Xριστοφόρου Σταύρος ν. Oικοδομικές Eπιχειρήσεις Λοΐζος Iορδάνους Λτδ. (2001) 1 ΑΑΔ 743

(2001) 1 ΑΑΔ 743

[*743]1 Ιουνίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

ΛΟΪΖΟΣ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10574)

 

Έφεση ― Τροποποίηση λόγων έφεσης ― Η προσθήκη νέων λόγων έφεσης δεν δικαιολογεί την αποδοχή αίτησης για τροποποίηση ― Ο αιτητής πρέπει να δίδει ικανοποιητική εξήγηση για τη μη συμπερίληψη των νέων λόγων στην ειδοποίηση έφεσης και για την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για τροποποίηση ― Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι το σημαντικότερο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.

Πολιτική Δικονομία ― Ενδιάμεσες αιτήσεις ― Απαράβατοι όροι της εγκυρότητας του δικονομικού πλαισίου μιας ενδιάμεσης αίτησης είναι η αναφορά στα άρθρα και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης.

Κατά τη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης ζητήθηκε από τον συνήγορο του εφεσείοντος η τροποποίηση των λόγων έφεσης σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.25, θ.1 και Δ.48, θ.1 και 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, έτσι που να προστεθεί 7ος λόγος έφεσης.  Η εφεσίβλητη εταιρεία προέβαλε ένσταση ισχυριζόμενη μεταξύ άλλων, ότι:

α) οι αναφερόμενοι θεσμοί δεν μπορούν να στηρίξουν το αίτημα

β) δεν παρέχεται ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης

γ)  εισαγωγή νέων λόγων έφεσης δεν είναι επιτρεπτή μετά την πάροδο της προθεσμίας έφεσης.

[*744]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εισήγηση ότι η αίτηση βασίζεται σε λανθασμένους Κανονισμούς είναι ορθή. Η ορθή Κανονιστική Διάταξη είναι εκείνη της Δ.35, θ.4.

Η Δ.48, θ.2 προνοεί ότι οι ενδιάμεσες αιτήσεις πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζουν τις νομικές διατάξεις πάνω στις οποίες βασίζονται.  Και τούτο γιατί η ενδιάμεση διαδικασία της εξέτασης αιτήσεων έχει ένα ασυνήθιστο χαρακτήρα αφού τα επίδικα θέματα πρέπει να εξετάζονται έξω από τα πλαίσια της ολοκληρωτικής δίκης και με αυτό το πνεύμα ο προσδιορισμός τους πρέπει να γίνεται με ακρίβεια για να μπορεί το Δικαστήριο να επιστρώσει το έδαφος για τη γρήγορη εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς.

2.  Το πιο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην εξέταση μιας αίτησης για την τροποποίηση των λόγων έφεσης είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης.  Η καθυστέρηση στη λήψη των αναγκαίων δικονομικών μέτρων για την εναρμόνιση των λόγων έφεσης με τις σχετικές δικονομικές διατάξεις είναι ένα στοιχείο που δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Μια μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης.

3.  Η εισαγωγή νέων λόγων έφεσης μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την υποβολή έφεσης δεν είναι κατά κανόνα επιτρεπτή.  Στην απουσία ικανοποιητικής εξήγησης για τη μη συμπερίληψη του νέου λόγου στην ειδοποίηση έφεσης και δικαιολόγηση της καθυστέρησης δεν γίνεται δεκτή η εισαγωγή του με την τροποποίηση της έφεσης.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Kouppa a.o. v. Vassiliadis [1981] 1 JSC 120,

Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965,

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 580,

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 12,

Σκάρου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1333,

[*745]Ιωάννου v. Θεοδούλου σαν διαχειριστή της περιουσίας της Άννας Χρ. Κράνου κ.ά. (Αρ. 1) (2000) 1 Α.Α.Δ. 7,

Λοΐζου ν. Χαραλάμπους (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 167,

Δημοκρατία ν. Lion Insurance Agency Ltd. (1995) 3 A.A.Δ. 338,

Γεωργίου (Catering) Λτδ ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,

Κάμενος ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 24,

Χ”Χριστοφόρου ν. Αταλιανή (1992) 1 Α.Α.Δ. 1008,

Κυριακίδης ν. Εφορείας Ελληνικών Εκπαιδευτικών Στροβόλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 9.

Αίτηση.

Αίτηση από τον εφεσείοντα, κατά τη διάρκεια ακρόασης της πιο πάνω έφεσης, ώστε να τροποποιηθούν οι λόγοι έφεσης και να συμπεριληφθεί σ’ αυτούς 7ος λόγος έφεσης, κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Αρ. Αγωγής 364/95) ημερ. 27/5/99.

Χρ. Χ” Λοΐζου, για τον Αιτητή-Εφεσείοντα.

Μ. Κυριακίδης και Αθηνοδώρου, για τους Καθ’ων η αίτηση-Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Κατά τη διάρκεια της ακρόασης της παρούσας έφεσης ζητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος η τροποποίηση των λόγων έφεσης σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.25  θ.1 και Δ.48  θ.1 και 2, έτσι που να συμπεριληφθεί ως 7ος λόγος έφεσης ότι,

“Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη Εταιρεία και/ή οι υπάλληλοι της ουδεμίαν ευθύνην έχουν για το δυστύχημα είναι εσφαλμένο ακόμη και αν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγων συνέβαλε στο στήμα της σκαλωσιάς και/ή τοποθέτησε το ξύ[*746]λο.”

Προς υποστήριξη της αποδοχής της αίτησης ο εφεσείων στην ένορκη δήλωση του ισχυρίζεται ότι,

(α) Κατά το χρόνο της καταχώρισης της έφεσης δεν είχε τα πρακτικά της αγωγής για να μπορέσει να θέσει όλα τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου και

(β) Είναι αναγκαίο να προστεθεί ο 7ος λόγος έφεσης.

Η εφεσίβλητη εταιρεία έχει προβάλει ένσταση στη σχετική αίτηση ισχυριζόμενη μεταξύ άλλων ότι,

(α) Οι αναφερόμενοι θεσμοί δεν μπορούν να στηρίξουν το αίτημα,

(β) Δεν παρέχεται ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης,

(γ) Εισαγωγή νέων λόγων έφεσης δεν είναι επιτρεπτή μετά την πάροδο της προθεσμίας έφεσης.

Θα εξετάσουμε τους πιο πάνω λόγους ξεχωριστά.

(α) Η αίτηση βασίζεται σε λανθασμένους Κανονισμούς

Είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι η αίτηση βασίζεται σε λανθασμένους Κανονισμούς αφού η εμβέλεια της Δ.25  θ.4 περιορίζεται στην τροποποίηση δικογράφων που αφορούν πολιτικές διαδικασίες ενώπιον πρωτόδικων Δικαστηρίων. Αντίθετα, όπως υποδεικνύεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης η σχετική Κανονιστική Διάταξη είναι εκείνη της Δ.35 θ.4 και στην παρούσα περίπτωση δεν χωρεί διορθωτική επέμβαση με την καταφυγή στις πρόνοιες της Δ.64.

Η εισήγηση της εφεσίβλητης ότι η αίτηση βασίζεται σε λανθασμένους Κανονισμούς είναι ορθή. Η Δ.48  θ.2 προνοεί ότι οι ενδιάμεσες αιτήσεις πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζουν τις νομικές διατάξεις πάνω στις οποίες βασίζονται. Και τούτο γιατί η ενδιάμεση διαδικασία της εξέτασης αιτήσεων έχει ένα ασυνήθιστο χαρακτήρα αφού τα επίδικα θέματα πρέπει να εξετάζονται έξω από τα πλαίσια της ολοκληρωτικής δίκης και με αυτό το πνεύμα ο προσδιορισμός τους πρέπει να γίνεται με ακρίβεια για να μπορεί το Δικαστήριο να επιστρώσει το έδαφος για τη γρήγορη εκδίκαση της [*747]ουσίας της διαφοράς. (Ίδε Kouppa and another v. Vassiliadis [1981] 1 JSC 120). Οι αρχές που καθιερώθηκαν στην Kouppa and another v. Vassiliadis υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη και άλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 965 όπου τονίστηκε ότι απαράβατοι όροι της εγκυρότητας του δικονομικού πλαισίου μιας ενδιάμεσης αίτησης είναι η αναφορά στα άρθρα και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης.

Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη μας θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους δύο άλλους λόγους που έχουν προβληθεί για τη μη αποδοχή της αίτησης.

(β) Καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για τροποποίηση

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσίβλητης ότι ο εφεσείων δεν έχει παραθέσει ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην υποβολή της αίτησης.  Η θέση του εφεσείοντος αναφορικά με την καθυστέρηση είναι ότι κατά το χρόνο της καταχώρισης της έφεσης δεν είχε τα πρακτικά της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας για να μπορέσει να θέσει όλα τα στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου.

Η έφεση καταχωρήθηκε στις 8/7/99 και ορίσθηκε για προδικασία στις 21/2/2000. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία ζητήθηκε από το δικηγόρο του εφεσείοντος η αναβολή της υπόθεσης για να προβεί σε τροποποίηση της ειδοποίησης έφεσης, γιατί η απαρίθμηση των λόγων έφεσης ήταν λανθασμένη και γιατί ένας λόγος της ειδοποίησης έφεσης δεν ήταν αιτιολογημένος. Η υπόθεση ακολούθως αναβλήθηκε για τις 27/3/2000 και 20/4/2000 γιατί λόγω φόρτου εργασίας ο δικηγόρος του εφεσείοντος δεν είχε τη χρονική ευχέρεια να ετοιμάσει την αίτηση. Τελικά η αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε στις 24/5/2000 και εφόσον δεν υπήρξε ένσταση εκ μέρους της εφεσίβλητης εκδόθηκε στις 24/5/2000 το σχετικό διάταγμα τροποποίησης. Η νέα τροποποιημένη ειδοποίηση έφεσης καταχωρήθηκε στις 8/7/2000.

Η ακροαματική διαδικασία της έφεσης άρχισε στις 23/11/2000 και κατά τη διάρκεια της αγόρευσης του εφεσείοντος, ο τελευταίος ζήτησε αναβολή της ακρόασης για να καταχωρίσει νέα τροποποίηση της ειδοποίησης έφεσης για να προσβάλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα ανεξάρτητα αν η συμπεριφορά του εφεσείοντος είχε συνεισφέρει στο ατύχημα.

Το πιο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην [*748]εξέταση μιας αίτησης για την τροποποίηση των λόγων έφεσης είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης. Όπως έχει τονιστεί από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Πική στην υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας ((1996) 3 Α.Α.Δ. 580),

“Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτιμούμενο υπό το πρίσμα των σκοπών της έφεσης και των εκατέρωθεν δικαιωμάτων ως προς το τελέσφορο της δικαστικής διαδικασίας αποτελεί τη βασική αρχή η οποία διέπει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου”.

Το πιο πάνω απόσπασμα υιοθετήθηκε στην υπόθεση Γ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 12, όπου τονίστηκε ότι μια αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης μπορεί να γίνει αποδεκτή εφόσον δεν συνεπάγεται το δυσμενή επηρεασμό των συμφερόντων του αντιδίκου.  Η αίτηση μπορεί να εγκριθεί εφόσον επιζητεί τον εναρμονισμό της έφεσης με τα θέσμια και την επακριβή παρουσίαση των επίδικων θεμάτων. (Ιδε Σκάρου ν. Χριστοδούλου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1333 και Ιωάννου v. Θεοδούλου σαν διαχειριστή της περιουσίας της Άννας Χρ. Κράνου κ.ά. (Αρ.1) (2000) 1 Α.Α.Δ. 7).

Η καθυστέρηση στη λήψη των αναγκαίων δικονομικών μέτρων για την εναρμόνιση των λόγων έφεσης με τις σχετικές δικονομικές διατάξεις είναι ένα στοιχείο που δεν μπορεί να παραγνωριστεί.  Μια μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης.

Καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης για τροποποίηση θα πρέπει κατά κανόνα να οδηγεί στην απόρριψη της αίτησης γιατί η έγκριση της θα ισοδυναμούσε με την παροχή δεύτερης ευκαιρίας στον εφεσείοντα να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση. (Λοΐζου ν. Χαραλάμπους (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 167 και Δημοκρατία ν. Lion Insurance Agency Ltd. (1995) 3 A.A.Δ. 338. Η καθυστέρηση δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το σύνολο των περιστατικών και ιδιαίτερα από τις επιπτώσεις στην εξέλιξη της δίκης. (Γεωργίου (Catering) Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323).

Μια προσεκτική εξέταση των στοιχείων που υπάρχουν ενώπιον μας δείχνει ότι δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε σοβαρή δικαιολογία για την καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης για την τροποποίηση των λόγων έφεσης.  Ο εφεσείων θα μπορούσε να προβεί στο σχετικό διάβημα για την τροποποίηση από τις 21/2/2000 όταν η έφεση είχε αρχικά ορισθεί για προδικασία ή ακόμα στις 24/5/2000 που είχε καταχωρηθεί η πρώτη αίτηση για τροποποίηση [*749]της ειδοποίησης έφεσης.  Οι λόγοι που έχουν προβληθεί ότι η τροποποίηση είναι αναγκαία και ότι κατά το χρόνο της καταχώρισης της έφεσης ο εφεσείων δεν είχε τα πρακτικά της αγωγής για να μπορέσει να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα σχετικά θέματα δεν ευσταθούν, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία που υπήρχαν στην κατοχή του εφεσείοντος η αίτηση θα μπορούσε να είχε καταχωρηθεί από το Φεβρουάριο του 2000.

(γ) Εισαγωγή νέου λόγου έφεσης

Η εφεσίβλητη ενίσταται στην αποδοχή της αίτησης γιατί σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της με την επιζητούμενη τροποποίηση εισάγεται νέος λόγος έφεσης.

Η εισαγωγή νέων λόγων έφεσης μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την υποβολή έφεσης που εξυπακούεται με την ανάπλαση της έφεσης δεν είναι κατά κανόνα επιτρεπτή. Στην απουσία ικανοποιητικής εξήγησης για τη μη συμπερίληψη του νέου λόγου στην ειδοποίηση έφεσης και δικαιολόγηση της καθυστέρησης δεν γίνεται δεκτή η εισαγωγή του με την τροποποίηση της έφεσης. (Καμένος ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 24). Η επέκταση του πλαισίου της έφεσης με την προσθήκη νέων λόγων που είναι ανεξάρτητοι από τους υφιστάμενους δεν δικαιολογεί την αποδοχή αίτησης για τροποποίηση. (Χ” Χριστοφόρου ν. Αταλιανή (1992) 1 Α.Α.Δ. 1008). Η απουσία επεξήγησης ως προς τη μη συμπερίληψη νέων λόγων έφεσης και η καθυστέρηση στην υποβολή σχετικού αιτήματος, οδηγεί κατά κανόνα στην απόρριψη της αίτησης. (Ιδε Κυριακίδης ν. Εφορείας Ελληνικών Εκπαιδευτικών Στροβόλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 9).

Η σκοπούμενη τροποποίηση φαίνεται ότι εισάγει ένα νέο λόγο έφεσης που είναι τελείως ανεξάρτητος από αυτούς που περιέχονται τόσο στην αρχική ειδοποίηση έφεσης όσο και στην τροποποιημένη ειδοποίηση έφεσης που ακολούθησε. Αποδοχή της αίτησης πρακτικά θα έδινε στον εφεσείοντα τη δυνατότητα δεύτερης ευκαιρίας να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο