Phasarias C. (Automotive Centre) Ltd. ν. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ. (2001) 1 ΑΑΔ 785

(2001) 1 ΑΑΔ 785

[*785]13 Ioυνίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

C. PHASARIAS (AUTOMOTIVE CENTRE) LIMITED,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΣΚΥΡΟΠΟΙΙΑ “ΛΕΩΝΙΚ” ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11013)

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Παρεμπίπτον διάταγμα, απαγορευτικό της αποξένωσης ή επιβάρυνσης ακινήτου των εναγομένων ― Δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας για πρόθεση των εναγομένων για αποξένωση ή επιβάρυνση ― Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος ― Η οικονομική δυνατότητα των εναγομένων, δεν παρέχει αφ’ εαυτής τα εχέγγυα ικανοποίησης πιθανής δικαστικής απόφασης ― Η μεγάλη διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου και της αξίωσης, δεν συνιστά εμπόδιο στην έκδοση τέτοιου παρεμπίπτοντος διατάγματος ― Άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

Οι εφεσείοντες-ενάγοντες αξιώνουν με την αγωγή τους το ποσό των £34.285,50 ως υπόλοιπο του τιμήματος από την πώληση εμπορευμάτων.  Με την αίτησή τους η οποία βασιζόταν στα Άρθρα 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), ζήτησαν την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος, απαγορευτικού της αποξένωσης ή επιβάρυνσης ακινήτου που είναι εγγεγραμμένο στο όνομα των εφεσιβλήτων-εναγομένων.  Με την ένορκο δήλωση του διευθυντή τους υποστήριξαν πως όλη η κινητή περιουσία των εφεσιβλήτων ήταν δεσμευμένη με επιβαρύνσεις σε τράπεζες και πως υπήρχε κίνδυνος να μη ικανοποιηθούν στο τέλος αν δεν απαγορευόταν η αποξένωση ή η περαιτέρω επιβάρυνση του μόνου ακινήτου των εφεσιβλήτων.  Οι εφεσίβλητοι με την ένορκη δήλωση του δικού τους διευθυντή ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, πως δεν υπήρχε πρόθεση αποξένωσης ή περαιτέρω επιβάρυνσης του ακινήτου.  Περαιτέρω, [*786]με αναφορά στην αξία του ακινήτου την οποία με βάση γραπτή εκτίμηση που κατέθεσαν αναβίβαζαν στις £180.000, υποστήριξαν πως ενδεχόμενη έγκριση της αίτησης θα δέσμευε περιουσία “υπερβολικής αξίας σε σχέση με το ποσό που απαιτείται, αποστερώντας την ελεύθερη εκμετάλλευση της περιουσίας”.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση κρίνοντας ότι:

1.  Δεν ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), δηλαδή η δυσκολία ή αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.

2.  Ο ισχυρισμός πως οι εφεσίβλητοι είχαν πρόθεση να αποξενώσουν ή να επιβαρύνουν το ακίνητο δεν αποδείχθηκε.

3.  Με βάση τη μαρτυρία που προσάχθηκε η αξία του ακινήτου υπερέβαινε κατά πολύ την αξίωση των εφεσειόντων.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας για πράγματι πρόθεση του εναγομένου για αποξένωση ή επιβάρυνση.  Εκείνο που μετρά είναι ο κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση, που ενδεχομένως θα εκδοθεί, αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία.

Στην παρούσα υπόθεση έγινε αναφορά σε επιβαρύνσεις υπέρ των τραπεζών, αλλά, εν πάση περιπτώσει, όσα αποδόθηκαν σε πληροφόρηση από έγκυρους τραπεζικούς κύκλους ουσιαστικά επιβεβαιώθηκαν κατά την αντεξέταση του διευθυντή των εφεσιβλήτων.

2.  Η εκτίμηση της αξίας του ακινήτου έδιδε δύο τιμές.  Η μία (£180.000) αφορούσε την “αγοραία αξία”.  Η δεύτερη ήταν κατά πολύ χαμηλότερη (£100.000), αφορούσε την “αξία καταναγκαστικής πώλησης” και είναι δεδομένο ότι το ακίνητο ήταν ήδη υποθηκευμένο υπέρ τράπεζας για £40.000.

Τα δεδομένα της υπόθεσης δείχνουν πως δεν ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου και της αξίωσης. Στην ίδια τη γραπτή εκτίμηση εξηγείται ότι το ακίνητο “δεν θεωρείται [*787]καλή ασφάλεια” και πως “η αξία του κτήματος μειώνεται στο ρυθμό της εκμετάλλευσης του” ως λατομείου.

Αυτό δε σημαίνει πως αν ήταν μεγάλη η διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου και της αξίωσης δεν θα ήταν σε καμιά περίπτωση δυνατό να εκδοθεί τέτοιο παρεμπίπτον διάταγμα.  Δεν υπάρχει τέτοιος περιορισμός από το Άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.  Το Άρθρο 5(1) αναφέρεται σε μη αποξένωση τόσης ακίνητης περιουσίας ώστε να αποφεύγεται η δέσμευση περιουσίας πέραν εκείνης που, εφόσον δεσμευτεί, θα απομακρύνει τον κίνδυνο μη ικανοποίησης της δικαστικής απόφασης.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση υπέρ των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

LaKatamitis v. Theodorou (1983) 1 C.L.R. 520,

Tσιολάκκη κ.ά. v. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782,

Παναγιώτου v. Κολλάτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1306,

Ζεμενίδης v. Ζεμενίδου (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 54,

Χριστοδούλου v. Antonius M.F.M. Vraets (1999) 1 A.A.Δ. 1475,

Νικόλα v. Κεφάλα κ.ά. (1998) 1(Γ) A.A.Δ. 1400.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 28/12/00 (Αρ. Αγωγής 16134/99) με την οποία απέρριψε την αίτησή τους για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος, απαγορευτικού της αποξένωσης ή επιβάρυνσης ακινήτου που είναι εγγεγραμμένο στο όνομα των εφεσιβλήτων-εναγομένων.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες.

Δ. Λυκούργος, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

[*788]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες (ενάγοντες) αξιώνουν με την αγωγή τους το ποσό των £34.285,50 ως υπόλοιπο του τιμήματος από την πώληση εμπορευμάτων. Με αίτησή τους ζήτησαν την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος, απαγορευτικού της αποξένωσης ή επιβάρυνσης ακινήτου που είναι εγγεγραμμένο στο όνομα των εφεσιβλήτων (εναγομένων). Με την ένορκο δήλωση του Διευθυντή τους υποστήριξαν πως όλη η κινητή περιουσία των εφεσιβλήτων ήταν δεσμευμένη με επιβαρύνσεις σε τράπεζες και πως υπήρχε κίνδυνος να μη ικανοποιηθούν στο τέλος αν δεν απαγορευόταν η αποξένωση ή η περαιτέρω επιβάρυνση του μόνου ακινήτου των εφεσιβλήτων. Ενώ από την άλλη, η έκδοση του διατάγματος δεν θα προκαλούσε σ’ αυτούς οποιαδήποτε ζημιά.

Οι εφεσίβλητοι, με την ένορκη δήλωση του δικού τους διευθυντή, αντιμετώπισαν με διφορούμενο τρόπο το ζήτημα της βασιμότητας της αξίωσης. Η θέση τους ήταν πως δεν όφειλαν το συγκεκριμένο ποσό που αναφέρθηκε. Κατά τα άλλα, η αντίδραση τους περιείχε κάποιο στοιχείο αντίφασης. Η βασική τους θέση ήταν πως δεν υπήρχε πρόθεση αποξένωσης ή περαιτέρω επιβάρυνσης του ακινήτου. Εν τούτοις, χαρακτηρίζοντας το διάταγμα που επιδιώχθηκε ως ‘ευρύ‘, με αναφορά στην αξία του ακινήτου την οποία με βάση γραπτή εκτίμηση που κατέθεσαν αναβίβαζαν στις £180.000, υποστήριξαν πως ενδεχόμενη έγκριση της αίτησης θα δέσμευε περιουσία “υπερβολικής αξίας σε σχέση με το ποσό που απαιτείται, αποστερώντας την ελεύθερη εκμετάλλευση της περιουσίας”.   Όπως δε επιβεβαιώθηκε ενώπιόν μας δεν ήταν έτοιμοι και να αναλάβουν δέσμευση πως δεν θα αποξένωναν ή θα επιβάρυναν περαιτέρω το ακίνητο. Η θέση τους ήταν πως δεν θα έπρεπε να ανησυχούν οι εφεσείοντες. Ούτως ή άλλως, είχαν “ουσιαστικό κύκλο εργασιών” και το μέλλον τους ήταν “εξασφαλισμένο”.

Κατά την ακρόαση της αίτησης αντεξετάστηκε μόνο ο Διευθυντής των εφεσιβλήτων και ξεκαθάρισε η θέση τους ως προς την αξίωση. Παραδέχθηκαν πως όφειλαν στους εφεσείοντες το ποσό των £22.292,01 σεντ και αιωρείται το ερώτημα γιατί, αφού πρόβαλαν οικονομική ευρωστία, δεν το κατέβαλλαν. Αλλά και αναφορικά με τα υπόλοιπα, παραδέχτηκαν την ύπαρξη σταθερών και διακυμαινόμενων επιβαρύνσεων που δέσμευαν υπέρ τράπεζας τα κινητά περιουσιακά τους στοιχεία. Για να δείξουν δε πως δεν υπήρχε πρόθεση περαιτέρω υποθήκευσης του ακινήτου, αναφέρθηκαν σε εξασφάλιση δανείου και εγγυήσεων συνολικού ύψους £270.000, χω[*789]ρίς υποθήκευση, ακριβώς επειδή η τράπεζα τους θεωρούσε φερέγγυους. Παρά το ότι είχαν πράγματι αντιμετωπίσει αίτηση για διάλυσή τους και άλλες δικαστικές αποφάσεις μεταξύ των οποίων, η τελευταία, για πληρωμή £70.000 στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων. Όχι, βέβαια, για λόγους που αφορούσαν στην ποιότητα της αξίωσής τους. Σημείωσε το γεγονός ότι η αίτηση βασιζόταν σωρευτικά στα άρθρα 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και αναφέρθηκε σε νομολογία αναφορικά με τη διασύνδεσή τους (Lakatamitis v. Theodorou (1983) 1 C.L.R. 520, Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη, (1992) 1 Α.Α.Δ. 782 και Ζεμενίδης ν. Άννας Ζεμενίδου (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 54).

Ορθά, νομίζουμε, είδε πως η απαίτηση του άρθρου 5 να υπάρχει πιθανότητα “να εμποδιστεί ο ενάγων στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που τυχόν θα εκδοθεί υπέρ του” αν δεν εκδοθεί το παρεμπίπτον διάταγμα, ουσιαστικά αντιστοιχεί προς την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, όπως αυτή ερμηνεύθηκε σε σχέση με παρεμπίπτοντα διατάγματα αυτής της φύσης.  Δηλαδή τη δυσκολία ή αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Έκρινε, λοιπόν, πως δεν ικανοποιείτο αυτή η προϋπόθεση. Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων για “πληροφορίες από έγκυρους τραπεζικούς κύκλους…..σε σχέση με την οικονομική κατάσταση των καθ’ων η αίτηση”, ήταν αόριστος και δεν είχε αξία.  Δεν αποκαλυπτόταν η πηγή των πληροφοριών και περαιτέρω “ούτε τα στοιχεία συνηγορούν ή κατατείνουν στο αληθές των πληροφοριών”. Όταν, μάλιστα, φάνηκε ότι πρόσφατα είχε δανειοδοτηθεί η εταιρεία χωρίς επιβάρυνση του ακινήτου.

Εντοπίστηκαν άλλα δυο προβλήματα. Το ένα ήταν πως δεν “υποστηρίχτηκε από οποιοδήποτε στοιχείο” ο ισχυρισμός πως οι εφεσίβλητοι είχαν πρόθεση να αποξενώσουν ή να επιβαρύνουν περαιτέρω το ακίνητο. Το άλλο αφορούσε στην αξία του ακινήτου.  Με βάση τη μαρτυρία που προσάχθηκε αυτή ανερχόταν στις £180.000 και υπερέβαινε κατά πολύ την αξίωση των εφεσειόντων.

Ακούσαμε τις δυο πλευρές και καταλήγουμε πως επιβάλλεται να παρέμβουμε. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως αναδύεται ως ανάγκη η προσαγωγή μαρτυρίας για πράγματι πρόθεση του εναγομένου για αποξένωση ή επιβάρυνση. Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως [*790]θα εκδοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μή ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία.  (Βλ. Lakatamitis (ανωτέρω) στη σελ. 525). Έχουμε υπόψη την Κυριάκος Παναγιώτου ν. Σταυρινής Κολλάτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1306. Εκεί έγινε αναφορά σε πρόθεση αποξένωσης αλλά αυτή ήταν η μαρτυρία που υπήρχε και δεν απασχόλησε τέτοιο θέμα.  Όπως δε εξηγήθηκε στην απόφαση του Λοΐζου Π. στην Ζεμενίδης (ανωτέρω) εκδίδεται το διάταγμα “ώστε να αποφευχθεί τέτοια αποξένωση ως αποτέλεσμα της οποίας να μή μπορεί να ικανοποιηθεί ο ενάγων”. Τα ίδια και στην Tσιολάκκη και άλλη (ανωτέρω). Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Πική Δ., όπως ήταν τότε, στη σελίδα 785, εκείνο που απαιτείται είναι “η πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου (hindered) στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος”.

Στην απόφαση του Χ”Χαμπή Δ. στη Γεώργιου Χριστοδούλου ν. Antonius M.F.M. Vraets (1999) 1 Α.Α.Δ. 1475 κρίθηκε πως

“Η αναφορά στους αξιωματούχους των τραπεζών δεν ήταν αναφορά σε αόριστη πηγή και συνιστούσε επαρκή αποκάλυψη της πηγής πληροφόρησης του εφεσίβλητου, προκειμένου μάλιστα περί διατάγματος δέσμευσης καταθέσεων στις εν λόγω τράπεζες”.

Εν προκειμένω έχουμε αναφορά σε επιβαρύνσεις υπέρ των τραπεζών, αλλά, εν πάση περιπτώσει, όσα αποδόθηκαν σε πληροφόρηση από έγκυρους τραπεζικούς κύκλους, όπως είδαμε, ουσιαστικά επιβε-βαιώθηκαν κατά την αντεξέταση του διευθυντή των εφεσιβλήτων. Θα σημειώναμε πάντως και την αναφορά μας στην Κυριάκου Νικόλα ν. Μιχάλη Κεφάλα κ.α. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1400 στην ενδεχόμενη ύπαρξη άλλης περιουσίας ή ακόμα και καταθέσεων που θα ήταν αδέσμευτες. Όπως παρατηρήσαμε, αυτές δεν θα παρείχαν, αφ’εαυτών, τα εχέγγυα ικανοποίησης πιθανής δικαστικής απόφασης.

Η εκτίμηση της αξίας του ακινήτου έδιδε δυο τιμές. Η μια (£180.000) αφορούσε στην “αγοραία αξία”. Η δεύτερη ήταν κατά πολύ χαμηλότερη (£100.000), αφορούσε την “αξία καταναγκαστικής πώλησης” και το έχουμε ότι το ακίνητο ήταν ήδη υποθηκευμένο υπέρ τράπεζας. Υπάρχει, όμως, ένα ακόμα δεδομένο που δείχνει πως δεν ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου και της αξίωσης. Στην ίδια τη γραπτή εκτίμηση εξηγείται ότι το ακίνητο “δεν θεωρείται καλή ασφάλεια” και πως “η αξία του κτήματος μειώνεται στο ρυθμό της εκμετάλλευσης του” ως λατομείου. Σε άλ[*791]λο δε σημείο διευκρινίζεται περαιτέρω, πως “η αξία που δίδεται είναι η αξία του κτήματος και του προνομίου λατόμευσης μετά από ένα χρόνο συνεχούς εκμετάλλευσης”. Αυτή η εκτίμηση έγινε στις 21.2.00, η πρωτόδικη διαδικασία συμπληρώθηκε στις 23.11.00 και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε στις 28.12.00.  Επιπλέον, το ακίνητο ήταν ήδη υποθηκευμένο, όπως διευκρινίστηκε, για £40.000. Αυτά, θέλουμε να αποσαφηνίσουμε, δεν σημαίνουν και αποδοχή της άποψης του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων πως αν ήταν μεγάλη η διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου και της αξίωσης δεν θα ήταν σε καμιά περίπτωση δυνατό να εκδοθεί τέτοιο παρεμπίπτον διάταγμα. Δεν προκύπτει, όπως ήταν η εισήγηση, τέτοιος περιορισμός από το άρθρο 5 του Κεφ. 6.  Το άρθρο 5(1) αναφέρεται σε μη αποξένωση τόσης ακίνητης περιουσίας (so much of the immovable property) ώστε να αποφεύγεται η δέσμευση περιουσίας πέραν εκείνης που, εφόσον δεσμευτεί, θα απομακρύνει τον κίνδυνο.

Ήταν επιτρεπτή, δίκαιη και πρόσφορη η έκδοση του διατάγματος. Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα ως η αίτηση.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση υπέρ των εφεσειόντων.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο