King’s Head Development Co Ltd (Pioneer Beach Hotel) ν. Mιχάλη Πηλέα (2001) 1 ΑΑΔ 733

(2001) 1 ΑΑΔ 733

[*733]31 Μαΐου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

KING’S HEAD DEVELOPMENT CO LTD

(PIONEER BEACH HOTEL),

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

v.

ΜΙΧΑΛΗ ΠΗΛΕΑ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10807)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης η οποία εκδόθηκε στην απουσία διαδίκου ― Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε το νέο δικηγόρο του διαδίκου επειδή ο δικηγόρος που χειριζόταν την υπόθεση μέχρι τότε δεν αποσύρθηκε νομότυπα ― Απόρριψη της αίτησης για επανάνοιγμα της υπόθεσης ― Κρίθηκε κατ’ έφεση ότι ασκήθηκε εσφαλμένα η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και διατάχθηκε αναδίκαση ― Εκτενής αναφορά στη νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.

Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Δικαίωμα εκπροσώπησης διαδίκου από δικηγόρο της εκλογής του ― Διασφαλίζεται με το Άρθρο 30.3(δ) του Συντάγματος.

Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ― Εξουσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών για επανάνοιγμα υπόθεσης ― Άρθρο 30(3) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67) όπως τροποποιήθηκε ― Εφαρμοστέες αρχές.

Δικηγόροι ― Δικηγόρος και πελάτης ― Υποχρέωση δικηγόρου ο οποίος προτίθεται να αποσυρθεί από υπόθεση, να γνωστοποιήσει το γεγονός στο Δικαστήριο και να ζητήσει την άδειά του προς τούτο.

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία απερρίφθη αίτημα των εφεσειόντων – καθ’ ων η αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία – για παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης σε αίτηση του εφεσίβλητου, η [*734]οποία ακούστηκε στην απουσία των εφεσειόντων, και την εκ νέου ακρόαση της υπόθεσης.

Η αίτηση των εφεσειόντων προς επανάνοιγμα της υπόθεσης βασίστηκε:

α) Στις διατάξεις του Άρθρου 30(3) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, (Ν. 24/67), όπως διαμορφώθηκε από το Άρθρο 3 του Τροποποιητικού Νόμου 6/73, (ο Νόμος).

β) Στον Κ. 9(3) του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999, Αρ. 1, (ο Διαδικαστικός Κανονισμός) που καθιστά εφαρμοστέες, τηρουμένων των αναλογιών, τις διατάξεις της Δ.33 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, του διαδικαστικού κανόνα που διέπει την ακρόαση πολιτικών υποθέσεων.

Τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε η αίτηση των εφεσειόντων δεν αμφισβητήθηκαν από τον εφεσίβλητο. Τα αμφισβήτησε το ίδιο το Δικαστήριο όπως συνάγεται από την απόφασή του.  Τα γεγονότα αυτά ήταν ότι επήλθε ρήξη μεταξύ των εφεσειόντων με τον δικηγόρο τους, επεστράφη ο φάκελος της υπόθεσης στους εφεσείοντες, οι οποίοι μετά από έντονες προσπάθειες, κατάφεραν στο βραχύ χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, να επιτύχουν το διορισμό δικηγόρου απο τη Λευκωσία για να τους εκπροσωπήσει.  Ο δικηγόρος ο οποίος εκπροσωπούσε τους εφεσείοντες στη διαδικασία δεν εμφανίστηκε. Η εμφάνιση των εφεσειόντων, μέσω του νέου δικηγόρου τους, δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο με το δικαιολογητικό ότι ο πρώτος δικηγόρος τους δεν αποσύρθηκε νομότυπα, μετά από άδεια του Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπό το πρίσμα των μη αμφισβητούντων γεγονότων, τα οποία κατατέθηκαν ενώπιόν του, γεγονός που υπονομεύει το θεμέλιο της απόφασής του.

2.  Το Δικαστήριο δεν άσκησε δικαστικά, με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης τη διακριτική του ευχέρεια για επανάνοιγμα περατωθείσας υπόθεσης η οποία του παρέχεται από το Άρθρο 30(3) του Νόμου.

Η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να παραμεριστεί.  Τούτου δοθέ[*735]ντος, η επίλυση του θέματος καθίσταται έργο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

3.  Αποτελεί χρέος του δικηγόρου ο οποίος προτίθεται να αποσυρθεί από υπόθεση, να γνωστοποιήσει το γεγονός στο Δικαστήριο και να ζητήσει την άδεια του προς τούτο.  Στην προκείμενη περίπτωση, η παράλειψη του δικηγόρου να το πράξει δεν αποστερούσε τους εφεσείοντες του δικαιώματος να εμφανιστούν, μέσω άλλου δικηγόρου.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Διατάχθηκε αναδίκαση της υπόθεσης. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, σε σχέση με το αίτημα για επαναφορά, θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αναδίκασης.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Rousos v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1437,

Rousos a.o. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119,

Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068,

Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 35,

Τουβλ. Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109,

Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222,

Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204.

Έφεση.

Έφεση από τους καθ’ ων η αίτηση κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 14/4/00 (Αρ. Υποθ. 1268/97) με την οποία απορρίφθηκε αίτημά τους για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης σε αίτηση του εφεσίβλητου, η οποία ακούστηκε στην απουσία των εφεσειόντων.

Μ. Σκαρπάρη εκ μέρους Δ. Χατζηνέστορος, για τους Εφεσείοντες.

Καμιά εμφάνιση για τον Εφεσίβλητο.

[*736]

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η έφεση στρέφεται κατά απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, απορριπτικής αιτήματος των εφεσειόντων – καθ’ ων η αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία – για τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης σε Αίτηση του εφεσιβλήτου, η οποία ακούστηκε στην απουσία των εφεσειόντων, και την εκ νέου ακρόαση της υπόθεσης.

Τα γεγονότα, τα οποία οδήγησαν στην έκδοση της απόφασης, της οποίας επιδιώκεται ο παραμερισμός, είναι, σε συντομία, τα ακόλουθα:-

Η ακρόαση της υπόθεσης ήταν ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών τη 15η  Νοεμβρίου, 1999. Ήταν η πέμπτη φορά, που η υπόθεση αγόταν προς ακρόαση ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά τη δικάσιμο, δεν εμφανίστηκε ο δικηγόρος ο οποίος εκπροσωπούσε τους εφεσείοντες στη διαδικασία. Αντί εκείνου, εμφανίστηκε άλλος δικηγόρος, η κ. Σκαρπάρη εκ μέρους του δικηγόρου κ. Χατζηνέστορος, τον οποίο οι εφεσείοντες διόρισαν σε αντικατάσταση του δικηγόρου που τους είχε εκπροσωπήσει μέχρι τότε.  Η αλλαγή στην εκπροσώπηση των εφεσειόντων κοινοποιήθηκε, ως φαίνεται, από τον κ. Χατζηνέστορος στο δικηγόρο του αντιδίκου, πριν την ημερομηνία ακροάσεως, όπως και η πρόθεση των πελατών του να ζητήσουν αναβολή.  Το αίτημα για αναβολή τέθηκε από την κ. Σκαρπάρη στο Δικαστήριο, καθώς και οι λόγοι, οι οποίοι οδήγησαν στη ρήξη των σχέσεων των εφεσειόντων με το δικηγόρο ο οποίος τους εκπροσωπούσε. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η σχέση δικηγόρου – πελάτη τερματίστηκε μετά τη μεταξύ τους ρήξη.

Η εμφάνιση των εφεσειόντων, μέσω του νέου δικηγόρου τους, δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, με το δικαιολογητικό ότι ο πρώτος δικηγόρος τους δεν αποσύρθηκε νομότυπα, μετά από άδεια του Δικαστηρίου. Η παράλειψη του ίδιου του δικηγόρου να εμφανιστεί και οι πιθανοί λόγοι της απουσίας του δε σχολιάζονται.  Όπως δε σχολιάζονται οι συνέπειες από τον τερματισμό της σχέσης δικηγόρου και πελάτη στο δικαίωμα του δευτέρου να διορίσει αντικαταστάτη.  Αφήνεται να νοηθεί ότι, στην απουσία του δικηγόρου ο οποίος είχε το πρότερον εκπροσωπήσει το διάδικο, και χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου να αποσυρθεί, δε χωρούσε εκ[*737]προσώπηση των εφεσειόντων από άλλο δικηγόρο.  Καμιά αναφορά δε γίνεται, στην απόφαση του Δικαστηρίου, στο δικαίωμα του διαδίκου να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο της εκλογής του, θεμελιώδες δικαίωμα, που του εξασφαλίζει το Άρθρο 30.3(δ) του Συντάγματος. Τοιουτοτρόπως, η εμφάνιση του δικηγόρου, τον οποίο διόρισαν οι εφεσείοντες σε αντικατάσταση του δικηγόρου που τους εκπροσωπούσε, έπεσε στο κενό, με επακόλουθο οι εφεσείοντες να θεωρηθούν απόντες και η δίκη να προχωρήσει στην απουσία τους.

Σημειωτέον ότι οι εφεσείοντες έθεσαν υπόψη του Δικαστηρίου ότι, μετά τη ρήξη των σχέσεών τους, ο πρώην δικηγόρος τους, τους δήλωσε ότι έπαυσε να τους εκπροσωπεί και τους παρέδωσε το φάκελο της υπόθεσης, ώστε να μεριμνήσουν για το διορισμό άλλου δικηγόρου.

Η αίτηση των εφεσειόντων προς επανάνοιγμα της υπόθεσης βασίστηκε στις διατάξεις του Άρθρου 30(3) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, (Ν. 24/67), όπως διαμορφώθηκε από το Άρθρο 3 του Τροποποιητικού Νόμου 6/73, (ο «Νόμος»).  Οι πρόνοιές του παρέχουν εξουσία στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών να εγκρίνει το επανάνοιγμα περατωθείσας υπόθεσης, δηλαδή εξουσία να διατάξει τον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης και την εκ νέου ακρόαση της υπόθεσης.  Η άλλη διάταξη, στην οποία οι εφεσείοντες  στήριξαν την αίτησή τους, θεσμικού περιεχομένου, είναι ο Κ.9(3) του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999, Αρ. 1, (ο «Διαδικαστικός Κανονισμός»), που καθιστά εφαρμοστέες, τηρουμένων των αναλογιών, τις διατάξεις της Δ.33 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, του διαδικαστικού κανόνα που διέπει την ακρόαση πολιτικών υποθέσεων.

Ο Θ.5, της Δ.33, προβλέπει ότι απόφαση, η οποία εκδίδεται στην απουσία διαδίκου, μπορεί να παραμεριστεί κάτω από όρους, τους οποίους ήθελε κρίνει αρμόζοντες το δικαστήριο, μετά από αίτηση του απόντος διαδίκου, η οποία υποβάλλεται μέσα σε 15 μέρες από την ημέρα της δίκης. 

Η δυνατότητα επανανοίγματος περατωθείσας υπόθεσης ταυτίζεται με την εξουσία, που παρέχει το Άρθρο 30(3) του Νόμου στο δικαστήριο να επιληφθεί εκ νέου υπόθεσης.

Στην απόφασή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθετεί τη θέση ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι εισάγονται με τον Κ.17, προς συμπλήρωση του θεσμικού πλαισίου που καθιερώνει ο [*738]Διαδικαστικός Κανονισμός, δεν τυγχάνουν εφαρμογής, εφόσον το θέμα (επανάνοιγμα υπόθεσης) ρυθμίζεται ρητά από το Άρθρο 30(3) του Νόμου.

Κατ’ αρχήν, η εφαρμογή της Δ.33, θ.5, δε συναρτάται με τον Κ.17 αλλά με τον Κ.9(3) του Διαδικαστικού Κανονισμού, ο οποίος εισάγει τη Δ.33 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως το θεσμικό πλαίσιο διεξαγωγής της δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Πρόκειται για διάταξη, η οποία διαγράφει το θεσμικό πλαίσιο άσκησης εξουσίας, η οποία παρέχεται στο δικαστήριο. Εάν δεν τυγχάνει ευθέως εφαρμογής η Δ.33, θ.5, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, λόγω του λεκτικού του Κ.9(3), τότε αυτή καθίσταται εφαρμοστέα βάσει των προνοιών του Κ.17, εφόσον το θέμα δε ρυθμίζεται από άλλη διάταξη του Διαδικαστικού Κανονισμού.

Η Δ.33, θ.5 (Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας) συνιστά θεσμική διάταξη, η οποία ρυθμίζει τα της άσκησης της εξουσίας που παρέχεται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών να διατάξει το επανάνοιγμα υπόθεσης. Δε μεταβάλλει το δικαιοδοτικό πλαίσιο του Άρθρου 30(3) του Νόμου, που προσδιορίζει το μέσο υποβολής αιτήματος για την επαναφορά αποπερατωθείσας υπόθεσης.

Τα γεγονότα, στα οποία βασίστηκε η αίτηση των εφεσειόντων, προβάλλονται σε δύο ενόρκους δηλώσεις – σ’ εκείνη της κ. Σκαρπάρη, στην οποία αναφέρεται στα διαδραματισθέντα κατά την εμφάνισή της την ημέρα της δίκης, και σ’ εκείνη του Διευθύνοντος Συμβούλου της εφεσείουσας, στην οποία αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στη ρήξη της σχέσης δικηγόρου - πελάτη με τον πρώτο τους δικηγόρο. Ο τελευταίος, στην ένορκη δήλωσή του αναφέρει ότι ο δικηγόρος, με επιστολή του της 9ης Νοεμβρίου, 1999 -

(α) τους πληροφόρησε ότι η υπόθεση «... είναι ορισμένη διά Ακρόασιν  την 15/11/99 και ώρα 10.30 π.μ.». και

(β) τους κάλεσε να παρουσιαστούν την επαύριο στο γραφείο του «..., μαζί με τους μάρτυρες σας διά προετοιμασίαν της υπόθεσης σας.»

Ο ομνύων ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση και προσήλθε στη συνάντηση με το δικηγόρο τους· πλην χωρίς τους μάρτυρες. Ο δικηγόρος επέμενε στην παρουσία των μαρτύρων, θέση την οποία αντέκρουσε ο Διευθύνων Σύμβουλος, εξηγώντας ότι:-

Στο μικρό χρονικό διάστημα των εικοσιτεσσάρων ωρών από τη [*739]λήψη της επιστολής του, ήταν δύσκολο να γίνουν διευθετήσεις, στην ξενοδοχειακή τους μονάδα, για την απόσπαση των μελών του προσωπικού που θα κατέθεταν ως μάρτυρες, ώστε να παραστούν στη συνάντηση. Εξίσου δύσκολη θα ήταν και η προσέλευση των μαρτύρων την ημέρα της δίκης.

Ακολούθησε έντονη συζήτηση μεταξύ τους, η οποία απέληξε στη διακοπή της σχέσης πελάτη και δικηγόρου. Επεστράφη ο φάκελος της υπόθεσης στους εφεσείοντες, οι οποίοι, μετά από έντονες προσπάθειες, κατάφεραν, στο βραχύ χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, να επιτύχουν το διορισμό δικηγόρου από τη Λευκωσία, του κ. Χατζηνέστορος, για να τους εκπροσωπήσει.

Ο εφεσίβλητος δεν αμφισβήτησε τα γεγονότα, στα οποία θεμελιώθηκε η αίτηση των εφεσειόντων για επαναφορά της υπόθεσης.  Τα αμφισβήτησε το ίδιο το Δικαστήριο, όπως συνάγεται από το ακόλουθο απόσπασμα της απόφασής του:-

«Το Δικαστήριο δεν μπορεί να γνωρίζει αν τα γεγονότα συνέβησαν όπως περιγράφονται στην ένορκη δήλωση και τα οποία οι αιτητές θυμήθηκαν εκ των υστέρων και με την ευκολία της απουσίας της άλλης άποψης, δηλαδή του συνηγόρου κ. Φακοντή.»

Η έκθεση και η τεκμηρίωση των γεγονότων, στα οποία βασίζεται ο διάδικος, βαρύνει τον ίδιο, υπό την αίρεση πάντα του δικαιώματος της άλλης πλευράς να τα αμφισβητήσει, ή, ακόμα, να προβάλει άλλα γεγονότα, τα οποία τείνουν να τα αντικρούσουν. Το δικαστήριο λαμβάνει γνώση των γεγονότων από την προσαγόμενη μαρτυρία.

Η αμφισβήτηση των γεγονότων, τα οποία καταθέτει ο διάδικος προς υποστήριξη του αιτήματός του, από το Δικαστήριο, πιθανολογώντας την ύπαρξη άλλων γεγονότων, τα οποία τα καθιστούν αβέβαια, αποτελεί παρέκβαση από τα θέσμια της απονομής της δικαιοσύνης. Η γνώση, την οποία το Δικαστήριο μπορεί να λάβει για τα γεγονότα της υπόθεσης, περιορίζεται στη μαρτυρία και σε γεγονότα παγκοίνως γνωστά, για τα οποία χωρεί δικαστική γνώση.  Το βέβαιο είναι ότι το Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπό το πρίσμα των μη αμφισβητηθέντων γεγονότων, τα οποία κατατέθηκαν ενώπιόν του, γεγονός που υπονομεύει το θεμέλιο της απόφασής του.

Το άλλο σφάλμα, στο οποίο περιέπεσε το Δικαστήριο, αφορά το [*740]δικαιοδοτικό πλαίσιο άσκησης της εξουσίας για το επανάνοιγμα υπόθεσης, το οποίο διαγράφει το Άρθρο 30(3) του Νόμου, το κείμενο του οποίου παραθέτουμε:-

«(3) Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών κέκτηται εξουσίαν όπως, κατά την απόλυτον κρίσιν του Προέδρου αυτού, επιληφθή εκ νέου υποθέσεώς τινος, ή αναθεωρήση οιανδήποτε απόφασιν επί οιασδήποτε πληρωμής γενομένης υπό του Ταμείου κατά πάντα χρόνον, εάν τούτο θεωρηθή υπό του Προέδρου ως ορθόν και δίκαιον.»

Η ερμηνεία, που αποδίδεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο Άρθρο 30(3) του Νόμου, εμφαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασής του:-

«Το γράμμα αλλά και το πνεύμα της διάταξης 30(3) του Ν. 24/67 είναι τέτοιο, ώστε η χρήση του να συναρτάται με την συνδρομή εξαιρετικών και σοβαρών λόγων, που κατά την απόλυτο κρίση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου θα το οδηγούσαν να επιληφθεί εκ νέου της υπόθεσης, λόγοι, που το Δικαστήριο κρίνει πως δεν συντρέχουν στην υπό κρίση περίπτωση.»

Το Άρθρο 30(3) του Νόμου παρέχει στο δικαστήριο διακριτική ευχέρεια να διατάξει το επανάνοιγμα περατωθείσας υπόθεσης. Η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στο δικαστήριο ασκείται δικαστικά, με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης συναρτάται με την προαγωγή των σκοπών, για τους οποίους παρέχεται η εξουσία αυτή. Το επανάνοιγμα υπόθεσης μπορεί να διαταχθεί, εφόσον τούτο καταφαίνεται ως δίκαιο, λαμβανομένων υπόψη των σύνθετων σκοπών της δικαιοσύνης.

Ποίο συμφέρον της δικαιοσύνης αποβλέπει η εξουσία, η οποία παρέχεται με το Άρθρο 30(3) του Νόμου, να εξυπηρετήσει; Πρωτίστως, τη διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί σε δίκη, η οποία έγινε στην απουσία του. 

Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης, υψίστης σημασίας είναι οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, οι οποίες ενσωματώνονται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος.

Τα δικαιώματα του διαδίκου διαφυλάσσονται, εφόσον η άσκησή τους επιχειρείται μέσα στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας και όχι έξω από αυτό ή κατ’ αντίθεση προς τους σκοπούς της – (βλ., μεταξύ άλλων, Rousos v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1437· Rousos [*741]and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119· Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068· Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 35).

Ενδεικτική της σημασίας των δικαιωμάτων του διαδίκου, τα οποία κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, είναι η απόφαση στην Τουβλ. Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (Αρ.1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109, στην οποία κρίθηκε ότι η απουσία θεσμικής πρόνοιας στη Δ.35, θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, για την επαναφορά απορριφθείσας έφεσης, δεν καθιστούσε ανέφικτη την επαναφορά της, εφόσον το αίτημα είχε ως λόγο τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του διαδίκου, που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος – (βλ., επίσης, τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 5) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1998).

Άλλη απόφαση, η οποία άπτεται του θέματος το οποίο εξετάζουμε, είναι η Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222, στην οποία το Εφετείο επέτρεψε την έφεση και παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση, διότι το Δικαστήριο αρνήθηκε να αναβάλει την υποβολή των τελικών αγορεύσεων, μετά την απόσυρση του δικηγόρου του διαδίκου από την υπόθεση. Στην ίδια απόφαση, υποδεικνύεται ότι προηγούμενες αναβολές της υπόθεσης δε συνιστούν, αφ’ εαυτών, «λόγο για την απόρριψη σε μεταγενέστερο στάδιο δικαιολογημένου αιτήματος για αναβολή· εκτός βέβαια αν ο χρόνος της αναβολής ήταν τόσο μακρύς, ώστε να ανατρέπεται η προθεσμία για απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο (Άρθρο 30.2).» - (σελ. 1226).

Στη Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, στην οποία, επίσης, παρέπεμψαν οι εφεσείοντες, διαγράφονται οι παράμετροι επαναφοράς αποπερατωθείσας δικαστικής υπόθεσης, ως αυτές ανακύπτουν από τη νομολογία:- (σελ. 210)

"The effect of the case law is that the Court must not be astute to unseat a party from his right to be heard in his cause, so long as he discloses merits. But the Court may, nevertheless, decline to re-open the case if his conduct is such as to strike at the root of the administration of justice. Where the conduct of the party applying to set aside judgment is inexcusable, contumelious to the extent of gross disregard for the judicial process or the rights of his adversary, the Court may, in its discretion, refuse to set aside judgment."

Η εσφαλμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου, ως προς -

(α) τα κρίσιμα γεγονότα· και

[*742](β) το πλαίσιο άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας,

εκθεμελιώνει το βάθρο της απόφασής του, καθιστώντας την υποκείμενη σε παραμερισμό. Τούτου δοθέντος, καθίσταται δικό μας έργο η επίλυση του τεθέντος ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου θέματος.

Προκύπτει από την προσαχθείσα μαρτυρία ότι, όντως, επήλθε ρήξη μεταξύ των εφεσειόντων και του πρώτου δικηγόρου τους, που είχε ως συνέπεια τη μη εμφάνιση του δευτέρου ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ημέρα της δίκης, προς εκπροσώπηση των πελατών του. Από τα γεγονότα, συνάγεται ότι τερματίστηκε η σχέση δικηγόρου και πελάτη, με την παράδοση του φακέλου της υπόθεσης στον πελάτη.

Αποτελεί χρέος του δικηγόρου, ο οποίος προτίθεται να αποσυρθεί από υπόθεση, να γνωστοποιήσει το γεγονός στο δικαστήριο και να ζητήσει την άδειά του προς τούτο. Στην προκείμενη υπόθεση, η παράλειψη του δικηγόρου  να το πράξει, δεν αποστερούσε το διάδικο (εφεσείοντες) του δικαιώματος να εμφανιστεί, μέσω άλλου δικηγόρου. μάλιστα αφού εξηγήθηκε στο Δικαστήριο ότι τερματίστηκε η σχέση δικηγόρου – πελάτη με τον προηγούμενο δικηγόρο του, γεγονός που σηματοδοτήθηκε και με την παράδοση του φακέλου.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Διατάσσεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης της 15ης Δεκεμβρίου, 1999, και η επαναφορά της υπόθεσης στο πινάκιο των εκκρεμουσών υποθέσεων προς εκδίκαση.

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, σε σχέση με το αίτημα για επαναφορά, θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αναδίκασης. 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται αναδίκαση της υπόθεσης. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, σε σχέση με το αίτημα για επαναφορά, θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αναδίκασης.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο