M. I., Δικηγόρος (2001) 1 ΑΑΔ 702

(2001) 1 ΑΑΔ 702

[*702]25 Μαΐου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 17(4) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ

ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ.2,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ Μ.Ι., ΔΙΚΗΓΟΡΟ.

(Πειθαρχική Έφεση Αρ. 1/2000)

 

Δικηγόροι ― Πειθαρχικά παραπτώματα ― Έφεση εναντίον απόφασης Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων ― Κατά πόσο ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και Δικηγόρος της Δημοκρατίας είχαν δικαίωμα να εμφανιστούν εκ μέρους του Πειθαρχικού Συμβουλίου ― Κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είχε δικαίωμα να εκπροσωπηθεί ενώπιον του Εφετείου.

Δικηγόροι ― Πειθαρχικά παραπτώματα ― Φύση της πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων ― Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων δεν μπορεί να είναι διάδικος στη διαδικασία έφεσης εναντίον απόφασής του ― Ακολουθητέα πρακτική ως προς τον τίτλο της υπόθεσης.

Amicus curiae ― Αρχές που διέπουν το θέμα ― Theodosiadou and others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 178 υιοθετήθηκε.

Κατά την έφεση δικηγόρου καταδικασθέντος από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων που γίνεται με βάση το Άρθρο 17(4) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2 (ο Νόμος), ζήτησαν να εμφανιστούν δικηγόροι εκ μέρους του Πειθαρχικού Συμβουλίου.  Οι δικηγόροι αυτοί ήταν συγκεκριμένη Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα και ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.  Ο συνήγορος του εφεσείοντος έφερε ένσταση εισηγούμενος ότι οι δικηγόροι αυτοί μπορεί μόνο να εμφανιστούν ως φίλοι του Δικαστηρίου (amici curiae).

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 17(4) του Νόμου καθιστά το Γενικό Εισαγγελέα διάδικο για σκοπούς έφεσης.  Ως εκ τούτου, ο Γενικός Εισαγγελέας [*703]έχει δικαίωμα να εκπροσωπείται ενώπιον του Εφετείου, είτε εμφανιζόμενος προσωπικά είτε μέσω δικηγόρου της εκλογής του.  Έπεται ότι η Δικηγόρος της Δημοκρατίας εδικαιούτο να εμφανιστεί εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα στην παρούσα διαδικασία αλλά όχι ως συνήγορος του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

2.  Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν είναι διάδικος στην παρούσα διαδικασία και ως εκ τούτου ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου δεν μπορεί να εμφανισθεί εκ μέρους του Πειθαρχικού Συμβουλίου ως συνήγορός του.

3.  Εφαρμόζοντας τις αρχές στην Theodosiadou and Others v. Republic και λαμβάνοντας υπόψη ότι με την τροποποίηση της σχετικής πρόνοιας του Νόμου τώρα ο Γενικός Εισαγγελέας καθίσταται διάδικος στη διαδικασία και ως εκ τούτου μπορεί να εκπροσωπηθεί σε αυτή και να χειριστεί την υπόθεση ουσιαστικά και εκ μέρους του Πειθαρχικού Συμβουλίου, δεν κρίνεται αναγκαίο να δοθεί άδεια ή να κληθεί οποιοσδήποτε άλλος δικηγόρος, έστω και ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, να εμφανιστεί και να αγορεύσει ενώπιον του Εφετείου ως amicus curiae.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πετράκης ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (2000) 1 Α.Α.Δ. 1456,

In the Matter of C.H. an Advocate (1969) 1 C.L.R. 561,

Frangos v. Medical Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 256,

Theodosiadou and Others v. Republic (1985) 3 (A) C.L.R. 178,

Katharina v. Ευθυμίου κ.ά. (1998) 2 Α.Α.Δ. 78.

Έφεση.

Έφεση από τον δικηγόρο του καταδικασθέντα κατά της απόφασης του Πειθαρχικού�Συμβουλίου Δικηγόρων που δόθηκε στις 2/10/2001 (Υπ.�Αρ. 1/2000) και η οποία καταχωρίστηκε σύμφωνα με το Άρθρο 17(4) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, όπως τροποποιήθηκε προς έκδοση ενδιάμεσης απόφασης.

[*704]

Λ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Κούσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

Ν. Παπαευσταθίου, Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, παρών.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα είναι έφεση από δικηγόρο καταδικασθέντα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων, που γίνεται με βάση το άρθρο 17(4) του Περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ.2, όπως τροποποιήθηκε.  Κατά την έναρξη της διαδικασίας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ενέστη στο να εμφανιστούν δικηγόροι εκ μέρους του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εισηγούμενος ότι αυτοί μπορεί μόνο να εμφανιστούν ως φίλοι του Δικαστηρίου (amici curiae).  Oι δικηγόροι αυτοί ήταν η κα Κούσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας και ο κ. Ν. Παπαευσταθίου, Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.

Προς υποστήριξη της θέσης του ο κ. Κληρίδης αναφέρθηκε σε αριθμό υποθέσεων, όπου οι εμφανίσεις εγένοντο πάντα από δικηγόρο ως amicus curae, δεχόμενος όμως ότι ποτέ δεν ηγέρθη και δεν αποφασίστηκε ειδικά το θέμα.

Ο κ. Παπαευσταθίου προς υποστήριξη της θέσης του, ότι δικαιούται να εμφανίζεται εκ μέρους του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αναφέρθηκε στο άρθρο 17(4) του Κεφ.2 καθώς και στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Ο Περί Δικηγόρων (Εφέσεις εις Πειθαρχικάς Υποθέσεις) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1980) και ιδιαίτερα στους Κανονισμούς 5, 6 και 8, όπου γίνεται αναφορά σε εμφάνιση του εφεσίβλητου ή του δικηγόρου του.

Με τη σειρά της η κα Κούσιου υποστήριξε τη θέση της με αναφορά στο Άρθρο 30.3. (β), (δ) του Συντάγματος, που προνοεί για το δικαίωμα ενός εκάστου να προβάλλει τους ισχυρισμούς του ενώπιον Δικαστηρίου και να έχει συνήγορο της εκλογής του και επεσήμανε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είναι διάδικος και ως εκ τούτου δικαιούται να εμφανίζεται ως τέτοιος και όχι ως amicus curiae. [*705]Προς υποστήριξη περαιτέρω αυτής της θέσης αναφέρθηκε και στην υπόθεση Πετράκης ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (2000) 1 Α.Α.Δ. 1456, όπου η κα Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εμφανίστηκε για το Συμβούλιο χωρίς και πάλιν όμως να αποφασισθεί ειδικά το θέμα.

Προτού προχωρήσουμε σε περαιτέρω εξέταση των εγειρομένων θεμάτων θα ήταν ορθό κατά την κρίση μας να επισημάνουμε τη φύση της πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων.

Στην απόφαση του στην υπόθεση In the Matter of C.H an Advocate (1969) 1 C.L.R. 561, στη σελ. 576 ο Ιωσηφίδης, Δ., αναφέρει τα ακόλουθα:

“The nature of the duty of the Disciplinary Board is akin to a judicial one, and it is exercised by a highly responsible and specially qualified body.  . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

I am of the view that once a person aggrieved by the conduct of an advocate sets the disciplinary machinery into motion, under the provisions of section 17(2)(d) of the Law, as in the present case, then it is in the public interest and in accordance with the express provisions of section 17 that the matter should be dealt with or reviewed by the Supreme Court in the final resort either under section 17(4) or section 17(5) of the Law.  The position is analogous to a complaint for a criminal offence.”

Επίσης στη Frangos v. Medical Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 256, ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) αναφέρει τα ακόλουθα:

“The association of the legal profession with the administration of justice was held in Cyprus, as in other jurisdictions, sufficient to attach the imprint of judicial proceedings upon  proceedings for the discipline of advocates. The reasoning behind is that, their conduct and strict observance of the Rules of Etiquette, is a fact of direct relevance to the adminstration of justice.  Therefore, an appeal by an advocate lies, from a decision of the Advocates Disciplinary Committee in the circumstances envisaged by the Advocates Law - Cap.2 (as amended), in a manner similar to decisions of inferior Courts.  The question was canvassed at length In Re C.H., An Advocate (1969) 1 C.L.R. 561.  A similar solution was given to the same problem in both Greece and France, [*706]countries that recognise administrative law as an organic part of the law of the country.

In England, admission and discipline of barristers has always been subject to the residual jurisdiction of Judges who concurred for a long time without relinguishing the jurisdiction to its exercise by Visitors to the Inns of Court and, as from 1966 by the Senate of the Inns - Re.S. (a barrister) [1969] 1 All E.R. 949.

It is the association of the legal profession with the administration of justice that colours proceedings against advocates with the characteristics of judicial proceedings. As explained, the ethics of advocates are all important for the proper administration of justice. Had it not been for this association, disciplinary proceedings against advocates designed to uphold a domestic code of conduct for the profession would, like any other proceedings in aid of professional etiquette, classify as administrative.”

Tέλος, επισημαίνουμε πως με βάση το άρθρο 17(7)(8) του Κεφ.2, η διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου εξομοιώνεται με τη συνοπτική διαδικασία δικαστηρίου.

Είναι από τα πιο πάνω σαφές ότι η πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων συνιστά δικαστική διαδικασία. Ως εκ τούτου το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων κατά την κρίση μας δεν μπορεί να είναι διάδικος στη διαδικασία, όπως και δεν θα μπορούσε κανένα άλλο Δικαστήριο να ήταν διάδικος σε οποιαδήποτε περίπτωση έφεσης από απόφαση του.  Είναι ως εκ τούτου λανθασμένο το ότι στο φάκελο της υπόθεσης που έχουμε ενώπιον μας αναφέρεται το Πειθαρχικό Συμβούλιο ως εφεσίβλητο. Ο ορθός τίτλος της υπόθεσης είναι εκείνος που αναγράφουμε ως τίτλο στην παρούσα απόφαση και που είναι “Αναφορικά με το άρθρο 17(4) του Περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, και Αναφορικά με το Μ.Ι., Δικηγόρο.” Παρόμοιος ήταν πάντα ο τίτλος σε πλείστες υποθέσεις που αναφέρονται στις Νομικές Εκδόσεις και η πρακτική που ακολουθήθηκε τελευταίως σε ορισμένες υποθέσεις να αναφέρεται και να θεωρείται το Πειθαρχικό Συμβούλιο ως εφεσίβλητο είναι λανθασμένη.

Μέσα στο πιο πάνω πλαίσιο προχωρούμε τώρα να εξετάσουμε τα εγειρόμενα θέματα. Το Άρθρο 17(4) του Κεφ.2, όπως τροποποιήθηκε, προνοεί πως δικαίωμα να εφεσιβάλει απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων έχει ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρα[*707]τίας, ο καταδικασθείς, ή ο παραπονούμενος.  Είναι έτσι σαφές ότι ο Νόμος καθορίζει ποιοι μπορεί να είναι διάδικοι σε μία τέτοια διαδικασία. Παρόλο ότι θεωρούμε παράδοξο το να έχει ο Γενικός Εισαγγελέας δικαίωμα έφεσης αφού,  με βάση το άρθρο 16(2), είναι ο ίδιος Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου που εκδίδει πρωτόδικα την απόφαση, είναι σαφές ότι ο Νόμος τον καθιστά διάδικο για σκοπούς έφεσης.  Και, εφόσον μπορεί να εφεσιβάλει απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου μπορεί να είναι και διάδικος όταν η απόφαση εφεσιβληθεί από άλλο διάδικο.  Ως εκ τούτου, κρίνουμε πως ο Γενικός Εισαγγελέας έχει δικαίωμα να εκπροσωπείται ενώπιον του Εφετείου, είτε εμφανιζόμενος προσωπικά, είτε μέσω δικηγόρου της εκλογής του και καταλήγουμε πως η κα Κούσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικαιούται να εμφανιστεί εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ενώπιόν μας σε αυτή τη διαδικασία, αλλά όχι ως συνήγορος του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

Ο κ. Ν. Παπαευσταθίου, ζήτησε να εμφανίζεται ως συνήγορος του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Το αποτέλεσμα αυτού του αιτήματος προδιαγράφεται απ’ όσα έχουμε προαναφέρει. Αφού έχουμε καταλήξει πως το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν είναι διάδικος στην παρούσα διαδικασία δεν υπάρχει περίπτωση να ικανοποιηθεί το αίτημα και να επιτραπεί στον κ. Ν. Παπαευσταθίου να εμφανισθεί εκ μέρους του Πειθαρχικού Συμβουλίου ως συνήγορος του.

Παρόλο που το αίτημα ήταν για εμφάνιση ως ανωτέρω, εντούτοις θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο θα μπορούσε και θα έπρεπε ο κ. Παπαευσταθίου, ως Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, να εμφανισθεί ενώπιον μας ως φίλος του Δικαστηρίου (amicus curiae). Στην υπόθεση Τheodosiadou and Others v. Republic (1985) 3(A) C.L.R. 178 γίνεται η πιο κάτω αναφορά επί του θέματος στη σελ. 187 από τον Πική, Δ., (όπως ήταν τότε):

“The jurisdiction to hear someone other than a party, as amicus curiae, has not been confined to the reception of the views of the Attorney-General. Before the amendment, the law was amended by s.8 of the Law 40/75 of section 17 of the Advocates Law - Cap.2 - the Court often heard counsel as amicus curiae in proceedings to review decisions of the Advocates Disciplinary Board initiated on the motion of the Supreme Court. As may be gathered from the record of appearances before the Supreme Court, counsel were heard as “amicus curiae” for the Disciplinary Board, See In Re C.D. An Advocate (1969) 1 C.L.R. 376; In Re A.B. An Advocate (1969) 1 C.L.R. 388; In Re C.H. An [*708]Advocate (1969) 1 C.L.R. 561; In the matter of X.W. An Advocate (1980) 1 C.L.R. 187; In Re X.Y. An Advocate (1981) 1 C.L.R. 401. Evidently the jurisdiction to hear someone as amicus curiae was employed to afford the Disciplinary Board an opportunity to be heard in a matter of direct concern to it in the absence of procedural entrenchment of such right. In Re X. An Advocate (1972) 1 C.L.R. 19, it seems that counsel appeared as of right on behald of the Attorney-General to support a decision of the Disciplinary Board. In the same case the Court invited counsel to appear as amicus curiae and present the case before the Court, a step repeated in F. G. An Advocate (1973) 1 C.L.R. 19.”

Ακολούθως στην Katharina v. Ευθυμίου κ.ά. (1998) 2 Α.Α.Δ. 78, έγινε μία γενική ανακεφαλαίωση με αναφορά στις αυθεντίες που αφορούν το θέμα, το οποίο εξετάζουμε.  Παραθέτουμε διαφωτιστικότατο εκτενές απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου που δόθηκε από τον Πική, Δ., (όπως ήταν τότε), από τις σελ. 82-84:

“Υπάρχουν πέντε προηγούμενες αποφάσεις, στις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο διαπραγματεύεται τη δικαιοδοσία να προσκαλέσει μη διάδικο να ακουστεί υπό την ιδιότητα του φίλου του δικαστηρίου. Αυτές είναι οι:

1.  Theodosiadou and Others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 178 - (Aπόφαση μονομελούς Δικαστηρίου).

2.  Preece v. Εστίας Ασφ. Εταιρεία (1990) 1 Α.Α.Δ. 695.

3.  Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) - (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3843. (Απόφαση Ολομέλειας).

4.  Μαυρογένη ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1034 - (Απόφαση Ολομέλειας (πλειοψηφίας)).

5.  Μαυρογένη ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 49 - (Απόφαση Ολομέλειας (πλειοψηφίας)).

Η βασική απόφαση είναι η Τheodosiadou. Ο λόγος της υιοθετήθηκε σ’ όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις. Στη Theodosiadou, γίνεται ιστορική αναδρομή στο θεσμό του φίλου του δικαστηρίου, όπως αναπτύχθηκε στην Αγγλία και σε άλλες χώρες, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τον Καναδά όπου ισχύει ανάλογος θεσμός, καθώς και σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που ρίπτουν φως [*709]στις παραμέτρους του θεσμού. Διαπιστώνεται ότι και η εμφάνιση του Γενικού Εισαγγελέα ως φίλου του δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο όπου η αρχή δικαίου, η οποία εξετάζεται από το δικαστήριο, είναι ιδιαίτερης σημασίας για το κοινό.

Πότε τρίτος μπορεί να ακουστεί ως φίλος του δικαστηρίου, καθορίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Theodosiadou, (ανωτέρω) σελ. 188:

“(a) No one, other than a party to the proceedings, can be heard as of right.

(b)  The Court has discretion to hear someone other than a party, either on its own motion or at the request of the latter.

(c)  The jurisdiction is not a substitute for either joinder or intervention. It is primarily intended to afford to a disinterested party an opportunity either to straighten the record or in the case of the Attorney-General, to voice views from the impersonal standpoint of the general public. A party with a direct interest in the outcome of the immediate dispute will not be heard as amicus curiae.

(d)  Occasionally parties with a direct interest in the dispute who would ordinarily be entitled to be joined as parties but with no institutional right to representation, are invited to be heard as amicus curiae, as was the case with the Disciplinary Board.  These cases are exceptional, explicable by reference to the inherent jurisdiction of the Court to regulate proceedings before it, including power to safeguard a right for representation to everyone directly interested in dispute in the absence of procedural regulation.

The above statement of principles must be supplemented by the following addendum. In no reported case was anyone heard as amicus curiae in a matter pertaining to the conduct of a party in the proceedings.”

Oι αρχές αυτές υιοθετήθηκαν κατά γράμμα και εφαρμόστηκαν στην Preece, (ανωτέρω).

Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν από την Ολομέλεια στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, (ανωτέρω). Η θέση του Δικαστηρίου διατυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα: [*710](σελ.3846)

“Πότε είναι επιτρεπτή σε διαδικασία η εμφάνιση μη διαδίκου ως φίλου του δικαστηρίου, amicus curiae, εξηγείται στην Theodossiadou and Others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 178 και στην Graham Thomas Reece v. ‘ΕΣΤΙΑ’ Ανώνυμος Ασφαλιστική & Αντασφαλιστική Εταιρεία (1990) 1 Α.Α.Δ. 695.”

Ανάλογη υπήρξε η θέση της Ολομέλειας στη Μαυρογένη ν. Βουλής Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1034, στην οποία υποδείχθηκε, παραπέμποντας στη Theodosiadou, ότι:- (σελ. 1046-1047)

“...., ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην έκβαση της υπόθεσης δεν μπορεί ποτέ να ακουστεί υπό την ιδιότητα του φίλου του δικαστηρίου.”

Ίδια υπήρξε η προσέγγιση του Δικαστηρίου και στη μεταγενέστερη απόφαση Μαυρογένη (22.1.96), (ανωτέρω), στην οποία αποφασίστηκε ότι η ανάμειξη του Γενικού Εισαγγελέα στη διαφορά αποτελούσε και για τον ίδιο κώλυμα να εμφανιστεί υπό την ιδιότητα του φίλου του δικαστηρίου.”

Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές στην περίπτωση μας και λαμβάνοντας υπόψη ότι με την τροποποίηση της σχετικής πρόνοιας του Νόμου τώρα ο Γενικός Εισαγγελέας καθίσταται διάδικος στη διαδικασία και ως εκ τούτου μπορεί να εκπροσωπηθεί σε αυτή και να χειριστεί την υπόθεση ουσιαστικά και εκ μέρους του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν θεωρούμε ότι είναι η κατάλληλη περίπτωση και ούτε είναι και αναγκαίο να δώσουμε άδεια ή να καλέσουμε οποιοδήποτε άλλο δικηγόρο, έστω και τον Πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, να εμφανιστεί και να αγορεύσει ενώπιον μας ως amicus curiae, και αποφασίζουμε ανάλογα.

Εν όψει των πιο πάνω κρίνουμε πως η κα Κούσιου εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ή οποιοσδήποτε άλλος δικηγόρος εκ μέρους του τελευταίου, μπορεί να εμφανίζεται εκπροσωπώντας το Γενικό Εισαγγελέα ενώπιον μας σε αυτή τη διαδικασία.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο