Kόσμος Aσφαλιστική Eταιρεία Λτδ. ν. Σάββα X”Σάββα (2001) 1 ΑΑΔ 612

(2001) 1 ΑΑΔ 612

[*612]14 Μαΐου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

ΣΑΒΒΑ Χ”ΣΑΒΒΑ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10755)

 

Μηχανοκίνητα Οχήματα ― Ασφάλεια υπέρ τρίτου ― Κατά πόσο το Άρθρο 15(Β) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια υπέρ Τρίτου) Νόμου, Κεφ. 333, είναι αντισυνταγματικό.

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν την έφεση αυτή εναντίον της απόφασης με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγούμενο από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Padley v. Dobson κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1583, άχθηκε στο συμπέρασμα πως η επίδοση στην ασφαλιστική εταιρεία του εναγομένου δεν ήταν δικονομικής αλλά ουσιαστικής φύσης.  Η θέση των εφεσειόντων πρωτοδίκως ήταν πως το Άρθρο 15Β του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια υπέρ Τρίτου) Νόμου, Κεφ. 333, που εισάχθηκε με τον Ν. 81(1)/95, «προβαίνει στη ρύθμιση ενός αμιγώς δικονομικού θέματος, όπως η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος για το οποίο αποκλειστική δικαιοδοσία έχει, με βάση το Άρθρο 163 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο».  Ο εφεσίβλητος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.  Επισήμανε κυρίως το γεγονός ότι κατά το Άρθρο 15Β η απόφαση που εκδίδεται μετά από τέτοια επίδοση, αφορά μόνο στα δικαιώματα έναντι της Ασφαλιστικής Εταιρείας και δεν είναι εκτελεστή κατά του εναγομένου του ιδίου.

Αποφασίστηκε ότι:

Η εισήγηση των εφεσειόντων ότι το Άρθρο 15Β είναι αντισυνταγματικό, είχε ως υπόβαθρο την αντίληψη πως αυτό είναι δικονομικής φύσης.  Δεν υπάρχει αυτό το υπόβαθρο και η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

[*613]

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Padley v. Dobson κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1583,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 71,

Γερασάκη ν. Waft Shipping (1989) 1 (E) A.A.Δ. 393,

Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1 (E) A.A.Δ. 750,

Μαντίδη-Κουρλέτη ν. Μαντίδη (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 781.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που δόθηκε στις 15/3/00 (Αρ. Αγωγής 858/99) με την οποία σε αίτηση των εφεσειόντων για ακύρωση της υποκατάστατης επίδοσης στον εναγόμενο-εφεσίβλητο του κλητηρίου εντάλματος κρίθηκε ότι το ζήτημα ήταν αμιγώς δικονομικό για το οποίο δικαιοδοσία είχε το Ανώτατο Δικαστήριο.

Στ. Ερωτοκρίτου, για τους Εφεσείοντες.

Ν. Παναγιώτου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την αγωγή διεκδικούνται αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και άλλα, ως το αποτέλεσμα τροχαίου δυστυχήματος και ο εναγόμενος ήταν ασφαλισμένος γι’ αυτά στην Κόσμος Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. Ο εναγόμενος είναι αλλοδαπός, διέμενε σε άγνωστη στον ενάγοντα διεύθυνση εκτός Κύπρου και το κλητήριο ένταλμα, μετά από διαταγή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, επιδόθηκε στην Ασφαλιστική του Εταιρεία.

Με αίτηση που υποβλήθηκε από την Ασφαλιστική Εταιρεία ζητήθηκε η ακύρωση της επίδοσης. Συζητήθηκε πρωτοδίκως ως το μόνο επίδικο ζήτημα η συνταγματικότητα του άρθρου 15Β του περί Μη[*614]χανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια υπερ Τρίτου) Νόμου, Κεφ.333, που εισάχθηκε με τον Ν. 81 (Ι)/95.

Η θέση της Ασφαλιστικής Εταιρείας ήταν, όπως την καταγράφει το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πως το άρθρο αυτό “προβαίνει στη ρύθμιση ενός αμιγώς δικονομικού θέματος, όπως είναι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος για το οποίο αποκλειστική δικαιοδοσία έχει, με βάση το άρθρο 163 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο”.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην ουσία της ρύθμισης, καθοδηγούμενο από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Phillis Padley v. Dorothy Mary Dobson κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1583, άχθηκε στο συμπέρασμα πως αυτό δεν ήταν δικονομικής αλλά ουσιαστικής φύσης. Συνιστούσε στην πραγματικότητα θεσμοθέτηση ουσιαστικού δικαιώματος που μόνο η Βουλή των Αντιπροσώπων θα μπορούσε να κάμει, στο πλαίσιο της εξουσίας της δυνάμει του άρθρου 61 του Συντάγματος να νομοθετεί “εν παντί θέματι”.

Δεν αμφισβητούν οι εφεσείοντες πως αν πράγματι ο Νόμος στην ουσία παρείχε δικαίωμα κατά της Ασφαλιστικής Εταιρείας δεν θα ήταν δικονομικής φύσης. Ο,τι αμφισβητούν είναι η κατάταξη που έγινε. Κατά την εισήγηση τους προκύπτει από τις ρητές διατάξεις του άρθρου 15Β πως η πρόνοια είναι δικονομική. Αυτή αναφέρεται ρητά σε διαταγή για υποκατάστατη επίδοση στον εναγόμενο που εξακολουθούσε να παραμένει ο μόνος αντίδικος του ενάγοντα. Τα ουσιαστικά δικαιώματα όπως είναι νομοθετημένα με το άρθρο 10 του Νόμου παραμένουν αναλλοίωτα και ήταν ανεπίτρεπτη η διεύρυνση της εμβέλειας του άρθρου όταν το λεκτικό του ήταν σαφές. Προσθέτουν και σκέψεις αναφορικά με το κατά πόσο απόφαση κατά του εναγομένου, που κατά τον Νόμο είναι δυνατό να εκδοθεί χωρίς επίδοση σ’ αυτόν, θα πρόσβαλλε ενδεχομένως, δικά του δικαιώματα, όσο και αν, όπως προβλέπεται, δεν θα ήταν εκτελεστή εναντίον του. Αυτή όμως η τελευταία έκφανση, εκφεύγει του πλαισίου της τωρινής διαδικασίας που αφορά στην Ασφαλιστική Εταιρεία.

Ο εφεσίβλητος δεν αμφισβητεί πως η θέσπιση διαδικαστικών κανόνων εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 163 του Συντάγματος. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Αθηνής v. Δημοκρατίας, (1989) 2 Α.Α.Δ. 71, Γερασάκη v. Waft Shipping (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 393, Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 750, Γεωργία Κώστα Μαντίδη-Κουρλέτη v. Μαντίδη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 781. Υποστηρίζει [*615]όμως ως ορθή την πρωτόδικη απόφαση. Επισημαίνουν κυρίως το γεγονός ότι κατά το άρθρο 15Β η απόφαση που μετά από τέτοια επίδοση εκδίδεται, αφορά μόνο στα δικαιώματα έναντι της Ασφαλιστικής Εταιρείας και δεν είναι εκτελεστή κατά του εναγομένου του ιδίου. Όπως χαρακτηριστικά εισηγείται, αν είχαμε πρόνοια για επίδοση στον εναγόμενο, τότε τέτοια απόφαση θα έπρεπε να ήταν εκτελεστή και κατά του εναγομένου.

Προσεγγίζουμε το ζήτημα με γνώμονα τις καθιερωμένες αρχές που διέπουν την συζήτηση ζητήματων συνταγματικής φύσης.Επιλαμβανόμαστε μόνο του ζητήματος που έχει ειδικά προσδιοριστεί, και αυτό, στο βαθμό που είναι αναγκαίο για την επίλυση του συγκεκριμμένου θέματος. Περαιτέρω, καταλήγουμε σε κρίση για αντισυνταγματικότητα νομοθετήματος όταν αυτή καταφαίνεται πέραν από κάθε λογική αμφιβολία. Σε κάθε περίπτωση, αντικείμενο του προβληματισμού είναι η νομοθετική πρόνοια, όχι από την άποψη της σοφίας της λύσης που προκρίνει, αλλά του συμβιβάσιμου της προς την προσδιοριζόμενη συνταγματική διάταξη.

Το άρθρο 10 του Νόμου, υπό όρους και προϋποθέσεις που καθορίζει, επιβάλλει στον ασφαλιστή υποχρέωση πληρωμής του ποσού (μέχρι ΛΚ50000) που επιδικάζεται εναντίον του ασφαλισμένου του.

Το άρθρο 15Β του Ν. 81/95 προβλέπει ως εξής:

“Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου όπου λόγω μη διαμονής του εναγόμενου στη Δημοκρατία δεν είναι δυνατή η επίδοση σ’ αυτόν μέσα στη Δημοκρατία του κλητηρίου εντάλματος σε οποιαδήποτε αγωγή, επίδοση στον ασφαλιστή, που διατάσσεται από το δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως για υποκατάστατη επίδοση, λογίζεται ως επίδοση στον εναγόμενο. Σε τέτοια περίπτωση ο ασφαλιστής έχει το δικαίωμα καταχωρήσεως εμφανίσεως και διορισμού δικηγόρου εκ μέρους και για λογαριασμό του εναγόμενου.

(2) Οποιαδήποτε απόφαση που εκδίδεται σε αγωγή που έχει επιδοθεί με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δε θα είναι εκτελεστή εναντίον του εναγόμενου, αλλά ο ενάγων θα έχει έναντι του ασφαλιστή τα ίδια δικαιώματα τα οποία θα είχε, αν η αγωγή είχε επιδοθεί προσωπικά στον εναγόμενο.”

Σαφώς, νομίζουμε, αποσκοπεί στη διαφοροποίηση της βασικής προϋπόθεσης για τη γέννηση της ευθύνης του ασφαλιστή. Εννοούμε [*616]την έκδοση απόφασης κατά του εναγομένου. Η έκδοση τέτοιας απόφασης προϋποθέτει, βέβαια, επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο. Χωρίς τέτοια επίδοση δεν θα ήταν δυνατό να διαγνωστεί εγκύρως η ευθύνη του. Η υποκατάστατη επίδοση, όπως την ρυθμίζουν οι διαδικαστικοί κανονισμοί, συνιστά τρόπο έγκυρης επίδοσης. Εγκρίνεται υπό το θεμελιακό δεδομένο πως ευλόγως διασφαλίζει γνωστοποίηση της διαδικασίας στον εναγόμενο ώστε να του παρέχεται η δυνατότητα να ακουστεί. Το άρθρο 15Β υπερβαίνει αυτήν την ανάγκη. Δεν στοχεύει στην εισαγωγή συστήματος υποκατάστατης επίδοσης κατά διαφοροποίηση ή εμπλοκή στα ρυθμιζόμενα με διαδικαστικές πρόνοιες. Δεν ενδιαφέρεται για τη διασφάλιση της πράγματι επίδοσης στον εναγόμενο.  Εισάγει στην ουσία τη δυνατότητα γέννησης της υποχρέωσης στον ασφαλιστή χωρίς επίδοση στον εναγόμενο. Δεν μπορεί να έχει άλλη έννοια η μη αναφορά στον Νόμο σε δυνατότητα ελέγχου, στο πλαίσιο ενάσκησης διακριτικής εξουσίας, του κατά πόσο, με επίδοση στον ασφαλιστή, ευλόγως κατά τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, αναμένεται να περιέλθει η αγωγή σε γνώση του εναγομένου.  Ούτε η σημαντική πρόνοια πως απόφαση που εκδίδεται κάτω από τέτοιες συνθήκες “δεν θα είναι εκτελεστή εναντίον του εναγομένου”. Χρησιμοποιήθηκαν, βέβαια, όροι όπως “επίδοση στον εναγόμενο” και “υποκατάστατη επίδοση” που λεκτικά παραπέμπουν στους αντίστοιχους των διαδικαστικών κανονισμών. Όμως, στην πραγμα- τικότητα, όπως επεσήμανε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Padley v. Dobson (ανωτέρω) ατυχώς και με άλλη έννοια και δυναμική.  Δεν είχε ακόμα θεσπιστεί ο Νόμος 16(Ι)/2000 που είναι μεταγενέστερος και σε σχέση με την παρούσα διαδικασία και στην πιο πάνω υπόθεση συζητήθηκε το κατά πόσο το άρθρο 15Β κάλυπτε και την περίπτωση επίδοσης ειδοποίησης τριτοδιάδικου σε ασφαλισμένο. Αυτή η διαφορά στο θέμα όπως και η τελική διευκρίνηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως δεν ήταν αναγκαίο να ασχοληθεί με όμοια με την παρούσα εισήγηση για αντισυνταγματικότητα του άρθρου 15Β, οδήγησαν τους εφεσείοντες στην εκτίμηση πως όσα λέχθηκαν εκεί ήταν απλές παρατηρήσεις.  Αυτό δεν είναι ορθό. Η κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με τη φύση των προνοιών του άρθρου 15(Β) ήταν συνδεδεμένη προς το σκεπτικό της τελικής κατάληξης πως αυτό δεν καλύπτει και την ειδοποίηση τριτοδιάδικου. Λέχθηκαν τα ακόλουθα από τον Χατζηχαμπή, Δ., που εξέδωσε την απόφαση:

“Το άρθρο 15(Β) μπορεί να προνοεί ότι επίδοση στον ασφαλιστή κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου για υποκατάστατη επίδοση λογίζεται ως επίδοση στον εναγόμενο, το εδάφιο (2) όμως καθιστά καθαρό ότι δεν πρόκειται για πραγματική υποκατάστατη επίδοση, καθ’ όσον προνοεί ότι η απόφαση που θα εκδοθεί δεν θα εί[*617]ναι εκτελεστή εναντίον του εναγομένου και ότι απλώς ο ενάγων έχει έναντι του ασφαλιστή τα ίδια δικαιώματα που θα είχε αν η αγωγή είχε επιδοθεί στον εναγόμενο.  Το άρθρο 15(Β) λοιπόν δεν διέπει στην πραγματικότητα το διαδικαστικό θέμα της υποκατάστατης επίδοσης μάλλον, ώστε ενδεχόμενα να είχε εφαρμογή η Δ.10 Θ.2 αναλογικά, παρά δημιουργεί ένα νέο και ουσιαστικό δικαίωμα απευθείας αγωγής του ενάγοντα κατά του ασφαλιστή (έστω στην ίδια έκταση με εκείνο του ενάγοντα κατά του εναγομένου) ως αυτός να ήτο ο εναγόμενος. Το δικαίωμα αυτό είναι ευρέως γνωστό ως απ΄ευθείας αγώγιμο δικαίωμα με ουσιαστική υφή (right of direct action) σε πολλές δικαιοδοσίες, ιδιαίτερα στις Η.Π.Α. από δεκαετίες και εξυπηρετεί τις σύγχρονες πραγματικότητες, όπως προφανώς επιδιώκει και το άρθρο 15(Β). Ως τέτοιο, όμως, το άρθρο 15(Β), παρά την ατυχή διατύπωση του με την αναφορά σε υποκατάστατη επίδοση στον ασφαλιστή λογιζόμενη ως επίδοση στον εναγόμενο, δεν μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να ερμηνευθεί ως επεκτεινόμενο στον ασφαλιστή του τριτοδιάδικου και ως δημιουργούν απ’ ευθείας αγώγιμο δικαίωμα στον εναγόμενο εναντίον του ασφαλιστή του τριτοδιάδικου. Οι όροι του, καλώς ή κακώς - και δεν είναι για το δικαστήριο να κρίνει - δεν έχουν τέτοια έκταση.”

Η εισήγηση για αντισυνταγματικότητα του άρθρου 15Β είχε ως υπόβαθρο την αντίληψη πως αυτό είναι δικονομικής φύσης. Δεν υπάρχει αυτό το υπόβαθρο και η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο