Mάρκου Λευκή Kόκου ν. Όθωνος Mιχαήλ Πασχάλη (2001) 1 ΑΑΔ 829

(2001) 1 ΑΑΔ 829

[*829]21 Ιουνίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΛΕΥΚΗ ΚΟΚΟΥ ΜΑΡΚΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΟΘΩΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΣΧΑΛΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10787)

 

Δίκαιο της Επιείκειας ― Κανόνας του κωλύματος (estoppel) ― Εξ υποσχέσεως κώλυμα (promissory estoppel) ― Τρόποι δημιουργίας του ― Κατά πόσο η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων επί συνοριακών διαφορών δημιούργησε κώλυμα το οποίο μπορούσε να εμποδίσει το Διευθυντή Κτηματολογίου από του να εκτελέσει τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από το Άρθρο 58 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224.

Η εφεσείουσα είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 774 στο χωριό Πεδουλάς και ο εφεσίβλητος του τεμαχίου 775 το οποίο εφάπτεται του τεμαχίου 774.  Στις 4/7/88 ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας για επίλυση συνοριακής διαφοράς που είχε προκύψει ως προς τα σύνορα των πιο πάνω τεμαχίων καθώς και του τεμαχίου 776 το οποίο εφάπτεται του τεμαχίου 775.  Η αίτηση του εφεσίβλητου δεν κατέληξε σε απόφαση του διευθυντή επί της διαφοράς συνόρων.  Μετά την επιτόπια εξέταση και την τοποθέτηση οροσήμων που καθορίζουν την έκταση των ιδιοκτησιών τους οι διάδικοι κατέληξαν σε συμφωνία ημερομηνίας 29/9/89 την οποία υπέγραψαν ενώπιον του Κτηματολογίου. Στις 11/11/91 ο εφεσίβλητος αποτάθηκε εκ νέου στο Διευθυντή για επίλυση της συνοριακής διαφοράς του με την εφεσείουσα. Το διάβημα του εφεσιβλήτου οφειλόταν στην υπαναχώρηση του ιδιοκτήτη του τεμαχίου 776 από τη συμφωνία.  Η απόφαση του Διευθυντή δικαίωσε τον εφεσίβλητο.

Η εφεσείουσα καταχώρησε έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο [*830]στην οποία προβλήθηκε η θέση ότι, συνεπεία της συμφωνίας, ο εφεσίβλητος εμποδίζετο να υποβάλει νέα αίτηση διευθέτησης συνοριακής διαφοράς και ο Διευθυντής εμποδίζετο από του να επιληφθεί της νέας αίτησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας και αποφάνθηκε ότι ο Διευθυντής όχι μόνο δεν εμποδίζετο αλλά στη βάση του Άρθρου 58 του Κεφ. 224 είχε υποχρεωτικό καθήκον (mandatory duty) να επιλύσει τη συνοριακή διαφορά καθορίζοντας το ορθό σύνορο των ιδιοκτησιών.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Υποβλήθηκε ότι η συμφωνία την οποία οι διάδικοι υπέγραψαν “δημιουργεί estoppel” για τον εφεσίβλητο ο οποίος “δεν εδικαιούτο να επανέλθει εκ νέου με αίτησή του προς το Διευθυντή διά τον καθορισμό των συνόρων του κτήματός του μετά του κτήματος της εφεσείουσας”.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η επίλυση διαφορών ως προς τα σύνορα διέπεται από το Άρθρο 58 του Κεφ. 224 το οποίο επιβάλλει επιτακτική υποχρέωση στο Διευθυντή να επιλύει οποιαδήποτε διαφορά ως προς τα σύνορα η οποία τίθεται ενώπιον του.

2.  Σύμφωνα με τη νομολογία, δεν δημιουργείται κώλυμα το οποίο μπορεί να εμποδίσει το Διευθυντή από του να εκτελέσει τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από το Άρθρο 58 του Κεφ. 224.

3.  Η υποχρέωση του Διευθυντή πηγάζει ευθέως από το Νόμο και ως εκ τούτου δεν μπορεί σύμφωνα με τη νομολογία, να εγείρεται θέμα κωλύματος.  Ο Διευθυντής δεν είχε εξουσία να αφήσει το θέμα που είχε τεθεί ενώπιον του άλυτο με αναφορά στη συμπεριφορά των μερών. Είχε υποχρέωση να ασκήσει τις εξουσίες του που απορρέουν από το Νόμο. Ούτως εχόντων των πραγμάτων η επίκληση του κωλύματος δεν καθιστά την απόφαση του Διευθυντή τρωτή. Η αναπροσαρμογή στη συμπεριφορά ενός από τα μέρη της συμφωνίας δεν είναι θέμα που αφορά τη νομιμότητα ή την ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή.  Ούτε είναι θέμα που θα εμπόδιζε το Διευθυντή από του να ασκήσει την επιτακτική υποχρέωση του που υπαγορεύεται από το Άρθρο 58 του Κεφ. 224.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

[*831]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542,

Boustani v. Linmare Shipping Company Ltd (1984) 1 A.A.Δ. 354,

Σωτηριάδης ν. Βασιλείου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1211,

Ibrahim v. Souleyman  19 C.L.R. 237,

Hadji Yianni v. Attorney General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 32,

Hughes v. Metropolitan Railway Co. [1877] 2 App. Cas. 439 (H.L.),

Central London Property Trust v. High Trees House Ltd [1947] K.B. 130,

Μαυρομιχάλης κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 530,

Ελληνική Τράπεζα Λτδ ν. Πολυδωρίδη κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 68,

Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2398,

Chapman v. Michaelson [1908] 2 Ch. 612,

Sunderland Corporation Priestman [1927] 2 Ch. 107,

Stockwell v. Southport Corporation [1936] 2 All E.R. 1343,

Maritime Electric Co. v. General Dairies Ltd [1937] 1 All E.R. 748,

Southend-on-Sea Corporation v. Hodgson (Wickford) Ltd [1961] 2 All E.R. 46,

Beesly v. Hallwood Estates Ltd [1960] 2 All E.R. 314.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 14/4/00 (Αρ. Αγωγής 223/95) με την οποία απέρριψε σχετικό ισχυρισμό της και έκρινε ότι ορθά ο εφεσίβλητος ζήτησε από το Διευθυντή του Κτηματολογίου να επιλύσει την μεταξύ αυτής και του εφεσίβλητου [*832]συνοριακή διαφορά των τεμαχίων τους.

Α. Παντελίδης, για την Εφεσείουσα.

Ν. Ιωάννου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του Τεμαχίου 774 στο χωριό Πεδουλάς και ο εφεσίβλητος είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του Τεμαχίου 775. Τα δύο τεμάχια εφάπτονται.

Την 4.7.1988 ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (ο Διευθυντής) για επίλυση συνοριακής διαφοράς που είχε προκύψει ως προς τα σύνορα των πιο πάνω τεμαχίων καθώς και του τεμαχίου 776 το οποίο εφάπτεται του τεμαχίου 775 (βλ. αρ. 58 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224. Ακολούθησε επιτόπια εξέταση από Κτηματολόγο του πιο πάνω Τμήματος. Σημειώνουμε πως η επίτοπια εξέταση αφορούσε όχι μόνο τα σύνορα των πιο πάνω τεμαχίων 774 και 775 των διαδίκων αλλά και τα σύνορα του τεμαχίου 775 με το τεμάχιο 776. Ωστόσο η αίτηση του εφεσίβλητου δεν κατέληξε σε απόφαση του Διευθυντή επί της διαφοράς συνόρων. Μετά την επιτόπια εξέταση και την τοποθέτηση οροσήμων που καθορίζουν την έκταση των ιδιοκτησιών τους οι διάδικοι κατέληξαν σε συμφωνία ημερ. 29.9.89 (η συμφωνία) την οποία υπέγραψαν ενώπιον του Κτηματολόγου. Η συμφωνία είναι καταγραμμένη σε τυποποιημένο έγγραφο του Κτηματολογίου. Την μεταφέρουμε:

Έγγραφη συμφωνία διευθέτησης συνοριακής διαφοράς- άρθρο 58 Κεφ. 224.

Ο υποφαινόμενος Όθων Μιχαήλ Πασχάλης αιτητής και η Λευκή Κόκου Μάρκου + Αίγλη Χριστάκη Χριστοδουλίδη αντίδικοι στη συνοριακή διαφορά των κτημάτων αριθμός εγγραφής 11382, 11381 + 11383 του χωριού Πεδουλά τεμάχιο 775, 774, 776 φύλλου/σχεδίου 37/34 δηλούμεν ότι,

[*833](α) Κατά την διεξαχθείσαν στις 29.9.89 επιτόπια εξέταση και χωρομέτρηση των πιο πάνω κτημάτων σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 58 του Κεφ. 224 υποδείχθησαν σε μας από το Κτηματολόγο/Χωρομέτρη κ. Μιχαήλ Χ’’ Πέτρου τα εγγεγραμμένα σύνορα των κτημάτων μας και τέθηκαν ορόσημα που καθορίζουν την έκταση των πιο πάνω ιδιοκτησιών.

(β) Δηλούμεν επίσης ότι συμφωνούμεν και αποδεχόμαστε τα τεθέντα ορόσημα και έκταση των κτημάτων μας ως έχουν υποδειχθεί και αναγνωρίζομεν ότι αυτά καθορίζουν τα εγγεγραμμένα σύνορα των ιδιοκτησιών μας.

(γ) Ενόψει της πιο πάνω συμφωνίας μας ουδεμία πλέον συνοριακή διαφορά υφίσταται, ως προς την έκταση των κτημάτων μας και εγκαταλείπομεν οποιαδήποτε προηγούμενη διεκδίκηση που δεν συμφωνεί προς τα υποδειχθέντα σύνορα.»

Στις 11.11.1991 ο εφεσίβλητος αποτάθηκε εκ νέου στο Διευθυντή για επίλυση της συνοριακής διαφοράς του με την εφεσείουσα. Το διάβημα του εφεσίβλητου οφειλόταν στην υπαναχώρηση του ιδιοκτήτη του τεμαχίου 776 από τη συμφωνία. Ο τελευταίος διεκδίκησε έδαφος από το χώρο που κατείχε ο εφεσίβλητος βάση της συμφωνίας. Για το λόγο αυτό ο εφεσίβλητος αποφάσισε να διεκδικήσει τα ιδιοκτησιακά του δικαιώματα ζητώντας καθορισμό των συνόρων του με το τεμάχιο 774 από το Διευθυντή.

Η απόφαση του Διευθυντή ημερομηνίας 15.3.95 δικαίωσε τον εφεσίβλητο. Φάνηκε πως, όπως ο κτηματολόγος στις 29.9.89 οριοθέτησε το σύνορο των τεμαχίων 775 και 776, απέδιδε μια λωρίδα γης του τεμαχίου 775 στο τεμάχιο 776.

Η εφεσείουσα δυσαρεστημένη με την πιο πάνω εξέλιξη καταχώρησε έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) (βλ. αρ. 80 του Κεφ. 224).

Στην έφεση δεν προβλήθηκαν λόγοι που αμφισβητούσαν την ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή από τεχνικής και πραγματικής άποψης. Προβλήθηκε η θέση ότι ο εφεσίβλητος εμποδίζετο να υποβάλει νέα αίτηση διευθέτησης συνοριακής διαφοράς και ο Διευθυντής εμποδίζετο από του να επιληφθεί της νέας αίτησης.

Ο κ. Παντελίδης, εκ μέρους της εφεσείουσας, παρέπεμψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542, 552-553 και στην Boustani v. Linmare Shipping [*834]Company Ltd (1984) 1 Α.Α.Δ. 354. Θα αναφερθούμε σε μεταγενέστερο στάδιο στα νομολογηθέντα στις πιο πάνω δύο υποθέσεις στο βαθμό που θα το θεωρήσουμε απαραίτητο.

Ήταν η θέση του κ. Παντελίδη πως συνεπεία της συμφωνίας ο εφεσίβλητος εμποδίζετο από του να επιμένει στα, βάση του τίτλου του και των κτηματικών σχεδίων, δικαιώματά του και πως κατ’ ακολουθία κωλύετο από του να υποβάλει την δεύτερη αίτηση για επίλυση συνοριακής διαφοράς.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις της εφεσείουσας. Υπέδειξε πως το άρθρο 11 του Κεφ. 224 προνοεί πως κανένα δικαίωμα ή πλεονέκτημα δεν αποκτάται επί της ιδιοκτησίας άλλου εκτός δυνάμει των προνοιών του πιο πάνω άρθρου και ότι συμφωνίες μεταξύ των ιδιοκτητών θεσμοποιούνται με τις διατάξεις της επιφύλαξης της παραγράφου (ζ) του άρθρου και απαγγιστρώνονται οι περιορισμοί από οποιοδήποτε συμβατικό πλαίσιο. (βλ. Σωτηριάδης ν. Βασιλείου και άλλων (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1211, σελ. 1220). Υπέδειξε, επίσης, ότι τα πραγματικά σύνορα του τεμαχίου του εφεσίβλητου «δηλαδή η επί του εδάφους αποτύπωση των στοιχείων του τίτλου του και του επίσημου κτηματικού σχεδίου, (βλ. Ibrahim v. Souleyman 19 C.L.R. 237 σελ. 239), είναι αυτά που καθορίστησαν με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού η ορθότητα της κτηματολογικής και χωρομετρικής εργασίας επί της οποίας εδράζεται η απόφαση του Διευθυντή και η από τεχνικής πλευράς ορθότητα της δεν αμφισβητείται στην υπό  κρίση έφεση. Συνεπώς - συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο –  και κατ’  ουσία, η εφεσείουσα επιδιώκει την κατοχή και απόλαυση μέρους του τεμαχίου του εφεσίβλητου.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«.... δεν είναι δυνατό με μια συμβατική σχέση των ιδιοκτητών γειτνιάζουσων περιουσιών να αποκλειστεί ο Διευθυντής της υποχρέωσης του να ενεργήσει δυνάμει του άρθρου 58 του Κεφ. 224.

.........................................................................................

Είμαι της ισχυράς άποψης ότι ο εφεσίβλητος δεν εμποδίζετο από του να ζητήσει από τον διευθυντή να καθορίσει τα ορθά σύνορα του τεμαχίου του. Στη συνέχεια ο Διευθυντής όχι μόνο δεν εμποδίζετο αλλά στην βάση του άρθρου 58 του Νόμου είχε υποχρεωτικό καθήκον ‘mandatory duty’ (βλ. Pitsillides v. Nasif  (1982) 1 C.L.R. 426) να επιλύσει την συνοριακή διαφορά καθορίζοντας το ορθό σύνορο των ιδιοκτησιών.

Τα ορθά σύνορα καθορίστησαν και η ακρίβεια τους δεν προσβάλλεται με την παρούσα έφεση.»

Η έφεση.

Η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης έχει αμφισβητηθεί με την παρούσα έφεση. Ο κ. Παντελίδης υπέβαλε ότι η συμφωνία την οποίαν οι διάδικοι υπέγραψαν «δημιουργεί estoppel» για τον εφεσίβλητο ο οποίος «δεν εδικαιούτο να επανέλθη εκ νέου με αίτηση του προς το Διευθυντή δια τον καθορισμό των συνόρων του κτήματος του μετά του κτήματος της εφεσείουσας».

Έρεισμα της πιο πάνω εισήγησης του κ. Παντελίδη ήταν τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις Stylianou και Boustani (πιο πάνω).

Το δόγμα του κωλύματος έτυχε εφαρμογής στην Hadji Yianni v. Attorney General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 32, 48  στην οποία δόθηκε ο εξής ορισμός του δόγματος του εξ υποσχέσεως κωλύματος (promissory estoppel):

«Όταν ένας συμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή με τα λόγια του ή τη συμπεριφορά του προβαίνει σε μια υπόσχεση ή διαβεβαίωση προς τον άλλο συμβαλλόμενο, που αποσκοπεί να επηρεάσει τις νομικές σχέσεις μεταξύ τους και ο άλλος συμβαλλόμενος ενεργεί πάνω σε αυτή, διαφοροποιώντας τη θέση του προς βλάβη του, δεν θα επιτραπεί στο συμβαλλόμενο που προέβηκε στην υπόσχεση ή έδωσε τη διαβεβαίωση να ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο προς αυτή.»*

To πιο πάνω δόγμα είχε αρχικά καθιερωθεί στην Hughes v. Metropolitan Railway Co. [1877] 2 App. Cas. 439 (H.L.) και έτυχε ευρείας εφαρμογής μετά την απόφαση στην Central London Property Trust v. High Trees House Ltd [1947] K.B. 130.

Στην Stylianou (πιο πάνω) ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, προέβει σε περιεκτική επισκόπιση των αρχών της νομολογίας που διέπουν την εφαρμογή του κωλύματος (estoppel). Υπέδειξε, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι το κώλυμα αποτελεί θεμελιώδες δόγμα του δικαίου της επιείκειας και τυγχάνει αναγνώρισης στην Κύπρο δυνάμει του άρ. 29 (γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν 14/60).

Στην Boustani (πιο πάνω) επιβεβαιώθηκαν τα νομολογηθέντα στην Stylianou. (Βλ. και Μαυρομιχάλης κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 530, 533: «Εξ υποσχέσεως κώλυμα μπορεί να προκύψει μόνο από σαφείς και θετικές παραστάσεις, οι οποίες γίνονται από το πρόσωπο προς το οποίο οφείλεται η συμβατική υποχρέωση, ως αποτέλεσμα των οποίων ο οφειλέτης, βασιζόμενος σ’ αυτές, αναπαροσαρμόζει τη συμπεριφορά του επί του προκειμένου, με τρόπο που θα ήταν άδικο σε μεταγενέστερο στάδιο να κληθεί να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις – βλ., μεταξύ άλλων, Ελληνική Τράπεζα Λτδ ν. Πολυδωρίδη και Άλλων (1993) 1 Α.Α.Δ. 68»).

(Βλ. και Παπακόκκινου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2398).

Η επίλυση διαφορών ως προς τα σύνορα διέπεται από το άρ. 58* του Κεφ. 224. Σχετικό επίσης είναι και το άρ. 11 του Κεφ. 224.

Έχοντας υπόψη το λεκτικό του άρ. 58 του Κεφ. 224 θεωρούμε ότι αυτό επιβάλλει επιτακτική υποχρέωση στο Διευθυντή να επιλύει οποιαδήποτε διαφορά ως προς τα σύνορα η οποία τίθεται ενώπιον του. Όπως έχει τεθεί στην Pitsillides (πιο πάνω), στις σελ. 431-432:

«Ο Διευθυντής υποχρεούται να επιλύσει τη διαφορά ως προς τα σύνορα και να καθορίσει τα σύνορα, όσο καλύτερα μπορεί υπό το φως του διαθέσιμου υλικού και των μητρώων του Κτηματολογίου. Ο νόμος δεν προβλέπει για οποιεσδήποτε περιστάσεις δυνάμει των οποίων ο Διευθυντής δυνατό  να μπορούσε να μη δώσει οριστική απάντηση σε διαφορά ως προς τα σύνορα. Κατά συνέπεια υπέχει επιτακτική υποχρέωση να αποφασίσει επί της διαφοράς ως προς τα σύνορα και τίποτε λιγότερο δεν μπορεί να τον απαλλάξει από τις ευθύνες του.»*

Το ζητούμενο στην παρούσα υπόθεση είναι κατά πόσο το κώλυμα που επικαλείται ο κ. Παντελίδης μπορεί να εμποδίσει το Διευθυντή από του να εκτελέσει τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από το πιο πάνω άρ. 58 του Κεφ. 224.

Η Νομολογία έχει δώσει αρνητική απάντηση στο ερώτημα – Βλ. Spencer Bower and Turner “The Law Relating to Estoppel by Representation”, 3rd ed., p. 141: “An estoppel cannot be raised to prevent the exercise of a statutory discretion or to prevent or excuse the performance of a statutoty duty”.

Σε μετάφραση: «Δεν μπορεί να εγερθεί κώλυμα για να αποτρέψει την άσκηση διακριτικής ευχέρειας που πηγάζει από το Νόμο, ή να αποτρέψει ή να δικαιολογήσει την εκτέλεση υποχρέωσης που πηγάζει από το Νόμο».

Οι ευπαίδευτοι συγγραφείς επικαλούνται τις υποθέσεις Chapman v. Michaelson [1908] 2 Ch. 612, pp. 621, 622, Sunderland Corporation Priestman [1927] 2 Ch. 107, Stockwell v. Southport Corporation [1936] 2 All E.R. 1343, Maritime Electric Co. v. General Dairies Ltd [1937] 1 All E.R. 748, Southend-on-Sea Corporation v. Hodgson (Wickford) Ltd [1961] 2 All E.R. 46, προς υποστήριξη της θέσης που προβάλλουν στο πιο πάνω απόσπασμα. Μεταφέρουμε τη σύνοψη της Sunderland (πιο πάνω):

«Performance of a statutory duty, or exercise of a statutoty discretion, by a corporate local authority is not prejudiced by any prior action which that authority may have taken without aid from the statutes. No estoppel can arise in such a case.”

Σε μετάφραση:

[*838]«Εκτέλεση, από συγκροτημένη εις σώμα τοπική Αρχή, υποχρέωσης που πηγάζει από το Νόμο ή η άσκηση διακριτικής ευχέρειας που πηγάζει από το Νόμο, δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε προηγούμενη ενέργεια στην οποία είχε προβεί η Αρχή χωρίς τη βοήθεια των Νόμων. Δεν εγείρεται κώλυμα σε τέτοια περίπτωση.»

Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι δεν μπορεί να γίνεται επίκληση του κωλύματος με σκοπό να εξουδετερωθεί η εφαρμογή του Νόμου (estoppel cannot be invoked to negative the operation of a statute) (βλ. Beesly v. Hallwood Estates Ltd [1960] 2 All E.R. 314, 324).

Η έφεση της εφεσείουσας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στρεφόταν κατά της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου (βλ. άρ. 80 του Κεφ. 224). Η συμπεριφορά του εφεσίβλητου αποτελούσε επικουρικό ζήτημα. Ο Διευθυντής έχει ενεργήσει με βάση τις πρόνοιες του άρ. 58 του Κεφ. 224. Το άρθρο αυτό, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, επιβάλλει στο Διευθυντή επιτακτική υποχρέωση να ενεργήσει με τον τρόπο που έχει ενεργήσει. Εφόσο η υποχρέωση του Διευθυντή πηγάζει ευθέως από το Νόμο δεν μπορεί, σύμφωνα με τις πιο πάνω αυθεντίες, να εγείρεται θέμα κωλύματος. Το τελευταίο δεν μπορεί να εξουδετερώσει τις πρόνοιες του Νόμου. Ο Διευθυντής δεν είχε εξουσία να αφήσει το θέμα που είχε τεθεί ενώπιον του άλυτο με αναφορά στη συμπεριφορά των μερών. Είχε υποχρέωση να ασκήσει τις εξουσίες του που απορρέουν από το Νόμο. Ούτως εχόντων των πραγμάτων η επίκληση του κωλύματος δεν καθιστά την απόφαση του Διευθυντή τρωτή. Η αναπροσαρμογή της συμπεριφοράς ενός από τα μέρη της συμφωνίας δεν είναι θέμα που αφορά την νομιμότητα ή την ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή. Ούτε είναι θέμα που θα εμπόδιζε το Διευθυντή από του να ασκήσει την επιτακτική υποχρέωση του που υπαγορεύεται από το άρ. 58 του Κεφ. 224.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο