Θρασυβούλου Γεώργιος ν. Λοΐζος Λουκά και Yιοί Λτδ. (2001) 1 ΑΑΔ 687

(2001) 1 ΑΑΔ 687

[*687]25 Μαΐου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΛΟΪΖΟΣ ΛΟΥΚΑ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10634)

 

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Ανυπακοή προς διάταγμα ― Καταχώρηση έφεσης εναντίον διατάγματος από τον μη υπακούσαντα το διάταγμα ― Κατά πόσο ετίθετο θέμα κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας ως εκ της ταυτόχρονης μη συμμόρφωσης προς το διάταγμα και προώθησης της έφεσης.

Ο εφεσείων, ο οποίος δεν είχε συμμορφωθεί με διάταγμα που είχε εκδοθεί εναντίον του από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και ούτε προέβη στην αναστολή εκτέλεσης του, καταχώρησε την παρούσα έφεση στοχεύοντας την ακύρωση του ρηθέντος διατάγματος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει προδικαστικά τη νομική πτυχή του θέματος ως προς τις επιπτώσεις της μη συμμόρφωσης στη δυνατότητα προώθησης της έφεσης.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος κάλεσε το Ανώτατο Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια προς όφελος του εφεσείοντος.  Εισηγήθηκε ότι το διάταγμα δεν ήταν απόλυτο αλλά υπό τον όρο ότι και οι εφεσίβλητοι θα συμμορφώνοντο με τις υποχρεώσεις τους, που απέρρεαν από τη μεταξύ των μερών συμφωνία, πράγμα που δεν έπραξαν, με αποτέλεσμα να μην υπήρχε αδικαιολόγητη παράλειψη συμμόρφωσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η σημασία μη συμμόρφωσης προς εφεσιβαλλόμενο διάταγμα ως προϋπόθεσης για την προώθηση της έφεσης είναι σαφής.  Ο εφε[*688]σείων δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι, επειδή αμφισβητεί με την έφεση τη νομιμότητα του διατάγματος, μπορεί να μη συμμορφώνεται με αυτό.  Η αρχή αυτή δεν αναφέρεται στην εξουσία του δικαστηρίου να τιμωρήσει για περιφρόνησή του αλλά στην ευρύτερη εξουσία του να ελέγχει τη διαδικασία του και να εμποδίζει κατάχρησή της.

2.  Στη σχετική νομολογία έχει υιοθετηθεί η άποψη ότι δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας ότι ο παραβαίνων το διάταγμα του δικαστηρίου δεν μπορεί να ακουσθεί αλλά ότι υπάρχει διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να μην τον ακούσει.

3.  Στην κρινόμενη υπόθεση η αντίφαση και η αντινομία μεταξύ της μη συμμόρφωσης του εφεσείοντος και της παράλληλης προώθησης της έφεσής του παραμένει ως κατάχρηση της διαδικασίας που επιβάλλει την παρέμβαση του Εφετείου προς διασφάλιση του ελέγχου και της ορθότητας των ενώπιον του διαδικασιών.

4.  Μόνη πρόσφορη οδός είναι η αναστολή της έφεσης, όπως και διατάσσεται μέχρις ότου ο εφεσείων συμμορφωθεί με το διάταγμα.

Η έφεση αναστάληκε. Διατάχθηκε όπως τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας καταβληθούν από τον εφεσείοντα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Mavrommatis a.o. v. Cyprus Hotels Co. Ltd (1967) 1 C.L.R. 266,

Constantinides v. Ekdotiki Eteria Vima Ltd a.o. (1983) 1 C.L.R. 348,

Mouzouris a.o. v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287,

Smith v. Paphos Stone C. Estate Ltd κ.ά. (1989) 1 (E) A.A.Δ. 499,

Hadkinson v. Hadkinson [1952] p. 285.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 8/9/99 (Αρ. Αγωγής 5405/94) με την οποία εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο ο εναγόμε[*689]νος διατασσόταν να αφαιρέσει από το κέντρο του στη Χοιροκοιτία πινακίδες ανταγωνιστικές προς την ενάγουσα εταιρεία και να αναρτήσει τη διαφημιστική πινακίδα της ενάγουσας σύμφωνα με την μεταξύ τους συμφωνία ημερομηνίας 2/4/93.

Ν. Οικονομίδης και Χατζητζιοβάννης για Κ. Μιχαηλίδη, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Κολοκασίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚHΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Στο στάδιο της προδικασίας ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσίβλητους ήγειρε θέμα μη συμμόρφωσης του εφεσείοντα με το εφεσιβαλλόμενο διάταγμα, δεδομένου και του ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναστολή εκτέλεσης τούτου.  Σημειωτέον ότι το διάταγμα είχε εκδοθεί στις 8.9.1999. Εδόθη επανειλημμένα χρόνος στον ευπαίδευτο συνήγορο για τον εφεσείοντα για να επικοινωνήσει με τον εφεσείοντα και να πληροφορήσει ακόλουθα το δικαστήριο κατά πόσο υπήρξε ή όχι συμμόρφωση. Στις 23.1.2001 ο κ. Οικονομίδης δήλωσε ότι δεν υπήρχε συμμόρφωση για το λόγο ότι ο εφεσείων δεν έχει πλέον κατοχή του υποστατικού.  Κατόπιν τούτου, αποφασίσαμε να εξετάσουμε προδικαστικά τη νομική πτυχή του θέματος ως προς τις επιπτώσεις της μη συμμόρφωσης στη δυνατότητα προώθησης της έφεσης. Καθ’ όσον δε οι ευπαίδευτοι συνήγοροι δεν καταχώρισαν διαγράμματα επ΄αυτού σύμφωνα με τις οδηγίες μας, ακούσθησαν μόνο προφορικά.

Το εκδοθέν διάταγμα είχε ως εξής:

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΞΑΝΑΓΚΑΖΕΙ:

(α) τον εναγόμενο να αφαιρέσει από την ταράτσα του κέντρου “Πανόραμα” στην Χοιροκοιτία την διαφημιστική πινακίδα και ή πινακίδες ανταγωνιστικής με την ενάγουσα εταιρεία και ή που να απαγορεύει και ή εμποδίζει τον εναγόμενο από να τοποθετεί επί του ιδίου χώρου διαφημίσεις αεριούχων ποτών ή συναφών προϊόντων ανταγωνιστικής με την ενάγουσα εταιρεία για τη διάρκεια της συμφωνίας ημερομηνίας 2.4.1993 μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου ήτοι μέ[*690]χρι 30.3.2003.

(β) τον εναγόμενο να αναρτήσει και ή τοποθετήσει στην ταράτσα του κέντρου “Πανόραμα” στην Χοιροκοιτία την διαφημιστική πινακίδα της ενάγουσας όπως αναφέρεται στη συμφωνία ημερομηνίας 2.4.1993 για τη διάρκεια της συμφωνίας ημερομηνίας 2.4.1993 μετά της ενάγουσας και εναγομένου ήτοι μέχρι 30.3.2003.”

Παρά τις προσπάθειες μας να πληροφορηθούμε από τον κ. Οικονομίδη το ακριβές και πλήρες υπόβαθρο των γεγονότων που αναφέρονται στην ισχυριζόμενη αδυναμία του εφεσείοντα να συμμορφωθεί με το διάταγμα, μετακινώντας την αναφερόμενη πινακίδα, ως εκ της μη κατοχής του πλέον του υποστατικού, τούτο παρέμεινε ασαφές πέραν του ότι ο εφεσείων εν πάση περιπτώσει είχε κατοχή του υποστατικού για δύο μήνες μετά από την επίδοση σε αυτόν του διατάγματος. Είναι σε τούτο που στηρίχθηκε ιδιαίτερα ο κ. Κολοκασίδης για να εισηγηθεί ότι δεν εδόθησαν καλοί λόγοι  που να αιτιολογούν την παράλειψη του εφεσείοντα να συμμορφωθεί ενώ είχε κατοχή, ή τις συνθήκες υπό τις οποίες ο εφεσείων έπαυσε πλέον να έχει κατοχή, θέτοντας έτσι εαυτόν σε θέση αδυναμίας συμμόρφωσης. Τίθεται ως εκ τούτου, λέγει, θέμα κατάχρησης της διαδικασίας ως εκ της ταυτόχρονης μη συμμόρφωσης και προώθησης της έφεσης, σε συνάρτηση και με τη γενική αρχή και με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 10(iii) του περί Εφέσεων (Προδικασία κλπ) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, που επιβάλλουν στο δικαστήριο την υποχρέωση να προστατεύσει την ίδια τη διαδικασία του.

Ο κ. Οικονομίδης, τονίζοντας ότι με την έφεση αμφισβητείται η νομιμότητα του διατάγματος καθώς και την αδυναμία του εφεσείοντα να συμμορφωθεί πλέον, μας κάλεσε να ασκήσουμε τη διακριτική μας εξουσία προς όφελος του εφεσείοντα, εισηγούμενος μάλιστα ότι το διάταγμα δεν είναι απόλυτο αλλά υπό τον όρο ότι και οι εφεσίβλητοι συμμορφώνοντο με τις υποχρεώσεις τους που απέρρεαν από τη μεταξύ των μερών συμφωνία, και δη την καταβολή  του προνοουμένου ενοικίου, το οποίο δεν κατέβαλαν, με αποτέλεσμα να μην υπήρχε αδικαιολόγητη παράλειψη συμμόρφωσης.

Το τελευταίο αυτό επιχείρημα δεν ευσταθεί βέβαια. Πώς θα αναμένοντο οι εφεσίβλητοι να καταβάλουν ενοίκιο για την πινακίδα τους που δεν αναρτήθηκε και αντ’ αυτής αναρτήθηκε πινακίδα άλλου, ενώ ο εφεσείων, προς τον οποίο και απευθύνεται πρωταρχικά το διάταγμα, δεν συμμορφώνετο με αυτό, δεν έχει εξηγηθεί.

[*691]Η σημασία της συμμόρφωσης προς εφεσιβαλλόμενο διάταγμα ως προϋπόθεσης για την προώθηση της έφεσης είναι σαφής, όπως προκύπτει και από την εμφανή επιμονή του δικαστηρίου στην υπόθεση Mavrommatis a.o. v. Cyprus Hotels Co Ltd (1967) 1 CLR 266.  Όπως παρατήρησε ο Βασιλειάδης, Π., στη σ. 269, “..... it is our intention to see that the order ..... is complied with before we deal with the appeal against it ..... We are not prepared to listen to any argument in this case, before we are assured that the order of the Court has been complied with.”  Ο εφεσείων δεν μπορεί ασφαλώς να ακούγεται να λέγει ότι, επειδή αμφισβητεί με την έφεση τη νομιμότητα του διατάγματος, μπορεί να μη συμμορφώνεται με αυτό.  Η αρχή αυτή, όπως παρατηρεί και ο κ. Κολοκασίδης, δεν αναφέρεται στην εξουσία του δικαστηρίου να τιμωρήσει για περιφρόνηση του αλλά στην ευρύτερη εξουσία του να ελέγχει τη διαδικασία του και εμποδίζει κατάχρηση της.

Η ευρύτερη αυτή διάσταση του πράγματος είναι που διέπει την απόφαση στην υπόθεση Constantinides v. Ekdotiki Eteria Vima Ltd a.o. (1983) 1 C.L.R. 348, στην οποία και βασίσθηκε ιδιαίτερα ο κ. Κολοκασίδης. Παρατηρώντας ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να ασχοληθεί στη διαδικασία έφεσης με το κατά πόσο ο εφεσείων είναι ένοχος περιφρόνησης του δικαστηρίου, είτε ποινικής είτε πολιτικής μορφής, ο Πικής, Δ. (ως ήτο τότε), δίδοντας την απόφαση, είπε στις σελίδες 355-356:

“The power of the Court to control judicial proceedings and restrain abuse of process, is an attribute of the autonomy of the Judiciary and a necessary tool for the efficacy of the judicial process. The decisions in Mavrommatis and Mouzouris, supra though bearing on a different subject, are nonetheless illustrative of the need to stop a party to a proceeding from undermining the authority of the Court and making nonesense of the judicial process.

The administration of justice in Cyprus is modelled on the administration of justice under the common law judicial system, subject to this clarification: The autonomy and separateness of the Judiciary in Cyprus is entrenched by a written constitution. A Court of law has inherent power to control proceedings before it - R. v. Bloomsbury [1976] 1 All E.R. 897 (CA) - as well as restrain abuse of the judicial process - Castanho v. Brown & Root (U.K.) Ltd, and Another [1981] 1 All E.R. 143 (HL).”

Παρατηρώντας επίσης ότι η κατάχρηση της διαδικασίας μπορεί [*692]να πάρει ποικίλες μορφές, παρέπεμψε στη σχετική αγγλική νομολογία ως ενδεικτική της ευρύτητας της ανάλογης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Ανάλογη δε με τη φύση και το μέγεθος της παρασπονδίας του διαδίκου είναι και η ευρύτητα του τρόπου με τον οποίο το δικαστήριο θα θεωρήσει πρόσφορο να αντιμετωπίσει την κατάχρηση της διαδικασίας του.

Ότι το θέμα ανάγεται βέβαια εκ των πραγμάτων στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου τονίσθηκε τόσο στην υπόθεση Mouzouris a.o. v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287, με ευρύτερη αναφορά στο στοιχείο της απείθιας προς το διάταγμα η οποία εμπεριέχεται στην κρινόμενη συμπεριφορά, όσο και  στην υπόθεση Smith v. Paphos Stone C. Estate Ltd κ.ά. (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 499, με αναφορά και στη σχετική αγγλική νομολογία.  Και στις δύο υποθέσεις υιοθετήθηκε η άποψη ότι δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας ότι ο παραβαίνων το διάταγμα του δικαστηρίου δεν μπορεί να ακουσθεί αλλά ότι υπάρχει διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να μην τον ακούσει. Ακολουθήθηκε έτσι η άποψη του Denning, LJ, ως ήτο τότε, στην υπόθεση Hadkinson v. Hadkinson [1952] p. 285, στη σ. 298:

“I am of opinion that the fact that a party to a cause has disobeyed an order of the court is not of itself a bar to his being heard, but if his disobedience is such that, so long as it continues, it impedes the course of justice in the cause, by making it more difficult for the court to ascertain the truth or to enforce the orders which it may make, then the court may in its discretion refuse to hear him until the impediment is removed or good reason is shown why it should not be removed.”

Στην προκειμένη περίπτωση μας είναι δύσκολο να δούμε πως θα μπορούσαμε να ασκήσουμε οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια μας προς όφελος του εφεσείοντα. Όπως ήδη παρατηρήσαμε, δεν έχουν καθόλου διασαφηνισθεί οι συνθήκες υπό τις οποίες ενήργησε ο εφεσείων μη συμμορφούμενος, και δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε βάσιμη δικαιολογία για την παράλειψη του να συμμορφωθεί. Χωρίς να τίθεται βέβαια γενικός κανόνας, εφ’ όσον το θέμα ανάγεται, όπως είπαμε, στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, η αντίφαση και η αντινομία μεταξύ της μη συμμόρφωσης του και της παράλληλης προώθησης της έφεσης του παραμένει ως κατάχρηση της διαδικασίας που επιβάλλει την παρέμβαση μας προς διασφάλιση του ελέγχου και της ορθότητας των ενώπιον μας διαδικασιών.

Μόνη πρόσφορη οδός είναι η αναστολή της έφεσης, όπως και [*693]διατάσσεται. Η διαταγή μας αυτή θα παύσει να ισχύει αν και εφ’ όσον ο εφεσείων συμμορφωθεί με το διάταγμα, οπότε και η υπόθεση θα ορισθεί και πάλιν ενώπιον μας τη αιτήσει οιουδήποτε διαδίκου. Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας θα καταβληθούν από τον εφεσείοντα.

Η έφεση αναστέλλεται. Διατάσσεται όπως τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας καταβληθούν από τον εφεσείοντα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο