Xαραλάμπoυς Φοίβος I. ν. Παναγιώτη K. Aριστοτέλους (2001) 1 ΑΑΔ 750

(2001) 1 ΑΑΔ 750

[*750]1 Ιουνίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΦΟΙΒΟΣ Ι. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10597)

 

Συμβάσεις ― Αντιπροσωπεία ― Ανήλικοι ― Δικαιοπρακτική ικανότητα ανηλίκου να ενεργεί ως αντιπρόσωπος του προσώπου που τον διορίζει ― Εφαρμοστέες αρχές.

Συμβάσεις ― Ψυχική πίεση (undue influence) ― Ακύρωση συναλλαγής που είναι προϊόν εξαναγκασμού ή ψυχικής πίεσης ― Διέπεται από τα Άρθρα 14, 15 και 16(1) του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Επιπρόσθετα το Άρθρο 20(1) του Κεφ. 149 προνοεί ότι μια συμφωνία μπορεί να ακυρωθεί από το πρόσωπο του οποίου η συναίνεση λήφθηκε ως αποτέλεσμα συμπεριφοράς που ισοδυναμεί με ψυχική πίεση ― Η ψυχική πίεση είναι δημιούργημα των αρχών της Επιείκειας (Equity).

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως ισχυριζόμενης ψυχικής πίεσης σε αγωγή για ακύρωση συναλλαγής ― Είναι εκείνο της απλής πιθανολόγησης που συνδέεται με μαρτυρία που είναι ικανοποιητική για να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων δικαιούται να κερδίσει την αξίωσή του.

Ο εφεσείων-ενάγων ήταν ιδιοκτήτης ενός περιπτέρου όπου μεταξύ άλλων πωλούσε και κρατικά λαχεία.  Ο εφεσίβλητος-εναγόμενος βοηθούσε τον πεθερό του που ήταν πωλητής κρατικών λαχείων, μεταφέροντας λαχεία σε δέσμες σε διάφορα περίπτερα, μεταξύ των οποίων και εκείνο του εφεσείοντος. Ο εφεσίβλητος στις 12/7/95 προμήθευσε τον εφεσείοντα με 75 κρατικά λαχεία για την κλήρωση που θα ακολουθούσε στις 24/7/95.  Στις 22/7/95 ο εφεσείων αναχώρησε για διακοπές και άφησε ως υπεύθυνη διαχειρίστρια του περιπτέρου [*751]την αδελφότεχνη του Μαρία η οποία ήταν μαθήτρια, ηλικίας 15 ½ χρόνων.

Την ημέρα της κλήρωσης και γύρω στις 11 – 11.30 π.μ., ο εφεσίβλητος τηλεφώνησε και ρώτησε τη Μαρία κατά πόσο είχαν απομείνει αδιάθετα λαχεία της κλήρωσης της ημέρας εκείνης. Η κλήρωση του κρατικού λαχείου αρχίζει στις 10.30 π.μ., μέσα σε δέκα λεπτά αναγράφεται ο πρώτος λαχνός, ενώ ο επίσημος κατάλογος των αποτελεσμάτων εκδίδεται γύρω στις 12. Η Μαρία ανέφερε στον εφεσίβλητο ότι υπήρχαν ακόμη τρία λαχεία και του έδωσε τους αριθμούς. Μετά από λίγη ώρα ο εφεσίβλητος εμφανίστηκε στο περίπτερο και ζήτησε από τη Μαρία τα τρία λαχεία, η οποία του τα έδωσε. Ένα από τα πιο πάνω λαχεία ήταν ο τυχερός λαχνός που κέρδιζε £50.000.-.

Ο εφεσείων στην αγωγή του ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος, μόλις πληροφορήθηκε τον αριθμό του κρατικού λαχείου που κέρδισε το ποσό των £50.000.- απέσπασε το πιο πάνω λαχείο με δόλο και/ή απάτη από αυτόν. Και τούτο γιατί ο εφεσίβλητος μπορούσε να γνωρίζει τους αριθμούς των λαχείων που διέθετε προς πώληση ο εφεσείων όταν έπαιρνε τις δέσμες από τον πεθερό του για να τις διανέμει, μπορούσε να γνωρίζει ποιός ήταν ο πρώτος τυχερός αριθμός παρακολουθώντας την κλήρωση και επιπρόσθετα προέβηκε στην αγορά του τυχερού λαχνού μετά το τηλεφώνημα που έκαμε στην υπεύθυνη του περιπτέρου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι η πιο πάνω συλλογιστική παρέμεινε στο χώρο της πιθανολόγησης αφού δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε σχετική υποστηρικτική μαρτυρία και ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου δεν συνιστούσε δόλο ή απάτη, απέρριψε την αγωγή.

Ο εφεσείων προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση για διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων είναι ο ισχυρισμός για εξάσκηση ψυχικής πίεσης από τον εφεσίβλητο πάνω στη Μαρία και η εισήγηση ότι η Μαρία δεν μπορούσε να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ηλικία της ανήλικης Μαρίας δεν μπορούσε να αποτελέσει κώλυμα στη νομιμότητα της διάθεσης των λαχείων ήταν ορθό. Ένας ανήλικος μπορεί να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα να ενεργεί ως αντιπρόσωπος του προσώπου που τον διορίζει, νοουμένου ότι έχει τη νοητική ικανότητα να αποδεχθεί το διορισμό και να εκτελέσει τις πράξεις [*752]που περικλείει η αντιπροσώπευση.

2.  Στην Κύπρο το θέμα της ακύρωσης μιας συναλλαγής που είναι το αποτέλεσμα εξαναγκασμού ή ψυχικής πίεσης διέπεται από το Άρθρο 14 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 (που προβλέπει ότι η συναίνεση είναι ελεύθερη όταν δεν είναι αποτέλεσμα εξάσκησης ψυχικής πίεσης), από το Άρθρο 15 (που καθορίζει τι είναι ο εξαναγκασμός) και το Άρθρο 16(1) που καθορίζει ποια συμπεριφορά μπορεί να αποτελέσει ψυχική πίεση.  Επιπρόσθετα το Άρθρο 20(1) του Κεφ. 149 προνοεί ότι μια συμφωνία μπορεί να ακυρωθεί από το πρόσωπο του οποίου η συναίνεση λήφθηκε ως αποτέλεσμα συμπεριφοράς που ισοδυναμεί με ψυχική πίεση.  Η ψυχική πίεση που είναι δημιούργημα των αρχών της Επιείκειας (Equity) και αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τις αρχές του Κοινοδικαίου, συμπεριλαμβάνει την εξάσκηση μιας έμμεσης και όχι ουσιώδους πίεσης.

3.  Η εναπόθεση εμπιστοσύνης εκ μέρους της Μαρίας στον εφεσίβλητο σφραγίζει τις προϋποθέσεις εκείνες που μπορούν να καταλήξουν σε ασφαλές εύρημα ότι μεταξύ των πιο πάνω είχε δημιουργηθεί μια ιδιάζουσα σχέση που οδήγησε τη Μαρία να παραδώσει το λαχείο που είχε κερδίσει στον εφεσίβλητο.  Ο τελευταίος εκμεταλλευόμενος την πλεονεκτική θέση στην οποία βρισκόταν, αφού έχαιρε της εμπιστοσύνης τόσο του εφεσείοντος όσο και της Μαρίας, με τη συμπεριφορά του να ζητήσει αρχικά πληροφορίες από το τηλέφωνο και ακολούθως να μεταβεί στο περίπτερο και εσπευσμένα να προβεί στην αγορά του λαχείου, υποδεικνύει ότι η όλη διαγωγή του ήταν μια εξάσκηση έμμεσης ψυχικής πίεσης.

4.  Έχει δοθεί μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος μπορούσε να γνωρίζει τα αποτελέσματα της κλήρωσης και ιδιαίτερα τον αριθμό του τυχερού λαχείου.  Ο εφεσείων δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο εφεσίβλητος όταν επισκέφθηκε το περίπτερο γνώριζε ποιός ήταν ο αριθμός του λαχείου που είχε κερδίσει. Το βάρος της απόδειξης είναι εκείνο της απλής πιθανολόγησης που συνδέεται με μαρτυρία που είναι ικανοποιητική για να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι δικαιούται να κερδίσει την αξίωση του.

Η έφεση επιτράπηκε. Εκδόθηκε διαταγή για έξοδα σε βάρος του εφεσίβλητου τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

[*753]

Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 555,

Tufton v. Sperni [1952] 2 TLR 516,

Chennells v. Bruce [1939] 55 TLR 422,

Mutual Finance Ltd v. Wetton [1937] 2 KB 389,

Bank of Credit and Commerce International SA v. Aboody [1990] 1 QB 923.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 30/6/99 (Αρ. Αγωγής 7737/95) με την οποία απέρριψε την αγωγή του για δόλο ή απάτη εκ μέρους του εναγόμενου κατά την αγορά από τον εναγόμενο ενός κρατικού λαχείου ο αριθμός του οποίου κέρδιζε £50.000.-.

Ν. Παπαμιλτιάδου, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Χριστοδούλου εκ μέρους Μιχ. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα

Ο εφεσείων ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ιδιοκτήτης ενός περιπτέρου στο Καϊμακλί όπου μεταξύ άλλων πωλούσε και κρατικά λαχεία. Ο εφεσίβλητος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν αστυνομικός και υπηρετούσε ως οδηγός και/ή σωματοφύλακας του Υπουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και κατά τις ελεύθερες του ώρες βοηθούσε τον πεθερό του που ήταν πωλητής κρατικών λαχείων, μεταφέροντας λαχεία σε δέσμες σε διάφορα περίπτερα, μεταξύ των οποίων και εκείνο του εφεσείοντος.  Ο πεθερός του εφεσιβλήτου έπαιρνε από την Ταμία του Κρατικού Λαχείου, σύμφωνα με το σχετικό κατάλογο κατανομής λαχείων σε λαχειοπώλες, 2.000-2.500 λαχεία την εβδομάδα μέσα στα οποία συμπεριλαμβανόταν και η σειρά 125001 - 125500. Ο εφεσίβλητος στις 12/7/95 προ[*754]μήθευσε τον εφεσείοντα με 75 κρατικά λαχεία για την κλήρωση που θα ακολουθούσε στις 24/7/95. Στις 22/7/95 ο εφεσείων μετέβηκε με την οικογένεια του για διακοπές στην Κρήτη και άφησε ως υπεύθυνη - διαχειρίστρια του περιπτέρου του την αδελφότεχνη του Μαρία ηλικίας 15½ χρόνων, μαθήτρια Λυκείου. Το γεγονός ότι ο εφεσείων θα απουσίαζε για διακοπές ήταν γνωστό στον εφεσίβλητο. Την ημέρα της κλήρωσης στις 24/7/95 και γύρω στις 11-11.30 π.μ., ο εφεσίβλητος τηλεφώνησε και ρώτησε τη Μαρία κατά πόσο είχαν απομείνει αδιάθετα λαχεία της κλήρωσης της ημέρας εκείνης. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι η κλήρωση του κρατικού λαχείου αρχίζει στις 10.30 π.μ. και το αργότερο μέσα σε δέκα λεπτά αναγράφεται ο πρώτος λαχνός, ενώ ο επίσημος κατάλογος των αποτελεσμάτων εκδίδεται γύρω στις 12.00 και διανέμεται στους πράκτορες λαχείων. Δεν υπάρχουν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις που απαγορεύουν την πώληση ενός λαχείου ακόμα και μετά την κλήρωση. Η κλήρωση είναι ανοικτή για το κοινό και τα πρόσωπα που παρακολουθούν την κλήρωση μπορεί να αποχωρήσουν πριν από τη συμπλήρωση της κλήρωσης. Όταν ο εφεσίβλητος τηλεφώνησε για να ρωτήσει τη Μαρία αν υπήρχαν ακόμα αδιάθετα λαχεία, εκείνη του απάντησε ότι υπήρχαν ακόμα τρία λαχεία και κατόπιν νέας ερώτησης του εφεσιβλήτου του έδωσε τους αριθμούς των λαχείων που βρίσκονταν μέσα σε ένα συρτάρι. Ο εφεσίβλητος της είπε εντάξει και έκλεισε το τηλέφωνο.  Μετά από λίγα λεπτά ο εφεσίβλητος εμφανίστηκε στο περίπτερο φορώντας βερμούδα και φανέλα και δίνοντας την εντύπωση ότι ήταν βιαστικός ρώτησε τη Μαρία πού ήταν τα τρία λαχεία που είχαν απομείνει.  Η Μαρία άνοιξε το συρτάρι και του έδωσε και τα τρία λαχεία.  Ο εφεσίβλητος αφού πήρε τα τρία λαχεία, αρχικά ξεχώρισε ένα για να το κρατήσει, τελικά όμως κράτησε και τα τρία όπως επίσης και τρία ξυστά της £1. Επειδή δεν κρατούσε χρήματα, έγραψε σε ένα χαρτί τη σημείωση “Πανίκος έξι λίρες” και έφυγε παίρνοντας μαζί του τα λαχεία.  Ενα από τα πιο πάνω λαχεία με αριθμό 125339 ήταν ο τυχερός λαχνός που κέρδιζε £50.000.

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι ο εφεσίβλητος, μόλις πληροφορήθηκε ότι ο αριθμός 125339 του κρατικού λαχείου κέρδισε στις 24/7/95 το ποσό των £50.000, απέσπασε το πιο πάνω λαχείο με δόλο και/ή απάτη από τον εφεσείοντα. Και τούτο γιατί ο εφεσίβλητος μπορούσε να γνωρίζει τους αριθμούς των λαχείων που διέθετε προς πώληση ο εφεσείων όταν έπαιρνε τις δέσμες από τον πεθερό του για να τις διανέμει, μπορούσε να γνωρίζει ποιός ήταν ο πρώτος τυχερός αριθμός παρακολουθώντας ο ίδιος ή μέσω του πεθερού του την πρωϊνή κλήρωση και επιπρόσθετα προέβηκε στην αγορά του τυχερού λαχνού μετά το τηλεφώνημα που έκαμε στην υπεύθυνη του περιπτέ[*755]ρου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι η πιο πάνω συλλογιστική παρέμεινε στο χώρο της πιθανολόγησης αφού δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε σχετική υποστηρικτική μαρτυρία και ότι η συμπεριφορά του εφεσιβλήτου δεν συνιστούσε δόλο ή απάτη, απέρριψε την αγωγή. Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει για διάφορους λόγους την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ο βασικός λόγος που προβάλλεται είναι η εξάσκηση ψυχικής πίεσης από τον εφεσίβλητο πάνω στη Μαρία, που κατά την εισήγηση του εφεσείοντος μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της πώλησης των λαχνών. Προτού εξετάσουμε την εισήγηση του εφεσείοντος, ότι εξασκήθηκε ψυχική πίεση πάνω στη Μαρία, θα εξετάσουμε την εισήγηση του ιδίου ότι η Μαρία δεν μπορούσε να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα.

 

(β) Η δικαιοπρακτική ικανότητα της Μαρίας

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 143 του Κεφ. 149 που προνοούν ότι κάθε πρόσωπο μπορεί να προσλάβει αντιπρόσωπο “το οποίο είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι”, η Μαρία λόγω της ηλικίας της δεν είχε την ικανότητα να συμβληθεί και η πώληση του λαχείου δεν ήταν νομικά έγκυρη.  Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια του εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Μαρία είχε δικαιοπρακτική ικανότητα είναι λανθασμένο.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Ένας ανήλικος μπορεί να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα να ενεργεί ως αντιπρόσωπος του προσώπου που τον διορίζει, νοουμένου ότι έχει τη νοητική ικανότητα να αποδεχθεί το διορισμό και να εκτελέσει τις πράξεις που περικλείει η αντιπροσώπευση. Υπάρχει αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση στο σύγγραμμα Bowstead and Reynolds on Agency, 16η Εκδοση, σ. 4, όπου τονίζεται ότι,

“A minor may act as agent provided he has sufficient understanding to consent to the agency and do the act required.”

Την ίδια άποψη τρέφουν και άλλοι συγγραφείς. Ο J. Beatson στο σύγγραμμα “Anson’s Law of Contract”, 27 Εκδοση, σ. 623 αναφέρει ότι “Minors can be agents” (ίδε Foreman v. Great Western Railway [1878] 38 LT 851 και Re D’ Angiban [1880] 15 Ch. D. 228, σ. 246) και ο G.H. Treitel στο σύγγραμμα του “The Law of Contract” 4η Εκδοση, σ. 485 αναφέρει ότι,

[*756]

“Similarly, an infant can, it seems, be agent to make a contract which he has no capacity to make on his own behalf.”

Η ίδια θέση υποστηρίζεται και στους τόμους Halsbury’s Laws of England, V. 21, p. 184, όπου αναφέρεται ότι,

“An infant can act as agent and may be the donee of a power of attorney and can bind his principal to the same extent as an agent or attorney of full age (Smally v. Smally [1700] 1 Eq. Cas. Abr. 283; Watkins v. Vince [1818] 2 Stark 368) but he is not liable to account to his principal, nor is he liable to third parties for his dealings with them, in circumstances where an adult agent could have been personally liable to them (Smally v. Smally [1700] 1 Eq. Cas. Abr. 283) except in cases of tort”. (Ιδε Βurnard v. Haggis [1863] 14 CBNS 45)

Κάτω από τις περιστάσεις έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ηλικία της ανήλικης Μαρίας δεν μπορούσε να αποτελέσει κώλυμα στη νομιμότητα της διάθεσης των λαχείων ήταν ορθό.

(γ) Εξάσκηση ψυχικής πίεσης πάνω στη Μαρία

Σύμφωνα με τις αρχές του Κοινοδικαίου ένα συμβόλαιο μπορεί να κηρυχθεί άκυρο αν είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού. Στην Κύπρο όπως τονίστηκε στην απόφαση Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 555, το θέμα της ακύρωσης μιας συναλλαγής που είναι το αποτέλεσμα εξαναγκασμού ή ψυχικής πίεσης διέπεται από το άρθρο 14 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 (που προβλέπει ότι η συναίνεση είναι ελεύθερη όταν δεν είναι αποτέλεσμα εξάσκησης ψυχικής πίεσης), από το άρθρο 15 (που καθορίζει τι είναι ο εξαναγκασμός) και το άρθρο 16(1) που καθορίζει ποιά συμπεριφορά μπορεί να αποτελέσει ψυχική πίεση.  Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 16(1) προνοεί ότι,

“Η σύμβασις θεωρείται ως συναφθείσα συνεπεία «ψυχικής πιέσεως» οσάκις αι σχέσεις αι υφιστάμεναι μεταξύ των μερών είναι τοιαύται ώστε το εν τούτων να είναι εις θέσιν να κυριαρχή επί της θελήσεως του ετέρου και επωφελήται της θέσεως ταύτης προς εξασφάλισιν αθεμίτου οφέλους έναντι του ετέρου.”

Επιπρόσθετα το άρθρο 20(1) του Κεφ. 149 προνοεί ότι μια συμφωνία μπορεί να ακυρωθεί από το πρόσωπο του οποίου η συναίνεση λήφθηκε ως αποτέλεσμα συμπεριφοράς που ισοδυναμεί με ψυχι[*757]κή πίεση.  Η ψυχική πίεση που είναι δημιούργημα των αρχών της Επιείκειας (Equity) και αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τις αρχές του Κοινοδικαίου, συμπεριλαμβάνει την εξάσκηση μιας έμμεσης και όχι ουσιώδους πίεσης.

Η ψυχική πίεση μπορεί να προέλθει από μια εμπιστευτική ή εξαρτώμενη σχέση μεταξύ δύο προσώπων όπου η εμπιστευτικότητα ή η εξάρτηση του ενός θέτει το ένα πρόσωπο σε μια πλεονεκτική θέση να εξασκήσει μια επιρροή πάνω στον άλλο, που μπορεί να θεωρηθεί ως απόλυτα φυσική, αλλά ικανή για να χρησιμοποιηθεί άδικα (unfairly) κατά του άλλου.

Δωρεές και άλλες συναλλαγές μπορεί να ακυρωθούν αν θεωρηθούν ότι είναι αποτέλεσμα ασυνείδητης συμπεριφοράς. Η συμπεριφορά που μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση μιας συναλλαγής μπορεί να είναι ρητή ή εξυπακουόμενη.  Όπως έχει θέσει το θέμα ο Cotton L.J. στην υπόθεση Allcard v. Skinner [1877] 36 Ch. D. 145,

“First, where the Court has been satisfied that the gift was the result of influence expressly used by the donee for the purpose; second, where the relations between the donor and donee have at or shortly before the execution of the gift been such as to raise a presumption that the donee had influence over the donor.  In such a case the court sets aside the voluntary gift, unless it is proved that in fact the gift was the spontaneous act of the donor acting under circumstances which enabled him to exercise an independent will and which justify the court in holding that the gift was the result of a free exercise of the donor’s will.  The first class of cases may be considered as depending on the principle that no one shall be allowed to retain any benefit arising from his own fraud or wrongful act. In the second class of cases the court interferes, not on the ground that any wrongful act has in fact been committed by the donee, but on the ground of public policy, and to prevent the relations which existed between the parties and the influence arising therefrom being abused.”

Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται σε συναλλαγές όπου η αξία υπερτιμάται ή υποτιμάται (Tufton v. Sperni [1952] 2 TLR 516).  Πρέπει να τονισθεί ότι το πρόσωπο που έχει επηρεαστεί δεν είναι ανάγκη να είναι ο ιδιοκτήτης της περιουσίας αφού μπορεί να είναι και το πρόσωπο που διαχειρίζεται ή εξασκεί έλεγχο πάνω στην περιουσία (Chennells v. Bruce [1939] 55 TLR 422).

Ρητή συμπεριφορά που μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση μιας συναλλαγής μπορεί να πάρει τη μορφή απρεπούς συμπεριφοράς [*758](unconsiderable behaviour) που δεν ισοδυναμεί με εξαναγκασμό, όπως π.χ. όταν η ανάληψη υποχρέωσης καταβολής ενός χρηματικού ποσού είναι το αποτέλεσμα απειλής καταγγελίας για τη διάπραξη ενός αδικήματος (Mutual Finance Ltd. v. Wetton [1937] 2 KB 389). Η εξυπακουόμενη συμπεριφορά που μπορεί να οδηγήσει στην εξάσκηση ψυχικής πίεσης διαιρείται σύμφωνα με την απόφαση Bank of Credit and Commerce International SA v. Aboody [1990] 1 QB 923 στη γνωστή κατηγορία της ύπαρξης μιας ιδιάζουσας σχέσης (όπως π.χ. γονέα - παιδιού, κηδεμόνα - κηδεμονευόμενου, ιατρού - ασθενούς και δικηγόρου - πελάτη) και στην κατηγορία των υπόλοιπων σχέσεων που δεν εμπίπτουν μέσα στην πρώτη κατηγορία, αλλά σε εκείνες τις περιπτώσεις που δικαιολογημένα ένα Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα.

Στην παρούσα περίπτωση το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο ο εφεσίβλητος είχε εξασκήσει οποιουδήποτε είδους ψυχική πίεση πάνω στη Μαρία σε βαθμό που μπορούσε να επηρεάσει τη νομιμότητα της διάθεσης του τυχερού λαχνού. Η ψυχική πίεση θα μπορούσε να ήταν το αποτέλεσμα ρητής συμπεριφοράς (με συγκεκριμένες ρητές παραστάσεις) ή εξυπακουόμενης συμπεριφοράς (ιδιάζουσα σχέση μεταξύ των διαδίκων). Από την κατάθεση της Μαρίας προκύπτει ότι αυτή γνώριζε τον εφεσίβλητο γιατί τον έβλεπε όταν ερχόταν για να πωλήσει λαχεία στο θείο της και ότι η ίδια παρελάμβανε και αυτή λαχεία από τον εφεσίβλητο. Χαρακτηριστικά δε αντεξεταζόμενη γιατί του πώλησε τα λαχεία αφού είχε εντολή να μην πωλεί λαχεία μετά τις 8.00 π.μ. της ημέρας της κλήρωσης, η Μαρία απάντησε ως εξής:  “Δεν ήταν ο λαχειοπώλης.  Ήταν ο πράκτορας μας. Έβλεπα ότι είχε στενές σχέσεις με το θείο μου. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος πωλητής δεν θα τα πωλούσα γιατί είχα εντολή.  Ήταν ο πράκτορας. Του είχα εμπιστοσύνη”.

Η εναπόθεση εμπιστοσύνης εκ μέρους της Μαρίας στον εφεσίβλητο σφραγίζει τις προϋποθέσεις εκείνες που μπορούν να καταλήξουν σε ασφαλές εύρημα ότι μεταξύ των πιο πάνω είχε δημιουργηθεί μια ιδιάζουσα σχέση που οδήγησε τη Μαρία να παραδώσει το λαχείο που είχε κερδίσει στον εφεσίβλητο. Ο τελευταίος εκμεταλλευόμενος την πλεονεκτική θέση στην οποία βρισκόταν, αφού έχαιρε της εμπιστοσύνης τόσο του εφεσείοντος όσο και της Μαρίας, με τη συμπεριφορά του να ζητήσει αρχικά πληροφορίες από το τηλέφωνο και ακολούθως να μεταβεί στο περίπτερο και εσπευσμένα να προβεί στην αγορά του λαχείου, υποδεικνύει ότι η όλη διαγωγή του ήταν μια εξάσκηση έμμεσης ψυχικής πίεσης.

Έχει δοθεί μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος μπορούσε να γνωρίζει τα αποτελέσματα της κλήρωσης και ιδιαίτερα τον αριθμό του λα[*759]χείου που είχε κερδίσει τις  £50.000.  Ο εφεσείων δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο εφεσίβλητος όταν επισκέφθηκε το περίπτερο γνώριζε ποιός ήταν ο αριθμός του λαχείου που είχε κερδίσει. Το βάρος της απόδειξης είναι εκείνο της απλής πιθανολόγησης που συνδέεται με μαρτυρία που είναι ικανοποιητική για να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι δικαιούται να κερδίσει την αξίωση του. (Ιδε Γ. Κακογιάννη “Η Απόδειξη”, σ. 36). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Μαρίας που έκρινε αξιόπιστη, ιδιαίτερα αναφορικά με την ώρα της αγοράς των λαχείων, την οποία τοποθετεί μεταξύ 11.00 και 12.00 της 24/7/95, απορρίπτοντας προς τούτο την εκδοχή του εφεσιβλήτου ότι η πώληση έλαβε χώρα γύρω στις 10.00 π.μ. Εχοντας υπόψη από τη μαρτυρία που έχει δοθεί, τη δυνατότητα του εφεσιβλήτου να γνωρίζει ποιοί αριθμοί είχαν κερδίσει πριν από την επίσκεψη του στο περίπτερο, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο αριθμός του τυχερού λαχείου περιήλθε στη γνώση του εφεσιβλήτου πριν από την αγορά των λαχείων.  Η εσπευσμένη αγορά των λαχείων που επακολούθησε ήταν φυσικό επακόλουθο της πιο πάνω γνώσης και παραβίαση της σχέσης εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ του και του εφεσείοντος και/ή της Μαρίας.

Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του εφεσιβλήτου, σύμφωνα με τις παραγράφους (α), (β) και (γ) της Έκθεσης Απαίτησης, με έξοδα σε βάρος του εφεσιβλήτου τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Η έφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται διαταγή για έξοδα σε βάρος του εφεσίβλητου τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο