Λούκος Λτδ. (Eμπορική Eταιρεία) και Άλλοι ν. Eθνικής Tράπεζας της Eλλάδος A.E. (Αρ. 2) (2001) 1 ΑΑΔ 798

(2001) 1 ΑΑΔ 798

[*798]15 Ιουνίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΥΚΟΣ ΛΤΔ,

2. ΛΟΥΚΗΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

3. ΘΕΟΔΩΡΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

4. DORA HOLDINGS LTD,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΕΘΝΙΚHΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. (ΑΡ. 2),

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 10946)

 

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων απορρίφθηκε, λόγω κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας ― Κρίθηκε κατ’ έφεση ότι η διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε ορθά.

Στις 18/11/98 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση επί της απαίτησης της εφεσίβλητης Τράπεζας με αναστολή εκτέλεσης μέχρι εκδίκασης της ανταπαίτησης των εφεσειόντων η οποία αφορούσε οφειλές σε σχέση με πέντε λογαριασμούς, δυνάμει αντιστοίχων συμβάσεων.  Οι εφεσείοντες αμφισβητούσαν το υπόλοιπο των λογαριασμών ισχυριζόμενοι χρεώσεις τόκων πέραν των επιτρεπομένων και ανταπαιτώντας ανάλογα πέραν των £300.000.-.

Στις 30/6/99 οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων αναφορικά προς επτά λογαριασμούς, για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, και οκτώ συμβάσεις και δεσμευτικές καταθέσεις.  Η αίτηση αυτή απεσύρθη εφ’ όσον όπως δήλωσαν οι εφεσείοντες τα αντίγραφα των λογαριασμών που εδόθησαν εν τω μεταξύ από την εφεσίβλητη ήταν ικανοποιητικά.  Στις 27/4/2000 οι εφεσείοντες καταχώρησαν τροποποιημένη υπεράσπιση και ανταπαίτηση με την οποία διεκδικούσαν σχεδόν £600.000.- ως υπερχρεώσεις τόκων, δίδοντας αναλυτική κατάσταση των κατ’ ισχυρισμό υπερχρεωθέντων τόκων κατά λογαριασμό.  Αναφέρθηκαν συνολικά σε δεκαεπτά λογαριασμούς, οι έξι από τους οποίους περιλαμβάνοντο στους επτά που αφορούσε η προαναφερθείσα αίτηση. Στις 12/5/2000 οι εφεσείοντες υπέβαλαν άλλη αίτη[*799]ση για αποκάλυψη εγγράφων αναφορικά προς τέσσερις από τους αναφερόμενους στην τροποποιηθείσα ανταπαίτηση λογαριασμούς. Σύμφωνα με την ανταπαίτηση οι λογαριασμοί που αναφέροντο στη νέα αίτηση αφορούσαν τις ίδιες πράξεις με λογαριασμούς που περιλαμβάνοντο στην προηγούμενη αίτηση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία για να επιτρέψει αποκάλυψη για το λόγο ότι στην υπεράσπιση δεν εγίνετο αναφορά στις συμβάσεις δυνάμει των οποίων ανοίχθηκαν οι λογαριασμοί και στο χρόνο κατά τον οποίο ανοίχθησαν, με αποτέλεσμα να μην καταδεικνύετο η αναγκαιότητα, σχετικότητα και χρησιμότητα της σκοπούμενης αποκάλυψης.  Περαιτέρω θεώρησε ότι η αποκάλυψη, στο στάδιο στο οποίο εζητείτο, δεν μπορούσε να συμβάλει στην εξοικονόμηση εξόδων.  Έκρινε επίσης ότι υπό τις συνθήκες η αποκάλυψη συνιστούσε εν πάση περιπτώσει και κατάχρηση της διαδικασίας.

Με την έφεση προσβάλλονται όλες οι πτυχές της πρωτόδικης απόφασης.

Αποφασίστηκε ότι:

Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν σχετική, χρήσιμη και αναγκαία η αποκάλυψη ήταν λανθασμένη, όπως και η διαπίστωση ότι η αποκάλυψη δεν θα συνέβαλε στην εξοικονόμηση εξόδων. Η διαπίστωση όμως ότι η αίτηση συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας ήταν ορθή. Το σύνολο σχεδόν των λογαριασμών των οποίων εζητείτο αποκάλυψη εκαλύπτετο από την προηγούμενη αίτηση η οποία απεσύρθη στη βάση ότι τα δοθέντα στοιχεία ήταν επαρκή.  Η διαπίστωση της κατάχρησης της διαδικασίας, που μπορεί να πάρει ποικίλες μορφές, ανάγεται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου και ήταν εύλογα εφικτή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Θρασυβούλου ν. Λοΐζος Λουκά & Υιοί Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 687.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 13/10/00 (Αρ. [*800]Αγωγής 2213/95) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους ημ. 12/5/2000 για αποκάλυψη εγγράφων αναφορικά προς τέσσερις από τους αναφερόμενους στην ανταπαίτησή τους λογαριασμούς σε σχέση με οφειλές τους προς την ενάγουσα Τράπεζα.

Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.

Α. Δικηγορόπουλος, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Στις 18.11.1998 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση επί της απαίτησης της Εφεσίβλητης Τράπεζας στην αγωγή 2213/96 με αναστολή εκτέλεσης μέχρι εκδίκασης της ανταπαίτησης των Εφεσειόντων. Η απαίτηση αφορούσε οφειλές σε σχέση με πέντε λογαριασμούς με αριθμούς 334511-04, 334512-02, 334513-11, 334514-09 και 334515-07, δυνάμει αντίστοιχων συμβάσεων. Με την ανταπαίτηση τους οι Εφεσείοντες αμφισβήτησαν το υπόλοιπό των λογαριασμών ισχυριζόμενοι χρεώσεις τόκων πέραν των επιτρεπομένων, χωρίς όμως να εξειδικεύουν, και ανταπαιτώντας ανάλογα πέραν των £300.000.

Στις 30.6.1999 οι Εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων αναφορικά προς επτά λογαριασμούς με αριθμούς 334318-09, 334285-09, 334326-10, 334302-02, 334339-01, 334286-07 και 950044-08/910049-11, για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, και οκτώ συμβάσεις και δεσμευτικές καταθέσεις. Τελικά η αίτηση αυτή απεσύρθη εφ’ όσον, όπως εδήλωσε ο συνήγορος των Εφεσειόντων, τα αντίγραφα των λογαριασμών που εδόθησαν εν τω μεταξύ από την Εφεσίβλητη ήσαν ικανοποιητικά.

Στις 27.4.2000 οι Εφεσείοντες καταχώρισαν τροποποιημένη υπεράσπιση και ανταπαίτηση σύμφωνα με διάταγμα που εδόθη στις 14.4.2000. Με αυτή διεκδικούσαν τώρα σχεδόν £600.000 ως υπερχρεώσεις τόκων, δίδοντας αναλυτική κατάσταση των κατ’ ισχυρισμό υπερχρεωθέντων τόκων κατά λογαριασμό. Αναφέρθησαν συνολικά σε δεκαεπτά λογαριασμούς, οι έξι από τους οποίους περιλαμβάνοντο στους επτά που αφορούσε η προαναφερθείσα αίτηση.

Στις 12.5.2000 οι Εφεσείοντες υπέβαλαν άλλη αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων αναφορικά προς τέσσερις από τους αναφερόμε[*801]νους στην τροποποιηθείσα ανταπαίτηση λογαριασμούς, τους 334219, 334286-07, 334339-01 και 337055-11, που αφορούσαν ουσιαστικά και το σύνολο σχεδόν του ανταπαιτούμενου ποσού (η αίτηση τελικά περιορίσθηκε στους τρεις από τους τέσσερις λογαριασμούς, τους 334229, 334339-01, 337055-11). Σημειωτέο δε ότι, σύμφωνα με την ανταπαίτηση, ο λογαριασμός 334219 αφορούσε την ίδια τραπεζική πράξη όπως και οι λογαριασμοί 334286-07 και 334339-01, οι οποίοι περιλαμβάνοντο και στην προηγούμενη αίτηση, και ο λογαριασμός 337055-11 αφορούσε την ίδια τραπεζική πράξη όπως και ο λογαριασμός 334302-02, ο οποίος επίσης περιλαμβάνετο και στην προηγούμενη αίτηση. Επιπρόσθετα, η περίοδος για την οποία εζητείτο η αποκάλυψη του λογαριασμού 334219 (1.1.1977 μέχρι 31.12.1980) όπως και η περίοδος για την οποία εζητείτο η αποκάλυψη του λογαριασμού 334286-07 (1.1.1981 μέχρι 18.4.1983), περιλαμβάνοντο πλήρως στην περίοδο για την οποία είχε ζητηθεί με την προηγούμενη αίτηση η αποκάλυψη του λογαριασμού 334286-07 (1.1.1974 μέχρι 31.12.1984), και η περίοδος για την οποία εζητείτο η αποκάλυψη του λογαριασμού 337055-11 (14.3.1981 μέχρι 31.12.1983) περιλαμβάνετο εν μέρει στην περίοδο για την οποία είχε ζητηθεί με την προηγούμενη αίτηση η αποκάλυψη του λογαριασμού 334302-02 (1.1.1982 μέχρι 30.9.1982).

Η ευπαίδευτη Πρόεδρος ενώπιον της οποίας ήχθη η αίτηση αρνήθηκε την αποκάλυψη, η απόφαση της αποτελεί δε και το αντικείμενο της έφεσης. Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι οι λογαριασμοί των οποίων ζητήθηκε αποκάλυψη στην προηγούμενη αίτηση περιλάμβαναν και τους λογαριασμούς των οποίων εζητείτο αποκάλυψη στην ενώπιον της αίτηση, αρνήθηκε να ασκήσει τη διακριτική της εξουσία για να επιτρέψει αποκάλυψη για το λόγο ότι στην υπεράσπιση δεν εγίνετο αναφορά στις συμβάσεις δυνάμει των οποίων ανοίχθησαν οι λογαριασμοί και στο χρόνο κατά τον οποίο ανοίχθησαν, με αποτέλεσμα να μην καταδεικνύετο ούτε η αναγκαιότητα, σχετικότητα και χρησιμότητα της σκοπούμενης αποκάλυψης.  Περαιτέρω, θεώρησε ότι η αποκάλυψη, στο στάδιο στο οποίο εζητείτο, δεν μπορούσε να συμβάλει στην εξοικονόμηση εξόδων.  Έκρινε επίσης ότι υπό τις συνθήκες η αποκάλυψη συνιστούσε εν πάση περιπτώσει και κατάχρηση της διαδικασίας.

Οι λόγοι έφεσης προσβάλλουν όλες τις πτυχές της απόφασης της ευπαίδευτης Προέδρου. Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην τροποποιηθείσα υπεράσπιση η οποία, υποβάλλεται, καθιστούσε σχετική, αναγκαία και χρήσιμη την αποκάλυψη για σκοπούς δίκαιης και αποτελεσματικής διεξαγωγής της ακρόασης, τοσούτο μάλλον αφού ήταν με την τροποποιηθείσα υπεράσπιση που προσετέθησαν οι λογαρια[*802]σμοί των οποίων εζητείτο αποκάλυψη.  Τούτο, όπως εισηγήθηκε και ο κ. Δράκος ενώπιον μας, αποκάλυπτε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου όπως και το λανθασμένο της άποψης του ότι η αίτηση συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Αντίθετη ήταν η εισήγηση του κ. Δικηγορόπουλου.

Υπάρχει βάση στην παρατήρηση του κ. Δράκου ότι η ευπαίδευτη Πρόεδρος πλανήθηκε ως προς την αναφορά της ότι αποκάλυψη η οποία αποσκοπεί αποκλειστικά σε λογαριασμούς δεν πρέπει να επιτρέπεται. Η ίδια η σχετική νομολογιακή αναφορά που γίνεται φαίνεται να συναρτάται προς credit και όχι προς λογαριασμούς.  Το θέμα δεν είναι όμως κρίσιμο εφ’ όσον η ευπαίδευτη Πρόεδρος έκαμε μεν την αναφορά αυτή στα πλαίσια της νομολογιακής καθοδήγησης της αλλά δεν βάσισε την κρίση της επ’ αυτής, αποφασίζοντας το θέμα της αποκάλυψης των λογαριασμών επί της ουσίας του σε συνάρτηση με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της.  Ουδεμία αναφορά έγινε στο σκεπτικό της σε νομική αδυναμία αποκάλυψης προκειμένου περί λογαριασμών.

Η ουσία της έφεσης αφορά τη διαπίστωση ότι δεν ήταν σχετική, χρήσιμη και αναγκαία η αποκάλυψη. Ως προς τούτο, οι διαπιστώσεις της ευπαίδευτης Προέδρου ήσαν όντως λανθασμένες. Η άποψη της ότι στην υπεράσπιση δεν εγίνετο αναφορά στις συμβάσεις δυνάμει των οποίων ανοίχθησαν οι λογαριασμοί και στο χρόνο που ανοίχθησαν, που αποτέλεσε και βασικό λόγο απόρριψης της αίτησης, αγνοεί το ότι ήταν κοινό έδαφος στα δικόγραφα ότι οι εν λόγω λογαριασμοί ανοίχθησαν στα πλαίσια των αναφερόμενων στην απαίτηση συμβάσεων, των οποίων όμως οι Εφεσείοντες, όπως έλεγαν, δεν γνώριζαν το περιεχόμενο μη έχοντας αντίγραφα.  Εξ άλλου, δεν ήταν κρίσιμο ή επίδικο θέμα αυτές τούτες οι συμβάσεις δυνάμει των οποίων ανοίχθησαν οι λογαριασμοί ούτε ο χρόνος που ανοίχθησαν. Η όλη ανταπαίτηση βασίζεται στη θέση ότι εγίνοντο υπερχρεώσεις τόκων στα πλαίσια των εν λόγω λογαριασμών, η αίτηση δε εν πάση περιπτώσει προσδιορίζει τις χρονικές περιόδους για τις οποίες εζητείτο η αποκάλυψη. Δεν ήταν λοιπόν ορθό να λεχθεί ότι δεν αποκαλύπτετο η σχετικότητα, χρησιμότητα και αναγκαιότητα των λογαριασμών των οποίων εζητείτο η αποκάλυψη.  Ακόλουθα λανθασμένη ήταν και η διαπίστωση ότι η αποκάλυψη δεν θα συνέβαλλε στην εξοικονόμηση εξόδων. Αν η αποκάλυψη αφορούσε λογαριασμούς σχετικούς με την ανταπαίτηση, έστω και σε προχωρημένο στάδιο - που όμως συναρτήθηκε προς την τροποποίηση που επήλθε στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση, θα συνέβαλλε και στην εξοικονόμηση εξόδων.

[*803]Αν λοιπόν το πράγμα εξαρτάτο μόνο από τα πιο πάνω δεδομένα, η διαπιστωθείσα λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου θα απέληγε σε επιτυχία της έφεσης. Η ευπαίδευτη Πρόεδρος όμως βάσισε την απόφαση της, η οποία προσβάλλεται και ως προς τούτο, και στο ότι η αίτηση συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Επ’ αυτού ήταν ορθή. Όπως προκύπτει από το ιστορικό της υπόθεσης το οποίο παραθέσαμε, το σύνολο σχεδόν των λογαριασμών των οποίων εζητείτο αποκάλυψη εκαλύπτετο από την προηγούμενη αίτηση η οποία απεσύρθη στη βάση ότι τα δοθέντα στοιχεία ήσαν επαρκή. Έτσι, ο λογαριασμός 334286-07, του οποίου εζητείτο αποκάλυψη για την περίοδο 1.1.1981 μέχρι 18.4.1983, περιλαμβάνετο και στην προηγούμενη αίτηση στην οποία μάλιστα η αποκάλυψη εζητήθηκε για την περίοδο 1.1.1974 μέχρι 31.12.1984, περίοδο δηλαδή που περιλάμβανε και υπερκάλυπτε την όλη περίοδο για την οποία εζητείτο τώρα η αποκάλυψη του. Ως προς το λογαριασμό αυτό, η αιτούμενη αποκάλυψη συνιστούσε καθαρά κατάχρηση της διαδικασίας. Ο λογαριασμός 334219, του οποίου εζητείτο αποκάλυψη για την περίοδο 1.1.1977 μέχρι 31.12.1980, δεν περιλαμβάνετο μεν στους λογαριασμούς των οποίων εζητήθηκε αποκάλυψη με την προηγούμενη αίτηση, πλην όμως αφορούσε, σύμφωνα με την ίδια την ανταπαίτηση, την ίδια τραπεζική πράξη όπως και ο προαναφερθείς λογαριασμός 334286-07 και η όλη περίοδος για την οποία εζητείτο αποκάλυψη του, δηλαδή 1.1.1977 μέχρι 31.12.1980, επίσης περιλαμβάνετο και υπερκαλύπτετο από την περίοδο για την οποία είχε ζητηθεί με την προηγούμενη αίτηση και ικανοποιηθεί αποκάλυψη του λογαριασμού 334286-07, δηλαδή 1.1.1974 μέχρι 31.12.1984. Και ως προς το λογαριασμό τούτο λοιπόν το αίτημα για αποκάλυψη συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Τέλος, ο λογαριασμός 337055-11, του οποίου εζητείτο αποκάλυψη για την περίοδο 14.3.1981 μέχρι 31.12.1983, και πάλι δεν περιλαμβάνετο μεν στους λογαριασμούς των οποίων είχε ζητηθεί αποκάλυψη με την προηγούμενη αίτηση, αφορούσε όμως, σύμφωνα με την ανταπαίτηση, την ίδια τραπεζική πράξη όπως ο λογαριασμός 334302-02 του οποίου εζητήθηκε αποκάλυψη με την προηγούμενη αποσυρθείσα ως ικανοποιηθείσα αίτηση.  Είναι γεγονός ότι η περίοδος για την οποία είχε ζητηθεί με την προηγούμενη αίτηση αποκάλυψη του λογαριασμού 334302-02, δηλαδή 1.1.1982 μέχρι 30.9.1982, ήταν μόνο ένα μέρος της περιόδου για την οποία εζητείτο τώρα αποκάλυψη του λογαριασμού 337055-11, δηλαδή 14.3.1981 μέχρι 31.12.1983. Οι Εφεσείοντες όμως είχαν την ευκαιρία να ζητούσαν αποκάλυψη του λογαριασμού 334302-02 για μεγαλύτερη χρονική περίοδο και εν τούτοις επέλεξαν να περιορισθούν στην περίοδο 1.1.1982 μέχρι 30.9.1982 και ασφαλώς η πορεία της τμηματικής αποκάλυψης δεν είναι ενδεδειγμένη ή πρόσφορος για σκοπούς εύρυθμης λειτουργίας [*804]της διαδικασίας. Με όλα τα δεδομένα που υπήρχαν ενώπιον της ευπαιδεύτου Προέδρου, δεν θεωρούμε ότι καταδεικνύεται εν πάση περιπτώσει λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας της ως προς την κατάληξη ότι η νέα αίτηση συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας και ως προς το λογαριασμό 337055-11.  Όπως παρατηρήσαμε στην πρόσφατη απόφαση μας Θρασυβούλου ν. Λοΐζος Λουκά & Υιοί Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 687, η διαπίστωση της κατάχρησης της διαδικασίας, που μπορεί να πάρει ποικίλες μορφές, ανάγεται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, και ήταν εύλογα εφικτή η κατάληξη της ευπαιδεύτου Προέδρου.

Η έφεση λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο