγωγή.

[*606]

Ως προς τη ΣΕΚ το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε παραδοχή της αποστολής της από τον εφεσείοντα. Και παρέθεσε απόσπασμα από τον Gatley  (ανωτέρω) παρ. 227 με βάση το οποίο η ταχυδρόμηση επιστολής συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη κοινοποίησης της προς το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται.  Ελέγξαμε την μαρτυρία. Η παραδοχή του εφεσείοντα αφορά σε κοινοποίηση της επιστολής προς έμμισθο της ΣΕΚ μήνες μετά την καταχώρηση της αγωγής.  Άλλη μαρτυρία δεν υπάρχει.  Το παράπονο του εφεσείοντα επί του προκειμένου είναι δικαιολογημένο.

Δεν ισχύει το ίδιο ως προς την κοινοποίηση προς τον Πρόεδρο του ΣΑΛ. Ο εφεσείων κατάθεσε ότι έγραψε την επιστολή στις 15.5.94 και πως την παρέδωσε ιδιοχείρως στην Γραμματέα του Προέδρου του ΣΑΛ 4-5 μέρες αργότερα.  Όπως κατέθεσε η Γραμματέας, την παρέδωσε στον Πρόεδρο του ΣΑΛ ο οποίος, αφού την άνοιξε και την διάβασε, της την επέστρεψε για να την προωθήσει αρμοδίως.  Οπότε, καθηκόντως, την διάβασε και η ίδια.  Προς την ίδια κατεύθυνση ήταν και η μαρτυρία του Προέδρου του ΣΑΛ αν και δεν ήταν ο ίδιος σε θέση να θυμάται πολλές λεπτομέρειες.  Τοποθέτησε τη λήψη αυτής της επιστολής μέσα στον Μάϊο του 1994 και έχουμε και την ίδια την επιστολή να φέρει τη σφραγίδα του ΣΑΛ με ημερ. 20.5.94.

Το δυσφημιστικό της επιστολής

Η επίδικη επιστολή είχε ως εξής:

“Αναφέρομαι στην αλληλογραφία μας με τελευταία την επιστολή σας ημερομηνίας 12.5.94, την οποία μελέτησα με την δέουσα προσοχή.

Λυπούμαι να παρατηρήσω ότι δεν λέτε την αλήθεια στο γράμμα σας περί των πραγματικών γεγονότων.

Εκπλήττομαι δε που μου γράφετε ότι οι διαφορές μου με ιδιώτες δεν ενδιαφέρουν τον εργοδότη μου-ως να πρόκειται για προσωπικό θέμα- και όχι σοβαρό επεισόδιο που συνέβηκε κατά την διάρκεια της εντεταλμένης υπηρεσίας μου εκτελώντας τα καθήκοντα μου και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας.

Είναι φανερή η προσπάθεια σας να υποδαυλίσετε τις σχέσεις μεταξύ συναδέλφων γράφοντας μου τα περί “Βέβαια εκ των υστέρων διαφάνηκε που αποσκοπούσαν οι προσπάθειες σας, γε[*607]γονός που μου έλεγε ο Μηχανικός Αποχετεύσεων, αλλά δεν είχα λόγους να μη σας πιστέψω σας πίστεψα”. Έχω συζητήσει το θέμα με τον Μηχανικό και σαφέστατα μου είπε ότι ουδέποτε και ούτε για μία στιγμή αμφέβαλλε για το αληθές των λόγων μου πράγμα άλλωστε που επιβεβαιώνει η μακρόχρονη προσφορά μου στο Συμβούλιο ως και οι άδειες ασθενείας που επωφελήθηκα μέχρι σήμερα.

Θεωρώ δε ανεπίτρεπτο για Διευθυντή να σπέρνει την διχόνοια μεταξύ του προσωπικού γράφοντας τέτοια πράγματα.

Όσον αφορά το όχημα PRIDEKIA εξ’ όσων γνωρίζω αγοράστηκε από τον ΣΑΛ κατά τη διάρκεια της τριετούς σχεδόν απομακρύνσεως από τα καθήκοντα σας, και αγοράστηκε ακριβώς για τον Κλάδο Αδειών και όχι για το Λογιστήριο-Γραμματεία όπως διατείνεστε στην επιστολή σας. Τώρα αν για οποιονδήποτε λόγο κρίνατε ότι το όχημα αυτό (saloon, μικρού κυβισμού και μεγέθους, ευέλικτο στους δρόμους της πόλης μας) θα πρέπει να περιέλθει στο Λογιστήριο-Γραμματεία και να ευρίσκεται ουσιαστικά ακινητοποιημένο, και όχι να του γίνεται τετράωρη καθημερινή χρήση θα πρέπει να έχετε σοβαρούς λόγους.

Ομολογώ τις επίμονες επίμοχθες και αγωνιώδεις υπερπροσπάθειες σας για συμφιλίωση μου με τον συν. Α.Χρυσοστόμου που με συγκίνησαν. Η “αρνητική μου στάση” που επικαλείστε σε δύο παραγράφους της επιστολής σας λυπούμαι και πάλι να παρατηρήσω ότι επιμελώς αποφεύγετε τα πραγματικά γεγονότα και λεχθέντα, στη προσπάθεια σας να δημιουργήσετε εντυπώσεις και να παραπληροφορήσετε, λέγοντας μόνο την μισή αλήθεια. Η δική μου “αρνητική στάση”, ξεκινά από τη δική σας αρνητική να εντοπίσετε “τις πταίει” πράγμα που δήλωσα και γραπτώς στην Έκθεση Γεγονότων που υπέβαλα από τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Για το “απαράδεκτο περιεχόμενο των δύο τελευταίων παραγράφων” πράγματι θα ήταν απαράδεκτο αν ήταν και αναληθές.  Δυστυχώς όμως και για σας ο “Θεός αγαπά τον κλέφτη αλλά αγαπά και τον νοικοκύρη”.

“Όρους” δεν είμαι σε θέση ούτε θέλω να βάζω σε κανένα για αυτό και ποτέ δεν ήλθα  στο γραφείο σας, για να σας κάνω πρόταση”. Στη δική σας αγωνιώδη προσπάθεια να με εντοπίσετε στις 14.10 της Παρασκευής 15 Απριλίου 1994 ανταποκρίθηκα παίρνοντας μάλιστα το μήνυμα σας από τους συναδέλφους Εύη Θεοπέμπτου και Κυριάκο Λοϊζίδη. Η συνάντηση που επικαλείσθε δε [*608]σκοπό είχε την τρομοκράτηση μου με τα διάφορα περί επικείμενης προαγωγής μου, και σας απάντηση “ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα αλλά περί αρετής”. Είναι όμως πρωτοφανής, η έντεχνη διατύπωση μιας ύστατης προσπάθειας μου που θα αποδείκνυε και στο πιο κακόπιστο, ότι ουδέποτε επεζήτησα το προσωπικό μου συμφέρον να παρουσιάζεται σαν εκβιασμός.

Τέλος θα συμφωνήσω πλήρως στη τελευταία παράγραφο της επιστολής σας,”.....σας συμβουλεύω να προσέξετε τη συμπεριφορά σας και να εγκαταλείψετε την εριστική διάθεση που σας χαρακτηρίζει για το δικό σας καλό” μόνο που θα πρέπει να ισχύσει για όλους μας.”

Παραθέσαμε ό,τι έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως την εικόνα που θα σχημάτιζε ένας λογικός άνθρωπος.  Επίσης, τη διαπίστωση πως κανένας από τους ισχυρισμούς που περιείχε δεν αποδείκτηκε ότι ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Τόνισε επ’ αυτού τους ισχυρισμούς πως ο εφεσίβλητος “σπέρνει την διχόνοια μεταξύ των υπαλλήλων”, “υποδαυλίζει τις σχέσεις του προσωπικού”, είναι ψεύτης και υστερόβουλος, απειλεί τον εφεσίβλητο σε σχέση με επικείμενη προαγωγή, έχει συμφέρον με τα “καπάκια φρεατίων”. Δεν διαπιστώνουμε λάθος στην αποτίμηση της επιστολής από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν διακρίνουμε παρερμηνεία και επίσης δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως η επιστολή που προηγουμένως απέστειλε ο εφεσείοντας θα ήταν δυνατό να αποτελέσει γνώμονα, ώστε να οδηγήσει σε διαφορετική προσέγγιση αναφορικά με την έννοια των γραφέντων.

Το προνόμιο

Τα μέρη συζήτησαν το θέμα με αναφορά σε όρους που παραπέμπουν στο άρθρο 21 του  Κεφ.148 στο οποίο ορθά, όπως προκύπτει, έστρεψε την προσοχή του και το Πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ο εφεσείων θεωρεί πως η αναγνώριση πως δεν πίστευε ότι το δημοσίευμα ήταν αναληθές ή πως δεν αποδείκτηκε ότι δεν κατέβαλε εύλογη φροντίδα για να εξακριβώσει αν ήταν αληθές ή όχι, θα έπρεπε να οδηγήσει σε κρίση πως ήταν καλόπιστος. Ο εφεσίβλητος, από την άλλη, θεωρεί πως αφού κρίθηκε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε την αλήθεια του δημοσιεύματος θα έπρεπε να θεωρηθεί και πως πρόβαλε τους ισχυρισμούς του δολίως ή τουλάχιστον χωρίς εύλογη φροντίδα για να εξακριβώσει το αληθές ή το αναληθές τους.  Κατεύθυνση προς την οποία οδηγεί και η ίδια η φύση του δημοσιεύματος, ο σκοπός που απεστάλη η επιστολή και η περαιτέρω στάση του εφεσείοντα. 

[*609]Δεν αμφισβητείται, με λόγους έφεσης ή “αντέφεσης”, πως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 21 (1) (α) ώστε να ήταν δυνατό να στοιχειοθετείται η υπεράσπιση (βλ. άρθρο 19 (γ)) του προνομίου υπό επιφύλαξη.

Η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη τελεί υπό τον όρο ότι η δημοσίευση έγινε καλόπιστα και η παρ.(2) του άρθρου 21 καθορίζει περιπτώσεις στις οποίες δεν θεωρείται ότι έγινε καλόπιστα, ως εξής:

“(α) Το δημοσίευμα ήταν αναληθές, και αυτός δεν πίστευε αυτό ως αληθές ή

(β) το δημοσίευμα ήταν αναληθές, και αυτός προέβηκε στη δημοσίευση χωρίς να καταβάλει εύλογη φροντίδα για την εξακρίβωση του αληθούς ή του αναληθούς αυτού ή

(γ) προβαίνοντας στη δημοσίευση, ενήργησε με σκοπό βλάβης του προσώπου που δυσφημείται σε βαθμό σημαντικά μεγαλύτερο ή κατά τρόπο σημαντικά διαφορετικό του εύλογα αναγκαίου για το κοινό συμφέρον ή για την προστασία του ιδιωτικού δικαιώματος ή συμφέροντος σε σχέση με το οποίο αξιώνει προνόμιο.”

Ορθά, λοιπόν, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε, στο πλαίσιο των ισχυρισμών που προβλήθηκαν από την Υπεράσπιση, με την κάθε μια ξεχωριστά. Αυτές δεν αλληλοσυνδέονται με τον τρόπο που υπονοούν τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν. Αναφέρονται σε διακριτά θέματα και δεν υπάρχει τίποτε το εγγενώς αντιφατικό στη πρωτόδικη απόφαση. Η μη θεμελίωση του (α) ή του (β) δεν αποκλείει να συντρέχει η περίπτωση του (γ) όπως ακριβώς διαπίστωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο και σημειώνουμε πως επί της ουσίας αυτής της διαπίστωσης, δεν έχει συγκεκριμμενοποιηθεί επιχείρημα. Εν πάση περιπτώσει, το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που παραθέσαμε ήδη, παρέχει έρεισμα στη κρίση του.

Ούτε είναι ορθό, όπως εισηγείται ο εφεσίβλητος, πως η αποτυχία της θεμελίωσης της ξεχωριστής υπεράσπισης που αναγνωρίζει το άρθρο 19 (α) ότι το δημοσίευμα ήταν αληθές αποκλείει και την υπεράπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη.  Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Ή ότι οι διαπιστώσεις σε σχέση με την περίπτωση (γ) οπωσδήποτε θα έπρεπε να οδηγήσουν σε ανάλογες για τις περιπτώσεις (α) και (β).

Οι αποζημιώσεις

[*610]Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αρχές και τους παράγοντες που διαδραματίζουν ρόλο με παραπομπή στις υποθέσεις C.R. Taylor (Wholesale) Ltd and Others v. Hepworths Ltd [1977] 2 All E.R. 784, General Press Agency v. Christophides (1981) 1 C.L.R. 190 και Saveriades and others v. Georgiades and other (1982) 1 C.L.R. 574. Έκρινε πως το ποσό των ΛΚ700 ήταν λογικό ως εξής:

“Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων έλαβα υπόψιν όλα τα ενώπιον μου στοιχεία ιδιαίτερα όμως το περιεχόμενο της επιστολής, το γεγονός ότι απεστάλη μόνο στο Πρόεδρο του ΣΑΛ και στη ΣΕΚ, την παράλειψη του εναγόμενου να απολογηθεί παράλληλα όμως την κατάθεση του κατά την οποίαν έδειξε, πιστεύω, κάποια μεταμέλεια όταν δήλωσε ότι δεν θεωρούσε τον ενάγοντα ψεύτη ή αισχρό, έλαβα επίσης υπόψιν την θέση του ενάγοντα, που είναι διευθυντής του ΣΑΛ.”

Ο εφεσείων συζήτησε το θέμα της κοινοποίησης και στη ΣΕΚ και επ’ αυτού έχει δίκαιο. Η έκταση της δημοσίευσης είναι παράγοντας σχετικός και ήδη έχουμε διαπιστώσει ότι δεν έχει αποδειχθεί κοινοποίηση προς τη ΣΕΚ πριν την καταχώρηση της αγωγής.  Από την άλλη, βέβαια, έχουμε ως γεγονός όσα προσδιόρισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την εν γένει συμπεριφορά του εφεσείοντα, στη συνέχεια, στην οποία εντάσσεται και η περαιτέρω δημοσίευση της επιστολής, εκκρεμούσας της αγωγής.

Εκεί που δεν έχει καθόλου δίκαιο ο εφεσείοντας είναι ο ισχυρισμός του σε σχέση με το χαρακτήρα ή την κακή φήμη του εφεσίβλητου.  Αυτά στηρίχτηκαν στην παραδοχή του ότι έχει καταδικαστεί για κατάχρηση εξουσίας, πως απομακρύνθηκε από τα καθήκοντα του για κάποιο διάστημα και πως δεύτερη ποινική δίωξη εναντίον του ανεστάλη από το Γενικό Εισαγγελέα.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε ειδικά στο θέμα.  Καθοδηγήθηκε από την Goody v. Odhams Press [1967] 1 QB (CA) 340, 341 και δέχθηκε πως προηγούμενες καταδίκες μπορούν να συνυπολογιστούν στο βαθμό που αντανακλούν τη φήμη.  Όχι, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Όπως εξήγησε, τα μόνα στοιχεία που δόθηκαν αφορούσαν την προηγούμενη καταδίκη και αυτά εξαντλούνταν στον αριθμό της υπόθεσης και στη γενική και αόριστη δήλωση ότι αυτή αφορούσε σε κατάχρηση εξουσίας.  Δεν υπήρχε μαρτυρία για τις λεπτομέρειες του αδικήματος και, όπως κατέληξε, “λόγω έλλειψης οποιωνδήποτε [*611]στοιχείων αδυνατούσε να εξετάσει κατά πόσο η προηγούμενη καταδίκη είχε σχέση με το συγκεκριμένο τομέα της ζωής του ώστε να επηρεάζει τη φήμη του”. Δεν διακρίνουμε λάθος σ΄αυτή την προσέγγιση του Δικαστηρίου.

Με την “αντέφεση” ο εφεσίβλητος δίνει τους δικούς του λόγους για τους οποίους το ποσό της αποζημίωσης θα έπρεπε να ήταν μεγαλύτερο. Αναφέρθηκε στις υποθέσεις Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι Λτδ v. Σταύρος Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893, “Αλήθεια” Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. v. Χαράλαμπος Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550 και τόνισε τη σοβαρότητα της δυσφήμισης, που, όπως εξήγησε, άπτεται κάθε πτυχής της ζωής και της επαγγελματικής του δραστηριότητας.

Θα μπορούσε, πράγματι, να είχε επιδικαστεί κάπως μεγαλύτερο ποσό. Δεν θα παρέμβουμε όμως ενόψει της διαπίστωσης πως η έκταση της δημοσίευσης ήταν μικρότερη. (βλ. συναφώς Εταιρεία Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λτδ κ.ά. v. Χριστάκη Φιλίππου Φαλκονέττι (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 958).

Επικυρώνεται η κατάληξη στην οποία άχθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο και, για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση και “αντέφεση” πρέπει να απορριφθούν. Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται.  Δεν εκδίδουμε διαταγή για έξοδα.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο