Cypromix Concetrates Co. Ltd ν. Vitafor N. (2001) 1 ΑΑΔ 676

(2001) 1 ΑΑΔ 676

[*676]24 Μαΐου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

CYPROMIX CONCETRATES CO LTD,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

VITAFOR N.V.,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10530)

 

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως ― Έγγραφα ― Στην αστική δίκη το βάρος απόδειξης της γνησιότητας εγγράφου το φέρει εκείνος που το προσάγει και που επικαλείται την εγκυρότητά του.

Τόκος ― Πώληση αγαθών ― Αξίωση για επιδίκαση τόκου επί οφειλομένου ποσού πώλησης εμπορευμάτων ― Απορρίφθηκε, στην απουσία ρητής ή εξυπακουόμενης συμφωνίας που να διαλαμβάνει και όρο για τόκους ― Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή η αξίωση των εναγομένων-εφεσειόντων στην ανταπαίτησή τους, για το ποσό των 83.000 γερμανικών μάρκων.  Κρίθηκε πως, πράγματι, οι εναγόμενοι πώλησαν και παρέδωσαν, οι ίδιοι προς τους ενάγοντες εμπορεύματα της πιο πάνω αξίας και πως δικαιούνταν στην είσπραξή της.

Αμφισβητείται:

α.  Με την έφεση των εναγομένων η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν δικαιούνταν και σε τόκο προς 9% «από της δημιουργίας της οφειλής και/ή υπαλλακτικά από τον Ιανουάριο του 1986».

β.  Με την αντέφεση των εναγόντων, η έκδοση απόφασης εναντίον τους για το πιο πάνω ποσό των 83.000 γερμανικών μάρκων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί πως μια επιστολή και ένα τέλεξ τα οποία παρουσίασαν οι εναγόμενοι για να αποδείξουν [*677]την υπόθεσή τους δεν είχαν πλαστογραφηθεί και ότι ήταν υποχρέωση των εναγόντων να αποδείξουν αυτό τον ισχυρισμό.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση για τόκους με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχε ρητή ή εξυπακουόμενη συμφωνία γι’ αυτούς. Η πώληση από τους εναγόμενους προς τους ενάγοντες πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με όσα δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε μια μεμονωμένη περίπτωση κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες και όχι στο πλαίσιο ευρύτερης συμφωνίας που διαλάμβανε και τον όρο για τόκους σε σχέση με πωλήσεις που θα ακολουθούσαν.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα σε σχέση με το βάρος της απόδειξης που αφαιρεί το υπόβαθρο της κρίσης σε σχέση με την αξιοπιστία της προφορικής μαρτυρίας που προσάχθηκε. Στο πλαίσιο των δεδομένων, ήταν οι εναγόμενοι που όφειλαν να αποδείξουν πως τα έγγραφα που εκείνοι επικαλέσθηκαν και προσήγαγαν είχαν εκτελεστεί δεόντως, πως δηλαδή, κατά το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, προέρχονταν από τους ενάγοντες.

Η έφεση παραμένει άνευ αντικειμένου. Καμιά διαταγή για έξοδα.

Η αντέφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της αντέφεσης από άλλο δικαστή. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα της υπόθεσης.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Ε.Τ. Autospares Enterprises Ltd κ.ά. (1988) 1 Α.Α.Δ. 843,

Doe d. Devine v. Wilson [1855] 10 Moo. P.C.C. 502.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 30/4/99 (Αρ. Αγωγής 99481/91) με την οποία απέρριψε την αξίωσή τους για τόκους προς 9% επί της αξίας εμπορευμάτων πωληθέντων από αυτούς προς τους [*678]εφεσίβλητους-ενάγοντες αξίας 83.000 γερμανικών μάρκων.

Αντέφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον τους για το ποσό των 83,000 γερμανικών μάρκων.

Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Δ. Παπαχρυσοστόμου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι ενάγοντες είναι Βελγική εταιρεία και είναι παραδεκτό πως, στο πλαίσιο της κανονικής πορείας της συνεργασίας της με τους εναγόμενους, τους πωλούσε εμπορεύματα. Η αξίωσή τους για το υπόλοιπο της αξίας τους, παρά την αρχική αμφισβήτηση της, έγινε τελικά αποδεκτή και εκδόθηκε, εκ συμφώνου απόφαση υπέρ τους για το ποσό των 84.663,35 γερμανικών μάρκων, πλέον τόκους και έξοδα. Παρέμεινε για εκδίκαση η ανταπαίτηση αλλά και αυτή με περιεχόμενο διαφορετικό από το αρχικό της. Σε βαθμό μάλιστα που, στη καλύτερη περίπτωση για τους εναγόμενους, όπως εισηγούνται οι ενάγοντες, δημιουργεί από μόνο του ερωτηματικά για τη γνησιότητά της.

Οι εναγόμενοι διεκδίκησαν πρώτα το ποσό των 100.000 γερμανικών μάρκων ως εύλογη αμοιβή, στην οποία έλεγαν ότι δικαιούνταν για διάφορες υπηρεσίες, που, κατ’ ισχυρισμόν προσφέρθηκαν από το Διευθυντή τους Μιχ. Παπαευσταθίου προς τους ενάγοντες. Με την πρώτη τροποποίηση της ανταπαίτησης προστέθηκε αξίωση για 2.830,65 γερμανικά μάρκα ως “υπόλοιπο εισπραχθέν περιπλέον του λαβείν της υπό της ενάγουσας” και για 27610 γερμανικά μάρκα ως “υπόλοιπο προμήθειας”. Με περαιτέρω τροποποίηση εισάχθηκε και άλλη αξίωση για 83000 γερμανικά μάρκα, ας σημειωθεί από τώρα, με διατύπωση που προκάλεσε συζήτηση αναφορικά με την εμβέλειά της. Πριν την έναρξη της ακρόασης υπήρξε νέα εξέλιξη. Η αξίωση για το μεγαλύτερο ποσό, τις 100.000 γερμανικά μάρκα, αποσύρθηκε. Όπως εξηγήθηκε από τους εναγόμενους, αν κάποιος εδικαιούτο σ’ αυτό το ποσό, αυτός ήταν ο Διευθυντής τους προσωπικά.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατ΄αντίθεση προς τη μαρτυρία των μαρτύρων των εναγόντων, χαρακτήρισε εκείνη του Μιχ.Παπαευσταθίου ως μη πειστική και τεκμηριωμένη σε σχέση με την αντα[*679]παίτηση για προμήθεια. Την απέρριψε λοιπόν, όπως και την ανταπαίτηση για υπερπληρωμή την οποία επίσης έκρινε ως μη αποδειχθείσα. Επ’ αυτών των πτυχών της πρωτόδικης απόφασης δεν ασκήθηκε έφεση και αυτά τα θέματα δεν θα μας απασχολήσουν. Αντικείμενο της έφεσης είναι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το ποσό των 83.000 γερμανικών μάρκων. Κρίθηκε πως, πράγματι, οι εναγόμενοι πώλησαν και παρέδωσαν, οι ίδιοι αυτή τη φορά προς τους ενάγοντες, εμπορεύματα της πιο πάνω αξίας και πως δικαιούνταν στην είσπραξή της.

Αμφισβητείται:

α. Με την έφεση των εναγομένων, η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δε δικαιούνταν και σε τόκο προς 9% “από της δημιουργίας της οφειλής και/ή υπαλλακτικά από τον Ιανουάριο του 1986”.

β. Με την “αντέφεση” των εναγόντων, η έκδοση απόφασης εναντίον τους για το πιο πάνω ποσό των 83.000 γερμανικών μάρκων.

Ήταν ο ισχυρισμός των εναγoμένων στην ανταπαίτησή τους, πως η επίδικη πώληση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ευρύτερης συμφωνίας με τους ενάγοντες όχι μόνο να αγοράζουν απ’ αυτούς αλλά και να τους πωλούν εμπορεύματα.  Εξ ου και η αξίωσή τους για τόκο προς 9%. Όπως και για τα εμπορεύματα που εκείνοι αγόραζαν, ήταν “ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος” της συμφωνίας τους πως θα δικαιούνταν σε τέτοιο τόκο.  Το δε ποσό των 83.000 γερμανικών μάρκων ήταν το ποσό που οφειλόταν προς αυτούς “ως αποτέλεσμα των πιο πάνω δοσοληψιών”, ανεξάρτητα από όσα εκείνοι όφειλαν.  Αυτά, σύμφωνα με τους ενάγοντες, το πιο πολύ, αναφέρονται σε συμφωνία για μελλοντικές δοσοληψίες και δεν καλύπτουν και τη θέση που επιδιώχθηκε να προβληθεί κατά την ακρόαση, πως πραγματοποιήθηκε κιόλας οποιαδήποτε πώληση.  Πρόβαλαν ένσταση λοιπόν στην προσαγωγή μαρτυρίας προς τέτοια κατεύθυνση, η οποία όμως απορρίφθηκε. Δεν αρθρωνόταν ρητά, δηλαδή με τη χρήση κάποιου συγκεκριμένου όρου, η πώληση ως εξειδικευμένη αιτία της ανταπαίτησης αλλά από το σύνολο, περιλαμβανομένης και της τελικής αξίωσης, προέκυπτε πως το ποσό συνιστούσε “την αξία ή υπόλοιπο για αξία σε σχέση με πωληθέντα και παραδοθέντα εμπορεύματα”. Συμφωνούμε με αυτή την αποτίμηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και μπορούμε, πριν από οτιδήποτε άλλο, να καταγράψουμε και τη δική μας κρίση πως ο σχετικός λόγος “αντέφεσης” δεν ευσταθεί.

[*680]

Όπως δεν θα ευσταθούσε και η έφεση των εναγομένων αναφορικά με την επιδίκαση τόκου προς 9%. Οι εναγόμενοι υποστηρίζουν πως, αφού το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη, σε σχέση με την ανταπαίτηση, τη μαρτυρία του Μ. Παπαευσταθίου, εσφαλμένα απέρριψε την αξίωση για τόκους με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχε ρητή ή εξυπακουόμενη συμφωνία γι’ αυτούς. Ο Μ. Παπαευσταθίου είχε αναφερθεί ρητά σε αυτή. Αυτό είναι γεγονός αλλά είναι σαφές πως δεν έχει γίνει δεκτό το συγκεκριμμένο σημείο της μαρτυρίας του Μ. Παπαευσταθίου. Ήταν συναρτημένο προς τον ισχυρισμό για σύναψη ευρύτερης συμφωνίας που διαλάμβανε και τον όρο για τόκους σε σχέση με πωλήσεις που θα ακολουθούσαν και αυτή η εκδοχή απορρίφθηκε. Η πώληση από τους εναγομένους προς τους ενάγοντες πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με όσα δέχθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, σε μια μεμονωμένη περίπτωση κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες. Οι εναγόμενοι δεν μπορούσαν να διαθέσουν σε τρίτους ορισμένα εμπορεύματα, όπως είχαν προγραμματίσει, απευθύνθηκαν προς τους ενάγοντες και αυτοί, ουσιαστικά κάμνοντάς τους χάρη, τα δέχτηκαν για να τους διευκολύνουν.

Ό,τι απομένει είναι η “αντέφεση” των εναγόντων.  Το κεντρικό της σημείο αφορά στον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία. Οι δύο μάρτυρες που κάλεσαν οι ενάγοντες, ο πρώην Διοικητικός Σύμβουλός τους H.Van Poppel και ο Διευθύνων Σύμβουλός τους H.Peeters δήλωσαν πλήρη άγνοια για αγορά από την πλευρά τους, όπως η επίδικη και το Πρωτόδικο Δικαστήριο τους έκρινε ειλικρινείς. Δέχθηκε, όμως, τη μαρτυρία του Μ.Παπαευσταθίου, πως πράγματι έγινε η επίδικη πώληση στο πλαίσιο ιδιαίτερης συμφωνίας με άλλο αξιωματούχο των εναγόντων, που προφανώς αποσιωπήθηκε, για άγνωστο λόγο. Η συμφωνία δεν ήταν γραπτή και δεν υπήρχαν έγγραφα σύγχρονά της να την επιμαρτυρούν.  Τέθηκε ζήτημα αν η αγορά φαινόταν τουλάχιστον στα ίδια τα βιβλία των εναγομένων αλλά ο Μ.Παπαευσταθίου, παρά την αρχική στάση του, στο τέλος ρητά αρνήθηκε να τα προσκομίσει επικαλούμενος συμβουλή του δικηγόρου του πως δεν είχε τέτοια υποχρέωση. Τα επικαλούνται αυτά οι ενάγοντες όπως και το επιπρόσθετο πως, στην πορεία της αλληλογραφίας τους με τους ενάγοντες σε σχέση με δική τους αξίωση, ουδέποτε υπέβαλαν τέτοια δική τους απαίτηση.  Ούτε καν με τις αρχικές ανταπαιτήσεις τους.

Είναι γεγονός πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο δε σχολίασε την άρνηση των εναγομένων να προσκομίσουν τα βιβλία τους και πως θεώρησε ότι η, για μεγάλο χρονικό διάστημα, παράλειψη των εναγομένων να προβάλουν την αξίωσή τους εξηγείτο από την εκτίμηση [*681]στην οποία κατέληξε ότι “η επίδικη πώληση παρασιωπήθηκε”. Υπήρχαν όμως, όπως έκρινε, άλλα αντικειμενικά δεδομένα που έπειθαν πως είχε πραγματοποιηθεί η πώληση.  Οι εναγόμενοι προσήγαγαν αλληλογραφία τους με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου που αποκάλυπτε πως πράγματι είχε ματαιωθεί μια προσπάθεια πώλησης εμπορευμάτων από τους εναγόμενους σε Λιβάνιους τρίτους και πως οι εναγόμενοι είχαν έκτοτε αναφερθεί σε συμφωνία τους με τους ενάγοντες για να τα παραλάβουν εκείνοι. Ιδίως, όμως, υπήρχαν μια επιστολή και ένα τέλεξ που, κατ’ ισχυρισμόν, προερχόταν από τους ίδιους τους ενάγοντες, στα οποία γίνεται ρητή αναφορά στη συγκεκριμένη οφειλή τους. Αυτά τα έγγραφα, όπως κρίθηκε, επιβεβαιώνουν την αλήθεια της προφορικής μαρτυρίας του Μ. Παπαευσταθίου.

Ήταν, εξ’ αρχής, η θέση των εναγόντων πως η επιστολή και το τέλεξ δεν στάληκαν από τους ίδιους. Αρνήθηκαν την πατρότητά τους, ισχυρίστηκαν πως ήταν πλαστογραφημένα και κάλεσαν εμπειρογνώμονα που πράγματι έδειξε, όπως άλλωστε δέχτηκε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο τέλος, πως ένα τέλεξ θα μπορούσε να αλλοιωθεί. Δεν πείστηκε όμως ο Πρωτόδικος Δικαστής. Αναγνώρισε πως υπήρχαν πράγματι ορισμένα δεδομένα που προκαλούσαν απορία ή που ήταν περίεργα.

Το ένα αφορούσε στην επιστολή με την οποία οι ενάγοντες εμφανίζονταν να αναφέρονται σε ποσό 83.000 γερμανικών μάρκων που όφειλαν στους εναγόμενους. Αυτή η επιστολή γράφτηκε σε επιστολόχαρτο των εναγόντων που έφερε την παλιά και όχι την τότε διεύθυνσή τους.  Επιπλέον, όπως επισημαίνουν οι ενάγοντες, κατά τη μαρτυρία του Διευθυντή τους, δε φέρει είτε την υπογραφή του είτε του αξιωματούχου, με τον οποίο υποτίθεται έγινε η συμφωνία, ή κάποιου άλλου υπαλλήλου τους.

Το άλλο, αφορούσε στο τέλεξ. Οι ενάγοντες ερεύνησαν τα Αρχεία τους και εντόπισαν άλλο τέλεξ που είχαν στείλει στους εναγόμενους ακριβώς το ίδιο λεπτό κατά το οποίο εμφανίζεται να στάληκε και εκείνο που επικαλέστηκαν οι εναγόμενοι. Με άλλο περιεχόμενο όμως. Αυτό αναφερόταν στο χρέος των εναγομένων.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε πως ήταν περίεργη η συνύπαρξη των δύο τέλεξ και πως εμφανίζεται  “αντινομική κατάσταση”.  Θεώρησε, όμως, πως αυτά δεν άγγιζαν την ουσία του θέματος. Τις απαντήσεις θα έπρεπε να τις αναζητήσουν οι ενάγοντες “στα του οίκου τους”.  Όλα αυτά δεν αποδείκνυαν πως τα δύο έγγραφα είχαν πράγματι πλαστογραφηθεί και ήταν δική τους υποχρέωση να αποδείξουν αυτό τον ισχυρισμό.

[*682]

Οι ενάγοντες αμφισβητούν την ορθότητα αυτής της προσέγγισης. Εισηγούνται πως, ανεξάρτητα από τις άλλες παρατηρήσεις τους, το βάρος της απόδειξης το έφεραν οι εναγόμενοι. Εκείνοι προσήγαγαν την επιστολή και το τέλεξ και, ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν, εκείνοι έπρεπε να αποδείξουν τη γνησιότητά τους. Παρέπεμψαν συναφώς σε σχετικό απόσπασμα από τον Cross on Evidence  7η έκδοση σελ.690 κάτω από την επικεφαλίδα “proof of the excecution of private documents”. Επίσης, στο βιβλίο “Απόδειξη” του Γ.Κακογιάννη σελ. 692. Αντίλογος από την πλευρά των εναγομένων δεν υπήρξε. Δεν καταχώρησαν περίγραμμα αγόρευσης σε σχέση με την “αντέφεση” και αυτό, όπως εξήγησαν, επειδή δεν είχαν οτιδήποτε να προσθέσουν στην πρωτόδικη απόφαση, την ορθότητα της οποίας υποστήριζαν. Σημειώνουμε, όμως, πως το ζήτημα του βάρους της απόδειξης δεν απασχόλησε ειδικά το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι κρίσεις του διαμορφώθηκαν με αυτό ως δεδομένο.

Διαπιστώνουμε την ύπαρξη εσφαλμένης καθοδήγησης σε σχέση με το βάρος της απόδειξης που αφαιρεί το υπόβαθρο της κρίσης σε σχέση με την αξιοπιστία της προφορικής μαρτυρίας που προσάχθηκε. Σε συμφωνία με την εισήγηση των εναγόντων, κρίνουμε πως, στο πλαίσιο των δεδομένων, ήταν οι εναγόμενοι που όφειλαν να αποδείξουν πως τα έγγραφα που εκείνοι επικαλέστηκαν και προσήγαγαν είχαν εκτελεστεί δεόντως, πως δηλαδή, κατά το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, προέρχονταν από τους ενάγοντες. Η απόφαση στην Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. E.T. Autospares Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 843, είναι σχετική.  Οι ενάγοντες εκεί είχαν διεκδικήσεις στηριγμένες σε γραπτή συμφωνία, την οποία όμως οι εναγόμενοι αρνούνταν ως πλαστογραφημένη.  Προσάχθηκε ως τεκμήριο η γραπτή συμφωνία και τίποτε άλλο. Ήταν η άποψη των εναγόντων πως, με την προσαγωγή της, θεμελίωσαν όσα χρειάζονταν και, όπως υποστήριξαν, από εκεί και πέρα ήταν ευθύνη των εναγομένων να αποδείξουν την πλαστογραφία. Δεν έγινε δεκτή αυτή η θέση.  Απορρίφθηκε η εισήγηση πως η κατάθεση του εγγράφου χωρίς ένσταση σήμαινε παραδοχή οποιασδήποτε φύσης και κρίθηκε ότι, ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν, ήταν οι ενάγοντες που είχαν το βάρος της απόδειξης. Είναι επίσης σχετική η Doe d. Devine v. Wilson [1855] 10 Moo. P.C.C. 502 (βλ. και English & Empire Digest τόμος 22 (Ι) σελ. 33 παρ. 319). Στην υπόθεση εκείνη διατάχθηκε επανεκδίκαση γιατί ήταν λανθασμένη η καθοδήγηση προς τους ενόρκους ότι ο διάδικος που ισχυρίζεται πλαστογραφία είχε βάρος απόδειξης, όπως στην περίπτωση ποινικής δίκης. Όπως εξηγήθηκε, στην ποινική δίκη πράγματι ο κατήγορος έχει το βάρος της απόδειξης της πλαστογραφίας που κατα[*683]λογίζεται στον κατηγορούμενο αλλά στην αστική δίκη το βάρος απόδειξης της γνησιότητας εγγράφου το φέρει εκείνος που το προσάγει και που επικαλείται την εγκυρότητά του.

Η “αντέφεση” των εναγόντων επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και, αναποφεύκτως, διατάσσεται επανεκδίκαση της αντέφεσης για τις 83.000 γερμανικά μάρκα, από άλλο Δικαστή.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα της υπόθεσης. Τα έξοδα της “αντέφεσης” επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων. Η έφεση των εναγομένων προϋποθέτει επιδίκαση ποσού υπέρ τους και απομένει χωρίς αντικείμενο.  Έχουμε καταγράψει ορισμένες παρατηρήσεις αλλά αυτές είχαν ως βάση τον τρόπο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ. Παπαευσταθίου, ζήτημα το οποίο, πλέον, παραμένει ανοικτό στην ολότητά του.  Δεν θα εκδώσουμε διαταγή για έξοδα σε σχέση με την έφεση των εναγομένων.

Η έφεση παραμένει άνευ αντικειμένου. Καμιά διαταγή για έξοδα.

Η αντέφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων. Διατάσσεται επανεκδίκαση της αντέφεσης από άλλο δικαστή. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα της υπόθεσης.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο